Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
Ανδρέας Μανωλικάκης: Στο θρυλικό Actors Studio και άλλες ιστορίες ζωής
Ανδρέας Μανωλικάκης: Συνέντευξη με αφορμή το βιβλίο «Στα Φώτα. Η πορεία στο θρυλικό Actors Studio και άλλες ιστορίες ζωής» (εκδόσεις Αρμός)
Συναντιόμαστε με τον Ανδρέα Μανωλικάκη στο Breeze Cafe, στην Αγία Παρασκευή, στη θέση του οποίου όταν ήταν μικρός, μου λέει, βρισκόταν το καφενείο «Εθνικό», πίσω από το ιστορικό θερινό σινεμά Αμαρυλλίς. Αυτή είναι η περιοχή στην οποία μεγάλωσε, πριν φύγει πρώτα για το Παρίσι, όπου σπούδασε στη Διεθνή Σχολή Μιμικής του Μαρσέλ Μαρσό, και ύστερα για τη Νέα Υόρκη, όπου έγινε διά βίου μέλος του θρυλικού Actors Studio. Μαθητεύοντας κοντά σε δασκάλους όπως ο Λι Στράσμπεργκ και η Έλεν Μπέρστιν, ο Μανωλικάκης επιπλέον έκανε σε βάθος τις δικές του έρευνες επάνω στο Σύστημα του Στανισλάβσκι και τη Μέθοδο, τόσο που οι πρόεδροι του Actors Studio, Έλεν Μπέρστιν, Χάρβεϊ Καϊτέλ και Αλ Πατσίνο, τον θεώρησαν ως μια σοβαρή υποψηφιότητα για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Actors Studio.
Πρώην πρόεδρος του Actors Studio Drama School στο Pace University, ο Μανωλικάκης είχε ως μαθητές ηθοποιούς όπως ο Μπάντλεϊ Κούπερ. Σήμερα συνεχίζει να διδάσκει σκηνοθεσία και υποκριτική έχοντας τη βάση του στη Νέα Υόρκη και επισκεπτόμενος συχνά την Ελλάδα, για να κάνει σεμινάρια υποκριτικής και ανάλυσης κειμένου στη Σχολή Μωραΐτη και την Ελληνοαμερικανική Ένωση αντίστοιχα. Σε μία από αυτές τις επισκέψεις του, δέχτηκε να μιλήσει στην ATHENS VOICE για το νέο του αυτοβιογραφικό βιβλίο, «Στα φώτα», που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Το πρώτο σας βιβλίο, με τίτλο «Στα φώτα», που κυκλοφόρησε φέτος τον Απρίλιο από τις Εκδόσεις Αρμός, είναι μια εκ βαθέων σειρά συνομιλιών με τη δημοσιογράφο Νατάσα Μπαστέα για τη ζωή και τις σπουδές σας, αρχικά στην Αθήνα και το Παρίσι και τελικά την πορεία σας στη Νέα Υόρκη και τη σχέση σας με το Actors Studio. Πώς ξεκίνησε αυτό το πρότζεκτ;
Το βιβλίο ξεκίνησε, όπως πολύ σωστά είπατε, μέσα από πολλές συζητήσεις με τη Νατάσα Μπαστέα, αλλά και τη δική μου ανάγκη να μοιραστώ όσα έχω ζήσει σε αυτές τις μεγάλες πόλεις. Ήθελα να μοιραστώ πράγματα που αφορούν τη ζωή και την Τέχνη, άρα ο τίτλος «Στα φώτα» αναφέρεται στα φώτα της ζωής και της Τέχνης. Ήταν μια από κοινού διαδικασία, μας πήρε τουλάχιστον δύο χρόνια. Αυτό που ήθελα περισσότερο να έχει μέσα το βιβλίο ήταν περιστατικά από τη ζωή, στιγμιότυπα από συναντήσεις με σημαντικούς ανθρώπους του θεάτρου (τόσο στη Γαλλία όσο και στην Αμερική), την εμπειρία μου ως ηθοποιός στο Broadway και την πορεία μου στο Actors Studio. Πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν προορίζεται μόνο για ανθρώπους του θεάτρου, αλλά για οποιονδήποτε αναγνώστη θέλει να παρακολουθήσει μια πορεία ζωής, όπου η θέληση, η σκληρή δουλειά, το πάθος και βέβαια η καλή τύχη οδηγούν έναν άνθρωπο στο να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα.
Ξεκινήσατε τις σπουδές σας στην Αθήνα, στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν. Πώς ήταν η εμπειρία σας εκεί;
Όχι ιδιαίτερα καλή. Από παιδαγωγικής απόψεως, απαράδεκτη. Οι συνθήκες ήταν καταπιεστικές. Υπήρχαν κακοποιήσεις όπως βρισίματα, προσβολές, απαρχαιωμένες αντιλήψεις, ευνοούμενοι και παραγκωνισμένοι κ.λπ. Όσον αφορά το καλλιτεχνικό κομμάτι, ήταν σχετικά καλύτερη από άλλες Σχολές —όχι, βέβαια, η καλύτερη από όλες, καθώς υπήρχαν η Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και η Σχολή του Πέλου Κατσέλη, για να αναφέρω δύο— οπότε έπαιρνες ορισμένες πληροφορίες οι οποίες όμως δεν ήταν αρκετές. Μάθαινες πάρα πολλές γενικότητες. Ξεχώριζες το πάθος του ίδιου του Κουν (τον οποίο δεν έτυχε να έχω δάσκαλο, γιατί όταν ήμουν εγώ εκεί είχε πια σταματήσει να διδάσκει) μέσα από τις σκηνοθεσίες του, τις συνεντεύξεις του και ορισμένες πρόβες που είχα την τύχη να παρακολουθήσω.
Έτσι παίρνετε την απόφαση να πάτε στο Παρίσι, στη Σχολή Μιμικής του Μαρσέλ Μαρσό. Φαντάζομαι θα ήταν μια μοναδική εμπειρία το να μαθητεύσετε στον διασημότερο μίμο όλων των εποχών.
Ήταν σίγουρα μια μοναδική εμπειρία. Ήταν υπέροχος άνθρωπος. Πράος, γαλήνιος, σαν σοφός με μια πάρα πολύ ήρεμη ενέργεια, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που γινόταν επάνω στη σκηνή, όπου ήταν πάντα σε μεγάλη ένταση και γεμάτος ενέργεια. Ήταν επίσης ένας πάρα πολύ καλός δάσκαλος. Ήταν μεγάλο μάθημα η γνωριμία μου με αυτόν τον άνθρωπο και αυτά που έμαθα στο περιορισμένο διάστημα που μαθήτευσα κοντά του. Δεν θέλησα να καθίσω παραπάνω, για να μη στιλιζαριστώ. Στο Παρίσι αρχικά είχα γραφτεί στο τμήμα θεάτρου στο Πανεπιστήμιο Paris VIII-Vincennes. Επίσης, φοίτησα στο ατελιέ του Ανδρέα Βουτσινά, ο οποίος ήταν κι αυτός μεγάλος δάσκαλος.
Πώς πήρατε την τολμηρή απόφαση να πάτε στην Αμερική για να σπουδάσετε ηθοποιία, χωρίς καν να γνωρίζετε αγγλικά;
Και στη Γαλλία όταν πήγα δεν μιλούσα γαλλικά. Η ιδέα του να γίνω ηθοποιός ήταν του αδελφού μου. Όταν μια μέρα με ρωτούσε, εδώ, στην Αγία Παρασκευή, τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, ένα από τα επαγγέλματα που μου παρέθεσε ως επιλογή ήταν εκείνο του ηθοποιού. Του είπα «καλά ακούγεται αυτό», αν και μέχρι τότε δεν είχα δείξει κανένα ενδιαφέρον για το θέατρο και την υποκριτική. Μάλλον εκείνη την ημέρα ο αδελφός μου είχε έμπνευση, καθώς του βγήκε από το στόμα μια προφητεία. Είπε: «Εάν πραγματικά θέλεις να γίνεις ηθοποιός, τότε πρέπει να πας στο Actors Studio». Εγώ νόμιζα πως το Actors Studio ήταν κάπου στην Αθήνα, οπότε προσπαθούσα να υπολογίσω πόσο μακριά ήταν από την Αγία Παρασκευή. Όταν μου είπε πως ήταν στη Νέα Υόρκη εγώ ο ίδιος το απέκλεισα, λόγω γλώσσας και επειδή δεν είχαμε τέτοια οικονομική δυνατότητα ή συγγενείς εκεί.
Αυτό που τελικά με οδήγησε στην Αμερική ήταν ένα τυχαίο περιστατικό, αρκετά χρόνια αργότερα. Πήγα ως «ερωτικός μετανάστης», αμέσως μετά τις σπουδές μου στη Γαλλία. Όταν, λοιπόν, βρέθηκα στη Νέα Υόρκη, επισκέφτηκα το Actors Studio. Για να μπεις εκεί πρέπει να δώσεις εξετάσεις, οι οποίες είναι αρκετά δύσκολες. Υπάρχει η προκαταρκτική και αν περάσεις ακολουθεί η τελική εξέταση. Έδωσα, λοιπόν, την προκαταρκτική εξέταση χωρίς να ξέρω καλά καλά τη γλώσσα. Παρόλα αυτά, οι άνθρωποι δεν στάθηκαν στη δυσκολία μου αυτή και με πέρασαν στην τελική εξέταση, γιατί θεώρησαν πως αυτά που έκανα ως ηθοποιός επάνω στη σκηνή ήταν μέσα σε αυτά τα οποία ζητούσαν: τη σχέση που έχεις με τον παρτενέρ, την αμεσότητα της επικοινωνίας, τη σχέση που έχεις με τα αντικείμενα κλπ. Το καλό ήταν ότι δεν χρειάστηκε να γυρίσω ποτέ πίσω στις προκαταρκτικές εξετάσεις, διότι κάθε φορά που σε κόβουν, πρέπει να περιμένεις έναν χρόνο για να ξαναδώσεις. Τόλμησα, μάλιστα, και ζήτησα να συνεχίσω να παρακολουθώ μαθήματα ως παρατηρητής, μέχρι να δώσω τις τελικές εξετάσεις και το δέχτηκαν. Στο βιβλίο υπάρχει και η επιστολή του Στράσμπεργκ και αυτό ξεκίνησε μια ολόκληρη παράδοση, όπου οι φιναλίστ μπορούν πια να παρακολουθούν μαθήματα.
Το 1997 μεταφράσατε στα ελληνικά το βιβλίο «Βαχτάνγκοφ - Μαθήματα Σκηνοθεσίας και Υποκριτικής» του Νικολάι Γκόρτσακοφ. Ποια βιβλία υποκριτικής θα προτείνατε ανεπιφύλακτα σε έναν μαθητή σας σήμερα;
Βιβλία πάνω στον Στράσμπεργκ, τον Καζάν, τον Μάισνερ, την Άντλερ και άλλους. Στη μελέτη γενικότερα δεν χωρούν οι αφορισμοί. Οι σοβαροί άνθρωποι δρουν μέσω σύνθεσης. Οι μη σοβαροί και τεμπέληδες (άρα και απληροφόρητοι) βάζουν παρωπίδες και φανατίζονται. Τόσο ο Λι Στράσμπεργκ όσο και η Στέλλα Άντλερ έχουν αφήσει πίσω τους ένα έργο που αξίζει να μελετηθεί. Άλλωστε, οι δάσκαλοι αυτοί ακολούθησαν μια παράδοση στην υποκριτική που ξεκινάει από το Σύστημα του Στανισλάβσκι, με άλλους ενδιάμεσους σταθμούς και την πήγαν ένα βήμα παραπέρα προσθέτοντας τα δικά τους πορίσματα και τη δική τους οπτική. Εγώ, το όνομα του Βαχτάνγκοφ το άκουσα πρώτη φορά από τον Στράσμπεργκ και πήγα αμέσως και πήρα το μοναδικό βιβλίο του, που υπήρχε στα βιβλιοπωλεία στη Νέα Υόρκη. Δεν ήταν αυτό του Γκόρτσακοφ, που μετέφρασα αργότερα. Αφού, λοιπόν, μελέτησα πρώτα το έργο του Βαχτάνγκοφ, άκουσα μια διάλεξη του Στράσμπεργκ, όπου έλεγε πως συμφωνεί με τον Ηλία Καζάν, ότι το βιβλίο του Νικολάι Γκόρτσακοφ, «Βαχτάνγκοφ, Μαθήματα Σκηνοθεσίας και Υποκριτικής» είναι το καλύτερο βιβλίο πάνω στη σκηνοθεσία. Εγώ, τώρα, έχω να προσθέσω πως είναι το καλύτερο βιβλίο και πάνω στην υποκριτική. Τόσο ο Στράσμπεργκ όσο και ο Καζάν θεωρούσαν τον Βαχτάνγκοφ μέντορά τους, μέσα από τα βιβλία που διάβασαν για αυτόν.
Όταν έκανα τη μετάφραση του βιβλίου στα Ελληνικά, ο Μάριος Πλωρίτης, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του ελληνικού θεάτρου (και όχι μόνο), δέχτηκε να γράψει τον πρόλογο του βιβλίου μόνο και μόνο γιατί είχε ακούσει για τον Βαχτάνγκοφ από τον Κουν. Στην Ελλάδα, ο Κουν ήταν ένας από τους ελάχιστους που γνώριζαν τον σκηνοθέτη και δάσκαλο που βελτίωσε το Σύστημα του Στανισλάβσκι.
Στο βιβλίο μιλάτε και για τη γνωριμία σας με τον Ηλία Καζάν, που προφανώς είχε κομβική σημασία για εσάς. Τι σας έκανε να τον ξεχωρίσετε, ανάμεσα στους σημαντικούς καλλιτέχνες που έχετε γνωρίσει στη ζωή σας;
Είχαμε συναντηθεί με τον Καζάν μερικές φορές στη Νέα Υόρκη, στο Actors Studio, και όταν είχε έρθει μια φορά εδώ, για μια διάλεξη πάνω στον κινηματογράφο, στο Κολλέγιο Αθηνών, με αναγνώρισε ανάμεσα στο πλήθος. Για κάποιο λόγο είχα καθυστερήσει και πήγα όταν είχε τελειώσει πια η ομιλία. Έτσι, λοιπόν, καθώς μιλούσα με έναν πρώην καθηγητή μου από τη Σχολή του Κουν, με είδε ο Καζάν και με αναγνώρισε, λέγοντας: «Look who’s here!» (Κοίτα ποιος είναι εδώ). Ήταν συμπαθέστατος άνθρωπος, πολύ τρυφερός και με εξαιρετική μνήμη. Αυτό που με τιμά ιδιαιτέρως είναι ότι στις τρεις πρώτες τελικές εξετάσεις μου από τις πέντε, στο Actors Studio, ήταν στην επιτροπή και πάντα άκουγα από τη γραμματέα ότι ψήφιζε υπέρ μου. Ο Καζάν δεν ήταν άνθρωπος που έβλεπε εθνικότητα. Αν του άρεσε κάτι, του άρεσε. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό ότι σε κάθε επιστολή που του έγραφα, πάντοτε απαντούσε. Αυτό είναι ένα καλό μάθημα και για τους Έλληνες εδώ. Οι σπουδαίοι πάντοτε απαντούν και μάλιστα αμέσως.
Έχετε ξεχωρίσει και άλλες προσωπικότητες που έχουν φερθεί με παρόμοια γενναιοδωρία;
Μέγιστο παράδειγμα ήταν ο Πολ Τέιλορ, ένας από τους κορυφαίους χορογράφους της Αμερικής. Είχα μια σύντομη συζήτηση μαζί του, όπως περιγράφω και στο βιβλίο, μόλις είχαμε συστηθεί μετά από μια παράσταση που είχε χορογραφήσει. Θα πρέπει να ήταν ογδόντα χρονών περίπου τότε. Γνωρίζοντας πως ήμουν πρόεδρος του μεταπτυχιακού προγράμματος του Actors Studio, ήθελε να με ρωτήσει κάτι για την κωμωδία. Μιλήσαμε περίπου για εικοσιπέντε λεπτά. Ύστερα από μερικές μέρες, έλαβα μια επιστολή από εκείνον. Είχε ψάξει και είχε βρει τη διεύθυνσή μου, για να με ευχαριστήσει για αυτά που του είχα πει, τα οποία, όπως μου έγραφε, είχε δαχτυλογραφήσει και είχε μοιράσει στους χορευτές του σε φωτοτυπίες! Το γράμμα έκλεινε μάλιστα με την αποφώνηση, «Με θαυμασμό». Για εμένα αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα, του τι σημαίνει γενναιοδωρία ψυχής.
Ήταν, ίσως, παρόμοια και η γενναιοδωρία ψυχής που σας έδειξε ο Αλ Πατσίνο, όταν σας ρώτησε τι νομίζετε πως χρειάζεται να γίνει, ώστε το Actors Studio να αναζωογονηθεί; Γράφετε πως σας ζήτησε να του δείξετε και τον αυτοσχέδιο τόμο με τις έρευνές σας επάνω στην υποκριτική και τη σκηνοθεσία;
Αυτό συνέβη σε μια χρονική περίοδο που η ηγεσία του Studio (Έλεν Μπέρστιν, Χάρβεϊ Καϊτέλ και Αλ Πατσίνο) βρισκόταν σε μια αναζήτηση για τον προσανατολισμό του. Επειδή γνώριζαν τη δουλειά μου, με είχαν και οι τρεις υπόψη τους, ως υποψήφιο να αναλάβω την καλλιτεχνική διεύθυνση του Actors Studio. Έκανα λοιπόν συναντήσεις μαζί τους, αρχικά ξεχωριστά. Μέσα στο πλαίσιο αυτών των συναντήσεων, πήγα μια μέρα στο σπίτι του Πατσίνο, έξω από το Μανχάταν. Ήταν απλός, συγκεκριμένος, συγκεντρωμένος και χαλαρός. Όταν του έδωσα να δει το βιβλίο, το οποίο περιείχε και κείμενα στα Ελληνικά και τα Γαλλικά, το επεξεργάστηκε με μεγάλο σεβασμό. Ακόμα και τα κείμενα που δεν μπορούσε να διαβάσει, τα κοιτούσε με προσοχή. Ήταν ένα βιβλίο με πολύ σκληρό εξώφυλλο και φωτοτυπίες μέσα, όμως εκείνος το είχε πιάσει σαν να επρόκειτο για το σημαντικότερο κείμενο που υπήρχε στην ιστορία της ανθρωπότητας! Έδειξε, λοιπόν, μεγάλο σεβασμό σε αυτήν την έρευνα ετών που είχα κάνει. Σεβάστηκε τον κόπο και το πάθος μου. Μόνο ένας ηθοποιός με το δικό του ταλέντο και το δικό του επίπεδο εκπαίδευσης θα μπορούσε να έχει εκτιμήσει αυτήν τη δουλειά με τον τρόπο που την εκτίμησε εκείνος.
Στο βιβλίο μιλάτε συχνά για τον Λι Στράσμπεργκ και τον θεωρείτε έναν από τους μέντορές σας. Ποιος ήταν ο ρόλος που έπαιξε στην πορεία σας στο Actors Studio;
Είχα την τύχη να παρακολουθήσω επί ενάμιση χρόνο διδασκαλίες του Στράσμπεργκ. Δυστυχώς, δεν είχα την ευκαιρία να παίξω γι’ αυτόν. Είχα, μάλιστα, την ατυχία να πεθάνει μια βδομάδα πριν την τελική μου εξέταση. Όμως, το ότι παρακολούθησα τόσα μαθήματά του, ήταν για μένα ένα πραγματικό δώρο. Πέραν των μαθημάτων αυτών, έχω μελετήσει όλο το έργο του και ό,τι έχει γραφτεί για εκείνον. Επιπλέον, η γυναίκα του, που πέθανε πρόσφατα, μου είχε δώσει πρόσβαση στο αρχείο του και έτσι είδα βιντεοκασέτες με διαλέξεις και ομιλίες του και άκουσα μαγνητοφωνημένα μαθήματά του στο Actors Studio από το 1960 και μετά. Έχω, λοιπόν, μελετήσει σε βάθος το έργο του Στράσμπεργκ και γι’ αυτό τον θεωρώ έναν από τους μέντορές μου και τον σημαντικότερο δάσκαλο υποκριτικής, μαζί με τον Στανισλάβσκι και τον Βαχτάνγκοφ. Σημαντικός ήταν, επίσης, ο ρόλος που έπαιξε η Έλεν Μπέρστιν στην εξέλιξή μου. Σπουδαία δασκάλα, με την οποία στη συνέχεια συνεργαστήκαμε και στο διοικητικό συμβούλιο, αλλά και στο πρόγραμμα σπουδών του Actors Studio Drama School. Η Έλεν αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα στη ζωή μου.
Μιλάτε ακόμα στο βιβλίο σας και για μία άλλη μεγάλη δασκάλα του Συστήματος Στανισλάβσκι στην Αμερική, τη Στέλλα Άντλερ. Η Άντλερ, όπως αναφέρετε, δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει την έχθρα που είχε με τον Στράσμπεργκ. Πώς βιώσατε εσείς αυτόν τον πόλεμο μεταξύ τους;
Τη Στέλλα Άντλερ είχα την ευκαιρία να την παρακολουθήσω για μερικούς μήνες, ως παρατηρητής. Ανήκε, βέβαια, στην κατηγορία των σημαντικών δασκάλων, όμως δεν πλησίαζε τον Στράσμπεργκ, του οποίου η διδασκαλία ήταν σαν λέιζερ. Η Άντλερ ήταν πολύ καλή στη ρητορική του θεάτρου. Η ρητορική, όμως, δεν «παίζεται». Ο Στράσμπεργκ ενδιαφερόταν για το πώς θα βρει ο κάθε μαθητής τον δικό του μηχανισμό. Η Στέλλα μπορεί να σταμάταγε κάποιον στο πρώτο λεπτό. Ήταν πολύ αυθόρμητη και συχνά φερόταν στους μαθητές σαν παιδάκια. Ήταν εξαιρετική θεωρητικός και έλεγε πολύ όμορφα πράγματα για τη σχέση του ηθοποιού με το κείμενο ή τη σχέση της ζωής με το θέατρο. Αυτά όμως, δυστυχώς, δεν μπορούν εύκολα να μεταφραστούν σε πρακτικές οδηγίες για την ηθοποιία.
Το πρόβλημα, τώρα, που υπήρχε μεταξύ τους είναι πως η Άντλερ μισούσε τον Στράσμπεγκ, ακόμη και πριν τον γνωρίσει, σχεδόν. Υπήρχε αυτό το προσωπικό μίσος απέναντί του, που έβλαψε το Group Theater, στο οποίο συνεργαστήκανε οι δυο τους, δημιούργησε και δημιουργεί γενικά μεγάλη σύγχυση στους μαθητές. Ήταν, λοιπόν, μια προσωπική κόντρα που εκείνη τροφοδοτούσε, που προκάλεσε μεγάλη ζημιά. Έχω μελετήσει όλα τα βιβλία της και τις συνεντεύξεις της στο Lincoln Center. Και, βέβαια, όπως περιγράφω στο βιβλίο, είχα και μία προσωπική συζήτηση μαζί της. Εκείνο που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν το απίστευτο βάθος του μίσους που έτρεφε για εκείνον, σε βαθμό ψύχωσης, ακόμη και αφότου ο Στράσμπεργκ είχε πια πεθάνει.
Αυτή η αντιμετώπιση διαφέρει, κατά τη γνώμη σας, από την αντίστοιχη στην Ελλάδα; Ποιος είναι ο ρόλος των δασκάλων, των κριτικών και των θεατρολόγων στην ανάδειξη νέων ταλέντων;
Βεβαίως διαφέρει. Ο αντίστοιχος Πατσίνο στην Ελλάδα δεν θα σου απηύθυνε καν τον λόγο. Δυστυχώς, τόσο οι δάσκαλοι, οι κριτικοί, όσο και οι θεατρολόγοι παίζουν ως επί το πλείστον αντιπαραγωγικό ρόλο. Το λέω, άλλωστε, εδώ και χρόνια. Η πλειοψηφία όλων αυτών (υπάρχουν, βέβαια, και σημαντικές εξαιρέσεις) είναι ημιμαθείς και παπαγαλίζουν λανθασμένα πράγματα. Δεν γνωρίζουν σε βάθος το αντικείμενό τους. Έχουν την τάση να μπερδεύουν το Σύστημα του Στανισλάβσκι και τη Μέθοδο –δηλαδή την βιωματική υποκριτική– με θεατρικά ή κινηματογραφικά ρεύματα. Το Σύστημα του Στανισλάβσκι είναι εκπαίδευση του ηθοποιού, όχι στυλ θεάτρου. Εκπαιδεύεις το υποκριτικό σου όργανο, ούτως ώστε μετά να μπορείς να παίξεις σε διαφορετικά στυλ θεάτρου. Πιστεύουν λανθασμένα πως το Σύστημα του Στανισλάβκι και η Μέθοδος είναι μόνο για το ρεαλιστικό θέατρο αγνοώντας τη δουλειά του Βαχτάνγκοφ και του Group Theater, που ανέβαζαν παραστάσεις ακρότατα στυλιζαρισμένες. Αν υπήρχαν σοβαροί πρυτάνεις και αρχισυντάκτες, θα έπρεπε να τους έχουν κόψει και τους μεν και τους δε. Επιπλέον, το Σύστημα του Στανισλάβσκι ξεκίνησε ως θεατρική εκπαίδευση, καθώς δεν υπήρχε σινεμά την εποχή εκείνη. Στο Actors Studio η εκπαίδευση ήταν και είναι θεατρική, παρά το γεγονός ότι από εκεί έχουν βγει οι μεγαλύτεροι κινηματογραφικοί αστέρες, οι οποίοι στο θέατρο κάνουν μνημειώδεις ερμηνείες, όπως Κρίστοφερ Γουόκεν, Ντάστιν Χόφμαν, Αλ Πατσίνο, Έλεν Μπέρστιν, Ίλαϊ Γουάλακ και πολλοί άλλοι. Άρα, η άποψη ότι η εκπαίδευση της Μεθόδου αφορά αποκλειστικά τον κινηματογράφο είναι εντελώς λανθασμένη. Η εκπαίδευση ήταν πάντοτε μία, κάτι το οποίο στην Ελλάδα δεν φαίνεται να είναι και τόσο ξεκάθαρο.
Έπειτα, ακούω συχνά αυτήν τη σύγκριση που κάνουν μεταξύ του ευρωπαϊκού και του αμερικανικού θεάτρου. «Το ευρωπαϊκό θέατρο», λέει, «είναι καλύτερο από το αμερικανικό». Συγκρίνουν, λοιπόν, μία χώρα με μία γλώσσα (γιατί μιλάνε, βέβαια, για τις Ηνωμένες Πολιτείες), με μία ολόκληρη ήπειρο με 51 χώρες και 24 γλώσσες. Αν αρχίσουμε την παιδαριώδη σύγκριση ότι το ένα είναι καλύτερο από το άλλο, τότε και μέσα στην Ευρώπη θα πρέπει να αναρωτηθούμε: «Είναι το ιταλικό καλύτερο από το ισπανικό θέατρο ή το γαλλικό και το γερμανικό;» Τι πάει να πει καλύτερο; Υπάρχει καλή και κακή υποκριτική, όπως υπάρχει καλό και κακό θέατρο. Έχω δει συγκλονιστικές παραστάσεις στην Ευρώπη (Πίτερ Μπρουκ, Πίτερ Στάιν, Τζόρτζιο Στρέλερ) και έχω δει συγκλονιστικές παραστάσεις στην Αμερική. Υπάρχει ένας φανατισμός και ένας υπόγειος αντιαμερικανισμός σε τέτοιου είδους γνώμες. Έχουν γραφτεί κριτικές για παραστάσεις αμερικάνικων έργων στην Ελλάδα, που λένε: «Πολύ καλύτερη η τάδε Ελληνίδα ηθοποιός από τη Μέριλ Στριπ στον ρόλο», ή «Ευτυχώς που ο τάδε Έλληνας ηθοποιός δεν έκανε τις αμερικανιές που έκανε ο Μάρλον Μπράντο στον ρόλο». Δεν μπορείς να πιάνεις στο στόμα σου τέτοιες προσωπικότητες με τέτοια ευκολία και επιπολαιότητα, γιατί εκτίθεσαι.
Είχατε μαθητές που στη συνέχεια έγιναν διάσημοι, αλλά και μαθητές που ήταν ήδη επιτυχημένοι. Μιλήστε μας για αυτήν σας την εμπειρία.
Ο Μπράντλεϊ Κούπερ, για παράδειγμα, ήταν μαθητής μου, με την έννοια ότι ήταν στην τάξη μου στο δεύτερο έτος του πανεπιστημίου και εγώ ήμουν καθηγητής του. Ήταν εξαιρετικός μαθητής και εξαιρετικό παιδί και η φήμη, η δόξα και τα χρήματα, που απέκτησε αργότερα, δεν τον έχουν αλλάξει ακόμα και σήμερα, ούτε στο ελάχιστο. Ήταν σοβαρός, αλλά και με εξαιρετικό χιούμορ. Είναι ένας άνθρωπος παθιασμένος με τη δουλειά του, που πάντοτε θέλει να μαθαίνει καινούρια πράγματα, χωρίς να μπαίνει στη μέση το «εγώ» του.
Από την άλλη πλευρά, υπήρξα «δάσκαλος» και ήδη επιτυχημένων ηθοποιών όταν έκανα σεμινάρια και διαλέξεις στο Actors Studio, ιδιαίτερα πάνω στην ανάλυση του κειμένου. Εκεί παρακολουθούσαν καλλιτέχνες όπως η Έλεν Μπέρστιν, ο Χάρβεϊ Καϊτέλ η Νταιάν Γουίστ και άλλοι, οι οποίοι κρατούσαν πολλές σημειώσεις και έκαναν πολλές ερωτήσεις κατά τη διάρκεια των μαθημάτων μου. Ήταν ανοιχτοί, παρά τα βραβεία και τις επιτυχίες τους, σε νέα πράγματα, θέλοντας πάντα να μαθαίνουν και να γίνονται καλύτεροι. Γι’ αυτό και ο τίτλος του μέλους είναι «Δια Βίου», γιατί δια βίου είναι και η μάθηση.
Στην Ελλάδα, στα σεμινάρια που κάνω εδώ και πολλά χρόνια, έχω παρατηρήσει ότι οι μαθητές δεν υστερούν σε τίποτα σε σχέση με μαθητές που έχουν περάσει από τα χέρια μου, από άλλα μέρη του κόσμου. Έχουν το ψυχικό υλικό, την ιδιοσυγκρασία, το ταλέντο και την ενέργεια που χρειάζονται. Αυτό που δεν έχουν είναι η εκπαίδευση. Όταν, όμως, εκπαιδευτούν σωστά, δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τους ξένους ηθοποιούς.
Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες μέσω του βιβλίου σας «Στα φώτα»;
Αυτό που θα ήθελα να αποκομίσουν οι αναγνώστες είναι ότι αν εγώ μπόρεσα και κατάφερα αυτά που κατάφερα, τότε οποιοσδήποτε μπορεί να τα καταφέρει, αρκεί να δουλέψει αρκετά και να έχει πάθος για αυτό που κάνει. Μπορεί κανείς να καταφέρει πράγματα που δεν τα είχε καν φανταστεί. Το μήνυμα, λοιπόν, είναι ότι πρέπει να ακολουθείς τα όνειρά σου, όσο εξωπραγματικά κι αν φαίνονται και να μη δίνεις σημασία σε «σειρήνες» που λένε πράγματα για να σε αποθαρρύνουν και να σε βγάλουν από τον στόχο σου.
Info
«Στα Φώτα», Ανδρέας Μανωλικάκης, Η πορεία στο θρυλικό Actors Studio και άλλες ιστορίες ζωής. Συνομιλίες με τη Νατάσα Μπαστέα, εκδ. Αρμός
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show