Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
Ο Chris Blackwell μοιράζεται την ιστορία της Island Records, από τον Bob Marley στους U2
Αποκλειστική συνέντευξη Chris Blackwell: Ο ιδρυτής της δισκογραφικής εταιρείας Island Records μιλάει στην ATHENS VOICE
Δεν μπορώ να μετρήσω τους λόγους για τους οποίους αγαπώ την Island. Πριν απ’ όλα είναι το logo της. Ένας μοναχικός φοίνικας στην άκρη του κόσμου. Ύστερα οι μουσικοί και τα συγκροτήματα από τον Nick Drake, τους Traffic, τη Sandy Denny και τους Fairport Convention, τον Marley, ολόκληρη τη reggae, τους U2, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Ύστερα οι ετικέτες των δίσκων: πιο πολύ η ροζ αλλά και όλες οι υπόλοιπες, όπως άλλαζαν στο πέρασμα του χρόνου. Και στο τέλος όλων αυτών, έρχεται το βιβλίο. Ο άνθρωπος που δημιούργησε την Island, ο Chris Blackwell γράφει το «Islander: Η Ζωή μου στη Μουσική και Πέρα από Αυτήν». Ένα βιβλίο που μιλάει για 7 δεκαετίες μουσικής μ’ έναν πολύ νοσταλγικό τρόπο, ένα βιβλίο που μεταφέρει απίθανες ιστορίες, ένα βιβλίο πολύτιμο ως προς την πληροφορία και την ίδια στιγμή βαθιά συγκινητικό.
Ολοκλήρωσα την ανάγνωση του «Islander» στα τέλη Αυγούστου. Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να αναζητώ τον Chris Blackwell. Δεν μπόρεσα να τον βρω μέσω του εκδοτικού οίκου. Μπόρεσα να τον βρω μέσω των ξενοδοχείων που τρέχει στην Τζαμάικα με τη βοήθεια κάποιων ανθρώπων που είχαν τη διάθεση να ασχοληθούν με το αίτημά μου. Οι εξ απορρήτων του Blackwell τον αγαπούν πολύ. Εκείνο που πιο πολύ τους ενδιαφέρει είναι να μην τον ταλαιπωρήσουν αδίκως. Δεν θέλουν να τον πιέσεις να θυμηθεί, δεν θέλουν να τον κρατήσεις πολλή ώρα, θέλουν μόνο να τον αφήσεις να μιλήσει για τα πράγματα που εκείνος επέλεξε να αφηγηθεί, θέλουν να είσαι ήρεμος και ευγενικός μαζί του.
Ο Chris Blackwell στα 85, μ’ ένα t-shirt και -κόβω το κεφάλι μου- με σαγιονάρες κάθεται στην οθόνη του υπολογιστή μου μπροστά σ’ ένα φοίνικα με τη θάλασσα στο βάθος, κάπου στην Τζαμάικα. Όπου χρειάζεται, παίρνει τη βοήθεια της προσωπικής του βοηθού, της Cathy Snipper, με την οποία συνεργάζεται εδώ και μερικές δεκαετίες. Μοιάζει σαν από τις μέρες του Dr. No, που άρχισε να ανακατεύεται με τη μουσική, να μην έχει αλλάξει τίποτα ως προς τη συνεχή αναζήτηση καινούργιων πραγμάτων. Για μένα, αυτό εδώ είναι ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Ο Chris Blackwell με φόντο την πατρίδα του Bob Marley. Τι λες τώρα;
Ας ξεκινήσουμε από το Dr. No. Τι θυμάστε από την ταινία; Πώς ήταν τότε τα πράγματα στην Τζαμάικα;
Είχε γίνει τότε μια μεγάλη συζήτηση με τον Ian Fleming να γυριστεί μια ταινία, ενδεχομένως και μια σειρά από ταινίες εδώ στην Τζαμάικα και μου ζήτησε τότε ο Fleming να τον βοηθήσω να βρούμε μερικές τοποθεσίες για τα γυρίσματα. Έτσι ανακατεύτηκα και κάναμε αρκετές βόλτες για να βρούμε κάποια ταιριαστά μέρη για τα γυρίσματα.
Ας πάμε στον πρώτο δίσκο που κυκλοφορήσατε ως Island. Αυτόν του Lance Hayward, που περιέργως αναφέρεται ως Lance Haywood στο εξώφυλλο του Vol I. Τι νιώθετε γι’ αυτόν μετά από τόσα χρόνια;
Τον αγαπάω, ήταν το ξεκίνημά μου. Δούλευα τότε στο ξενοδοχείο, στο Half Moon και δίδασκα θαλάσσιο σκι. Όταν τελείωνα τη δουλειά καθόμουν να ξεκουραστώ στο σαλόνι και ο Lance έπαιζε πολύ συχνά εκεί. Ήταν ένα φανταστικό συναίσθημα να τον ακούω να παίζει πιάνο μ’ αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο του.
Πριν ξεκινήσετε για την Αγγλία, πώς ακριβώς κινηθήκατε μέσα στη μουσική της Τζαμάικα;
Πήγαινα συνεχώς σε συναυλίες και άκουγα διαφορετικά σχήματα και προσπαθούσα να δω με ποιους θα μπορούσα να κάνω μια συμφωνία για να ηχογραφήσουμε κάτι. Ύστερα έπαιρνα δίσκους που είχαν ήδη κυκλοφορήσει, συχνά κι από άλλες τοπικές εταιρείες και προσπαθούσα να κάνω συμφωνίες ώστε να μπουν στα juκe boxes που υπήρχαν εδώ. Βλέπεις το Τζαμαϊκανό ραδιόφωνο ήταν πολύ δύσκολη υπόθεση εκείνη την εποχή. Το πιστεύεις ή όχι το ραδιόφωνο της Τζαμάικα αρνιόταν να παίξει μουσικούς από τη χώρα. Προτιμούσαν να παίζουν μουσική από την Αμερική και την Αγγλία. Έτσι, τα δύο πράγματα που είχες να κάνεις, ήταν να βάλεις τη μουσική στα jukeboxes και να προσπαθήσεις να παίζεται στα club. Έτσι τριγυρνούσα για να βρω καινούργια πράγματα κι ενώ δεν ήταν ένας μεγάλος τόπος, αντίθετα ήταν ένας πολύ μικρός τόπος, υπήρχαν πολλά πράγματα που συνέβαιναν κι ήταν ενδιαφέροντα. Ήταν το ξεκίνημα των reggae ρυθμών, πιο πριν ο ήχος ήταν πιο πολύ το Calypso ή υπήρχαν και άλλοι πιο χαλαροί ρυθμοί στη χώρα, όμως την εποχή εκείνη ξεκινούσε η reggae κι αυτό ήταν σπουδαίο.
Κι ύστερα αρχίσατε να δουλεύετε με όχι μόνο με μουσικούς από την Τζαμάικα αλλά και την Αγγλία. Ένας από αυτούς που θεωρούσατε πολύ σημαντικό ήταν ο Steve Winwood.
Ναι, ήταν πραγματικά σπουδαίος!
Τι είχε εκείνος που δεν είχαν άλλοι εκείνη την εποχή;
Φωνή! Είχε σπουδαία φωνή κι επιπλέον ήταν σπουδαίος μουσικός, έπαιζε πιάνο, έπαιζε όργανο, έπαιζε κιθάρα… είχε απίστευτο ταλέντο και ήταν πολύ νέος όταν τον συνάντησα. Ήταν μόλις 16 ή 17 χρονών. Τον είχα πρωτοδεί στο Μπέρμιγχαμ την εποχή που έπαιζε με τους Spencer Davis Group, ένα συγκρότημα στο οποίο έπαιζε και ο αδελφός του και που είχε αρχηγό τον Spencer Davis. Hχογραφήσαμε πολύ γρήγορα. Έφερα από την Τζαμάικα έναν singer-songwriter με τον οποίο είχαμε ηχογραφήσει όταν ακόμη ήμουν στην Τζαμάικα, τον Wilfred Edwards κι έγραψε το «Keep On Running». Αυτό ήταν το πρώτο τραγούδι που κάναμε με τους Spencer Davis Group και αυτή ήταν η πρώτη επιτυχία μου ως παραγωγός με μουσικούς που δεν έρχονταν από την Τζαμάικα.
Τι θυμάστε σχετικά με τον John Martyn;
Τον συνάντησα έναν χρόνο, ίσως και λίγο περισσότερο αργότερα, ήταν ένας τραγουδιστής της folk στον οποίο με σύστησαν κάποια στιγμή και μου άρεσε γιατί ήταν ένας πραγματικά ισχυρός χαρακτήρας κι ένας σπουδαίος μουσικός. Έκανα τον πρώτο δίσκο μαζί του και ο δίσκος δεν πήγε καλά. Αυτό όμως ήταν δικό μου λάθος γιατί τον έβγαλα στην Island, που εκείνη την εποχή ήταν συνδεδεμένη με τη μουσική της Τζαμάικα, οπότε δεν θα μπορούσε να πάει καλά κάτι τόσο διαφορετικό.
Οπότε ήταν τότε που αποφασίσατε να δημιουργήσετε τη ροζ ετικέτα;
Ναι, δημιούργησα τη ροζ ετικέτα επειδή ως εκείνη τη στιγμή όλοι οι δίσκοι της Island είχαν να κάνουν σε κάτι με την Τζαμάικα. Όμως χρειαζόμουν κάτι που να δείχνει διαφορετικό. Κάτι που να δείχνει μια άλλη κατεύθυνση. Ήταν πολύ σημαντικό να ξέρουν οι άνθρωποι ότι θα αγοράσουν κάτι τελείως διαφορετικό με τη ροζ ετικέτα. Ήδη από τους Spencer Davis Group και την επιτυχία που έκαναν ήξερα ότι έπρεπε να υπογράψω Άγγλους μουσικούς και αγγλικά συγκροτήματα.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Nick Drake…
Ο Nick Drake ήρθε να με δει λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του «Mr. Fantasy», του πρώτου δίσκου των Traffic και ήταν ένας σπουδαίος τραγουδοποιός. Ένας πολύ ευγενικός, πολύ τρυφερός, πολύ όμορφος άνθρωπος με μια πολύ ειδική ποιότητα. Εκείνη την εποχή έκανα πολύ πιο σκληρά πράγματα, πολύ πιο rock n’ roll πράγματα. Είχα για παράδειγμα, τους Spooky Tooth και τους Traffic. Έτσι δεν πίστευα ότι η δική μου εταιρεία θα μπορούσε να είναι κατάλληλη για έναν τραγουδοποιό όπως ο Nick Drake καθώς όλοι περίμεναν κάτι πιο rock από την Island. Του ζήτησα λοιπόν να έρθει ξανά μετά από 6 μήνες ή κάτι τέτοιο ώστε να δούμε τι θα μπορούσε να έχει αλλάξει. Πραγματικά ήρθε αλλά δεν είχε αλλάξει κάτι σ’ εμάς κι ενώ μου άρεσε πολύ η μουσική του, ένιωθα ότι η Island δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει καθώς ήταν μια εταιρεία που στην αρχή έβγαζε μουσική από την Τζαμάικα και στη συνέχεια rock μουσική. Έκανε κάτι πολύ όμορφο, ένιωθα ότι θα μπορούσε να γίνει πολύ μεγάλος αλλά δεν ήμουν ο κατάλληλος άνθρωπος να τον ηχογραφήσω. Όμως επειδή ήταν αυτός που ήταν, τελικά κυκλοφόρησαν τα album του από την Island, χωρίς όμως να γνωρίσουν εκείνα τα χρόνια την επιτυχία που τους άξιζε.
«Το σίγουρο είναι ότι ποτέ δεν κυνήγησα τα χρήματα αλλά πάντα τη δημιουργικότητα» - Chris Blackwell
Αν και η Island είχε φύγει από τη μουσική της Τζαμάικα για πολλά χρόνια, ήρθε η στιγμή να ηχογραφήσετε τον Bob Marley…
Γνώριζα τη μουσική του Bob Marley 6 χρόνια πριν συναντηθούμε για πρώτη φορά. Όπως σου έλεγα και πιο πριν ήμουν σε επαφή με όλους τους ανθρώπους που ασχολούνταν με τη μουσική στην Τζαμάικα κι αγόραζα κάποιους από τους δίσκους τους για να τους διαθέσω στην Αγγλία. Κάποιος από αυτούς είχε το όνομα Robert Mοrley όχι Bob Marley ακόμα. Τότε δεν έκανα κάτι σε σχέση με τη μουσική του για 6 ολόκληρα χρόνια. Στη συνέχεια δημιουργήθηκαν οι Wailers και είχε μαζί του τον Peter Tosh και τον Bunny Livingston και άρχισαν να κυκλοφορούν οι δίσκοι στην Τζαμάικα μόνο. Τότε ήταν που είχα κάνει τη στροφή προς το rock και μόνο αργότερα τον συνάντησα, πιθανότατα κάπου ανάμεσα στο 1971 και το 1972.
Ανάμεσα στα τόσο πολλά και σπουδαία πράγματα που έγιναν με τον Marley στην πορεία, η ηχογράφηση του «Redemption Song» έχει μια ιδιαίτερη θέση, έτσι δεν είναι;
Ναι, έχει ιδιαίτερη θέση. Πριν απ’ όλα γιατί ήταν η τελευταία ηχογράφηση που έκανε ποτέ. Κι επιπλέον, όταν άκουσα την ηχογράφηση που είχε κάνει με την μπάντα, είχα τη γνώμη ότι αυτό το τραγούδι θα ήταν καλό να ηχογραφηθεί μόνο με τη φωνή του και μια κιθάρα γιατί αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό τραγούδι και ότι όλα θα έπρεπε να είναι στραμμένα σ’ εκείνον στο συγκεκριμένο τραγούδι. Αυτό λοιπόν του πρότεινα και στην αρχή δεν του άρεσε πολύ η ιδέα. Πρότεινα να είναι αυτό το τελευταίο τραγούδι του δίσκου και μάλιστα να υπάρχει ένα μεγαλύτερο απ’ ό,τι συνήθως κενό στον δίσκο, έτσι ώστε να μοιάζει ότι στέκεται μόνο του. Το πίστευα πραγματικά, όπως και πίστευα ότι αυτό ήταν το πιο σημαντικό τραγούδι που είχε γράψει.
Τι ήταν αυτό που ήταν τόσο σημαντικό για εσάς στους Roxy Music και τους υπογράψατε μερικά χρόνια αργότερα;
Ήταν σπουδαία μπάντα, είχαν πολύ καλή εικόνα, έδειχναν όλοι τέλειοι, ήταν πολύ καλοί μουσικοί και τα πήγαν πολύ καλά και εμπορικά, ήταν πολύ δημοφιλείς στην Αγγλία.
Πιστεύετε ότι υπάρχει μεγάλη σχέση ανάμεσα στη μουσική και στη μόδα; Αγαπούσατε ιδιαίτερα και τον Robert Palmer εκείνη την εποχή…
Την πρώτη φορά που είδα τον Robert Palmer επρόκειτο να δω ένα σχήμα που είχε για αρχηγό του έναν τρομπετίστα, τους Alan Bown Set. Δεν ενδιαφερόμουν και τόσο πολύ στην πραγματικότητα αλλά πριν αρχίσουν, είδα έναν πολύ όμορφο νεαρό να μπαίνει μαζί με την κοπέλα του στο club. Ήταν ένα είδος rock star και αποδείχτηκε ότι ήταν ο νέος τραγουδιστής του σχήματος. Ευτυχώς που ήρθαν έτσι τα πράγματα γιατί δεν με ενδιέφερε καθόλου ο τρομπετίστας. Τον έστειλα να ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο στη Νέα Ορλεάνη με πολύ καλά αποτελέσματα. Ήταν ένας από τους μουσικούς που είχα την καλύτερη συνεργασία και χαιρόμουν να δουλεύω μαζί του. Λυπήθηκα πολύ με τον τόσο πρόωρο θάνατό του.
Μία από τις πιο επιτυχημένες μπάντες της Island ήταν οι U2, έτσι δεν είναι;
Ναι φυσικά! Ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία που κάναμε. Οι U2 και μετά ο Bob Marley.
Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε σ’ εκείνους στην αρχή;
Μου άρεσαν επειδή είχαν πολύ πάθος, τρομερή ενέργεια και ο τραγουδιστής τους, ο Bono ήταν ο αρχηγός της μπάντας και ήταν ένας πραγματικός star. Ήταν κατά κάποιον τρόπο ο φυσικός αρχηγός τους. Εκείνο που μου άρεσε επίσης ήταν ότι οι U2 είχαν έναν πολύ καλό manager. Ήταν πολύ σοβαρός, ήταν ντυμένος σαν άνθρωπος των business, όχι ακριβώς σαν κι εμένα και τους ανθρώπους που δούλευαν γύρω από το rock αλλά ήξερες ότι αυτός ο άνθρωπος θα πήγαινε την μπάντα εκεί που εκείνη ήθελε να φτάσει: όσο πιο ψηλά γίνεται. Και τα κατάφεραν! Σ’ αυτόν τον άνθρωπο, τον Paul McGuinness πρέπει να πιστώσουμε μεγάλο μέρος της επιτυχίας των U2.
Λέτε ότι ήταν πολύ καλοντυμένος. Εσείς πάλι εκείνη την εποχή, όπως γράφετε στο βιβλίο, κυκλοφορούσατε με σαγιονάρες. Τελικά, αυτές οι σαγιονάρες ήταν ένα είδος statement για τη μουσική βιομηχανία ή όχι;
Όχι, όχι (γέλια)… ήταν πώς να το πω; Τεμπελιά κατά κάποιον τρόπο… Επίσης, μ’ αρέσουν πολύ οι σαγιονάρες…
Και μετά από τόσο μεγάλες επιτυχίες, μετά από μια σπουδαία διαδρομή, ήρθε η στιγμή που πουλήσατε την Island. Γιατί το κάνατε αυτό;
Την πούλησα γιατί έκανα ένα λάθος. Κι αυτό το λάθος ήταν ότι ήθελα να κάνω ένα film για τη μουσική που προερχόταν από τη Washington DC, η οποία πίστευα ότι έβγαζε σπουδαία μουσική. Ήθελα να την κάνω μ’ έναν καλό φίλο μου, ο οποίος με είχε από την αρχή ενημερώσει ότι περίμενε μια απάντηση για κάποια πολύ σημαντική δουλειά. Τελικά, η απάντηση που πήρε ήταν θετική και η ταινία με την οποία ασχολήθηκε ήταν το «Last Emperor». Κι έτσι προσπάθησα να κάνω μια ταινία που θα μιλούσε για τη σπουδαία μουσική που έρχεται από τη Washington DC αλλά η ταινία δεν ήταν καθόλου καλή γιατί δεν είμαι καθόλου καλός στο να κάνω ταινίες. Ταυτόχρονα τα έξοδα της Island έτρεχαν, έπρεπε να πληρώσουμε για παράδειγμα ένα γερό ποσό για δικαιώματα στους U2 που είχαν πουλήσει πολλούς δίσκους. Έτσι έπρεπε να πουλήσω την Island γιατί είχα ξεμείνει από ρευστό. Με τον τρόπο αυτό όλοι πληρώθηκαν στο ακέραιο γιατί αυτό ήταν πολύ σημαντικό για μένα εκείνη την εποχή κι εγώ τα παράτησα.
Αν σήμερα είχατε την Island, ποια συγκροτήματα, ποιους καλλιτέχνες θα υπογράφατε ή έστω τι είδος;
Αυτή την εποχή μ’ ενδιαφέρει πολύ η μουσική που έρχεται από την Αφρική. Πιστεύω ότι γίνονται σπουδαία πράγματα στη Νιγηρία, στο Μάλι, σε διαφορετικές χώρες, που μάλιστα έχουν και πολύ καλούς παραγωγούς αυτή τη στιγμή. O Lass ας πούμε είναι πολύ καλός. Επίσης υπάρχει πολύ καλή μουσική στην Τζαμάικα, ειδικά soul. Η Koffee είναι φανταστική για παράδειγμα, ο Chronixx, o Protoje… Όμως αυτή την εποχή η προσοχή μου είναι στραμμένη στα ξενοδοχεία, τις παραλίες, είναι πολύ όμορφα. Και την ίδια στιγμή, έρχονται μουσικοί και κάνουν συναυλίες και μου αρέσει πολύ αυτό.
Επίσης ξεκινήσατε και το δικό σας ρούμι. Αλλά αυτή τη δουλειά την ξέρατε από την οικογένειά σας.
Ναι, η οικογένειά μου είχε ασχοληθεί πολύ παλιά, εγώ ο ίδιος καθόλου. Υπήρξε ένας φίλος που το πρότεινε και μου άρεσε και το ακολούθησα. Αλλά πρέπει να πω ότι δεν ήταν δική μου ιδέα. Ήταν ιδέα κάποιου άλλου.
Νιώθετε νοσταλγία; Και για ποια πράγματα;
Φυσικά, πολύ! Όταν ακούω μουσική που ηχογράφησα ή που κυκλοφόρησα 15 ή 20 ή 30 χρόνια πριν, θυμάμαι όλα τα πράγματα που συνέβαιναν τότε και που ήταν φανταστικά. Αγαπώ πολύ τη μουσική που κάναμε στην Island και είμαι πραγματικά υπερήφανος για αυτήν. Ανέφερες και πριν τον Nick Drake, ήταν σπουδαία μουσική αυτή, με κάνει να δακρύζω μερικές φορές. Ήταν ένας σπουδαίος μουσικός και έφυγε τόσο νωρίς. Ο John Martyn, δουλέψαμε πολύ μαζί… Ηχογραφούσαμε το «One World» στο Theale, ένα σπίτι που είχα αγοράσει και το είχα μετατρέψει σε ένα είδος υπαίθριου studio. Αν προσέξεις, θ’ ακούσεις ακόμη κι ένα τρένο να περνάει…
Για ποιους άλλους καλλιτέχνες της Island είστε πραγματικά υπερήφανος που τους ηχογραφήσατε;
Τον Cat Stevens για παράδειγμα. Τον είχα δει στην τηλεόραση και δεν μου άρεσε. Έγραφε όμως φανταστικά τραγούδια και ήξερα από την αρχή ότι θα γίνει πολύ μεγάλος!
Αν ήταν να διαλέξετε έναν δίσκο της Island, έναν μόνο, ποιος θα ήταν;
Ένα τραγούδι ή ένα album;
Ας πούμε… ένα τραγούδι κι ένα album…
Ένα από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια του Bob Marley είναι το «Natural Mystic». To «Mr. Fantasy» των Traffic ολόκληρο. To «Where The Children Play?» του Cat Stevens, το «Small Hours» του John Martyn από το «One World»», όπου στα δυόμιση λεπτά μπορείς να ακούσεις το τρένο που λέγαμε να περνάει. Φυσικά το τραγούδι της Millie, το «My Boy Lollipop» γιατί από ‘κει ξεκίνησαν όλα. Αυτό που δεν σου είπα πριν ήταν ότι η Millie έσκασε στην εποχή που γίνονταν μεγάλοι οι Beatles, οι Rolling Stones και οι Who. Κι εγώ βρέθηκα στα μεγάλα studio εκείνης της εποχής εξαιτίας του ότι η Millie είχε φτάσει στο Νο. 2 των charts, ακριβώς κάτω από τους Beatles.
Το ένα και μοναδικό πιο αγαπημένο σας album που έβγαλε ποτέ η Island;
Είναι πολύ δύσκολη ερώτηση γιατί υπάρχει η μουσική, υπάρχει το οπτικό στοιχείο του δίσκου, τα εξώφυλλα… Και μιλώντας για εξώφυλλα, η Grace Jones! Και όχι μόνο τα εξώφυλλα, και οι δίσκοι της! Ό,τι υπάρχει στα Compass Point Sessions, ας πούμε. Ήταν σπουδαία δουλειά. Και σκέψου ότι η Grace δεν ήξερε την μπάντα της -τη φτιάξαμε επιτόπου- ούτε οι μουσικοί ήξεραν ο ένας τον άλλον κι έγιναν μερικοί σπουδαίοι δίσκοι. Και πρέπει να σου πω ότι ακόμα και σήμερα η Grace είναι πολύ επιτυχημένη! Οι συναυλίες της είναι φανταστικές και το θαύμα είναι ότι είναι ολόιδια όπως ήταν!
Ερώτηση, προτελευταία: Γιατί σας αρέσει τόσο πολύ το τάβλι;
Μ’ αρέσει πολύ! Έχεις πολλά πράγματα να σκεφτείς. Εντάξει, υπάρχει ο παράγοντας της τύχης αλλά υπάρχουν και διαφορετικοί τρόποι να διαχειριστείς την τύχη ή την ατυχία σου. Μ’ αρέσει πολύ και παίζω από πολύ νέος. Χωρίς να πω ότι είμαι σπουδαίος παίκτης… υπάρχουν τρομεροί παίκτες που είναι απίθανο να τους βλέπεις πώς χειρίζονται τις ζαριές που τους τυχαίνουν.
Στο βιβλίο γράφετε ότι ο σκοπός της ζωής είναι να ζούμε όσο το δυνατόν περισσότερο. Στα χρόνια που έρχονται -που εύχομαι να είναι πολλά- τι θα θέλατε να κάνετε;
Νομίζω ότι θα ήθελα να συνεχίσω να βρίσκω πράγματα με τα οποία θα ήθελα να ασχοληθώ και να δημιουργώ πράγματα. Να έρχονται καινούργιες ιδέες και να υλοποιούνται. Ξέρεις, ποτέ δεν με οδήγησε η σκέψη του να αποκτήσω χρήματα. Πάντα με κινούσε η διάθεση να δημιουργήσω πράγματα και να βρω ιδέες για να χρησιμοποιήσω ό,τι τύχαινε να υπάρχει γύρω μου. Κάποια μου βγήκαν και κάποια όχι… Αλλά το σίγουρο είναι ότι ποτέ δεν κυνήγησα τα χρήματα αλλά πάντα τη δημιουργικότητα.
Την Κυριακή, 19 Φεβρουαρίου, 08:00-10:00, στον Kosmos 93.6, ο Γιώργος Φλωράκης παρουσιάζει την αποκλειστική συνέντευξη που του παραχώρησε ο Chris Blackwell με αφορμή το βιβλίο του «The Islander – My Life In Music And Beyond», παίζοντας μερικές σημαντικές κυκλοφορίες της εταιρείας και μιλώντας με τον άνθρωπο που συνεργάστηκε με τον Blackwell για την κυκλοφορία των δίσκων της Island στην ελληνική αγορά: τον Γιάννη Πετρίδη, πρώην διευθυντή της Virgin.
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show