Opeth και Leprous: Δύο headliners που άγγιξαν ψυχές στον Λυκαβηττό
Ακόμα καλύτεροι, ακόμα τραγουδάμε
Το βράδυ της Τετάρτης 3 Ιουλίου έλαχε ο κλήρος στη θεά Αθηνά να κουβαλήσει στον βράχο της δυο από τους σημαντικότερους πρεσβευτές του Βορρά, στον ευρύτερο χώρο του σκληρού ήχου. Η αρχαία υπέρβαση αποδείχτηκε αντάξια της μουσικής νύχτας που κατέληξε ένα βράδυ με δύο headliners, ένα κοντσέρτο για χειροκροτήματα. Κανένας μύθος με μαύρα κοράκια δεν γινόταν να ανατρέψει μια τόσο βέβαιη απόλαυση.
Τα ίχνη της νίκης φαίνονται από νωρίς, και το γεγονός πως οι αγαπημένοι Νορβηγοί Leprous μάζεψαν την συντριπτική πλειοψηφία του συνολικού κόσμου ενώ ακόμα ο ήλιος επέμενε στον μπερδεμένο αττικό ουρανό, ήταν υπολογίσιμο σημάδι. Το νέο κομμάτι στη σχέση των Leprous με το ελληνικό κοινό είχε ακριβώς την ίδια ιδιότητα με τα προηγούμενα (αν εξαιρέσει κανείς την περίεργη συγκυρία της νύχτας με τους Slayer): εμφανίστηκαν ακόμα καλύτεροι, όσο δύσκολο και αν μοιάζει αυτό να κατανοηθεί.
Είναι όμως μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα η απαράμιλλη αυτοπεποίθηση του Einar και της παρέας του, έχοντας φτάσει πια στο σημείο να επιβάλλουν αυτό που είναι χωρίς στρατηγικές και συμβάσεις. Μόνο μια τέτοιου είδους μπάντα θα άνοιγε και χτες τη λίστα της με ένα τραγούδι σαν το «Have You Ever?» το απόλυτο μυστηριώδες και αχανές αρνητικό ενός δυναμικού, θυελλώδους opener που πιθανά θα χρησιμοποιούσε οποιοσδήποτε ήθελε να απλωθεί εμφατικά μπροστά στο κοινό του Λυκαβηττού. Η άμεση διαπίστωση που μας έφερε η πρώτη αυτή απόλαυση είναι η κρυστάλλινη διάκριση του ήχου στην παραμικρή λεπτομέρεια που τελικά έδενε το σύνολο σε μια καταπληκτική ισορροπία.
Μέσα από τον πλούσιο κατάλογο μιας εξελικτικής διαδρομής με θάρρος και θράσος, δεν παρέλειψαν να απολαύσουν με μαεστρική αυταρέσκεια τα singles της δικής τους συνομοταξίας. Το πολυρυθμικό δέλεαρ του «The Price», η αγωνιώδης επίκληση της απόδρασης από το σκοτάδι στο «Illuminate», η δραματική επίγνωση αυτών των σημαδιών που μένουν μόνιμα πίσω και η ανάγνωσή τους στο «From the Flame» και το ψυχικό ξεγύμνωμα του «Below», όλα βρήκαν τους Νορβηγούς βιωματικά συνεπείς σαν να τα ερμήνευαν για πρώτη φορά στη ζωή τους, με τις επίμονες εναλλακτικές τους χορογραφίες και τους κλασικούς βατήρες στη σκηνή.
Η συνθετική ομπρέλα των Leprous αποτελεί σήμερα μια μαγική μουσική πληθωρική γωνία θαυμάτων και είναι άδικο που δεν έχουν σπάσει ακόμα το φράγμα των τυπικών ακροατών του ευρύτερου σκληρού ήχου για να γεμίσουν τις ζωές και άλλων με την υπερβατικότητά τους. Ως τότε, έχουν καταφέρει να δαμάσουν τον χώρο μας σε μια πελώρια μουσική γιορτή διαρκείας, όπου ο ακροατής μπορεί να απολαύσει απενοχοποιημένος από άχρηστα παραπετάσματα του παρελθόντος όλα τα επιμέρους μέρη ενός τραγουδιού σαν το «Out of Here». Σε αυτό το κέλυφος απόλυτης σιγουριάς για τους εαυτούς τους, μας πρόσφεραν και τη ζωντανή αποκλειστικότητα του νέου τους τραγουδιού «Silently Walking Alone», για να του προσφέρουν αλάνθαστα αυτή την ανεξίτηλη σφραγίδα της ζωντανής τους πολυτέλειας.
Το απόκοσμα λικνιστικό και φρέσκο «Atonement», με μια έντονη δράση χορογραφίας όλων στην πρώτη γραμμή, μας τίναξε σε άλλα επίπεδα με τις εναλλασσόμενες διαθέσεις του, η επίμονη ομολογία του με το εθιστικό ρεφρέν του κόλλησε ξανά στο μυαλό, όσο και τα πλήκτρα του. Ιδανική συγκυρία για τον Einar να μας παρουσιάσει με μια σύντομη επίδειξη διαφοράς προφοράς στον τίτλο του τραγουδιού, τον άνθρωπο που ανέλαβε να τον απελευθερώσει από τα περισσότερα καθήκοντα στα keyboards, τον βασικό συνθέτη, κιθαρίστα και πληκτρά των Novena (των Άγγλων progsters με τον Ross Jennings των Haken στο μικρόφωνο), Harrison White.
Είναι αμήχανο να αποπειραθεί κανείς να περιγράψει πως συμπεριφέρθηκαν οι Νορβηγοί στο βαρύ πυροβολικό τους. Από το αυτοβιογραφικό «On Hold» με την κινητική του αγωνία να υψώνεται απέναντι από το φόβο μιας αιώνιας αναμονής απέναντι στην έκθεση στη ζωή, η συνολική παθιασμένη ακρίβεια της μπάντας υποστήριξε μια αληθινά συγκλονιστική ερμηνεία του Solberg, ο οποίος βρέθηκε σε εκπληκτική νύχτα. Ο σκοτεινός, παγωμένος ύμνος του «The Valley» αναδύθηκε για ακόμα μια φορά, μια αόρατη απειλή της στασιμότητας και της απουσίας, μια περίεργη δροσιά που στεκόταν δίπλα στο ρίγος γέμισε τον αέρα. Η πίεση μιας σύγχρονης συμφωνίας οδύνης απλώθηκε μαζί της.
Το διπλό χτύπημα του φινάλε έφερε πρώτα το κλειστοφοβικό «Slave», μια ανατριχιαστική έκκληση για λύτρωση που άγεται και φέρεται επίμονα, το ηχητικό της τείχος φορτώνεται με τη φωνή του Einar να συνοδεύει ξανά όλον αυτό τον αγώνα της λαχτάρας για απελευθέρωση. Το κρεσέντο ως το τέλος είναι συγκλονιστικό και η μπάντα το υποστηρίζει με την ανάλογη σκηνική παρουσία. «Έχουμε ακόμα ένα…» ακούγεται ο Einar πριν καν συνέλθουμε και ο απόκοσμος βόμβος του «The Sky Is Red» χτυπά τον δικό του συναγερμό. Ο ουρανός έχει αλλάξει, τα φώτα της σκηνής έχουν πάρει φωτιά, όλο το σχήμα αγγίζει έναν συντονισμένο παροξυσμό καθώς δρομολογεί την προοπτική μιας προσωπικής φυγής μέσα από την προσωπική ανάφλεξη. Ένα σημαντικό, συμβολικό κεφάλαιο επικείμενης λύτρωσης για τον πρωταγωνιστή πίσω από το μικρόφωνο δικαιωματικά κορυφώνει και κλείνει μια συγκλονιστική εμφάνιση. Σύσσωμο το κοινό χειροκροτεί θερμά και ασταμάτητα για πολλά λεπτά τους Nορβηγούς που υποκλίνονται σε έναν κόσμο «τόσο εκπληκτικό όσο τον θυμόνταν».
Δέκα χρόνια ήταν πολλά και αρκετά να κάνουν τις στρατιές των πιστών της παρέας του Mikael Akerfeldt να ανεβούν με ανυπομονησία τον λόφο, ακόμα και εκείνους που δεν εκτιμούν και τόσο το εξεζητημένο του χιούμορ. Πέρα από την παρατεταμένη χρονική απουσία, η πρόκληση ενός απαιτητικού set list που θα διέτρεχε γενναία όλη τη διαδρομή του γκρουπ και θα επιχειρούσε να καλύψει όλα τους τα πρόσωπα και μουσικές μεταμορφώσεις, ήταν παραπάνω από ικανή να ενώσει νοσταλγούς και όψιμους ακροατές.
Με το σκοτάδι σε απόλυτη βασιλεία και τους τελευταίους αργοπορημένους να καλύπτουν κάθε κενό στην αρένα και τις εξέδρες, το σύντομο «Seven Bowls» των μεγάλων Aphrodite’s Child έφερε τα βήματα των Σουηδών στη σκηνή του Λυκαβηττού, και τις μαζικές επευφημίες στον ουρανό της Αθήνας. Το γνώριμο, κτητικό, επιβλητικό ριφ του «The Grand Conjuration» μετακίνησε άμεσα το πλήθος στην αρένα και αναστάτωσε το χώρο.
Η αποστολή δύσκολη και απαιτητική, ο πήχης ήδη πολύ ψηλά από τους προκατόχους στη σκηνή, και το ελαφρύ μούδιασμα του ξεκινήματος είχε να κάνει με τον ήχο: τα πολύ ρηχά και επίπεδα τύμπανα, αλλά και η απουσία ανάλογης έντασης στις κιθάρες αδίκησαν για κάποια λεπτά το ξεκίνημα των Opeth. Σταδιακά τα χτυπήματα του Waltten Vayrynen άρχισαν να αποκτούν τον δίκαιο ανάγλυφο όγκο που χρειαζόταν, ενώ με το πέρασμα και του «Demon of the Fall», οι κιθάρες βελτιώθηκαν και αυτές. Παραβλέποντας τα παραπάνω, ο κόσμος που ήρθε περισσότερο για την πρώιμη φάση, είχε παραδοθεί άνευ όρων.
Μέχρι τη στιγμή που η prog fusion έναρξη του μοναδικού «Eternal Rains Will Come» γύρισε τη σελίδα σε πρόσφατα κεφάλαια, είχαμε ήδη μάθει πως η διάθεση του Mikael ήταν σπουδαία και πήραμε μια πρώτη δόση του χιούμορ του. Προσωπικά δε θα άλλαζα στιγμή στην τακτική του απίθανου αυτού μουσικού να αυτοσαρκάζεται και να αποδομεί αυτό το μύθο γύρω του, προτιμώντας μια οικειότητα του μουσικού της διπλανής πόρτας.
Σημαιοφόρος του «Blackwater Park», το «The Drapery Falls», το ένα από τα δυο singles του άλμπουμ, άρχισε να απλώνει την ισχυρή πολυπρόσωπη κυριαρχία τους, καθώς όλα πια ακούγονταν σαν πιστοί υπηρέτες, και η αγωνιώδης του εξέλιξη πέρασε όπως έπρεπε το κοινό από πολλά κύματα. Η ευδαιμονία ήταν πια κυρίαρχη, και η στιγμή ιδανική για ένα λυρικό ακουστικό ξέφωτο, σαν το «In my Time of Need» του «Damnation». Η κρυστάλλινη απόδοση και οι ηχητικές λεπτομέρειες ιδιαίτερα από τον Svalberg που φρόντισε να προσδώσει έξυπνα ηχοχρώματα οδήγησαν το τραγούδι στην κατάνυξη, αλλά και ένα ρεφρέν τραγουδισμένο από το πλήθος, σύμφωνα με τις επιταγές του Mikael.
Η θλιμμένη αλλόκοτη ιστορία του «Face of Melinda» πήρε από το χέρι τις ήδη υπάρχουσες εντυπώσεις και κράτησε τις διαθέσεις ανεκπλήρωτες, ανομολόγητες, πικρές και υποβλητικές. Το δεύτερο μέρος του τραγουδιού μας τράβηξε έξω από τις ακουστικές σκιές και τα μελαγχολικά παιχνίδια των φώτων, και χωρίς έλεος μας έσπρωξε στο «Heir Apparent». Το «ξύλο» πύκνωσε στην αρένα, ο κόσμος που περίμενε αυτή την πτυχή τους, το απόλαυσε, όπως και η μπάντα που ήταν πια μια μηχανή έτοιμη να καπηλευτεί ιδανικά όλες τις μεταστροφές των τραγουδιών χωρίς το παραμικρό ψεγάδι.
Μετά την προειδοποιητική καταιγίδα, ήρθε η πραγματική καρδιά της χτεσινής εμφάνισης των Σουηδών, το μακρύ ταξίδι ενός εμβληματικού τραγουδιού, η σύνοψη πολλών δημιουργικών τους χρόνων. O Mikael στο γνώριμο, παραπλανητικά απαξιωτικό του ύφος το προλόγισε σαν «shit», αλλά βέβαια η πρόκληση του «Black Rose Immortal» ήταν «the real thing» για κάποιον που ήθελε να βιώσει στο πετσί του μια αληθινή επανάληψη μιας πλούσιας διαδρομής. Επιθετικά ριφ, κέλτικά θέματα, ψυχεδελικά ακουστικά, εντυπωσιακά σόλο, ένα ταξίδι πολλών συγκρουόμενων εντυπώσεων ήταν αρκετό για να επικυρώσει και στον τελευταίο παρόντα την τεράστια σημασία αυτής της μπάντας, την ριψοκίνδυνη διαδρομή της και την πληθωρική της ευελιξία.
Όταν τα fusion χρώματα του «Sorceress» άρπαξαν την τελευταία αντήχηση του «Black Rose Immortal», ένιωσα αυτόματα πως βίωσα την πιο έντονη, συγκρουσιακή στιγμή της νύχτας, το απάντημα δυο διαφορετικών μουσικών κόσμων που κοιτάχτηκαν για λίγα δευτερόλεπτα και χάρισαν τη συνθηκολόγηση στον δημιουργό τους. Η μυθική επέλαση βηματισμού του «Sorceress» άνοιξε σαν βεντάλια για όλα τα παιχνίδια παγίδες που φυλά στην εξέλιξή της, και έκλεισε σε ένα κρεσέντο που άρμοζε σε έναν θρίαμβο.
Όπως όφειλαν και περιμέναμε, λίγα λεπτά αργότερα μετά τον πρώτο αποχαιρετισμό, οι Opeth γυρίζουν στη σκηνή για να πραγματώσουν την μια και απαραίτητη ονείρωξη που απέμενε να τυλίξει τη νύχτα με ακόμα μια πολύτιμη μνήμη, αυτή του «Deliverance». Η αρένα πήρε φωτιά, ο κόσμος στις εξέδρες ένιωθε πως βιώνει το τελευταίο κεφάλαιο μιας σπουδαίας συνολικά εμπειρίας. Οι Σουηδοί έκαναν την ολική επαναφορά με ένα παρατεταμένο χειροκρότημα που μοιάζει να ακούγεται ακόμα στο ψηλότερο σημείο της πόλης, και ανταπέδωσαν με μια βαθιά υπόκλιση.
Αυτή ήταν η νύχτα που προσωπικά θα θυμάμαι σαν τη συναυλία με τους δυο headliners, για διαφορετικούς λόγους, με διαφορετικές προσεγγίσεις και με άλλες επιπτώσεις. Η βαθιά σημασία μιας τέτοιας μοναδικής εμπειρίας είναι η πανίσχυρη σφραγίδα πως προσεγγίζεις την ψυχή και το έργο ενός καλλιτέχνη, όταν έχεις την τύχη, το προνόμιο και την τιμή να το βιώσεις ζωντανά.
Δειτε περισσοτερα
Κάτι μικρό, αλλά πανέμορφο, πριν τη νέα του ταινία Bugonia
Μια κινηματογραφική βραδιά με συζητήσεις και live στο Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζα Γουλανδρή
Αποκλειστικές εικόνες από το μεγαλύτερο συγκοινωνιακό, αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό έργο υποδομής στη Βόρεια Ελλάδα, το οποίο, έπειτα από δεκαετίες, παραδίδεται
Η σειρά ξεχωριστών posters που παρουσιάζονται λίγο πριν από κάθε ευρωπαϊκή αναμέτρηση
Τα Fresh Voices επέστρεψαν για τον Νοέμβριο στο Γαλλικό Ινστιτούτο, και ήμασταν όλοι εκεί.
Ζωγραφικά έργα, γλυπτά, σχέδια για ταινίες και θρυλικά εξώφυλλα δίσκων