Όσα συζητήθηκαν στα πάνελ σε video, highlights και εικόνες
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Βίκτωρ Μοσχόπουλος, «Τα Κάτω Τουμπιώτικα»: Η ιστορία της Κάτω Τούμπας μέσα από σκίτσα, πίσσα και πούπουλα
Ο Βίκτωρ Μοσχόπουλος μιλάει στην Athens Voice για το νέο του βιβλίο σχετικά με την ιστορική γειτονιά, «Τα Κάτω Τουμπιώτικα»
Το όνομα της περιοχής προέρχεται από τους χωμάτινους όγκους, οι οποίοι στη Μακεδονία ήταν γνωστοί ως «τούμπες» και κάλυπταν αρχαίους τάφους. Τα όρια της περιοχής θεωρούνται κάπως δυσδιάκριτα – σημεία της Θεσσαλονίκης για τα οποία οι κάτοικοι αρέσκονται συχνά να διαφωνούν, όσον αφορά τον Δήμο και την Κοινότητα που ανήκουν. Πάρκα, σχολικά συγκροτήματα με ιστορία και αστικούς μύθους να τα περιβάλλουν, στη μέση το γήπεδο του ΠΑΟΚ που μέχρι σήμερα αποτελεί νοερό όριο μεταξύ Άνω και Κάτω Τούμπας, για την πλειοψηφία τουλάχιστον. Ποιος άραγε δηλώνει Τουμπιώτης σήμερα και πόσο άλλαξε αυτό το δημοφιλές προάστιο της πόλης με το πέρασμα του χρόνου;
Η ιστορία της Κάτω Τούμπας και των προσφύγων
Το 1922, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης σχεδόν διπλασιάζεται με την άφιξη 110.000 προσφύγων από τη Σμύρνη. Πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη, οι οποίοι στην αρχή κοιμούνται σε δρόμους, κήπους και παραπήγματα. Για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, οι αρμόδιες αρχές καταφεύγουν σε επίταξη σχολείων και δημόσιων κτιρίων. Μετά την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης αρχίζει η προσπάθεια αποκατάστασης των προσφύγων, αλλά και η κατανομή τους στις περιοχές της πόλης.
Στην περιοχή της Τούμπας, οι γηγενείς κάτοικοι ήταν αυτοί της Καπουτζήδας – όνομα με το οποίο ήταν παλιά γνωστή η Πυλαία. Η ιστορία της περιοχής ξεκινά ουσιαστικά με τον ερχομό των προσφύγων από τον Καύκασο, τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη και την Καππαδοκία, καθώς φυσικά και με τον ερχομό των Ποντίων. Μετά το 1924, εγκαθίστανται στην Τούμπα ξεριζωμένοι ομογενείς από την Παλιά Ελλάδα, τη Θεσσαλονίκη και την Καλαμαριά. Η περιοχή κατέληξε να είναι ο μεγαλύτερος συνοικισμός της πόλης, με την Κάτω Τούμπα να εκτείνεται σε 80 εκτάρια και την εγκατάσταση των νέων κατοίκων να γίνεται από το 1924 έως το 1938.
Πηγή: Slide Share a Scribd company
Τα επόμενα χρόνια, η Τούμπα γίνεται ένα από τα πιο πυκνοκατοικημένα προάστια της Θεσσαλονίκης. Μπορεί για τους περισσότερους Έλληνες να είναι γνωστή για το γήπεδο, γεγονός προφανές και λογικό ως έναν βαθμό, ωστόσο η περιοχή αποτελούσε και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες κοιτίδες της πόλης, όσον αφορά τις πολιτιστικές δραστηριότητες. Παρέες οι οποίες γράφουν τη δική τους ιστορία και την αποτυπώνουν σε βιβλία, πειρατικά ραδιόφωνα, αλλά και σε πολλές και διαφόρων ειδών νότες. Με τις νότες αυτές ενίοτε να ηχογραφούνται σε ένα από τα πιο ιστορικά studio πανελληνίως, το «Αγροτικόν» του Νίκου Παπάζογλου. Μία από αυτές τις παρέες υπήρξε και το θρυλικό punk rock συγκρότημα των Πίσσα & Πούπουλα, καθοδηγούμενο από τον πλέον κατάλληλο άνθρωπο να μιλήσει για την Τούμπα μιας άλλης εποχής, τον Βίκτωρ Μοσχόπουλο.
Μέσω μιας ιδιαίτερα καλαίσθητων και κατατοπιστικών σκίτσων, ο Βίκτωρ Μοσχόπουλος περιγράφει τα βιώματα και τις παραστάσεις του από τη γειτονιά του στην Κάτω Τούμπα, στο νέο του βιβλίο «Τα Κάτω Τουμπιώτικα», που κυκλοφορεί από την Oblik Editions. Με πλούσια ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες, μιλάει για την εποχή που αυτός και οι συμμαθητές του κατά δεκαετία του ’80 προσπαθούσαν να βρουν ποιοι είναι και πού «ανήκουν», τη δυναμική μουσική σκηνή της Τούμπας, τα στέκια και τις παρέες μιας άλλης εποχής. Ο Βίκτωρ Μοσχόπουλος μίλησε στην Athens Voice για τα «Κάτω Τουμπιώτικα», ξεκινώντας από τη δύσκολη προσπάθεια της οριοθέτησης της περιοχής.
Ο Βίκτωρ Μοσχόπουλος για τα «Κάτω Τουμπιώτικα»
«Tα Κωνσταντινουπολίτικα είναι Τούμπα; Άλλοι θα σου πουν ναι, άλλοι θα σου πουν ότι είναι στην Πυλαία. Ή π.χ. ο Κήπος του Καλού, το διαχωριστικό της Άνω από την Κάτω Τούμπα; Όλα είναι λίγο ασαφή. Και αν πας προς τα πίσω χρονολογικά, αυτά αλλάζουν. Στο βιβλίο μιλάω για τη δική μου γειτονιά, τον Άγιο Φανούριο, στην ΥΦΑΝΕΤ. Πριν από 50 χρόνια δεν θεωρούταν καν Τούμπα. Τούμπα θεωρούνταν τα Προσφυγικά. Ο Άγιος Φανούριος ήταν στα όρια μιας γειτονιάς πιο αστικής. Τα όρια της Τούμπας ήταν πάντα λίγο δυσδιάκριτα. Τον Κήπο του Καλού τον βάζω "μέσα". Το κάτω όριο είναι η Οδός Παπαναστασίου, αλλά υπάρχει το ερώτημα: αν το όριο είναι η Παπαναστασίου, η μια μεριά του πεζοδρομίου είναι Τούμπα και η άλλη δεν είναι; Ο δε διαχωρισμός Άνω και Κάτω Τούμπας μάλλον γίνεται με το Γήπεδο του ΠΑΟΚ, που βρίσκεται στο κέντρο της περιοχής και η Οδός Λαμπράκη ορίζει την Άνω και Κάτω. Αλλά και πάλι δεν μπορείς να βάλεις σύνορα».
Όποια και να είναι τα σύνορα της περιοχής, η Τούμπα υπήρξε πάντα ανοιχτή σε ιδέες και ερεθίσματα, με χιλιάδες Θεσσαλονικείς να την επισκέπτονται καθημερινά μέχρι σήμερα. Στα 52 του πλέον, ο Βίκτωρ Μοσχόπουλος μαζεύει τις αναμνήσεις του, θυμάται εκείνα τα μέρη που οι παρέες και οι «φυλές» συνυπήρχαν, καθώς και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ανδρώθηκε ο ίδιος, αλλά και το συγκρότημά του. Ποια ήταν όμως η κεντρική ιδέα πίσω από το βιβλίο;
Η αφήγηση του Βίκτωρ Μοσχόπουλου έχει στοιχεία ενός «boomer», όπως θεωρεί τον εαυτό του, παρά το γεγονός ότι ηλικιακά είναι μέλος της Γενιάς Χ
«Στην αρχή είχαν βγει τα "Τα Νεαπολίτικα" από τον Θανάση Πέτρου, παλιού "κομιξά" της πόλης. Ο Θανάσης μένει και εργάζεται στην Αθήνα τώρα, αλλά δυστυχώς έχασε τον πατέρα του, κάτι που τον οδήγησε να επιστρέψει και να αποτυπώσει τις σκέψεις του σε κάποια σχέδια. Τα είδε η Αναστασία από τις Oblik Editions και του πρότεινε να γίνουν κόμικ. Διάβασα τα "Νεαπολίτικα" και ενθουσιάστηκα. Μιλάει βέβαια για μια άλλη συνοικία, εγώ δεν είχα εικόνες από τη Νεάπολη, η οποία βρίσκεται στη Δυτική Θεσσαλονίκη. Αφού μίλησα στην Αναστασία, μου πρότεινε να κάνω κάτι αντίστοιχο και εγώ για τη δικιά μου γειτονιά. Έχει μπει σε ένα "τριπάκι" να μαζέψει κομιξάδες ώστε να κάνουν το αντίστοιχο για τις γειτονιές τους, ο δε Θανάσης έχει βγάλει και δεύτερο βιβλίο για τους Αμπελόκηπους, κάτω στην Αθήνα. Έτσι προέκυψε και το αντίστοιχο της Τούμπας.
»Γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ. Στα 16 μου μετακομίσαμε οικογενειακώς έξω από τη Θέρμη, αλλά συνέχισα να πηγαίνω σχολείο στην Τούμπα. Στη συνέχεια δε, πήγα σε τεχνικό σχολείο, το γνωστό και ως "ΒΙΑΜΥΛ", αλλά οι παρέες μου παρέμεναν κλασικά στην Τούμπα. Και αργότερα όταν δούλευα στην Πυλαία, πάλι στην περιοχή βρισκόμουν για καφέ, όπως και για βραδινή έξοδο. Θεωρώ τον εαυτό μου Τουμπιώτη. Ειδικά στην ηλικία μέχρι τα 16 μου».
Η αφήγηση του Βίκτωρ Μοσχόπουλου έχει στοιχεία ενός «boomer», όπως θεωρεί τον εαυτό του, παρά το γεγονός ότι ηλικιακά είναι μέλος της Γενιάς Χ. Ασχολούμενος με το σκίτσο και το σχέδιο εδώ και πάρα πολλά χρόνια, αποτύπωσε τις εικόνες μιας άλλης Κάτω Τούμπας, με τη μνήμη του να κρατάει τις ιστορίες απείραχτες.
«Μέχρι και τη μέση του βιβλίου αναφέρομαι στο ιστορικό κομμάτι και τη σύνθεση του πληθυσμού. Είναι τα Προσφυγικά, είναι οι "wannabe μεγαλοαστοί", δίπλα επίσης ο Εβραϊκός Συνοικισμός 151 που δημιουργήθηκε μετά την μεγάλη πυρκαγιά του 1917. Υπάρχουν πράγματα που προσπαθούμε να ξεχάσουμε, αλλά η μνήμη είναι πολύ έντονη. Από τη μέση και μετά μιλάω για την πρώτη μου ημέρα στο σχολείο, φτάνοντας μέχρι την εποχή των Πίσσα και Πούπουλα. Το προφίλ του "Τουμπιώτη" τότε δεν ήταν κάτι ξεκάθαρο, ήταν ένα ανακάτεμα. Η Τούμπα ήταν μια λαϊκή συνοικία και ο κόσμος αντίστοιχος, με τα καλά και τα κακά του. Ανακάτεμα ήταν όμως και οικιστικά – υπήρχαν από αλάνες και παραπήγματα, μέχρι νεοκλασικά σύγχρονα κτίρια και καινούργιες πολυκατοικίες. Και εμείς οικογενειακώς ήμασταν καινούργιοι κάτοικοι.
»Ήταν 1972 και η εποχή της αντιπαροχής, η πρώτη δόση – η επόμενη ήταν με ΠΑΣΟΚ πιο μετά, όταν δεν έμεινε καμία αλάνα πλέον. Ελάχιστοι συμμαθητές μου ήταν βέροι Τουμπιώτες, άρχισαν σιγά σιγά να εγκαθίστανται οικογένειες στην περιοχή. Ο πληθυσμός ερχόταν από παντού, Χαλκιδική, Νότια Ελλάδα, κόσμος που ερχόταν για δουλειά και αγόραζε ένα φτηνό τότε σπίτι στην Τούμπα, που δεν θεωρούνταν κέντρο εκείνη την εποχή. Με τα σημερινά δεδομένα θεωρείται Θεσσαλονίκη, ανήκει και στον Δήμο Θεσσαλονίκης έτσι κι αλλιώς.
»Τότε ήμασταν όπως είναι τώρα π.χ. η Καλαμαριά. Δηλαδή είμαστε Θεσσαλονίκη αλλά κατά μία έννοια, την ίδια στιγμή δεν είμαστε. Είχε ένα δικό της "λάβαρο". Πλέον ο κόσμος έχει αφομοιωθεί πλήρως, κάτι που συνέβη και σε άλλες γειτονιές. Έτσι ο αρχικός της χαρακτήρας έχει χαθεί κάπως. Ειδικά μετά το 1980 που δεν έμειναν παλιά σπίτια και αλάνες. Πέρα από το χωροταξικό, οι αλάνες δημιουργούσαν έναν χώρο όπου μπορούσες να παίξεις και να κινηθείς, δημιουργούσαν μια κοινωνικότητα στα παιδιά, κάτι το οποίο πλέον έχει γίνει "σούπα". Σήμερα υπάρχει ένα ομοιόμορφο οικιστικό πράγμα, εξού και τα δυσδιάκριτα και ασαφή όρια της περιοχής. Πλέον δεν βλέπεις κάτι να αλλάζει οικιστικά».
Η κουβέντα πάει νομοτελειακά στα χαρακτηριστικά σημεία της περιοχής, τα οποία και χρησιμοποιεί η πλειοψηφία των Θεσσαλονικέων όταν μιλάει για την Τούμπα. Το ρέμα, η ΥΦΑΝΕΤ και τα σχολεία της περιοχής, ο Άγιος Θεράποντας, η οδός Παπάφη, το «Αγροτικόν». Κυρίως δε, για το αγαπημένο του στέκι εκείνες τις παλιές εποχές, το Καφωδείο Αλαλούμ.
«Η ΥΦΑΝΕΤ αποτελεί πολύ χαρακτηριστικό σημείο της περιοχής. Υπάρχουν άνθρωποι που την έχουν ζωντανέψει εδώ και 20 περίπου χρόνια λειτουργώντας τον χώρο – πιο πριν ήταν στέκι τοξικομανών. Ο Άγιος Θεράποντας από την άλλη, ήταν πέρα από τη δική μου γειτονιά, ήταν άλλος "Μαχαλάς". Αλλά εκεί υπήρχε το ιστορικό στούντιο του Νίκου Παπάζογλου, το Αγροτικόν. Ιστορικό στούντιο για πολλά είδη μουσικής, το οποίο λειτουργούσε από ανθρώπους με σοβαρή αντίληψη των πραγμάτων. Εκεί ηχογραφήσαμε και εμείς ως Πίσσα και Πούπουλα, καθώς και άλλες punk rock μπάντες όπως οι Ναυτία. Ήταν η εποχή που το studio ήταν εντελώς επαγγελματικό, αλλά δεν θα σε έδιωχναν αν σε έβλεπαν κάπως "φρικιό".
»Τον Νίκο τον Παπάζογλου τον είδαμε μία φορά και ως πιτσιρικάδες ψαρώσαμε λίγο. Ο Κώστας, ο κιθαρίστας μας, τον γνώρισε. Δεν είχαμε λεφτά να πληρώσουμε την ηχογράφηση – κουτσομπολιά αυτά τώρα. Τον βρήκε έξω από το studio και αφού ο Παπάζογλου τον κέρασε έναν καφέ, του εξήγησε την κατάσταση. Μας έδωσε την ηχογράφηση και σιγά σιγά τον ξεπληρώσαμε. Αν και νομίζω ότι του χρωστάμε ακόμα κάτι ψιλά. Εκεί στον Άγιο Θεράποντα γίνονταν και κάποια live, αλλά μη φανταστείς τίποτα το φοβερό. Στα 80s και στην Οδό Σινιόσογλου υπήρχε ένα παλιό κτίριο του ΑΠΘ, όπου λειτουργούσε ένα νεανικό στέκι το οποίο είχε και studio για πρόβες, έναντι ενός συμβολικού αντιτίμου. Ουσιαστικά η μουσική σκηνή της Τούμπας, heavy metal στην πλειοψηφία της, ζυμώθηκε εκεί. Και γίνονταν και αρκετά live κατά καιρούς, τα οποία ήταν κυρίως κινηματικά».
Πολλά χρόνια στέκι το Καφωδείο, ένα απλό καφενείο με πολλή μουσική, κυρίως κασέτες που του γράφαμε εμείς
Θυμάται σαν να ’ναι τώρα το Καφωδείο του Σάκη, το Αλαλούμ, στην Οδό Καρακάση πάνω από τα παλιά Riff Studios. «Πολλά χρόνια στέκι το Καφωδείο, ένα απλό καφενείο με πολλή μουσική, κυρίως κασέτες που του γράφαμε εμείς κι έπαιζε. Ο χώρος δεν ήταν κατάλληλος για dj καταστάσεις, όπως καταλαβαίνεις. Διαφορετικός ο κόσμος, λίγο στο "λαϊκοφρικιό", από λαϊκούς μέχρι punks και μεταλλάδες. Μια παρεΐστικη ατμόσφαιρα όπου όλοι συνυπήρχαν χωρίς εντάσεις. Ένα μέρος που ανδρώθηκαν πολλές γενιές και ήταν σημείο αναφοράς. Ακόμα και σήμερα υπάρχει η "Καφωδείο company". Παρ’ όλο που το μαγαζί έχει κλείσει εδώ και πολλά χρόνια. Νομίζω επίσης, λίγο πιο πάνω υπήρχε ένα πολύ ωραίο cafe που λεγόταν Opera. Τέλος πήγαινα στην Atmosphere δίπλα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, όπου είχε αναλάβει ένα παλικάρι από τον Safari FM και έπαιζε στιλ new wave – The Clash κ.λπ.»
Οι αναμνήσεις του Βίκτωρ Μοσχόπουλος πηγάζουν από μια εποχή χωρίς internet και social media, με την κοινωνικοποίηση να γίνεται αποκλειστικά εκτός σπιτιού. Παρά την εκτεταμένη χρήση της τεχνολογίας πλέον σε όλες τις ηλικίες, ο ίδιος αναρωτιέται αν οι νεότερες γενιές μπορούν να αποκτήσουν αντίστοιχα με τα δικά του βιώματα. Πολύ δε περισσότερο, αν η Τούμπα μπορεί να γίνει ένα από τα λεγόμενα «πλούσια» προάστια.
«Δεν ξέρω αν οι νεότερες γενιές μπορούν να ζήσουν ανάλογα πράγματα με αυτά που ζήσαμε εμείς. Τα ακούσματα, οι συνθήκες, όλα είναι πολύ διαφορετικά. Όρεξη ωστόσο να υπάρχει και η δημιουργία θα βγει. Σήμερα υπάρχει μια μεταστροφή στο ραπ, κάτι που είναι πιο εύκολο. Όπως στα χρόνια μας ήταν πιο εύκολο το ροκ – μπάσο, κιθάρα, ντραμς, ενισχυτές και "βαράς". Υπήρχαν και πολλά studio στην Τούμπα, υπόγεια κυρίως. Τώρα υπάρχει το ραπ, με τις παρεκτροπές της τραπ κ.λπ. Δεν το ’χω, αλλά ok… το καταλαβαίνω. Θεωρώ ότι είναι εύκολο, τεχνικά μιλώντας.
Εμείς πήγαμε στον Παπάζογλου και είπαμε πως θέλουμε να κάνουμε δίσκο και κάναμε
»Το να ηχογραφήσεις γενικά σήμερα έχει γίνει πιο εύκολο. Στα χρόνια του πατέρα μου, έπρεπε πρώτα να πας να τραγουδήσεις σε μια ταβέρνα και να σε ανακαλύψουν. Εμείς πήγαμε στον Παπάζογλου και είπαμε πως θέλουμε να κάνουμε δίσκο και κάναμε. Σήμερα υπάρχει και το διαδίκτυο. Σίγουρα υπάρχουν περισσότεροι δίοδοι να δημιουργήσεις και να εκφραστείς σήμερα. Όσο δε πιο δύσκολα στα φέρνει η ζωή, τόσο πιο ενδιαφέροντα πράγματα θα δημιουργήσεις. Η Τούμπα πάντως δεν μπορεί να γίνει ένα "πλούσιο" προάστιο. Υπάρχουν βέβαια κάποια υπολείμματα από αυτούς που το παίζουν μεγαλοαστοί. Το θέμα είναι πως λόγω της μικρής απόστασής της από το κέντρο, η Τούμπα δεν παρακμάζει.
»Δεν γίνεται ούτε πιο πλούσια, αλλά ούτε και πιο φτωχή. Μια μεσοαστική κατάσταση, υπάρχουν δουλειές κ.λπ. Από το ’70 και μετά, οικονομικά η περιοχή είναι πολύ καλύτερα, δεν βλέπεις εξαθλίωση, έρχονται και πολλοί φοιτητές πλέον, οικογένειες κ.λπ. Παρακμή οικονομική όχι, στην αισθητική και στον χαρακτήρα ναι. Όσον αφορά όμως τις καλλιτεχνικές ευαισθησίες και τη δημιουργία, υποθετικά θα έψαχνα τέτοια πράγματα σε περιοχές στις οποίες υπάρχει εξαθλίωση, πρόσφυγες, μετανάστες κ.λπ. Εκεί μπορείς να βρεις original ιδέες, βάσει των επιρροών αυτών των ανθρώπων φυσικά. Είναι αυτές οι συνθήκες που δημιουργούν την ανάγκη για έκφραση».
Η συζήτηση με τον Βίκτωρ Μοσχόπουλος κλείνει με την προφανή αναφορά στους ιστορικούς Πίσσα και Πούπουλα. Το punk rock συγκρότημα από την Τούμπα που με ένα και μόνο studio album, έγραψε το όνομά του με χρυσά γράμματα στον χώρο. Το όνομα του γκρουπ ήταν για πολλούς από εμάς μια ευθεία αναφορά στα τεύχη του Λούκυ Λουκ που συλλέξαμε μικρότεροι, ωστόσο η ιστορία υπήρξε λίγο πιο περίπλοκη. Όπως αντίστοιχα και το στίγμα του ελληνικού punk rock σε μια εποχή όπως οι δεκαετίες του ’80 και ’90, εποχή μιας επίπλαστης όπως αποδείχθηκε ευημερίας.
Η ιδέα του ονόματος ήταν κλεμμένη από έναν φίλο που ήθελε να ονομάσει ο ίδιος το συγκρότημά του Πίσσα και Πούπουλα. Εμείς λεγόμασταν Παιδιά της Τερηδόνας πριν από αυτό
«Η ιδέα του ονόματος ήταν κλεμμένη από έναν φίλο που ήθελε να ονομάσει ο ίδιος το συγκρότημά του έτσι. Εμείς λεγόμασταν Παιδιά της Τερηδόνας πριν από αυτό. Έχει να κάνει με το σκεπτικό ότι δεν χρειάζεται να κάψεις, σκοτώσεις, χειροδικήσεις απέναντι σε κάποιον, όταν μπορείς απλά να τον ξεφτιλίσεις. Ειδάλλως τον κάνεις "ήρωα". Όπως στον Λούκυ Λουκ, όπου τους περιφέρουν και τους γελοιοποιούν με πίσσα και πούπουλα. Έχει να κάνει με το ότι η υπερφίαλη βία δεν προσφέρει τίποτα. Όσον αφορά το στίγμα της μπάντας στα 80s, επρόκειτο για μια δεκαετία όπου υπήρχε οικονομική ανάπτυξη, αλλά δεν υπήρξε καθόλου πολιτιστική και κοινωνική. Ήμασταν απλά η ίδια κοινωνία της δεκαετίας του ’70 με πιο πολλά λεφτά.
»Από χωριάτες, μεγαλοχωριάτες. Ακόμα και τη σεξουαλική απελευθέρωση την εκφράσαμε με το να βγαίνουν οι γυναίκες πιο σέξι στην τηλεόραση. Το νόημα δεν το πιάσαμε. Μείναμε το ίδιο ομοφοβικοί, ξενοφοβικοί. Βλέπαμε έναν μαύρο να έρχεται για τη Σχολή Στρατού εδώ πιο κάτω και λέγαμε π.χ. ότι είναι συμπαθητικός. Όταν άρχισαν να έρχονται πιο πολλοί, ξαφνικά γίναμε ρατσιστές. Λίγο πιο πριν αυτό, το ίδιο με τους Αλβανούς. Δεν καταλάβαμε κάτι από τα πολλά χρήματα.
»Εγώ στο σχολείο ήμουν και δυσλεκτικός. Έγινα punk γιατί είχαν ένα mood "άντε γ@μηθείτε". Με πικάρανε. Κάποιος δάσκαλος μπορεί να προσπαθούσε να με βοηθήσει αλλά όσο μπορούσε. Υπήρχε "ζούληγμα", υπήρχε καταπίεση. Μην ξεχνάς ότι η ιστορία με τον Καλτεζά συνέβη στα 80s. Τα πιο πολλά χρήματα μας έδωσαν απλά μια έπαρση, ότι κάτι είμαστε. Τα ίδια ήμασταν ακριβώς. Υπήρχαν και τότε οι καταπιεσμένες μητέρες με το μεθύστακα πατέρα που τις χτυπούσε – έχω βιώματα από κοντινούς μου ανθρώπους. Μια μιζέρια δεν είναι μόνο οικονομική».
Δειτε περισσοτερα
Το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών και τώρα κυκλοφορεί και σε βιβλίο
Η λαμπερή ιστορία της γυναίκας που επαναπροσδιόρισε τη μόδα
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της