Ο Λάκης Λαζόπουλος και ο Γιάννης Μπέζος είναι «Ήρωες με παντούφλες»
© Τάσος Ανέστης
Θεατρο - Οπερα

Ο Λάκης Λαζόπουλος και ο Γιάννης Μπέζος είναι «Ήρωες με παντούφλες»

Με αφορμή τη νέα τους θεατρική συνεργασία, μιλήσαμε με τους δύο ηθοποιούς για ένα έργο γραμμένο από δύο παλιότερους μεγάλους του θεάτρου και της κωμωδίας
Μανίνα Ζουμπουλάκη
Μανίνα Ζουμπουλάκη
ΤΕΥΧΟΣ 942
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιάννης Μπέζος σκηνοθετεί και ο Λάκης Λαζόπουλος πρωταγωνιστεί στο κλασικό έργο «Ένας ήρωας με παντούφλες» (πρωτο-ανέβηκε στο θέατρο το 1947-48), των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου: οι μεγαλύτεροι το θυμόμαστε από την ταινία που σκηνοθέτησε ο Σακελλάριος (1958) πάνω στο θεατρικό έργο, με πρωταγωνιστή τον Βασίλη Λογοθετίδη στον ρόλο του απόστρατου στρατηγού Λάμπρου Δεκαβάλλα. Ο Δεκαβάλλας, που έφαγε τη ζωή του σε πολέμους, όπως πολλοί στρατιωτικοί της εποχής του, με το ζόρι τα βγάζει πέρα –η γυναίκα του προσπαθεί να πουλήσει το σπαθί και τη στολή του στον παλιατζή–, όταν ο ξάδερφός του ανακοινώνει ότι θα στηθεί αδριάντας προς τιμήν του στην πλατεία… αλλά ξετυλίγεται σιγά σιγά η απάτη, η λαμογιά, η υποκρισία τόσο του ξαδέρφου όσο κι ολόκληρου του Συστήματος (που ευνοεί τέτοιους ξαδέρφους), μπροστά στην ακεραιότητα του καημένου του στρατηγού.

Ενώ κατατάσσεται στις κωμωδίες, το θεατρικό έργο, όπως και η ταινία, είναι κοινωνική σάτιρα. Έχει μια βαθιά λυπητερή ίσως και τραγική καρδιά, που σε κάνει, ενώ γελάς αυτόματα με τις τρομερές ατάκες και ερμηνείες, την ίδια ώρα να δακρύζεις σχεδόν, παρακολουθώντας την ιστορία ενός ηθικού, αγνού και ακέραιου ανθρώπου, ο οποίος εμπαίζεται ασύστολα. Μπροστά στο κοινό, πέφτει από τα μάτια του έντιμου ήρωα το πέπλο της, ας πούμε, αγνότητάς του, της πάντα καλής του πρόθεσης: ο Δεκαβάλλας δεν σκέφτηκε πονηρά ποτέ του, και τώρα στα γεράματα βρίσκεται αντιμέτωπος με πονηριά ευρείας κλίμακας, χωρίς να το καταλάβει. Ο «Ήρωας με τις παντούφλες» είναι ένα έργο για την αξιοπρέπεια, την ηθική, την ακεραιότητα, την εντιμότητα… και είναι βαθιά ανθρώπινο, ενώ ταυτόχρονα είναι και βαθιά κωμικό. Δεν είναι ανάλαφρο και πεταλουδένιο – γελάς, αλλά σκέφτεσαι κιόλας, λες «πωωωωω» μέσα σου, ενώ γελάς.

«Απότομα μου ήρθε το έργο», απαντάει ο Λάκης Λαζόπουλος (στην ερώτηση «πώς σου ήρθε το έργο;»). «Στην Ελλάδα, όποιος ψάχνει σχέση με το Σήμερα σε ένα έργο, τη βρίσκει πάντα, δεν υπάρχει περίπτωση. Και βρίσκουμε μια αλήθεια στις ελληνικές ταινίες. Αυτός ο ήρωας, ο Λάμπρος Δεκαβάλλας, είναι ο πατέρας μου, τον ακουμπάω δηλαδή με το έργο. Ο πατέρας μου πέρασε τη μισή του ζωή με στολή, έφεδρος αξιωματικός, στις φωτογραφίες στο σπίτι μας ήτανε με στρατιωτική στολή, όπως πολλοί άνθρωποι της γενιάς του. Με όλες αυτές οι εκφράσεις του Δεκαβάλλα, το πώς βογκούσε (σαν διαμαρτυρία), πώς έπιανε το κεφάλι του όταν άκουγε κάτι παράλογο… είναι σαν να βλέπω τον πατέρα μου».

Λάκης Λαζόπουλος
Λάκης Λαζόπουλος © Τάσος Ανέστης

Λάκης Λαζόπουλος © Τάσος Ανέστης

Ο Γιάννης Μπέζος είχε παίξει στο ίδιο έργο τον ρόλο του Δεκαβάλλα πριν δέκα χρόνια, με μεγάλη επιτυχία, κι όταν το αναφέρει, ο Λάκης συμπληρώνει: «…Είχα πάει στην παράσταση. Και ορίστε, μου ’ρθε εκείνη την ώρα, βλέποντας εκείνη την παράσταση, σκέφτηκα, “πωω, δεν θέλω άλλη παράσταση εκτός κι αν κάνω αυτό”. Πότε θα το στήσω, πώς, τελοσπάντων, πέρασε καιρός, πήρε τα δικαιώματα η εταιρεία παραγωγής, ε, έτσι κάπως…».

Από δω και μετά, η κουβέντα κυλάει σαν τον Στρυμώνα επειδή κόβει ο ένας, ράβει ο άλλος. Έχω μια δυσκολία να αποκαλέσω τον Γιάννη Μπέζο σκέτο «Γιάννη», όχι ότι είναι πολύ μεγαλύτερός μου (δεν είναι), απλώς είναι πολύ ευγενικότερός μου. Αλλά δεν είναι και σωστό, να γράφω «Λάκης» από τη μία και «Γιάννης Μπέζος» από την άλλη, λες και παίζαμε σφαλιάρες με τον πρώτο και είναι καθηγητής Μαθηματικών ο δεύτερος, έστω καλός καθηγητής, που με περνάει τάξη κι ας μην έχω γράψει. Οπότε αναφέρονται και οι δύο με τα μικρά τους ονόματα, Λάκης και Γιάννης.

Γιάννης Μπέζος
Γιάννης Μπέζος © Τάσος Ανέστης

Γιάννης Μπέζος © Τάσος Ανέστης

«Ήταν πολυγραφότατοι, οι Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος», λέει ο Γιάννης, «κι από όλα τα έργα τους, κάποια ήταν πάρα πολύ καλά στην ουσία».

Λάκης: Και τα μουσειακά τους έργα, κι αυτά έχουν κάτι, όλα τα έργα τους έχουν κάτι… Ήταν μεγάλη στιγμή η συνεργασία με τον Λογοθετίδη. Ο Βασίλης Λογοθετίδης ήταν ο αγαπημένος ηθοποιός του πατέρα μου.

Γιάννης: Ο Λογοθετίδης ήταν αγαπημένος και του δικού μου πατέρα. Είναι μακριά η γενιά των «παιδιών» του Λογοθετίδη, δεν είχε περιορισμούς όσον αφορά το ρεπερτόριο, ήτανε με το θίασο της Κοτοπούλη πολλά χρόνια, έκανε μπουλβάρ, έπαιξε Μολιέρο, μετά ασχολήθηκε με το ελληνικό ρεπερτόριο, το ελληνικό έργο. Τα έπαιξε όλα, από τον «Μπακαλόγατο», τον «Ηλία του δεκάτου έκτου», «Η γυνή να φοβείται τον άνδρα» (στο θέατρο αυτά, όχι στον κινηματογράφο), ήταν ένας πολύ μεγάλος ηθοποιός… Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι αξίες του έργου είναι οι ίδιες, όπως παλιά, το ζητούμενο παραμένει το ίδιο ακόμα, η ακεραιότητα. Υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να ζήσουν αξιοπρεπώς, και το καταφέρνουν. Αυτή την ακεραιότητα εξέφραζε ο Λογοθετίδης.

Λ: Αν θέλει κάποιος να δει πόση είναι η απόσταση (που διανύει) το ελληνικό χιούμορ – η αφετηρία του ελληνικού χιούμορ είναι ο Λογοθετίδης. Είναι ο βασιλιάς. Και οι δύο συγγραφείς – τεράστιες επιτυχίες…

Γ: Οι Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος έγραψαν τον ρόλο τού Δεκαβάλλα πάνω στον χαρακτήρα του Λογοθετίδη. Πάνω του. Και έχει μια καλή δομή όλο το έργο, δεν υπάρχει ούτε ένας ρόλος που να είναι διακοσμητικός, δεν βρίσκεις τίποτα το περιττό.

Λ: Όταν εμφανίζεται ο γλύπτης Παλατσίδης (ο οποίος φιλοτεχνεί τον αδριάντα του στρατηγού πάνω στο άλογο), βγαίνει και δεν μπορεί να είναι κανένας άλλος εκτός από αυτόν.

Στα πλαίσια της λαμογιάς του έργου, ο γλύπτης παίρνει πέντε χιλιάρικα, ενώ τον βάζουν να υπογράψει ότι πήρε είκοσι χιλιάρικα…

Γ: Υπάρχει και σήμερα ο αντίστοιχος κομπιναδόρος.

Λ: Υπάρχει, αλλά αλλάζει η μείξη.

Γ: Η σκιά με το φως – παύει να έχει νόημα μόνο το ένα ή το άλλο, αναγνωρίζουν όλοι ένα κομμάτι από τον εαυτό τους (στους χαρακτήρες). Σκοτεινές στιγμές, φωτεινές στιγμές, είναι ένα σύνθετο πράγμα αυτό το έργο.

Λ: Έχει σημασία να στο διδάσκει αυτό ένας ηθοποιός (σαν τον Γιάννη) που ξέρει ο ίδιος από κωμωδία. Αυτή δεν είναι κωμωδία-γλειφιτζούρι.

Γ: Σκοπός του έργου δεν είναι να γελάσουμε.

Λ: Δεν έχουμε ξεμωραθεί να γελάμε χωρίς λόγο.

Λάκης Λαζόπουλος, Γιάννης Μπέζος
Λάκης Λαζόπουλος, Γιάννης Μπέζος © Τάσος Ανέστης

Λάκης Λαζόπουλος, Γιάννης Μπέζος © Τάσος Ανέστης

Ρωτάω αν ήτανε όλα ήρεμα στη συνεργασία τους, αν σφάχτηκαν κάποιες φορές στις πρόβες. Γίνεται μια κουβέντα για τις πρόβες («Δεν καταλαβαίνω τι κάνουν στις πολύωρες πρόβες, σπίτια δεν έχουνε; Μετά τις τρεισήμισι ώρες δεν μπορείς να κάνεις πρόβα πια», λέει ο Γιάννη. «Από κάποια ώρα και πέρα καίγεσαι», συμπληρώνει ο Λάκης.) Αλλά όχι, ούτε στιγμή δεν πιάστηκαν μαλλί με μαλλί, δεν τα βρήκανε σκούρα, φαίνονται αγαπημένοι μεταξύ τους, καθόλου ανταγωνιστικοί ο ένας με τον άλλον:

Γ: Δεν έχω γίνει βίδες με κανέναν ποτέ σε αυτή τη δουλειά, γιατί αποφεύγω τις κακοτοπιές. Όταν καταλαβαίνω ότι υπάρχει περίπτωση να γίνω βίδες με κάποιον, αποχωρώ.

Λ: Ξέρουμε ο καθένας τι αξίζει ο άλλος.

Γ: Το θέατρο ανήκει στον ηθοποιό εξολοκλήρου. Αν θέλει, βγαίνει στη σκηνή και μεγαλουργεί. Ο «σκηνοθέτης» δεν είναι προαγωγή του ηθοποιού, που από ηθοποιός γίνεται σκηνοθέτης, είναι μια ακόμα ειδικότητα του θεάτρου.

Λέμε για τον Γιάννη Ξανθούλη με αφορμή –ένας θεός ξέρει από πού κι ως πού– το έργο του «Σκουπίδια», που ανέβηκε στα 80s στο Θέατρο Αποθήκη, στο οποίο έπαιζε πολύ νέος και τραγανός τότε ο Γιάννης Μπέζος.

Λ: Γέλαγα με τον Ξανθούλη, με τις ιστορίες του. Η πρώτη δική του φράση που μου έχει μείνει είναι που, όταν ήταν παιδί στην Αλεξανδρούπολη, έγδαρε έναν λαγό και πήρε το δέρμα του για να το κάνει καπέλο, ώστε να βγει έξω και να παίξει στο κρύο. Μου φαινόταν απίστευτο ότι αυτό έγινε στα χρόνια μου – ένα παιδί φόρεσε το γουναρικό του λαγού για να βγει στο κρύο με τους φίλους του…

Ωραία, αλλά αυτό το συγκεκριμένο έργο, «Ένας ήρωας με παντούφλες», το μεταπολεμικό, είναι ή μήπως δεν είναι τελικά παλιό;

Γ: Δεν έχει νόημα να το εκσυγχρονίσεις. Ο Δεκαβάλλας είναι στρατηγός, απόστρατος, με μια από κείνες τις συντάξεις της πλάκας, αυτές που έπαιρναν τότε οι στρατιωτικοί. Δεν υπήρχαν πολλοί στρατηγοί την εποχή εκείνη, ο Δεκαβάλλας είχε αποστρατευτεί πια στον εμφύλιο, αλλά ως τότε, είχε πολεμήσει παντού.

Λ: Ο πατέρας μου ήταν επί δεκαέξι χρόνια έφεδρος αξιωματικός του στρατού.

Γ: Κι ο δικός μου έτσι ήταν.

Λ: Το ’74 τον κάλεσαν πάλι, επιστράτευση. Τρεις τη νύχτα χτυπάει το κουδούνι, είναι ένας απέξω, αλλήθωρος εντελώς, φωνάζει «πήρ’ς το μ’λάρ το δ’ κό μ; Είν’ αλλήθωρο σαν κι εμένα, θα το βαλ’ς μπροστά και θα τα γκρεμίσ’ όλα τα μ’λάρια!» Θυμάμαι τη μάνα μου έντρομη, τον πατέρα μου με το σώβρακο, να το κρατάει μπροστά μην πέσει, και τον αλλήθωρο που ρώταγε αν πήρανε το αλλήθωρο μουλάρι του (στο στράτευμα)… Ο πατέρας μου γνώρισε τη μάνα μου (στρατιωτικός), σε μια παρέλαση στην πλατεία, όταν εκείνη ήτανε δεκατεσσάρων χρονών. Αυτή ήθελε να πάρει παγωτό κι ο πατέρας μου έδωσε στη μάνα της λεφτά για να της πάρει. Οκτώ χρόνια η μάνα μου περίμενε τον πατέρα μου στην πλατεία, ε τον ένατο χρόνο τον πέτυχε σε μια συγκέντρωση, έτσι τα φτιάξανε, παντρευτήκανε…

Γιάννης Μπέζος, Λάκης Λαζόπουλος
Γιάννης Μπέζος, Λάκης Λαζόπουλος © Τάσος Ανέστης

Γιάννης Μπέζος, Λάκης Λαζόπουλος © Τάσος Ανέστης

Σκεφτόμαστε τους έρωτες, πώς ήτανε τότε. Τον χρόνο που μεσολαβούσε από μια συνάντηση σε δεύτερη – οκταετία, για τους γονείς του Λάκη. Το πώς πια όλα γίνονται αυτόματα, ή γρήγορα, ή άμεσα. Ή δεν γίνονται καθόλου τελικά.

Γ: Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας αλλάζει όλη τη ροή του κόσμου, και όλο το τέμπο. Παύει να αναμετριέται η ματιά με την αμηχανία του άλλου. Αυτό έχει χαθεί, η αμηχανία της ματιάς. Ο χρόνος έχει αλλάξει, δεν αντέχουμε τα αργά πλάνα, θέλουμε να φύγει ο χρόνος, δεν αντέχεις τον χρόνο να μείνεις μόνος σου…

Λ: Εδώ τώρα θα κάνουμε χρονική μετάβαση, θα ξαναπιάσουμε τον χρόνο από κει που τον αφήσαμε.

Γ: Έχουμε μανία να λέμε «οι νέοι θέλουν αυτό, θέλουν εκείνο». Οι νέοι θέλουν την αλήθεια, αυτό θέλει να ακούσει ο νέος, την αλήθεια, όχι να του κάνεις τον μοντέρνο. Δεν τον ενδιαφέρει καθόλου αυτό!

Η ώρα έχει περάσει όμως, ο Γιάννης πρέπει να φύγει γιατί παίζει Μολιέρο στο Εθνικό, στο «Σχολείο γυναικών» (σκηνοθεσία Αλέξανδρου Μυλωνά). Το είχα ξεχάσει, ορίστε που ο χρόνος πέρασε πολύ γρήγορα. Χαιρετιόμαστε βιαστικά.

Λέμε μερικά ακόμα με τον Λάκη, που γνωριζόμαστε από παλιά: σε τεράστια συναυλία του Μάικλ Τζάκσον στο Βερολίνο, δεκαετία του ’80, πήρε κατά λάθος τη βαλίτσα μου στην επιστροφή κι εγώ τη δική του. Ή μάλλον δεν ξέρω τι έγινε η δική του βαλίτσα, τη βρήκε μετά, και μου χάρισε μια κολόνια για να με παρηγορήσει, που έκλαιγα για τη χαμένη βαλίτσα με όλα μου τα καλά βρακιά μέσα. Είχαμε γελάσει πολύ στο Βερολίνο, αν και δεν θυμάμαι τίποτα πέρα από την αίσθηση ότι ήταν υπέροχα όλα. Και η συναυλία καλή ήταν, αλλά κυρίως η παρέα. Δεν είναι ότι συνεχίσαμε να βρισκόμαστε μετά, καμία σχέση, απλώς αναπτύχθηκε ένα τσακ παραπάνω η οικειότητα που έχουμε με τους ηθοποιούς, οι οποίοι κάνουν τη ζωή μας καλύτερη.

Σε διάφορες φάσεις, τόσο ο Λάκης Λαζόπουλος όσο και ο Γιάννης Μπέζος, έχουνε κάνει τη ζωή μου πολύ καλύτερη. Είναι μεγάλη επιτυχία αυτό, γιατί τα ίδια έχουν καταφέρει οι δυο τους με τις ζωές πολλών άλλων ανθρώπων, και το κάνουν ακόμα, και θα έπρεπε να τους στήνουμε αγάλματα. Γιατί οι ηθοποιοί στην Ελλάδα σήμερα είναι σαν τον Λάμπρο Δεκαβάλλα: αθώοι, με απίστευτη προσφορά στον κόσμο. Σχεδόν τη ζωή τους όλη, σε καιρό ειρήνης.

Ο Λάκης Λαζόπουλος και ο Γιάννης Μπέζος είναι «Ήρωες με παντούφλες»
© Τάσος Ανέστης

© Τάσος Ανέστης

Info

«Ένας ήρωας με παντούφλες», Θέατρο Βέμπο (Καρόλου 18), σκηνοθεσία Γιάννης Μπέζος.

Πρωταγωνιστεί ο Λάκης Λαζόπουλος. Συμμετέχουν: Παρθένα Χοροζίδου, Τάσος Παλαντζίδης, Παύλος Ορκόπουλος, Σταύρος Μαρκάλας, Κωνσταντίνος Τράφαλης, Θράσος Σταθόπουλος, Ιωάννα Ανεμογιάννη, Κωνσταντίνος Γιάννης, Φαίδρα Σκληρή, Λαζαρία Σαζείδου. Κοστούμια Κατερίνα Παπανικολάου, Σκηνικά Γιώργος Γαβαλάς, μουσική επιμέλεια Γιάννης Μπέζος, Φωτισμοί Νίκος Βελισσαρόπουλος.

Παραστάσεις Πέμπτη ως και Κυριακή, 2105229519

Δείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση στο City guide της Athens Voice

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα

Ξένοι Tik Tokers
Ξένοι TikTokers, πώς τα περνάτε στη χώρα μας, τι σας θυμώνει και τι σας συγκινεί;

Ο Απόλλων Τσεν, ο Ιερεμίας Εγκαρέιμπα, η Γιέβα Μπονταρένκο, ο Ντέιβ, η Βλάντα Ζασκλάβσκα, η Ουλιάνα Τσουπρίνα και η Παυλίνα Λη μιλούν στην Athens Voice για την ελληνική εμπειρία στο FYP