Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Από την πρώτη μέρα κυκλοφορίας της ATHENS VOICE μέχρι σήμερα, σημαντικοί έλληνες συγγραφείς και διάσημοι ξένοι, μοιράστηκαν μαζί μας τις απόψεις και τις σκέψεις τους για τα βιβλία, τη λογοτεχία, την πολιτική, τη ζωή.
Πάνος Κουτρουμπούσης
Το underground συνδέεται µε την αμφισβήτηση. Δεν έχει πολιτική δύναμη. Αλλά και οι σατανιστές και οι βαμπίρ και ο ISIS μπορεί να νομίζουν ότι είναι κόντρα στο κατεστημένο, αλλά δεν είναι. Κι ένας που πηδάει από κάποιον ψηλό όροφο και ένας αλκοολικός μπορεί και να λέει ότι είναι underground. Το underground, όµως, είναι κάτι πιο υγιές. Είναι μποεμισμός, ανακατεμένος µε τέχνη και διανόηση. Θέλει ρίσκο, όχι προγραμματισµένη ζωή, ποια δουλειά να πιάσω, ποια επιστήμη να ακολουθήσω, τι καριέρα να κάνω κτλ. Η Billie Holiday ζούσε μία ζωή περιθωριακή, μέσα στην πρέζα, και ήταν underground. Το μεγαλύτερο μέρος του rock, όμως, δεν είναι.
Άμος Οζ
Ποτέ δεν εισέπραξα μια ικανοποιητική απάντηση. Η συνηθέστερη είναι ότι έφταιξαν οι ναζί. Λες και οι ναζί ήταν μια άγρια φυλή από την κεντρική Ασία που επέδρασε ξαφνικά. Όχι, οι ναζί δεν ήταν μια άγρια φυλή. Υπήρξαν πολλοί, πάρα πολλοί γερμανοί ναζί, όπως υπήρξαν και πάρα πολλοί ναζί που δεν ήταν Γερμανοί. [...] Πιστεύω πως ο Μίκης Θεοδωράκης (σ.σ. για τη φράση του «η ρίζα του κακού είναι οι Εβραίοι») χρειάζεται επειγόντως ένα γιατρό.
Θανάσης Βαλτινός
Νομίζω ότι ζούμε μια κατάσταση διαφθοράς. Επιστημονικά, προγραμματικά έγινε αυτό και μας οδήγησε εδώ που μας οδήγησε. Μεγάλες αξίες έχουν φθαρεί. Ο συνδικαλισμός ήταν ένα σπουδαίο πράγμα, αλλά κατάντησε εργατοπατερισμός. Η δημοκρατία, για την οποία όλοι είχαμε αγωνιστεί, κατάντησε πατσαβούρα σκέτη. Η ελευθερία κι αν έχει φθαρεί. Τη λέξη αυτή σπάνια πια τη λέω, γιατί αγανακτώ. Να πεθάνεις σήμερα για τι πράγμα;
Irvin Welsh
Όλες οι εξαρτήσεις μου κάνουν, αλλά η αγάπη είναι μόνιμη εξάρτηση, οι άλλες δεν έχουν διάρκεια.
Τεύχος 63, 13.1.2005
Πέτρος Μάρκαρης
Όχι, δεν τα φάγαμε μαζί. Ένα μεγάλο και υγιές κομμάτι των πολιτών δεν συμμετείχε στο φαγοπότι του κάθε Τσοχατζόπουλου. Έχουμε όμως όλοι το μερίδιο της ευθύνης μας για την κατάντια της χώρας. Άλλοι πολύ λιγότερο και άλλοι πολύ περισσότερο. Θα πρέπει να τις αναλάβουμε, όποιο κι αν είναι το μέγεθός τους, και να μην τις μεταθέτουμε στους άλλους.
Τεύχος 147, 30.11.2006
Νίκος Θέμελης
Είναι αφιλόξενη πόλη η Αθήνα. Στη Σόλωνος, για παράδειγμα, όπου συχνάζει ο ήρωάς μου, δεν έχει πεζοδρόμια να περπατήσεις. Αν εξαιρέσει κανείς τους λίγους πεζοδρομημένους δρόμους που υπάρχουν στο κέντρο, οι συνθήκες είναι πάρα πολύ δύσκολες για να κάνεις μια βόλτα να ανασάνεις. Η αγαπημένη μου βόλτα είναι από την πύλη του Αδριανού στο Γκάζι. Υπάρχουν ωραίοι περίπατοι και στην Καισαριανή. Στην Αθήνα αγαπώ τα μουσεία της, το Μουσείο Ισλαμικής τέχνης στην οδό Ασωμάτων, για παράδειγμα, ένα χώρο που έχει μαζέψει απίστευτης ομορφιάς δείγματα ισλαμικού πολιτισμού, πόσοι έχουν ανέβει πάνω στο καφέ, να πιουν τον καφέ τους στην ταράτσα και να χαζέψουν Ακρόπολη, Κεραμεικό, από το Γκάζι μέχρι την Αίγινα;
Σώτη Τριανταφύλλου
Δεν ασχολούμαι με τις αντιδράσεις, ούτε διαβάζω κριτικές. Έχω πάρα πολλή δουλειά, ευτυχώς για μένα... Δεν έχω ούτε χρόνο, ούτε ενέργεια, ούτε διάθεση για τέτοιες
συζητήσεις. Στην «αληθινή» ζωή συζητώ διαρκώς και ακούραστα, πλην όμως
με ανθρώπους που έχουν πρόσωπο, όνομα και ευπρέπεια.
Τζέφρι Ευγενίδης
Βαφτίστηκα χριστιανός ορθόδοξος αν και δεν πήγαινα πολύ συχνά στην εκκλησία. Η ελληνική είναι η πιο «σαφής» ταυτότητά μου και όταν πηγαίνω στην Ελλάδα νιώθω κάπως σαν στην πατρίδα μου. Αν και δεν μπορώ να πω ότι είμαι πολύ Έλληνας.
Τεύχος 3, 6.11.2003.
Άλκη Ζέη
Μια μέρα σ’ ένα σχολείο όπου είχαν διαβάσει τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου» με ρωτάει ένα παιδί: «Γιατί σκοτώσατε τον Σωτήρη που ήτανε καλό παιδί;». «Δεν τον σκότωσα εγώ, τον σκότωσε ο Γερμανός» του απάντησα. «Δεν μου άρεσε εμένα» μου απαντά «κι έγραψα ένα δικό μου τέλος. Βγάζει ο Γερμανός το πιστόλι για να πυροβολήσει αλλά εκείνη τη στιγμή χτυπά το κινητό του και ο Σωτήρης το σκάει». «Μα είχε ο Γερμανός κινητό;» τον ρωτώ. «Μα, κυρία Ζέη, αν δεν έχει ο Γερμανός κινητό, ποιος θα έχει;».
Νίκος Παπανδρέου
Αναφέρεστε στην «παράνομη» σχέση του Αντρέα. Πιστεύετε ότι ήταν ο έρωτας που τον έφερε μέχρι εκεί ή μια δίψα για να ζήσει την περιπέτεια;
Ήταν, νομίζω ένα μείγμα από αυτά. Ή δίψα για να ζήσει, και ίσως και μια κούραση από την πολιτική, που δείχνει ότι η πολιτική είχε πάψει να τον καλύπτει τόσο πολύ. Το «δωμάτιο εξουσίας» δεν τον κάλυπτε πια. Η άσκηση της εξουσίας ήταν για τον Αντρέα το πιο βαρετό πράγμα. Ο αγώνας ήταν πιο ρομαντικός. Ο σκοπός ναι, αλλά η ίδια εξουσία, η διαχείρισή της, πιστεύω δεν τον ενθουσίαζε.
Τεύχος 73, 24.3.2005
Γιώργος Χρονάς
Στην άκρη των δρόμων υπάρχουν πάντα άνθη δεμένα σε κολώνες ή σε σιδεριές γι’ αυτούς που τέλειωσαν βίαια καθ’ οδόν. Όσο αντέχουν –οι δικοί τους –πάνε τα άνθη, γιατί πιστεύουν ότι εκεί γυρίζουν πάντα οι ψυχές τους. Και πονούν από τη βίαιη πρόσκρουση. Τα σώματα πηδούν από τα καθίσματα, τα μυαλά χύνονται στην άσφαλτο που αμέριμνη, άκαρδη συνεχίζει την ταχύτητα που τόσο καλά ξέρει να κατευθύνει στο κενό.
Τεύχος 108, 19.1.2006
Θεόδωρος Γρηγοριάδης
Όμως το βιβλίο αυτό δεν θα το γράψει ή ίδια, γιατί η Νατάσσα είναι γυναίκα των ηδονών και όχι της λογοτεχνίας. Προσλαμβάνει μια νεαρή φιλόλογο, τη Μαριάννα, που συχνάζει στις ανηφοριές της Σκουφά και πίνει καφέδες με τις φίλες της, γκρινιάζοντας με τη μονοτονία της ελληνικής λογοτεχνίας. Μια μέρα η Μαριάννα, ξεφυλλίζοντας την Athens Voice, πέφτει πάνω σε μια αγγελία και έτσι βρίσκεται στο άντρο της Αλούζα, στην ερωτική καρδιά της πόλης, στο αντρικό χαρέμι της. Στο εξής θα γίνει βιογράφος της Νατάσσας και δασκάλα ελληνικών στους αλλοδαπούς εραστές της…
Τεύχος 108, 19.1.2006
Isabel Allende
Γεννήθηκα στα μέσα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, όταν δύο ατομικές βόμβες ισοπέδωσαν τις πόλεις στην Ιαπωνία, όταν μέρη της Ασίας και της Αφρικής ήταν αποικίες, όταν έννοιες όπως ο φεμινισμός, το περιβάλλον, η βία στο σπίτι, η σεξουαλική παρενόχληση κ.λπ. δεν είχαν ακόμα καν υπόσταση. Σήμερα νομίζουμε πως ο κόσμος χειροτερεύει επειδή ξέρουμε περισσότερα και τα μαθαίνουμε τη στιγμή που γίνονται, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Ο κόσμος υπήρξε πολύ χειρότερος. Είμαι βέβαιη πως τα εγγόνια μου θα έχουν καλύτερες ευκαιρίες να βελτιώσουν τον κόσμο.
Γιώργος Σωτηρέλλος
Ο χαρακτηρισμός underground δεν μ’ αρέσει καθόλου. Υπάρχει η κακή συνήθεια ό,τι ξεφεύγει από τα στερότυπα να χαρακτηρίζεται underground ή δεν ξέρω τι άλλο. Το κάνουν για λόγους ευκολίας. Ούτε underground ούτε πρωτοποριακός ούτε τίποτα. Όποιος με πει underground θα τσακωθούμε! Να πούμε μεταμοντέρνος. Μου ακούγεται πιο εμπορικό… (γέλια)
Τεύχος 143, 2.11.2006
Αύγουστος Κορτώ
Η δική μου Αθήνα είναι αυτό που ελεύθερα αποκαλώ το νησί των Εξαρχείων. Μια λερή κουκίδα πόλης μες στην πόλη, ρημαγμένη από οικιστική ασχήμια και ψυχοπαθολογική ρυμοτομία, που ωστόσο ζεσταίνει την καρδιά μου και με θωρακίζει, όπως ακριβώς τους νησιώτες τα γνώριμα καλντερίμια, οι πρόσχαροι γείτονες και τα μικροσκοπικά μαγαζάκια τους. Σπάνια –και τρομερά απρόθυμα– εξέρχομαι απ’ αυτή την αυστηρή γεωγραφία που έχω επιλέξει ως ζωτικό μου χώρο. Μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μετρό, ταξί, τρόλεϊ, τραμ, είναι για μένα έννοιες άγνωστες κι εχθρικές. Με τα ποδαράκια. Τσούκου-τσούκου. Παντού.
Με την παντόφλα το καλοκαίρι, με τα σπορτέξ το χειμώνα. Με πιτζάμες και παλτό, σαλβάρι και αμάνικο, αχτένιστος ή τσιμπλιασμένος ή ξενυχτισμένος ή ζαβλακωμένος από αιματηρά hangover – στα Εξάρχεια ποτέ και κανείς δεν σε στραβοκοιτά, όπως κι αν είσαι. Ζω ανάμεσα σε ονόματα τόπων και σε πρόσωπα που μου εμπνέουν την αγάπη μιας όψιμα αποκτηθείσας, αλλά ad infinitum επεκτεινόμενης παιδικής ηλικίας, όπου όλοι γνωρίζουν τα χούγια μου και όλοι σπεύδουν να μου τα ικανοποιήσουν χωρίς δεύτερη σκέψη:
Το σωτήριο ψιλικατζίδικο κάτω απ’ το σπίτι μου (όπου είναι γνωστό ότι καπνίζω δυο με τρία Marlboro lights μαλακό τη μέρα, ότι ξεμένω διαρκώς από γάλα εβαπορέ –light κι αυτό– κι ενίοτε από πλαστικά ποτήρια –είμαι αισχρός hausherr– και κωλόχαρτο), το «Γευστικόν» και ο «Γρηγόρης» που, ανάλογα με τα κέφια μου, βοηθούν το σκεμπέ μου να παραμένει κραταιός, γεμάτος υδατάνθρακες, το video club APOS στη Σπύρου Τρικούπη, όπου είναι γνωστό πλέον το πάθος μου για θρίλερ τρίτης διαλογής, για ταινίες με την Τζένιφερ Λόπεζ και την Τόρι Σπέλινγκ, και γενικώς για ό,τι η υπόλοιπη πελατεία αποφεύγει διακριτικά ως σκουπίδι –ξέρουν ότι δεν πρέπει ποτέ να μου μιλήσουν για Κιμ Κι Ντουκ και πράττουν αναλόγως– το φαρμακείο στη γωνία της Σολωμού, όπου με αναγνωρίζουν με κατανόηση ως τον υποχονδριακό της γειτονιάς, που σπεύδει αναμαλλιασμένος με το παραμικρό να προμηθευτεί όποια φαρμακευτική ουσία βάλει ο νους: από αντιβιοτικά νέας γενιάς και κάθε λογής παυσίπονα, μέχρι αντικαταθλιπτικά και αντιισταμινικά-μαστουρωτικά, για ανύπαρκτες αλλεργίες, o Barbiere di Trikoupi, ο ανυπέρβλητος κύριος Μάκης, ο οποίος όχι μόνο φροντίζει να απομακρύνει τις τρίχες απ’ τη μάπα μου –είμαι επικίνδυνος με τα ξυράφια, και ακόμη περισσότερο με τις κουρευτικές μηχανές– αλλά επίσης είναι ο πιο προσηνής κι οξυδερκής διανοούμενος που έχω γνωρίσει ποτέ: αυτός μου έμαθε πώς να ξαναδιαβάζω με προσοχή τον Φόουλς, την Άιρις Μέρντοχ και τον Μάριο Βάργκας Γιόσα, και, τέλος, το sanctum sanctorum, το λατρεμένο Wunderbar της πλατείας, όπου όχι μόνο γνώρισα τον Μεγάλο Έρωτα της Ζωής μου, αλλά περνώ σχεδόν όσες ώρες δεν βρίσκομαι στο γραφείο ή στον καναπέ μου, πίνοντας τζιν τόνικ (τα οποία εμφανίζονται ως διά μαγείας μπροστά μου, πριν προλάβω να τα παραγγείλω, κι είναι –ça va sans dire– φτιαγμένα με Tanqueray, περιεκτικότητας 47%, για γερούς λύτες).
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Αυτό το συν- της συμπρωτεύουσας μας έφαγε. Αν ήταν πλην-πρωτεύουσα, θα ’χαμε καλύτερες προοπτικές. Δεν θα ετεροκαθοριζόμασταν. Θα λέγαμε: είμαστε αυτό που είμαστε, έχουμε 2.500 χρόνια ιστορία και άιντε πάτε να παίξετε στην παιδική χαρά. Αλλά αυτή η αναφορά, αυτή η με το ζόρι ολέθρια σχέση, μας κάνει να μη σκεφτόμαστε τους εαυτούς μας ως όντα με σωματική και πνευματική αυτοδιοίκηση, αλλά πάντα σε σχέση με κάτι άλλο.
Τεύχος 190, 15.11.2007
Περικλής Κοροβέσης
Όταν κάποιος νεαρός ή νεαρά δηλώσει μια μέρα στην οικογένειά του/της πως θέλει να γίνει ηθοποιός, μουσικός, ή απλά πως θέλει να ακολουθήσει μια τέχνη όπως ζωγραφική ή γλυπτική, ή ακόμα εάν θελήσει να πάρει μέρος σε μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση εθελοντικά, οι γονείς, κατά κανόνα, ή θα τον αποτρέψουν ή θα του το απαγορεύσουν. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις των γονιών που ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να ακολουθήσουν την κλίση τους.
Τεύχος 280, 19.11.2009
Σοφία Νικολαΐδου
Αυτοί που ζουν την πόλη όχι ως σκηνικό του Δαλιανίδη, αλλά ως καθημερινότητα. Όσοι τελειώνουν τις δουλειές στο άψε σβήσε, γιατί κυκλοφορούν με τα πόδια – και το κέντρο είναι όλο όλο μισή ώρα γρήγορο περπάτημα. Όσοι ψωνίζουν από τη Μοδιάνο τα Σάββατα. Όσοι θάβουν γονείς, γεννούν παιδιά, έχουν αρχαίους φίλους στην πόλη. Όσοι την έχουν δει, την ώρα που χαράζει το πρώτο φως. Όσοι έχουν περπατήσει τη Δημητρίου Γούναρη Δεκαπενταύγουστο, με καύσωνα. Όσοι έχουν σταθεί στα επείγοντα του νοσοκομείου Γεννηματάς, μασώντας τα πετσάκια απ’ τα χείλια τους. Όσοι έχουν φιληθεί σε κάποια γωνιά. Όσοι έχουν καθίσει στο παγκάκι του Ντορέ. Όσοι έχουν τραγουδήσει με φωνή έξω από το παλιό Ρώσικο μαιευτήριο, έχουν γελάσει με χάχανο στη βιβλιοθήκη του ΑΠΘ. Όσοι θυμούνται το σεισμό του ’78, τη φωτιά στο Σέιχ Σου. Όσοι ανακαλούν με λεπτομέρειες κοπάνες και πάρκα, έρωτες που άρχισαν και τελείωσαν, και όλοι τελικά επέζησαν. Όσοι ζουν την πόλη και το χνότο της, μπορεί να τη βρίσκουν στενόκαρδη, κάποιες φορές πνιγηρή. Αγαλλιούν ή γκρινιάζουν για το βαλκάνιο προφίλ. Την παρατούν ή κάθονται ως το τέλος. Θεσσαλονίκη δεν είναι βυζαντινές εκκλησίες, φραπουτσίνο στον Θερμαϊκό και Λευκός Πύργος. Μια πόλη είναι οι άνθρωποι, το κέφι, το ζόρι, η παράνοιά τους. Τα υπόλοιπα είναι παραμύθια γι’ αυτούς που έρχονται, βλέπουν και φεύγουν, με το χαμόγελο της νοσταλγίας.
Πάντα, εξ αποστάσεως. Πάντα, εξ αποστάσεως.
Τεύχος 190, 15.11.2007
Κώστας Κατσουλάρης
Η Αθήνα δεν με εμπνέει απλώς, είναι η πόλη στην οποία έχω μεγαλώσει, το μέρος όπου ζω. Είναι η σκηνή μου, με κάθε σημασία που μπορεί να πάρει αυτή η λέξη. Το γεγονός ότι γράφω οφείλεται εν πολλοίς σε αυτή την πόλη, και δεν είναι τυχαίο που όλα μου τα βιβλία διαδραματίζονται στο αθηναϊκό κέντρο.
Τεύχος 191, 22.11.2007
Άρης Σφακιανάκης: «Πόσο ζήλευα τον Σιμαμούρα! Όχι για τη γκέισα (εντάξει, και γι’ αυτήν), αλλά για το ότι του άρεσε να ταξιδεύει μόνος»
Τεύχος 207, 3.4.2008
Pascal Bruchkner: «Μεγαλώνοντας, συνάπτεις ειρήνη με τη χώρα σου. Μου πήρε σαράντα χρόνια ώσπου να γίνω Γάλλος. Πλέον έχω αποδεχθεί την ταυτότητά μου.
Μάρω Δούκα
Γράφω σχεδόν κάθε μέρα… Χρειάζομαι όμως πολύ χρόνο στην έρευνα. Για να γράψω «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ» χρειάστηκε να αποδελτιώσω όλα τα φύλλα του κατοχικού «Παρατηρητή» στα Χανιά και να διαβάσω, κρατώντας σημειώσεις, περισσότερα από 20 βιβλία. Κατά τα άλλα η καθημερινότητά μου είναι απολύτως συνηθισμένη…
Τάκης Θεοδωρόπουλος
Η γλώσσα είναι μία, έχει διάφορα επίπεδα και αυτό που λέω για τη δημοτική το λέω και λίγο προκλητικά. Για να αντιμετωπίσω τους δημοτικιστές που ισχυρίζονται πως η καθαρεύουσα είναι «τεχνητή» γλώσσα. Πώς μπορεί να είναι «τεχνητή» μια γλώσσα η οποία έχει δώσει τόσα λογοτεχνικά αριστουργήματα;
Ίαν Ράνκιν
Δεν ζούμε τις τελευταίες μέρες του καπιταλισμού! Και στο παρελθόν υπήρξαν κρίσεις και οικονομικές υφέσεις, όμως αυτός πάντα ανέκαμπτε. Είναι όμως μια καλή ευκαιρία να προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε τι ήταν αυτός ο κόσμος που δημιούργησε ο καπιταλισμός στο παρελθόν και ίσως να μπορέσουμε να τον τιθασεύσουμε, έτσι ώστε να ωφελήσει τις επόμενες γενιές αντί να τις εξαθλιώσει.
Τζορτζ Πελεκάνος
Ο μπαμπάς μου, που γεννήθηκε στη Σπάρτη, ήταν ιδιοκτήτης ενός ντάινερ όπου οι υπάλληλοι ήταν όλοι μαύροι. Δούλευα μαζί τους εκεί από όταν ήμουν παιδί και μέχρι την ύστερη εφηβεία μου. Έπαιζα μαζί τους μπάσκετμπολ και μπέιζ- μπολ. Σύχναζα σε μπαρ, σινεμά και μπιλιαρδάδικα στην «άλλη» πλευρά της πόλης (σ.σ. εννοεί τις γειτονιές των μαύρων). Η Ουάσινγκτον είναι στην πλειοψηφία της μια μαύρη πόλη κι εγώ πάντα συγχρωτιζόμουν με τους κατοίκους της, ανεξαρτήτου προέλευσης. Η ιστορία της Αμερικής έχει να κάνει με τις τάξεις της όσο έχει να κάνει και με τις φυλές της.
Victoria Hislop
Σχεδόν ένα χρόνο παραμονής μου στην Ελλάδα και αισθάνομαι το σώμα μου να ξεχειλίζει από βιταμίνες! Έτρωγα χόρτα τις περισσότερες μέρες, ντομάτες, φάβα, παντζάρια, γίγαντες, κολοκυθάκια τηγανητά και καταπληκτικές σαλάτες. Μαζί με τις φανταστικές γεύσεις των τυριών της Κρήτης και όλα αυτά τα πιάτα που φτιάχνουν με βάση τα όσπρια, αισθάνομαι πιο υγιής από ποτέ. Είναι δεδομένο πλέον πως θα μπορούσα να ζω μόνο με ντομάτες, χόρτα και φέτα, με ελαιόλαδο, ρίγανη και λεμόνι από τα λεμόνια που θα έβγαζε η δικιά μου λεμονιά. Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν έγκλημα να μη φάω ψάρι στην Ελλάδα.
Λάιονελ Σράιβερ: «Γιατί πρέπει να απαντάμε με μαύρο ή με άσπρο, όταν όλοι ξέρουμε ότι η απάντηση βρίσκεται στις αποχρώσεις του γκρι;»
Λένος Χρηστίδης
Ας πάμε λίγο πίσω. Στη Δευτέρα. Εκεί όπου για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, μία «προηγμένη» χώρα κάηκε ολόκληρη. Όχι το κέντρο της πρωτεύουσάς της, όχι κάποια περίεργη συνοικία της, όχι κάποιο γήπεδο, όχι κάποια συναυλία. Ολόκληρη. …
Πυρπολημένες γούνες, ανασκολοπισμένα μοντέλα, τζάμια με τρύπες, τσαλαπατημένες τσάντες – με ασορτί παπούτσια. Κόσμος πολύς. Παρακολουθούσε. Δεν αποδοκίμαζε, δεν επιδοκίμαζε, παρατηρούσε με το πλέον «Βρε δεν πα’ να τα κάψετε και όλα, στα παπάρια μας» ύφος. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα –έμμεσο πλην σαφές- μήνυμα για τους κυβερνώντες. Δεν ήταν. Και θα σας πω γιατί. Δεν υπάρχουν. Κυβερνώντες. Η πολιτική στη χώρα αυτή ασκείται με το σύνολο Μάντελμπροτ. Άτακτα, τυχαία, φράκταλ. Η πραγματική αναρχία είναι αυτή...
Στεναχωριέμαι πολύ για τις βιτρίνες των καταστημάτων και των τραπεζών γιατί πραγματικά είναι αναντικατάστατες σε αντίθεση με ένα παιδάκι που οποιαδήποτε μάνα μπορεί να κάνει άλλο – και μάλιστα καλύτερο, που να μη συχνάζει σε αυτό το άντρο οργιαστικού σεξ, ναρκοληψίας, ροκ μουσικής και φραπέ. Ένα που να μη σκέφτεται. Ένα που να μην έχει μυαλό. Αν γίνεται ούτε και καρδιά. Για να μην μπορεί να την τρυπήσει κανείς.
Κάποιος με ρώτησε που είναι οι διανοούμενοι, γιατί δεν παίρνουν θέση. Δεν νομίζω ότι έχω γελάσει τόσο πολύ στη ζωή μου.
Τεύχος 240, 15.1.2009
Γκαζμέντ Καπλάνι: «Από τη σκοπιά του μετανάστη, τα σημάδια της παρακμής, σε θεσμικό επίπεδο, έκαναν μπαμ! Δεν υπάρχει χώρα χωρίς σκοτεινά σημεία. Απλώς εδώ γίνεται κατάχρηση και η απάθεια των ανθρώπων είναι αποκαρδιωτική. Υπάρχει φοβερή κρίση αυτοεικόνας»
Έρση Σωτηροπούλου
Στο σουπερμάρκετ πέφτει πάνω μου μια γυναίκα: «Κυρία Σωτηροπούλου, ωραία τα είπατε χτες στην τηλεόραση!». Ήμουν πράγματι σε μια εκπομπή το προηγούμενο βράδυ. «Επιτέλους, κατάλαβα τι είναι η χοληστερίνη». Την ευχαρίστησα και δεν είπα τίποτα, δεν ήθελα να την απογοητεύσω.
Μιχάλης Μοδινός
Τα θέματα της καθημερινότητας, π.χ. καθαρισμός δρόμων, τα θεωρούσαμε τότε επουσιώδη. Λάθος μας. Τριάντα χρόνια μετά είναι ένα από τα μείζονα θέματα που για μένα θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να κρίνουν ένα δήμαρχο. Τα πεζοδρόμια της πλατείας Συντάγματος είναι μια καρμανιόλα κάθε πρωί, έτσι όπως γλιστρούν από το συνδυασμό βρόμας και υγρασίας.
Τεύχος 449, 01.06.2011
Μισέλ Φάις
Το γράψιμο θέλει πολύ κουπί και ρομαντζάδα μηδέν. Έχω διασταυρωθεί με νέα παιδιά που έχουν φλόγα αλλά δεν έχουν μέθοδο, με άλλους που θεωρούν το γράψιμο ως εφαλτήριο αναγνωρισιμότητας, με άλλους που νιώθουν ήδη παραγνωρισμένοι Ροθ, Πίντσον ή Ντελίλο. Κάθε γραπτό κι ένας καημός.
Πολ Όστερ
Το μεσημέρι πήγαμε σε μία πολύ ενδιαφέρουσα γειτονιά της πόλης (Ψυρρή). Μου άρεσε πάρα πολύ! Όλα αυτά τα μαγαζιά με τα μπαχάρια, τα τυριά και τα αλλαντικά. Και μετά κατεβήκαμε σε μία υπόγεια ταβέρνα, τι μέρος ήταν αυτό! Σαν να αλλάξαμε δεκαετία μπαίνοντας μέσα, σα να περάσαμε από το κατώφλι και να μπήκαμε στα 70s ή και στα 20s, 100 χρόνια πριν! Μου είπαν ότι είναι πολύ ζόρικη γειτονιά.
Τεύχος 504, 12.11.2014, διαβάστε όλο το κείμενο εδώ
Άντζελα Δημητρακάκη: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Αθήνας σήμερα εκτός από τους Αθηναίους που οδηγούν ανάποδα σε μονόδρομους είναι η έλλειψη ανατρεπτικού οράματος»
Ευγένιος Τριβιζάς
Τα εντυπωσιακότερα άλματα στον επιστημονικό τρόπο σκέψης δεν επιτυγχάνονται τόσο με νέες παρατηρήσεις, όσο με διεργασίες που συντελούνται στη φαντασία των επιστημόνων. Tολμηρές ιδέες, θαρραλέες υποθέσεις, ριζοσπαστικές εικασίες.
Κωνσταντίνος Τζαμιώτης
Ένα ασταμάτητο χωνευτήρι είναι τα Εξάρχεια, το στομάχι και μαζί το διάφραγμα της πόλης, που άλλοτε γελά, τραγουδά και δημιουργεί κι άλλοτε οργίζεται και ξεσπά ανεξέλεγκτα. Ένα ζωντανό βαρόμετρο των ψυχικών διαθέσεων, του πολιτικού κλίματος, των καλλιτεχνικών τάσεων, της ηρεμίας ή της αναταραχής, όπως αποτυπώνονται στην καθημερινότητα της τσιμεντένιας θάλασσας που τα κυκλώνει από παντού. Τα Εξάρχεια δεν ανήκουν σε κανέναν συγκεκριμένα, αυτό είναι το κυριότερο γνώρισμά τους· ανήκουν σ’ όλη την πόλη.
Τεύχος 471, 26.2.2014
Μαρία Μήτσορα
Την πρώτη φορά που γνωριστήκαμε με τον Ταχτσή τον φίλησα στο στόμα, ενώ εκείνος ήταν ντυμένος γυναίκα. Τη δεύτερη φορά που τον είδα ήτανε ντυμένος αντρικά. Έχω ντυθεί και γω μια φορά τραβεστί με τον Μπίστικα. Πολύ μεγάλη πλάκα είχε αυτό. Κάναμε πιάτσα απέναντι από το Ντόλτσε. Του είχα πει από πριν ότι θα πούμε ότι πάμε ντουέτο, αλλά θα ορίσεις μια τιμή απίστευτη, για να μην πάμε με κανέναν. Δεν αντέχω να πάω και παραπέρα.
Κατερίνα Σχινά
Το ’76 κόλλησα με το πλέξιμο. Το να έχεις ένα πλεκτό στην τσάντα ήταν ένα αντίδοτο στην πλήξη, στην αμηχανία των συναναστροφών, καμιά φορά στις παγίδες της κοινωνικότητας, το είχα εκεί σαν ασπίδα προστασίας. Αλλά ταυτόχρονα ήταν και ένας τρόπος να ορίσω την ταυτότητά μου: Κοιτάξτε με τι κάνω! Ως πλέκτρια, ως αναγνώστρια, λίγο έτσι, έκανα την εποχή εκείνη και την ψιλοδιανοούμενη… Παίρνω μία δραστηριότητα που ταυτίζεται με τις γιαγιάδες μας, που είναι συντηρητική δηλαδή, και της δίνω ένα άλλο περιεχόμενο. Και πρέπει να πω ότι είχε μεγάλη επιτυχία. Σε όλη την Αθήνα υπάρχουν πλεκτά μου.
Τεύχος 476, 1.4.2014
Δημήτρης Σωτάκης
Έχω την εντύπωση ότι μέσα μας ζουν πολλοί άνθρωποι. Κάποιοι απ’ αυτούς είναι καταδικασμένοι να αντιλαμβάνονται την τραγικότητα και να εναρμονίζονται με τo δράμα της ζωής, κατά συνέπεια η κατάθλιψη λειτουργεί συχνά ως ένας φυσικός χώρος για τον ανθρώπινo εγκέφαλο.
Χρήστος Τσιόλκας
Προσωπικά δεν έχω πια πίστη, διατηρώ όμως το χριστιανικό ήθος. Κάποια στιγμή έπαψα να πιστεύω στον Θεό και έβαλα στη θέση του τον κομμουνισμό, όμως τη δεκαετία του ’90 ξεθώριασε και αυτός, μετατράπηκε σε μια νεκρή ρητορική. Στη θέση όλων αυτών επιδίωξα να καταδείξω τα κοινά που έχουμε όλοι οι άνθρωποι: τη συμπόνια, την αλληλοβοήθεια.
Ρέα Γαλανάκη: «Πιστεύω σ’ αυτό που έχει γράψει ο Καβάφης "Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι…"»
Ανδρέας Αποστολίδης
Αρχίζεις να διακρίνεις σε βιβλία τηλεοπτικά εφέ και όχι λογοτεχνικό περιεχόμενο. Δυστυχώς, κατά την άποψή μου, ό,τι καινούργιο, ενδιαφέρον και πρωτότυπο εμφανίστηκε τα τελευταία χρόνια στο αστυνομικό είδος, αυτό έγινε από σεναριογράφους και όχι από συγγραφείς. Φαντάζομαι πως τα πράγματα πάλι θα αντιστραφούν κάποια στιγμή.
Αλέξης Σταμάτης: «Η ουσία είναι ότι η αφήγηση έχει επάλληλες επιστρώσεις και λειτουργεί ως μπάμπουσκα».
Χρήστος Χωμενίδης
Στο Πεδίον του Άρεως απέκτησα πατριωτικό φρόνημα θαυμάζοντας τα παλικάρια του ’21 στην ομώνυμη αλέα. Από το αναψυκτήριο έφταναν ως τα αυτιά μας τρομπέτες και πιατίνια, ο θρυλικός Γιώργος Οικονομίδης έκανε σόου κάθε Κυριακή πρωί. Ο πατέρας μου με έμαθε να ποδηλατώ σε μιαν αλάνα πίσω από το άγαλμα της Αθηνάς, που την λέγαμε «Παγόδα» επειδή γειτνίαζε με ένα κινέζικο εστιατόριο. Έτρεχα όλο και πιο γρήγορα για να εντυπωσιάσω τον μπαμπά, ώσπου το λάστιχο έσκασε, έσκασα κι εγώ με τα μούτρα στο τσιμέντο, πήγα την επομένη στο σχολείο με τουπέ τραυματία πολέμου. Όταν έδινα για δεύτερη φορά Πανελλαδικές –την πρώτη είχα περάσει στη Θεολογία και η Νομική μού είχε γίνει έμμονη ιδέα– έκανα το μοναδικό τάμα της ζωής μου. Υποσχέθηκα στον Αλέξανδρο Υψηλάντη πως, άμα τα κατάφερνα, θα κατέθετα δάφνινο στεφάνι στα πόδια του αγάλματος που τον παριστάνει νεκρό και βρίσκεται μπροστά στην εκκλησία των Ταξιαρχών. Τήρησα το λόγο μου. Μάλλον επρόκειτο για την πιo μοναχική αλλά και πιo ειλικρινή απότιση φόρου τιμής στον ήρωα εδώ και πολλές δεκαετίες...
Θωμάς Κοροβίνης
Είναι Πρωτοχρονιά βράδυ, νομίζω το 1994, και με παίρνει τηλέφωνο η Διδώ (Σωτηρίου) για ευχές. Με πετυχαίνει σε κάπως κακή διάθεση χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο. -Πώς είσαι, Διδώ; -Θαυμάσια! Εσύ τι κάνεις, αγόρι μου; -Ε, έτσι κι έτσι. -Έτσι κι έτσι; Τι σου συμβαίνει; -Ε... -Α στο καλό, μάθατε κι εσείς, τώρα, παλιόπαιδα, και λέτε αυτά τα “έτσι κι έτσι, δε βαριέσαι, ας τα λέμε καλά”. Γιατί παρακαλώ; Να λες “είμαι καλά” και να το κάνεις πράξη. Ακούγοντας μια ηλικιωμένη μοναχική γυναίκα που τη σεβόμουν και τη λάτρευα, να μου μιλάει έτσι, ντράπηκα για τη δική μου, χωρίς λόγο έκφραση δυσφορίας. Για την ανωριμότητά μου, αν θες, που αντί να ρωτήσω εκείνη για τη διάθεσή της έσπευσα να πω «έτσι κι έτσι». Το υπερήφανο φρόνημα και η εν γένει στάση της ήρθε σε αντίθεση με τη δική μου νεανική βαρεμάρα. Φαίνεται, στα νιάτα μου, είχα τη συνήθεια να δείχνω την κακή μου διάθεση γιατί τώρα θυμήθηκα και ένα περιστατικό με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο που, όταν τον συνάντησα τις πρώτες μέρες αφότου είχα τελειώσει το φανταρικό μου, ήμουν και πάλι μουτρωμένος. Ο Ντίνος με πλησίασε και μου είπε επιτιμητικά: “Τι έγινε, Θωμά; Πήγες στρατό και τώρα φταίμε εμείς;”».
Ξένια Κούρτογλου
Η δύναμη έρχεται από μέσα µας, από κανέναν άλλον. Οι άλλοι είναι δανεικές δυνάμεις. Όταν περνάμε τις ευθύνες στον πρωθυπουργό, περνάμε και τη δύναμή µας για την ποιότητα της ζωής μας. Έχουμε μεγάλη μάζα τέτοιων ανθρώπων. Είναι αυτοί που βγάζουν τις κυβερνήσεις.
Καρολίνα Μέρμηγκα: «Έχει η νοσταλγία μνήμη; Ναι, αλλά όχι πάντα αξιόπιστη. Μουλιάζει μέσα στο συναίσθημα, και το συναίσθημα δεν έχει πάντα την καλύτερη σχέση με την πραγματικότητα».
Τζο Νέσμπο
Φρικιά ή κυνηγηµένοι, ασκούν, ναι, µια γοητεία, ειδικά σε κοινωνίες οργανωµένες και εύτακτες, όπως οι σκανδιναβικές. Υπάρχει εξήγηση: ψυχαγωγία. Η ενσάρκωση του κακού είναι µια µορφή ψυχαγωγίας. Είτε στο σινεµά, είτε στη λογοτεχνία, το κακό συνάδει µε µια µορφή fun.
Λένα Διβάνη
Γυρνώντας από την Αιθιοπία φιλήσαμε όλοι τα πατώματα του Βενιζέλου. Η ασύλληπτη πραγματικότητα της φτώχειας και της αρρώστιας μάς χαστούκισε και καταλάβαμε όλοι πόσο ευγνώμονες πρέπει να είμαστε για την τύχη μας να γεννηθούμε στο λευκό ευρωπαϊκό νότο. Δεν είμαστε πτωχευμένοι φουκαράδες, προνομιούχοι είμαστε.
Γιώργος Πρεβελάκης
Η σημερινή παρακμή μας οφείλεται στο ότι από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους και, ιδιαιτέρως, μετά την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απομακρυνόμαστε σταθερά από τις αξίες της θάλασσας· δηλαδή αφελληνιζόμαστε. Ευτυχώς όχι όλοι και όχι παντού. Η ικανότητα της ναυτιλίας να αναδημιουργείται μετά από καταστροφές και η ακμή της διασποράς αποδεικνύουν ότι το ελληνικό πνεύμα επιβιώνει.
Bill Hayes
Όταν κατεβήκαµε στον κάτω όροφο, η Bjork µας έφερε µια πίτα µε φραγκοστάφυλα, που τα είχε µαζέψει από τα δικά της φυτά. Την είχε φτιάξει µαζί µε την κόρη της το προηγούµενο βράδυ. «Επειδή ήταν η µαγείρισσα, έπρεπε να φάει πρώτη» µας είπε, δείχνοντας ένα κοµµάτι που έλειπε. Μας τη σέρβιρε γαρνιρισµένη µε άφθονο φρέσκο, σκέτο Skyr –µια κρέµα µε ωραία, ξυνή αίσθηση– και µε καφέ και τσάι. Το σερβίτσιο ήταν από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυµάτων – κάθε φλιτζάνι ήταν µισό, κοµµένο στη µέση. «Έµαθα πως αυτά είναι για δεξιόχειρες, τα φλιτζάνια τσαγιού» µας είπε, «ή πολλές φορές καταλαβαίνω ποιοι είναι αριστερόχειρες, παρατηρώντας τους να προσπαθούν να πιουν από αυτά». Γέλασε σαν παιδί.
Κώστας Αρκουδέας
Κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος, είχε πει ότι στον κόσμο υπάρχουν δύο πόλεις με κοινή συνισταμένη τον αριθμό χίλια. Η Βενετία με τα χίλια κανάλια και η Αθήνα με τα χίλια πρόσωπα. Συν την απώλεια του μεγαλείου, θα προσέθετα. Τα πρόσωπα της Αθήνας που προτιμώ είναι τα φωτεινά. Αντίθετα, αποφεύγω τα αυτοκαταστροφικά και ημιπαρανοϊκά πρόσωπά της.
Θανάσης Χειμωνάς
Για πέντε χρόνια η Αθήνα καιγόταν. Η βία χτυπούσε κόκκινο σε μόνιμη βάση, μαγαζιά καίγονταν και καταστρέφονταν. Οι δρόμοι του κέντρου έκλειναν τρεις φορές την ημέρα, οι απεργίες παρέλυαν τη χώρα. Φτάσαμε σε σημείο να θρηνούμε νεκρούς. Σήμερα όντως δεν κουνιέται φύλλο. Μήπως λοιπόν οι κουκουλοφόροι (που ποτέ δεν μάθαμε την ταυτότητά τους) δεν ήταν ούτε αντιεξουσιαστές ούτε κοινά χουλιγκάνια;
Ξένια Κουναλάκη
Υπάρχει αυτή η ιδεοληψία στους μεγαλύτερους ότι οι νέοι στην Ελλάδα είναι είτε κάφροι είτε μικρομέγαλα, βγαλμένα από τη Βουλή των Εφήβων. Για μένα ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Οι νέοι είναι αυτοί που μου φτιάχνουν τα κέφια και με συγκινούν με την επιμονή τους και την αυταπάρνησή τους. Ειδικά οι νέοι που ασχολούνται με την πολιτική.
Κάτια Δημοπούλου
Η καχυποψία απέναντι στη γυναικεία φιλία είναι µια αντρική κατασκευή η οποία έχει δημιουργήσει ένα ανόητο στερεότυπο. Επειδή δεν καταλαβαίνω πώς μας προέκυψε, έχω αρχίσει να πιστεύω πως εδράζεται στην ιδέα του «διαίρει και βασίλευε».
Φώτης Καλαμαντής
Η ζωή ρέει γύρω αληθινά, δεν κυλάει μέσα από σελίδες ονείρου ή από ιδεαλιστικές φαντασιώσεις, οι άνθρωποι ζουν τελικά κυρίως όταν αγγίζονται, όχι όταν μιλάνε, τα υγρά είναι ισχυρότερα από τα στερεά, η έννοια του κόστους δεν αφορά κάποιους εξιδανικευμένους ήρωες, αλλά τον καθένα που επιβιώνει μέσα στο αδηφάγο σύγχρονο κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον. Όποιος νιώθει ότι όπου και να βρίσκεται, στο γραφείο, στο σινεμά, στο κρεβάτι ή στο ταμείο του σουπερμάρκετ, δεν παρευρίσκεται απλά, αλλά πονάει ή γλυκαίνεται, εισπράττει ή πληρώνει ανάλογα με τις συνθήκες, αυτός είναι δυνητικός αναγνώστης μου!
Τεύχος 193, 6.12.2007
Ντέιβιντ Πλαντ
Δεν είμαι χριστιανός, είμαι άθεος από πολύ μικρός. Όμως, πιστεύω –θέλω να πιστεύω– σε μια αντικειμενική αλήθεια. Ξέρω ότι δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο. Αλλά έχω ανάγκη να πιστεύω σε μια απόλυτη αλήθεια, δεν έχω πια ανάγκη να εστιάζω μέσα μου, αλλά σε κάτι έξω από μένα. Αυτό είναι το μεγαλείο.
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος