Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
The Humans: Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης σκηνοθετεί τη ζωή, όπως προσπαθούμε να τη ζήσουμε
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: Συνέντευξη για την παράσταση The Humans που σκηνοθετεί στο θέατρο Μουσούρη
Είναι βράδυ Παρασκευής και προσπαθούμε να συνδεθούμε με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στο Zoom για να κάνουμε τη συνέντευξη, για κάποιο λόγο όμως η σύνδεση δεν είναι καλή: δεν με ακούει. Μετά από 5 αποτυχημένες προσπάθειες τα καταφέρνουμε, χωρίς να έχουμε χάσει τη διάθεσή μας να μιλήσουμε για την παράστασή του την οποία είδα το προηγούμενο βράδυ στο Θέατρο Μουσούρη – ίσως γιατί το έργο σε κάνει να σκεφτείς πολλά πράγματα και έχουμε μια προσμονή να τα συζητήσουμε: εκείνος να ακούσει την πλευρά του θεατή, εγώ του δημιουργού. Του λέω πόσο μου άρεσε το The Humans και πιάνω το νήμα από τη μικρή άβολη εμπειρία που μόλις μοιραστήκαμε: «Δεν είναι δύσκολο να αντλήσεις από την ίδια τη ζωή γέφυρες για τα ζητήματα που θίγονται στο έργο – η αποτυχία δεν είναι ένα από αυτά;»
«Υπάρχουν, βέβαια, αποτυχίες και αποτυχίες. Το να μην καταφέρνουμε να συνδεθούμε στο ίντερνετ μπορεί να μας προκαλέσει εκνευρισμό γιατί το θεωρούμε δεδομένο, τίποτα ωστόσο δεν είναι δεδομένο όπως διαπιστώνουν κάθε στιγμή πάρα πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη με πολύ πιο οδυνηρό τρόπο. Από την άλλη στο The Humans το θέμα δεν είναι ακριβώς η αποτυχία, είναι η ζωή που αλλάζει αφήνοντάς σε πίσω, μια ωδή του συγγραφέα στον συνηθισμένο άνθρωπο. Τους ήρωες θα τους δούμε στο μετρό, στον δρόμο, σε οποιαδήποτε δυτική μεγαλούπολη και δεν θα γυρίσουμε το βλέμμα μας, είναι σαν όλους εμάς που είμαστε όχι αξιοπρόσεκτοι. Αυτό με συγκινεί πάρα πολύ στο έργο του Stephen Karam, ότι δίνει φωνή στις εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων που δεν θα γίνουν κάτι φοβερό, που θα ζήσουν ζωές ασήμαντες. Αισθάνομαι πως ο καθένας από εμάς μπορεί να νιώσει ένα κομμάτι από τους ήρωες σαν δικό του».
«Θα σου πω τι κάνει το Humans. Φτιάχνει ένα πλαίσιο πάρα πολύ απλό και χωρίς ιδιαίτερη δραματικότητα, διατυπώνοντας πολύ καλά τα θέματα της εποχής που μπορεί να έχει ένας μέσος άνθρωπος, εγώ, εσύ, οποιοσδήποτε θεατής. Υπάρχει μια φράση που λειτουργεί σαν προμετωπίδα στο θεατρικό κείμενο, που λέει ότι κάθε άνθρωπος θα έρθει στη διάρκεια της ζωής του σε επαφή με έναν από τους παρακάτω έξι φόβους: τον φόβο του θανάτου, των γηρατειών, της αποτυχίας, της φτώχειας, της ασθένειας και τον φόβο του να χάσεις την αγάπη. Και νομίζω ότι το The Humans καταφέρνει να μιλήσει για όλους αυτούς τους φόβους με αρκετό χιούμορ και χωρίς καθόλου διδακτισμό, γιατί είναι πάρα πολύ καλά γραμμένοι οι χαρακτήρες, δηλαδή πολύ αληθινοί. Αν ανέβω στη σκηνή και τους κόψω με ένα μαχαίρι θα τρέξει αίμα από τις φλέβες τους, είναι πραγματικά πρόσωπα, όπως πραγματικές είναι οι μεταξύ τους σχέσεις».
Ο Έρικ και η Ντίντρη, οι γονείς, φτάνουν, μαζί με τη Μόμο, τη μητέρα του Έρικ, και τη μεγάλη τους κόρη Έιμι, στην Τσάιναταουν της Νέας Υόρκης, για να γιορτάσουν την ημέρα των Ευχαριστιών στο διαμέρισμα όπου μόλις έχουν μετακομίσει η μικρή τους κόρη, η Μπρίτζετ, με τον σύντροφό της, τον Ρίτσαρντ. Μια ατμόσφαιρα ελαφρώς επιβεβλημένης ευθυμίας μόλις και μετά βίας καλύπτει την αίσθηση του κινδύνου που συσσωρεύεται διακριτικά στην τραπεζαρία, καθώς, όσο τα μέλη της οικογένειας χαιρετούν ο ένας τον άλλον και δίνονται δώρα για το καλωσόρισμα του σπιτιού, η ανατομία της οικογένειας διαφαίνεται σαν σε μια καθαρή ακτινογραφία: όλοι τους ζουν ζωές που περιστρέφονται γύρω από το να μην πετυχαίνουν ποτέ.
***
Η μεγάλη κόρη βγαίνει από έναν χωρισμό και έχει ένα θέμα υγείας, η μικρή δεν μπορεί να προχωρήσει με την καριέρα της, των γονιών τα ζητήματα είναι πιο δομικά. «Ναι, γιατί ανήκουν σε αυτή την πολύ μεγάλη κοινότητα του δυτικού κόσμου που η ζωή τούς προσπερνάει. Είναι πολύ βασικό αυτό που λέει κάποια στιγμή στην αρχή ο πατέρας, “δεν θα έπρεπε να κοστίζει λιγότερο το ότι είσαι ζωντανός;” Οι γονείς είναι ένα σκαλί πιο κάτω από τα παιδιά τους, lower middle class, δουλεύουν σε δουλειές όχι ενδιαφέρουσες, έχουν αυτοκίνητο, εξοχικό, πηγαίνουν διακοπές. Η μεγάλη κόρη έγινε δικηγόρος, βγάζει χρήματα, η μικρή έκανε ακόμα μεγαλύτερο άλμα, προσπαθεί να γίνει καλλιτέχνης. Οι δύο κόρες ενσαρκώνουν το ιδεώδες του δυτικού ανθρώπου ότι κάθε γενιά τα καταφέρνει καλύτερα από την προηγούμενη, αλλά αντιμετωπίζουν τις δικές τους καταιγίδες.
Δεν θα έπρεπε να κοστίζει λιγότερο το ότι είσαι ζωντανός;
» Βρίσκω πολύ ενδιαφέρουσα τη διαμάχη της Μπρίτζετ με τον πατέρα της, ο οποίος προσπαθεί να της εξηγήσει ότι τα προβλήματά της είναι first world problems, ενός ανθρώπου που είναι αρκετά τρυφηλός – όπως εμείς ζήσαμε πιο τρυφηλά σε σχέση με τους γονείς μας. Έχει ενδιαφέρον ότι ενώ “παίζουν” διάφορα κινητά στο έργο το μόνο που αναφέρεται στις σκηνικές οδηγίες είναι το δικό της, ότι είναι iphone. Κι όταν καταρρέει επειδή έχει μια κακή συστατική επιστολή από τον καθηγητή της και ζητά από τον πατέρα της να πληρώσει για την ψυχοθεραπεία της, εκείνος λέει αυτή η φοβερή ατάκα, «μάζεψε λίγα λεφτά απ’ αυτά που πληρώνεις για τους βιολογικούς χυμούς και πλήρωσέ τη μόνη σου».
The Humans: Η κοινοτοπία της αγάπης
Σε πολλά έργα με οικογένειες οι γονείς συνήθως παρουσιάζονται σαν τέρατα, τα συμπλέγματα είναι αδιανόητα, η αγάπη ανύπαρκτη, όχι εδώ. «Εδώ η αγάπη είναι άνευ όρων. Αυτό που με τράβηξε στο The Humans είναι ακριβώς ότι πρόκειται για ανθρώπους που αγαπιούνται βαθιά, όπως εγώ αγαπάω και αγαπήθηκα από την οικογένειά μου, φαντάζομαι και ελπίζω και εσύ από τη δική σου, μαζί με τις διάφορες κρίσεις και τα απωθημένα…» μου λέει ο Κ. Μαρκουλάκης και θυμόμαστε τη σκηνή που τα μέλη της οικογένειας κάθονται γύρω από το τραπέζι, μετά το γεύμα, και λένε ο καθένας για ποιους λόγους νιώθουν ευγνωμοσύνη.
«Η Έιμι, η μεγάλη κόρη, λέει σε αυτή την απαίσια χρονιά έχω μια βάση να στηριχτώ και σας ευχαριστώ πολύ που μου το προσφέρετε αυτό. Και η γιαγιά στο γράμμα στις εγγονές της (πριν χάσει το μυαλό της) λέει χορέψτε περισσότερο από εμένα, πιείτε λιγότερο από εμένα, να είστε καλές με αυτούς που αγαπάτε, τώρα καταλαβαίνω, ίσως επειδή αυτή η αρρώστια με κάνει να ξεχνάω τα χειρότερα, πως για τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν αξίζει να αγχώνεσαι και να στενοχωριέσαι. Όλα όσα λένε ο ένας στον άλλο σε ένα άλλο πλαίσιο θα ακούγονταν υπερβολικά απλοϊκά... Τι αξία που έχει αγάπη... και πόσο σημαντικό είναι να έχεις ανθρώπους που σε αγαπάνε και να τους αγαπάς... και να είναι οικογένειά σου… Τρομερά κοινότοπο ε…; Κι όμως! Ναι! Τι να κάνουμε; Έχουν πολύ μεγάλη αξία!»
Για τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν αξίζει να αγχώνεσαι και να στενοχωριέσαι
Ίσως αυτό το κοινότοπο είναι που σε κάνει να νιώθεις, ως θεατής, ότι αυτό που βλέπεις σε αφορά προσωπικά.
«Ναι, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Γιατί πιστεύω πως μία από τις αποστολές της τέχνης είναι να προσφέρει έναν δρόμο, όπως πρόσφερε και σε μένα όταν μπήκα μέσα στο κείμενο και αποφάσισα ότι θα το κάνω. Είναι σημαντικό η τέχνη να είναι ωραία φτιαγμένη, να ακολουθεί το ρεύμα της εποχής, να πρωτοπορεί, αλλά όλα αυτά έχουν να κάνουν με τη φόρμα. Το βασικό ερώτημα που έχει ο οποιοσδήποτε από εμάς μπαίνοντας ως θεατής σε μια θεατρική αίθουσα, είναι πώς να ζήσω τη ζωή μου. Οπότε αν καταφέρει κάποιος και σου πει με έναν πολύ απλό τρόπο – ξέρεις; λίγο πολύ ζήσε την όπως θες, straight ή gay, καλλιτέχνης ή δικηγόρος, με λιγότερα ή περισσότερα, αλλά όμως έχε λίγη αγάπη για τους γύρω σου και φρόντιζε να είσαι με ανθρώπους που σου δίνουν αγάπη, αυτό έχει πολύ νόημα. Να φτιάξεις κάτι που θα μπορέσει να μιλήσει τόσο απλά για πράγματα τόσο αληθινά, όπως το πόση σημασία έχει να αγαπάνε τα παιδιά τους γονείς και οι γονείς τα παιδιά ή πόσο σημαντικό πρόβλημα είναι σήμερα το να σε πετάει η ζωή απέξω και να γίνεται δυσβάσταχτο οικονομικά το να ζεις – θέματα που συχνά η τέχνη της εποχής μας τα παραμερίζει γιατί τα ντρέπεται.
»Και αναρωτιέσαι, λοιπόν, αξίζει αυτό το κείμενο να το κάνω θεατρικό έργο; Και η απάντηση είναι, ναι, αν αξίζει κάτι να κάνω θέατρο είναι ακριβώς αυτό. Γιατί μπορεί να με συνδέσει με κάτι που έχω ανάγκη να ακούσω. Αν καταφέρεις δε και το κάνεις καλό θέατρο, αν καταφέρεις τα πρόσωπα που μιλάνε και αισθάνονται και κινούνται στο χώρο να είναι αληθινά πρόσωπα και ότι αυτά που λένε έχουνε πραγματική αξία, ναι, έχει νόημα. Γιατί σε βοηθάει να ξαναθυμηθείς αυτά που έχεις παραμελήσει και δεν τους δίνεις πολλή σημασία γιατί δεν είναι αρκετά funky».
Οι ηθοποιοί είναι όλοι πάρα πολύ καλοί σαν μονάδες αλλά είναι εξαιρετικό και το μεταξύ τους δέσιμο. Η Ξένια Καλογεροπούλου είναι η γιαγιά που έχει άνοια (υπόμνηση θλίψης, τεκμήριο ανέχειας –δεν μπορεί να τη φροντίζει κάποιος πέρα από του γονείς–, φάρος αγάπης), η Θέμις Μπαζάκα και ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος είναι η μαμά και ο μπαμπάς, η Μαρία Πετεβή και η Ειρήνη Μακρή οι κόρες, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης ο σύντροφος. Και είναι πολύ ωραίο πώς περνάνε συνεχώς από τη χαρά, στην γκρίνια, στον θυμό, στη μελαγχολία, στα πειράγματα και τα αστεία, ενώ μιλάνε ακατάπαυστα. Σε κάνουν και γελάς.
«Το χιούμορ είναι πολύ βασικό! Τους έλεγα στις πρόβες, “να θυμάστε ότι δεν είστε δραματικά πρόσωπα”. Γιατί ο καθένας από εμάς μπορεί να έχει προβλήματα, ένας μπορεί να χώρισε, ο άλλος να έχει μια ασθένεια, στον άλλο τελειώνουν τα λεφτά, δεν κουβαλάμε όμως στην αληθινή ζωή τους εαυτούς μας σαν δραματικά πρόσωπα. Εδώ, λοιπόν, ακριβώς επειδή η οικογένεια αγαπιέται και δεν είναι δραματικά πρόσωπα, αν υποθέσουμε πως τα προβλήματά τους είναι μια θάλασσα ανταριασμένη, είναι σαν να περνούν πάνω από τα κύματα που τους ταρακουνάνε, βέβαια, αλλά δεν τους βυθίζουν. Οπότε στην Έιμι, μετά από αυτό το τηλεφώνημα με την πρώην φίλη της που την κλονίζει, αφού κλάψει νομίζοντας πως είναι μόνη, ο πατέρας της, που ήταν εκεί, της λέει αυτό που υποθέτει πως θα έλεγε στο straight παιδί του: θα βρεις κάποια άλλη. Και της λέει ακόμα, ξέρεις, η μάνα μου όταν χτυπούσα μου έλεγε κι αυτό θα περάσει, και της έλεγα τι βλακείες είναι αυτές που μου λες, αλλά να σου πω κάτι; Κι αυτό θα περάσει! Και είναι σαν ο Κάραμ να παίρνει όλα αυτά τα κοινότοπα πράγματα που μπορεί να νιώσουμε και να πούμε ο ένας στον άλλο, να τα γυαλίζει και να τους δίνει καινούργια αξία. Γιατί το να λες σε κάποιον που είναι απαρηγόρητος “θα περάσει κι αυτό” είναι ό,τι πιο άκυρο... αλλά όμως είναι αλήθεια! Και το λέει ο πατέρας στο gay παιδί του ο οποίος μοιάζει να έγινε λίμπεραλ από αγάπη, γιατί αγάπη σημαίνει αποδοχή.
Να σου πω κάτι; Κι αυτό θα περάσει!
Το κείμενο είναι τόσο ζωντανό, οι διάλογοι τόσο φυσικοί, που δύσκολα το φαντάζεσαι γραμμένο.
«Με δυσκόλεψε πάρα πολύ να το μεταφράσω! Ο στόχος ήταν να φτιάξω μια παράσταση σαν να μην την έχει σκηνοθετήσει κανένας. Τι βλέπουμε; Ένα οικογενειακό τραπέζι, κάποιους που μαγειρεύουν, πάνε πάνω κάτω, τσακώνονται ή πειράζουν ο ένας τον άλλο, μια φέτα ζωής, σαν να μην υπάρχει σκηνοθεσία. Οι άνθρωποι μιλάνε όλη την ώρα ο ένας πάνω στον άλλο, όπως συμβαίνει στη ζωή ή στις ταινίες του Γούντι Άλεν. Στην πραγματική ζωή, όταν μιλάμε ταυτόχρονα, την ώρα που μου μιλάς προχωράς αυτό που μου λες με βάση αυτό που ακούς ότι σου λέω εγώ. Αυτό λοιπόν που γίνεται με έναν τρόπο αυτόματο είναι πάρα πολύ δύσκολο να το κατασκευάσεις ώστε να μοιάζει φυσικό. Καθόμασταν και διαβάζαμε το κείμενο σαν παρτιτούρα, έπρεπε να μετράμε πόσες συλλαβές θα πει ο ένας πριν του απαντήσει ο άλλος, σαν να παίζουμε τις νότες για να δούμε πώς θα ακούγονται. Και είναι δύσκολο για τους ηθοποιούς να το κρατήσουν γιατί το κείμενο δεν έχει άγκυρες, όπως λέμε στο θέατρο, είναι όλο πάρα πολύ ρευστό, κι αν αρχίσει να χαλαρώνει οποιαδήποτε στιγμή υπάρχει ο κίνδυνος να χαθούν οι ισορροπίες, ανάμεσα στο χιούμορ και τα δραματικά σημεία, στις κορυφές και τις υφέσεις, είναι όμως εξαιρετικοί!
» Να σε ρωτήσω εγώ κάτι τώρα. Το τέλος σου φάνηκε αισιόδοξο ή απαισιόδοξο;»
Το τέλος μού άρεσε πολύ. Φτιάχνει μέσα σου μια σιωπή, σαν να κάθεσαι πίσω και να βουλιάζεις στον εαυτό σου, νιώθοντας συμπόνια για αυτό που οι άνθρωποι είμαστε.
«Χαίρομαι, γιατί κι εγώ έτσι το νιώθω – είναι το πιο ωραίο τέλος που έχω δει σε έργο! Εγώ που το έφτιαξα και το αγαπώ, όταν πηγαίνω και το βλέπω έρχεται η στιγμή που με χαϊδεύει και με βυθίζει, και παρατηρώ στην αίθουσα την ησυχία, πριν χειροκροτήσουμε. Ενώ έχεις παρακολουθήσει μια νεοϋορκέζικη φασαρία –σαν από ταινία του Γούντι Άλεν– από αληθινούς ανθρώπους, που θα μπορούσε να είναι το δικό σου οικογενειακό τραπέζι, το έργο με πολλή τέχνη σε οδηγεί μέσα σου και μέσα στην ψυχή των ηρώων, με έναν τρόπο πολύ συγκινητικό, σε μια στιγμή πολύ ιδιωτική. Και παρά τα όσα συμβαίνουν, στην τελευταία σκηνή, σκέφτεσαι με κάποια ανακούφιση πως αυτός μάλλον θα τα καταφέρει, θα τον βρει τον δρόμο του. Γιατί τι άλλο μπορείς να κάνεις για αυτούς τους ανθρώπους, παρά να ελπίσεις ότι θα τα καταφέρουν, ότι θα στηριχθούν ο ένας στον άλλο;»
***
Βλέποντας το έργο κάνεις προβολές για τη δική σου οικογένεια. Το Humans ανοίγει τη συζήτηση για το πώς μεγάλωσες, αν είχες ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, για το αν μιλάτε τόσο στην οικογένειά σου ή αν είστε σιωπηλοί, αν τσακώνεστε... αλλά και για αυτήν την άνευ όρων αγάπη που, αν είμαστε τυχεροί έχουμε και πόσο μεγάλο εφόδιο είναι στη ζωή μας. Μια τέτοια συζήτηση πιάνουμε με τον σκηνοθέτη του The Humans, ενώ έχω κρατήσει κάτι για το τέλος που ξέρω πως θα του αρέσει γιατί αποδεικνύει αυτό το σπάνιο προσόν της παράστασης που έφτιαξε: πόσο αληθινή είναι.
«Θα σου πω κάτι που ένιωσα. Στο τέλος, όταν οι ηθοποιοί βγαίνουν να τους χειροκροτήσουμε η σύμβαση δεν σπάει, εκείνη την ώρα δεν χειροκροτούμε τους ηθοποιούς αλλά τα μέλη της οικογένειας Μπλέικ, τη γιαγιά, τη μαμά, τον μπαμπά, τις δύο αδερφές, τον σύντροφο της μιας, που κρατιούνται από τα χέρια επειδή αγαπιούνται και είναι μαζί σε όλο αυτό, τα μάτια τους αστράφτουν, μας κοιτάζουν με συστολή και μας χαμογελούν...»
«Α! Είναι πολύ ωραίο αυτό που μου λες! Θα το πω και στους άλλους! Θα χαρούν!»
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show