Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
Άνταλσταϊν Άσμπεργκ Σίγκουρντσον: Ένας «βιβλιολάτρης-αγρότης» από την Ισλανδία
Aðalsteinn Ásberg Sigurðsson: Συνέντευξη με τον Ισλανδό ποιητή, συγγραφέα, μουσικό και εκδότη Άνταλσταϊν Άσμπεργκ Σίγκουρντσον
Στην απόλυτη ερημιά του ισλανδικού βορρά, σε ένα απομακρυσμένο από τον κόσμο ξενοδοχείο, έπεσε στα χέρια μου ένα φωτογραφικό λεύκωμα. «Εγκαταλειμμένες φάρμες», φωτογραφίες Nökkvi Elíasson, ποιήματα Aðalsteinn Ásberg Sigurðsson, έκδοση του 2004. Μια απρόσμενη ταξινόμηση των αντιφατικών αισθημάτων που γεννά αυτή η χώρα στον επισκέπτη συνέβη καθώς ξεφύλλιζα τις σελίδες με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες: ερειπωμένα κτίσματα, συννεφιασμένοι ουρανοί, απέραντη μοναξιά. Κάθε ένα συνοδευόταν από κάποιους στίχους, τόσο όμορφους, σχεδόν σπαραξικάρδιους.
Επιστρέφοντας το αναζήτησα, είχε εξαντληθεί στο Amazon, έγραψα στον εκδοτικό οίκο. Η απάντηση ήταν άμεση, μοναδική. Το βιβλίο που ζητάτε έχει εξαντληθεί και είναι πια συλλεκτικό, έχω ακόμα κάποια, μέσα Ιουνίου έρχομαι στην Ελλάδα, αν θέλετε θα σας το φέρω να μην χρεωθείτε τα έξοδα αποστολής. Ήταν ο ίδιος ο ποιητής. Και εκδότης και πολλά ακόμα. Τον έψαξα στο διαδίκτυο.
O Άνταλσταϊν Άσμπεργκ Σίγκουρντσον γεννήθηκε στο Χούσαβικ (Húsavík) της βόρειας Ισλανδίας. Φοίτησε στο Εμπορικό Κολέγιο της Ισλανδίας, αλλά τον κέρδισε η ποίηση. Συνέχισε σπουδές στην ισλανδική γλώσσα, τη μουσική και την υποκριτική. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος και εκφωνητής ραδιοφώνου, έζησε στη Νορβηγία για κάποιο διάστημα, ενώ διετέλεσε και πρόεδρος της Ένωσης Συγγραφέων της Ισλανδίας. Από το 1977, που έκανε το λογοτεχνικό του ντεμπούτο με το πρώτο του βιβλίο ποίησης, έχει εκδώσει ακόμα 10 τόμους, ένα μυθιστόρημα, διηγήματα, 8 παιδικά βιβλία, μαζί και πολλές ηχογραφήσεις των στίχων και των τραγουδιών του. Του ζήτησα να μας μιλήσει για τη ζωή του.
Aðalsteinn Ásberg Sigurðsson: Συνέντευξη με τον Ισλανδό ποιητή, συγγραφέα, μουσικό και εκδότη Άνταλσταϊν Άσμπεργκ Σίγκουρντσον
— Ποιητής, συγγραφέας παιδικών βιβλίων, μουσικός, τραγουδοποιός, εκδότης μουσικής και λογοτεχνίας, ακόμα και δημοσιογράφος... Ποια ιδιότητα αγαπάτε περισσότερο;
Πρώτα είμαι ποιητής-συγγραφέας, θα έλεγα, γιατί οι άλλες απορρέουν και εξελίσσονται από αυτήν. Άρχισα να βάζω μουσική στους στίχους μου και κάπως έτσι προέκυψε και η εκδοτική δραστηριότητα, ως ανάγκη, καθώς το είδος των βιβλίων και της μουσικής μου φάνταζε μάλλον «περιθωριακό» στα μάτια του συμβατικού εκδότη.
— Γεννηθήκατε στο Χούσαβικ, μια μικρή πόλη στη βόρεια Ισλανδία. Πώς ήταν η ζωή τότε, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 (χωρίς διαδίκτυο κ.λπ.)!;
Γεννήθηκα στην πόλη Χούσαβικ, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα μου, η οποία με μεγάλωσε μόνη της (μια ανύπαντρη νεαρή γυναίκα). Εκείνη και η μητέρα της, η γιαγιά μου (ήδη χήρα), είχαν το δικό τους σπίτι, η μητέρα δούλευε ως μοδίστρα και η γιαγιά φρόντιζε το σπίτι και εμένα, αλλά για λίγα μόνο χρόνια…
— Ως παιδί, τι ονειρευόσασταν να γίνετε όταν μεγαλώσετε;
Η μητέρα μου γνώρισε τον μέλλοντα σύζυγό της όταν ήμουν 3 ετών. Ήταν ένας αγρότης, αλλά και ξυλουργός (κατασκευαστής επίπλων) που είχε ένα αγρόκτημα (30 χλμ. από την πόλη). Εκεί μετακομίσαμε όταν παντρεύτηκαν και απέκτησα πατέρα. Πρέπει να αναφέρω, ότι η γιαγιά μου μετακόμισε μαζί μας. Στο αγρόκτημα υπήρχαν δύο σπίτια, το ένα ανήκε στον πατέρα μου, το άλλο στους γονείς του και στον θείο του και στη γυναίκα του θείου του, οπότε αυτό που είχα ουσιαστικά ήταν δύο σετ παππούδων και γιαγιάδων (συν την αρχική μου γιαγιά), δηλαδή 5 ηλικιωμένους ανθρώπους, που όλοι είχαν αναλάβει το δικό τους «κομμάτι» στην ανατροφή μου. Στα επόμενα χρόνια απέκτησα επίσης 4 αδελφές και έναν αδελφό, οπότε ήμασταν μια μεγάλη οικογένεια.
Από την ηλικία των 8 ετών σκεφτόμουν πάντα ότι θα γίνω συγγραφέας, γιατί δεν μου άρεσε η σκληρή δουλειά της γεωργίας, ενώ δεν έβρισκα ενδιαφέρον στην ξυλουργική. Διάβαζα, όμως, ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου.
— Η οικογένειά σας ενθάρρυνε αυτήν την κλίση σας;
Η μητέρα μου ήταν μοδίστρα, όπως είπα, αλλά στο αγρόκτημα, με μια οικογένεια που μεγάλωνε, φρόντιζε το νοικοκυριό και ήταν αυτή που μου έμαθε να διαβάζω και να γράφω πριν πάω σχολείο. Ο πατέρας μου φρόντιζε τη γη, και επίσης δούλευε πολλές ώρες φτιάχνοντας έπιπλα στο ξυλουργείο που διατηρούσε με τον πατέρα του. Δεν υπήρχαν καλλιτέχνες στην οικογένεια, αλλά με ενθάρρυναν οι «παππούδες» μου, που μου διάβαζαν και μου έλεγαν συνέχεια ιστορίες, και όλοι τους ενδιαφέρονταν για τη μουσική και τη λογοτεχνία. Η ανδρική χορωδία της περιοχής έκανε τακτικά τις πρόβες της στο ξυλουργείο… μεγάλωσα ακούγοντας συνέχεια «ζωντανή» μουσική.
— Σπουδάσατε στο Εμπορικό Κολέγιο του Ρέικιαβικ, αλλά γίνατε ποιητής. Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο ή περιστατικό που σας επηρέασε καθοριστικά;
Πήγα στο Εμπορικό Κολέγιο, επειδή ήθελα να ζήσω στην πρωτεύουσα, αλλά και επειδή είχα δει την υπέροχη χορωδία του κολεγίου να παίζει στην τηλεόραση. Πιθανότατα ήταν και μια επανάσταση, επειδή οι γονείς μου ήθελαν να φοιτήσω σε ένα κολέγιο όχι τόσο μακριά από το σπίτι μας, αλλά εγώ ήμουν αποφασισμένος να πάω στο Ρέικιαβικ. Το Εμπορικό Κολέγιο ήταν ένα παλιομοδίτικο, συντηρητικό ίδρυμα, το οποίο είχε επίσης τμήμα γλώσσας που μπορούσες να ακολουθήσεις μετά τα δύο πρώτα χρόνια φοίτησης. Αυτό επέλεξα. Η φοιτητική «κοινωνική» μου ζωή επίσης στο κολέγιο έπαιξε καθοριστικό ρόλο και βοήθησε σε αυτήν τη στροφή ενθαρρύνοντας ακόμη περισσότερο τα ενδιαφέροντά μου στη λογοτεχνία, το θέατρο και τη μουσική. Αργότερα θα δοκίμαζα σπουδές τόσο στην υποκριτική όσο και στη μουσική, αλλά για λίγο, επίσης και στο Πανεπιστήμιο της Ισλανδίας για να σπουδάσω την ισλανδική γλώσσα. Ήμουν, όμως, πολύ ανυπόμονος να ξεκινήσω την καριέρα μου και έτσι εγκατέλειψα τις σπουδές...
— Κάνατε το λογοτεχνικό σας ντεμπούτο το 1977, με την ποιητική συλλογή «Virgin Soil». Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή;
Ήταν μια υπέροχη εποχή. Είχα πιάσει δουλειά ως δημοσιογράφος σε ένα περιοδικό, όταν ακόμα σπούδαζα στο πανεπιστήμιο και έκανα μαθήματα υποκριτικής, αλλά εκείνη την εποχή το κύριο μέλημά μου ήταν να γράφω ποίηση και τραγούδια, οπότε η δουλειά ήταν καθαρά για βιοποριστικούς λόγους. Και σύντομα έγινα μέλος ενός συγκροτήματος παραδοσιακής μουσικής και δίναμε πολλές παραστάσεις, κάτι που επίσης μου έδωσε την ιδανική «σκηνή» για αναγνώσεις ποίησης.
— Το βιβλίο σας «Abandoned Farms» (2004), μια συλλογή ποίησης με φωτογραφίες του Nökkvi Elíasson, που έδωσε και το έναυσμα για αυτήν την κουβέντα μας, πώς προέκυψε; Ήταν κάθε φωτογραφία η έμπνευση για κάθε ποίημα;
Η ιδέα για το συγκεκριμένο βιβλίο μού ήρθε όταν είδα μια σειρά από φωτογραφίες του Nökkvi Elíasson και φαντάστηκα ότι η φωτογράφηση εγκαταλελειμμένων αγροικιών ήταν το ξεχωριστό του ταλέντο. Ο αδελφός του Nökkvi, ο οποίος είναι ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της Ισλανδίας σήμερα (Gyrðir Elíasson), είναι καλός μου φίλος και τον ρώτησα αν είχε σκεφτεί ποτέ να κάνει ένα βιβλίο με τον αδελφό του. Μου απάντησε χωρίς δεύτερη σκέψη ότι κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν ποτέ προτρέποντάς με, όμως, να προσεγγίσω τον Nökkvi με αυτήν την ιδέα. Και κάπως έτσι ξεκίνησε όλο αυτό. Είπα στον Nökkvi, ότι με ενδιέφερε να δημιουργήσω ένα βιβλίο με ποιήματα και φωτογραφίες, ένα θεματικό βιβλίο, αφού πάντα με συνάρπαζαν τα εγκαταλελειμμένα σπίτια. Είχα ήδη κάποια ποιήματα και του τα έστειλα κάνοντας την αρχή. Τα ποιήματα δεν γράφτηκαν πάνω σε κάθε φωτογραφία, αλλά μου έδειξε πολλές φωτογραφίες για να νιώσω την «ατμόσφαιρα», έτσι τρία στα τέσσερα ποιήματα αντανακλούν συγκεκριμένες φωτογραφίες. Στο σύνολό τους, όμως, αποτελούν ξεχωριστές δουλειές και έχοντας έναν σωρό από ποιήματα, απλώς καθίσαμε και αρχίσαμε να τα ξεδιαλύνουμε και να βρίσκουμε πώς να φτιάξουμε μια συλλογή μέσα από αυτήν τη «δεξαμενή».
— Υπήρξατε πρόεδρος της Ένωσης Ισλανδών συγγραφέων από το 1998 έως το 2006, οπότε πιστεύω ότι έχετε μια καλή εικόνα της σύγχρονης ισλανδικής ποιητικής παραγωγής. Πόσο ενθαρρυντική θα τη λέγατε;
Πάντα με απασχολούσε το πώς μπορεί κανείς να επιβιώσει ως καλλιτέχνης. Ήταν σημαντικό να γνωρίζει όλο το φάσμα των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του, βάσει των διάφορων κανονισμών. Στην Ισλανδία ήμασταν τυχεροί, καθώς οι φορείς άρχισαν να υποστηρίζουν τη λογοτεχνία στα τέλη του 19ου αιώνα και σιγά σιγά αποκτήσαμε ένα καλύτερο σύστημα χρηματοδότησης, κάτι εξαιρετικά σημαντικό για όσους επιδίωκαν να ακολουθήσουν επαγγελματικά τη συγγραφή. Υπήρξε μια μεγάλη αλλαγή στο σύστημα το 1992, που έδινε εν τέλει τη δυνατότητα στους συγγραφείς να βγάζουν χρήματα από τη δουλειά τους, αν και το αναγνωστικό κοινό ήταν περιορισμένο. Ένα έθνος 300.000 κατοίκων εκείνη την εποχή. Αυτό, ναι, ήταν πραγματικά ενθαρρυντικό. Σήμερα έχουμε αρκετούς ποιητές και συγγραφείς που αφοσιώνονται στη συγγραφή, πράγμα που σημαίνει πολλά, και μάλιστα έχουμε αρκετούς ποιητές και συγγραφείς που «διαβάζονται» πλέον και εκτός συνόρων, χάρη στον πολύ παραγωγικό κλάδο της μετάφρασης.
— Είστε επίσης ο ιδρυτής και εκδότης της Dimma Publishing, η οποία ασχολείται με την ισλανδική λογοτεχνία, αλλά εκδίδει και μεταφρασμένα έργα ξένων λογοτεχνών. Πώς ένας ποιητής και μουσικός, ένας καλλιτέχνης, εισέρχεται στον χώρο των επιχειρήσεων;
Η Dimma ιδρύθηκε, επειδή χρειαζόμουν μια εκδοτική σκηνή λιγότερο συμβατική και δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο το βήμα, καθώς με βοήθησαν οι γνώσεις που αποκόμισα φοιτώντας στο Εμπορικό Κολέγιο. Ένιωθα πράγματι πως ήμουν στο «στοιχείο» μου, πως μπορούσα κάλλιστα να κάνω πράγματα μόνος μου, ενώ κάποια στιγμή είπα, πόσο ταιριαστό ήταν αυτό δεδομένων των εμπειριών μου από την αγροτική μου οικογένεια. Είμαι ένα είδος σύγχρονου βιβλιολάτρη-αγρότη.
— Η Dimma δραστηριοποιείται επίσης στη δισκογραφία, κυρίως φολκ μουσικής και τζαζ. Πώς προέκυψε αυτό;
Ίδια απάντηση, είχα ανάγκη μια εταιρεία αντισυμβατική, οπότε ξεκίνησε την ίδια χρονιά, το 1992. Αλλά, τόσο η έκδοση βιβλίων όσο και η δισκογραφία ήταν κυρίως δικές μου παραγωγές για πολλά χρόνια. Αργότερα, βέβαια, όταν η Dimma άρχισε να ευημερεί, άλλαξα πορεία και άρχισα να συνεργάζομαι και με άλλους συγγραφείς και μουσικούς. Ήταν μια τρελή ιδέα, αλλά ήμουν τυχερός, γιατί ήταν και μια ευκαιρία να συνεργαστώ με πολλούς ταλαντούχους καλλιτέχνες, ήταν μια απόλαυση, αν και η δουλειά ήταν συχνά πολύ σκληρή και απαιτητική.
— Έχετε, επίσης, γράψει ο ίδιος μουσική και στίχους που έχουν χρησιμοποιηθεί σε δεκάδες ηχογραφήσεις. Τι ρόλο παίζει η μουσική στα βιβλία σας;
Η μουσική που έχω συνθέσει πηγάζει από το γράψιμό μου, οπότε δεν θα έλεγα ότι η μουσική παίζει ρόλο στα βιβλία μου, αλλά ότι τα βιβλία μου σίγουρα παίζουν καθοριστικό ρόλο στις συνθέσεις μου. Η πλειονότητα των ηχογραφήσεων είναι μουσικές, που έχουν γίνει για τους στίχους ή τα ποιήματά μου.
— Τι καθορίζει ποιοι είμαστε; Οι άνθρωποι που περνούν από τη ζωή μας; Οι αναμνήσεις μας; Είμαστε μια συλλογή αντικειμένων, σχέσεων, συμπεριφορών και αλληλεπιδράσεων;
Για μένα, είναι ένα μείγμα πολλών πραγμάτων, αλλά οι άνθρωποι που γνώρισα και που υπήρξαν κομμάτια της ζωής μου και διαμόρφωσαν τις αναμνήσεις και τα όνειρά μου θα ήταν ίσως ο απόλυτος ορισμός. Η μητρική μου γλώσσα, η ισλανδική γλώσσα, είχε επίσης μεγάλο αντίκτυπο στη διαμόρφωση και το σχήμα που έπαιρναν οι σκέψεις μου. Οι σχέσεις και οι αλληλεπιδράσεις έχουν επίσης μακροχρόνια επίδραση.
— Πού και πότε σας αρέσει να διαβάζετε;
Διαβάζω πολύ στο σπίτι, όπου επίσης εργάζομαι τον περισσότερο χρόνο. Μπορώ όμως να διαβάσω οπουδήποτε, όπου κι αν πάω. Όμως, δεν έχω πάντα διάθεση για διάβασμα, για παράδειγμα όταν γράφω, το διάβμα μπορεί να εκτροχιάσει τις σκέψεις μου.
— Υπάρχουν βιβλία, στα οποία επιστρέφετε ξανά και ξανά;
Κυρίως βιβλία ποίησης και κάποια κλασικά βιβλία.
— Θεωρείτε απαραίτητο ο δημιουργός να βιώσει μια κατάσταση για να τη γράψει;
Συχνά είναι η καλύτερη και ασφαλέστερη επιλογή, αλλά πράγματι ο συγγραφέας μπορεί εύκολα να εμπνευστεί και να χρησιμοποιήσει κάθε είδους εμπειρία, πράγμα που σημαίνει ότι και οι εμπειρίες άλλων ανθρώπων μπορούν να γίνουν πηγή έμπνευσης.
— Η συγγραφή είναι ελευθερία ή ακόμα και απελευθέρωση;
Για μένα, είναι μια διάσταση μέσα στην οποία μου αρέσει να βρίσκομαι, είναι η ελευθερία της σκέψης και της διατύπωσης των σκέψεών σου με τις δικές σου λέξεις, αλλά είναι παράλληλα και προφανές ότι μας διευκόλυναν πολύ οι συγγραφείς του παρελθόντος, εμάς τους τωρινούς, να πιάσουμε το νήμα από εκεί που το άφησαν, να συνεχίσουμε την παράδοση και να βρούμε νέους τρόπους δημιουργικής σκέψης.
— Τι σημαίνει για εσάς ποίηση; Ποιο πιστεύετε ότι είναι το κριτήριο που διακρίνει ένα καλό ποίημα;
Σημαίνει πολλά για μένα και μερικές φορές, όταν φέρνω στο μυαλό μου τη βιβλιοθήκη μου που είναι ασφυκτικά μεγάλη, λέω στον εαυτό μου: ίσως θα έπρεπε να μειώσω τον όγκο όλων αυτών των βιβλίων, όμως για τα βιβλία ποίησης αυτό θα ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Ένα καλό ποίημα, κατά τη γνώμη μου, είναι αυτό που συγκινεί κατά κάποιον τρόπο και ξυπνάει αυθόρμητα μια νέα, πρωτόγνωρη σκέψη στο μυαλό.
— Η πατρίδα σας «η γη της φωτιάς και του πάγου» είναι ένας τόπος μοναδικός, με τοπία απόκοσμα και λίγους ανθρώπους. Υπάρχει κάτι που θα χαρακτηρίζατε ως «ισλανδικότητα», κάτι που σας ξεχωρίζει ως λαό, αλλά και εσάς προσωπικά στη δουλειά σας;
Αυτό δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Νομίζω ότι είμαι μάλλον περισσότερο «νησιώτης» παρά Ισλανδός, γιατί ως Ισλανδός θα «περιοριζόμουν» στο γεωγραφικά φυσικό μου έδαφος, τη στιγμή που τα τοπία που εναλλάσσονται σε όλον τον κόσμο είναι σημαντικά ως κομμάτια των ανθρώπων που περνούν τη ζωή τους ανάμεσά τους. Τα δικά μου τοπία δεν είναι τόσο τα ηφαίστεια και οι πάγοι, αλλά ο ωκεανός και τα ρείκια των αγρών, και οι πράσινες κοιλάδες και η μικρή πόλη του Ρέικιαβικ. Όλα αυτά έχουν τη θέση τους στα γραπτά και τις σκέψεις μου.
— Τι γράφετε και με τι ασχολείστε τώρα;
Εργάζομαι σε μια νέα ποιητική συλλογή, που ολοένα «μακραίνει» στα σημειωματάρια και τον υπολογιστή μου εδώ και μερικά χρόνια. Αυτήν την περίοδο βρίσκομαι σε μια πολύ παραγωγική φάση επικεντρώνοντας την προσοχή μου μόνο σε αυτό, χωρίς να σκέφτομαι τα πρακτικά θέματα, τις επιμέλειες ή τις μεταφράσεις.
— Αυτό το καλοκαίρι θα κάνετε διακοπές στην Ελλάδα! Είναι η πρώτη φορά που έρχεστε;
Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στην Ελλάδα, αν και πριν από 20 χρόνια είχα επισκεφθεί την Κρήτη, η οποία ήταν μια αξέχαστη εμπειρία. Περίμενα μια ευκαιρία να επισκεφθώ την Ελλάδα ξανά και αυτήν τη φορά, εγώ και η σύζυγός μου είπαμε ότι δεν μπορούσαμε να περιμένουμε άλλο. Θέλω να αναφέρω ότι ένας από τους συγγραφείς που εκδίδει η Dimma στα Ισλανδικά είναι ο Θεόδωρος Καλλιφατίδης, τα γραπτά του οποίου ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο την επιθυμία μας να δούμε την Αθήνα και την Πελοπόννησο. Τα νησιά θα πρέπει να περιμένουν για ένα επόμενο ταξίδι μας...
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show