Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Θεόδωρος Κουρεντζής: Μια «επανάσταση» στη μουσική και στη ζωή
Παρότι αγαπώ την κλασική μουσική και ήξερα ότι ο Θεόδωρος Κουρεντζής είναι σπουδαίος, δεν ήμουν προετοιμασμένη τι ακριβώς θα συναντήσω, όταν άρχισα να τον μελετάω για να γράψω μια παρουσίαση – αφορμή η είδηση που έφτασε στο μέιλ από το Γραφείο Τύπου του Μεγάρου Μουσικής: Ο μεγάλος Έλληνας μαέστρος έρχεται στην Αθήνα να γιορτάσει τα γενέθλιά του, ερμηνεύοντας την 9η του Μπετόβεν. Ίσως φταίνε τα δημοσιογραφικά κλισέ που τον ακολουθούν: ροκ σταρ της κλασικής μουσικής, σταρ του πόντιουμ, αντισυμβατικός μαέστρος, προκλητικός, εκκεντρικός, μυστηριώδης.
Η δεύτερη –έκτακτη αυτή– είδηση που ήρθε μία εβδομάδα μετά με βρήκε απολύτως υποψιασμένη. Ο Κουρεντζής θα ηχογραφήσει με τη Sony Classical την 9η στο Μέγαρο τις μέρες πριν τη συναυλία. Mια ακόμα ηχογράφηση της 9ης; Σίγουρα όχι! Θα καταλάβετε γιατί, όπως το κατάλαβα κι εγώ. Και παρότι έχω περάσει πολλές ώρες παρατηρώντας τον να μιλάει και να διευθύνει, διαβάζοντας άρθρα και reviews στον ξένο τύπο, ακούγοντας μουσική και παρακολουθώντας τα αρτιστίκ βίντεο με την υπογραφή MusicAeterna, διστάζω να του φτιάξω ένα μικρό πορτρέτο. Είναι η συστολή που σου γεννάει κάτι λεπτό και σπάνιο που δεν ξέρεις πώς ακριβώς να το πιάσεις, ή κάτι πολύ μεγάλο που δεν ξέρεις πώς να το χωρέσεις – αυτό έχω καταλάβει και έτσι απαντώ στο ερώτημα, μα καλά, είναι τελικά τόσο σπουδαίος ο Κουρεντζής;
Όσοι τον έχουν δει live ξέρουν ότι είναι ανεπανάληπτη εμπειρία, κι όταν τον ακούς στις πλατφόρμες πάλι έρχεται και σε δονεί. Στο YouTube βλέπεις το σώμα του να πάλλεται και να χτυπιέται, όταν διευθύνει, και το πρόσωπό του να μορφάζει – σαν να τον καταλαμβάνει το πνεύμα του συνθέτη, και το πνεύμα της μουσικής. Τον Κουρεντζή δεν μπορείς να τον προσεγγίσεις εξωτερικά, με βάση το αν φέρεται εκκεντρικά, κάτι που είπε, τα μαλλιά του ή τα ρούχα που φοράει. Αυτός είναι, και είναι ο εαυτός του: ένας δημιουργός που δεν κάνει συμβιβασμούς – κάνει όμως την κοσμοθεωρία του τέχνη και ζωή. Ποιος δεν θα το ζήλευε αυτό; Και πόσο μπορούν να εμπνεύσουν, όχι μόνο τους ανθρώπους της μουσικής αλλά τον καθένα από εμάς: η καλλιέργειά του, η πνευματικότητά του, η πίστη του και η προσήλωσή του σε αυτό που κάνει, –είμαι σίγουρη– η ακεραιότητά του;
«Η επιθυμία μου ήταν να χτίσω έναν κόσμο, όχι καριέρα. Έναν κόσμο που να μπορώ να τον μοιράζομαι».
Ας το πιάσουμε από την αρχή. Μεγαλώνει στον Βύρωνα, σε ένα μεσοαστικό περιβάλλον με αγάπη για τη μουσική. Ακριβέστερα μεγαλώνει μέσα στη μουσική, ακούγοντας τη μητέρα του να παίζει πιάνο και αργότερα στο οικογενειακό ηχοσύστημα τους δίσκους του πατέρα του, μεγαλώνει όπως όλοι στα 80s με τους φίλους του πηγαίνοντας σε δισκάδικα, ψάχνοντας, επαναστατώντας στο σύστημα, ακούγοντας Dead Kennedys και με τη σοβαρή μουσική πάντα από κοντά. Ξεκινάει βιολί 7 χρονών –αρχίζει να γεννιέται άραγε μέσα του ο ήχος των εγχόρδων;–, κάνει κλασικό τραγούδι –έχει πολύ καλή φωνή αλλά δεν είναι φτιαγμένος να περάσει τη ζωή του κάνοντας ιταλικές όπερες–, το πραγματικό του ταλέντο είναι η σύνθεση, η δημιουργία είναι που τον αφορά, κάτι που κάνει μέχρι και σήμερα. Όμως, όταν ακούει τα έργα των μεγάλων συνθετών αναρωτιέται γιατί οι ορχήστρες επιλέγουν να ερμηνεύουν τη μουσική τόσο επίπεδα και βαρετά – εκείνος αλλιώς τη φαντάζεται. Πηγαίνοντας σε πρόβες καταλαβαίνει ότι δεν είναι ζήτημα ερμηνείας, παίζουν αυτά που διαβάζουν στις παρτιτούρες. Δεν μπορεί!
Ξεκινάει μαθήματα διεύθυνσης ορχήστρας για να μάθει να διευθύνει ένα μικρό σχήμα (αλλιώς). Μπαίνει στη μουσική και στη διεύθυνση με τον πρώτο του σημαντικό δάσκαλο, τον Γιώργο Χατζηνίκο, που είναι δίπλα του τα χρόνια της μαθητείας, της εξερεύνησης και των σπουδών. Είναι και ο ίδιος μια προσωπικότητα με διεθνή εμπειρία και καταξίωση, βαθιά αγάπη στη μουσική και στους μαθητές του. Η μουσική για εκείνον, λέει ο Κουρεντζής, δεν αφορούσε σε μια πλευρά της ζωής, ήταν μια συνεχής πνευματική κατάσταση. Κι όταν έρχεται η ώρα να ανοίξει τα φτερά του και ρωτάει ποιος είναι ο καλύτερος δάσκαλος διεύθυνσης Ορχήστρας στον κόσμο, του δείχνει τον Ilya Musin.
Μιλάει πάντα με πολλή αγάπη και ευγνωμοσύνη και για τους δύο του δασκάλους.
Όταν πηγαίνει στην Αγία Πετρούπολη υπότροφος από το Ίδρυμα Ωνάση για να βρει τον Musin, έχοντας απορρίψει μια υποτροφία για τη Μετροπόλιταν Όπερα της Ν. Υόρκης, ξεκινάει μια διαδρομή που εκτός από διευθυντή ορχήστρας θα τον πολιτογραφήσει (και) Ρώσο πολίτη. Πλέον ζει πάνω από τη μισή του ζωή στη Ρωσία και στον ξένο Τύπο τον αναφέρουν συχνά ως Greek-Russian conductor.
Στην Ελλάδα γεννιέται και μεγαλώνει, στη Ρωσία ανδρώνεται, φτιάχνει ένα δικό του αισθητικό και ηθικό σύμπαν με κέντρο τη μουσική, μεγαλουργεί. Κι όταν το 2014 παίρνει την υπηκοότητα γίνεται συμπατριώτης με τον Τσαϊκόφσκι, τον Στραβίνσκι, τον Σοστακόβιτς, τον Προκόπιεφ, τον Ντοστογιέφσκι. Ήταν ήδη συμπατριώτης με τον Όμηρο, τον Σοφοκλή, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, τον Ελύτη και τον Καρυωτάκη. Η ποίηση δεν είναι έξω από το σύμπαν του, όχι μόνο του αρέσει να διαβάζει αλλά γράφει ο ίδιος ποιήματα – είναι ποιητής. Πώς συναντιέται η ποιητική έκφραση με το υπόλοιπο κομμάτι της καλλιτεχνικής δημιουργίας; Μα η δημιουργία είναι έκφραση.
Σύμφωνα με τη δική του ιδέα οι διάφορες μορφές τέχνης δεν είναι αποστειρωμένες, εισχωρούν η μία στην άλλη. Να το πούμε αλλιώς. Μπορεί ένας μουσικός να ερμηνεύσει τα τραγούδια του Σούμπερτ χωρίς να καταλαβαίνει για τι πράγμα μιλάνε; Ή, στην Τρίτη πράξη από την «Τραβιάτα» όταν η αρρώστια δίνει στη Βιολέτα μόνο λίγες ώρες, «οι χαρές κι οι λύπες σύντομα θα τελειώσουν», πώς να τραγουδηθεί και να παιχτεί η μουσική αυτή χωρίς μια πνευματική εργασία πάνω στις έννοιες της ζωής και του θανάτου όπως νοηματοδοτούνται στην τέχνη, τη λογοτεχνία, την ποίηση;
Είναι κάτι που σκέφτομαι παρατηρώντας το πρόσωπο της ερμηνεύτριάς του σε μία υπέροχα κινηματογραφημένη εκδοχή της άριας του Βέρντι με εικόνες που θυμίζουν μεγάλο σινεμά, Ντράιερ και Ταρκόφσκι. Πώς βγαίνει από μέσα της η φωνή – κι όσο πιο πολύ το βλέπεις, τόσο περισσότερο σε συγκινεί. Δεν είναι μόνο οι ερμηνευτικές δεξιότητες, η ποίηση της μουσικής και της εικόνας μοιάζει να βγαίνουν μέσα από την καρδιά.
Ο μαέστρος μπροστά στην τραγικότητα του επικείμενου τέλους διευθύνει ωσάν συντετριμμένος, οι μουσικοί το ίδιο – ή μήπως είναι συντετριμμένοι;
«Διευθύνω χωρίς μπατόν και δεν θεωρώ τον εαυτό μου ακριβώς μαέστρο. Είμαι ένα είδος ποιητή, και ίσως καλύτερα από άλλους καταλαβαίνω με τον δικό μου τρόπο πώς πρέπει να ακουστεί η μουσική».
Ο δάσκαλος και ο μαθητής
Πολλές φορές λέει: «Ό,τι είμαι το χρωστάω στον Musin».
Ο Ilya Musin (1903-1999) είναι μία θρυλική φιγούρα της σοβιετικής διεύθυνσης Ορχήστρας, έχει δώσει μαθήματα διεύθυνσης μέχρι και στον Σοστακόβιτς, κι όταν το 1994 ο Θοδωρής πηγαίνει 22 χρονών να τον βρει, ο maestro είναι 91 και έχει πίσω του πολύ μεγάλη ιστορία. Έχοντας αρνηθεί να ενταχτεί στο Κουμουνιστικό Κόμμα μετά τον πόλεμο, και άρα αρνούμενος τη συνέχεια μιας λαμπρής καριέρας στις μεγάλες ρωσικές ορχήστρες, αφοσιώνεται στη διδασκαλία αναπτύσσοντας ένα ανατρεπτικό σύστημα διεύθυνσης, γνωστό μέχρι και σήμερα ως η Σχολή του Λένιγκραντ.
Στα έκθαμβα μάτια του Κουρεντζή, ο Musin είναι η απόληξη της χρυσής εποχής της τέχνης της διεύθυνσης ορχήστρας που ξεκινάει με τον Μάλερ. Για να το καταλάβουμε: ο Fritz Stiedry, μαθητής και βοηθός του Μάλερ στην Όπερα της Βιέννης, αφήνει τη ναζιστική Γερμανία και πηγαίνει στη Ρωσία όπου αναλαμβάνει αρχιμουσικός της θρυλικής Saint Petersburg Philharmonic Orchestra, της αρχαιότερης ρωσική ορχήστρας. Το 1934 ο Musin γίνεται ο δικός του βοηθός. Για τον Teodor, ο Μusin είναι μέσω του Stiedry κάτι σαν εγγονός του Gustav Mahler.
Γιατί όχι, αναρωτιέμαι, κι ο ίδιος δισέγγονός του; Άραγε νιώθει αυτή τη σύνδεση όταν ερμηνεύει με αυτόν τον απαράμιλλο τρόπο τις συμφωνίες του μεγάλου μουσουργού;
To σίγουρο είναι πως διαβάζοντας για τον δάσκαλο, καταλαβαίνεις πολλά για τον μαθητή.
Η βασική ιδέα ήταν πως ο μαέστρος πρέπει να κάνει ορατή τη μουσική στους μουσικούς με τα χέρια. Υπάρχουν δύο στοιχεία στη διεύθυνση ορχήστρας, λέει ο Musin, η εκφραστικότητα και η ακρίβεια, αντίθετα το ένα στο άλλο – ένας μαέστρος πρέπει να βρει τον τρόπο να τα φέρει κοντά.
Τους μαθαίνει την ακρίβεια σε συγκεκριμένες κινήσεις, να μπορούν να μεταδώσουν τις ιδέες τους στους μουσικούς μέσω της κίνησης του σώματος, χωρίς καθόλου λόγια. Κι όταν οι ίδιοι, και μέσω αυτών η ορχήστρα, πλησιάσουν τα βαθύτερα στρώματα της μουσικής, το συναισθηματικό της σύμπαν, τότε θα μπορέσουν να τη μεταφέρουν και σε αυτούς που τους ακούνε. Η ερμηνεία έρχεται όχι τόσο μέσω μιας διανοητικής διαδικασίας, αλλά μέσα από την καρδιά.
Ήταν ο πιο σπουδαίος δάσκαλος σε αυτό, να διδάσκει τους μαθητές του να αναπτύσσουν τη διαίσθησή τους, λέει ο Κουρεντζής, ένας από τους τελευταίους του μαθητές, και από τους πιο αγαπημένους του. Τους διδάσκει να έχουν πίστη σε αυτό που κάνουν, στον τρόπο που διαισθάνονται τη μουσική και καταλαβαίνουν την εσωτερική της αλήθεια, τους μαθαίνει να διαβάζουν πίσω και ανάμεσά στις νότες αυτό που πραγματικά θέλει να δώσει ο συνθέτης. Τους λέει: ο διευθυντής ορχήστρας είναι μετενσάρκωση του συνθέτη, αυτό που έφτιαξε εκείνος πρέπει να αναζητήσουν και να του δώσουν υπόσταση στον ήχο.
«Είχα πολλούς ταλαντούχους μαθητές, αλλά μόνο μία διάνοια».
Ο Musin πιστεύει στον Teodor, του έχει τρομερή αγάπη, περνάνε πολύ χρόνο μαζί, κάτι σαν δεύτερος πατέρας, οι μαθητές του και η μουσική άλλωστε είναι η ζωή του όλη. Τον σπρώχνει να αναπτύξει τη φαντασία του, και να φτάνει βαθιά στη μουσική. Για τον Θοδωρή, ο δάσκαλός του είναι ο λόγος που αποφασίζει να μείνει στη Ρωσία. Μένει κοντά του μέχρι τις τελευταίες του μέρες, όταν «φεύγει» 94 χρονών, το 1999. Η διδασκαλία του τον διαμορφώνει, ακόμα και τώρα τον διδάσκει, όπως συχνά λέει, αλλά μοιάζει απολύτως ταιριαστή και με αυτό το «αλλιώς» που κι εκείνος ψάχνει.
Νιώθεις πως ο δάσκαλός του, κατά κάποιον τρόπο, συνεχίζει να ζει μέσα από αυτόν.
Teodor Currentzis & Musica Aeterna
Πρώτος μεγάλος σταθμός το 2004, όταν αναλαμβάνει αρχιμουσικός στο Novosibirsk Opera and Ballet Theater, στην πρωτεύουσα της Σιβηρίας, και δημιουργεί την ορχήστρα MusicAeterna και τη χορωδία The New Siberian Singers. Στην πρόταση που του έκαναν απαντάει ναι, με την προϋπόθεση ότι θα είχε την ελευθερία να φτιάξει μία ορχήστρα πιο πειραματική. Η ορχήστρα για εκείνον είναι το όργανό του, ένα ζωντανό όργανο που αποτελείται από πολλά διαφορετικά μέρη, η ιδέα του είναι να το «διαμορφώσει» έτσι που θα γίνει το όχημά του για να πάει βαθιά στην ιδέα του. Οι μουσικοί του γίνονται οι συνοδοιπόροι του, οι φίλοι του, η οικογένειά του, άνθρωποι με τις ίδιες ανησυχίες και την ίδια λαχτάρα να καταδυθούν μαζί του σε ένα μακρύ ταξίδι εξερεύνησης και να αναζητήσουν απαντήσεις στα θεμελιώδη ερωτήματα για τη μουσική και για την ύπαρξη.
Η σχέση τους δεν περιορίζεται στις μουσικές πρόβες. Πηγαίνουν σε βιβλιοθήκες, μεταφράζουν, διαβάζουν, κάνουν ποιητικές βραδιές, ξενυχτούν, μοιράζονται κοινές εμπειρίες. Δεν αρκεί κανείς να ξέρει να διαβάζει τις παρτιτούρες, η μουσική δεν είναι μόνο νότες – φτιάχνουν έναν κόσμο με κοινούς κώδικες.
Δεύτερος σταθμός, το 2012: όταν πουλάνε τα σπίτια τους και τον ακολουθούν στο Περμ, σε μία πόλη 1.150 χιλιόμετρα ανατολικά της Μόσχας. Πηγαίνουν σε έναν απομακρυσμένο τόπο που τον χειμώνα η θερμοκρασία πέφτει κάτω από τους -20 και φτιάχνουν ένα δικό τους σύμπαν, μια κολεκτίβα, ένα «big brotherhood» όπως το λέει. Και ζουν μαζί. Η μουσική δημιουργία είναι το όχημα και μαζί ο προορισμός, η κοινότητα το μοιρασμένο βίωμα. Ο Teodor πραγματοποιεί ένα μοναδικό ουτοπικό πρότζεκτ χτίζοντας έναν δικό του(ς) κόσμο μαζί με νέους, ταλαντούχους ανθρώπους που του αφιερώνουν τη ζωή τους και μοιράζονται τα όνειρά τους.
Μία πραγματικά αναρχική αντίληψη για τον εαυτό και για τον κόσμο που γεννάει αριστουργήματα της υψηλότερης τέχνης.
«Σαν ένα μοναστήρι. Το Περμ, για μένα, είναι το μέρος όπου μπορώ να απομονωθώ από το όχι και τόσο σημαντικό κομμάτι της καριέρας, και να δημιουργήσω».
Μια μικρή πόλη στο ανατολικό άκρο της Ευρώπης, γίνεται παγκόσμιο κέντρο πολιτισμού. Στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντιαγκίλεφ που διοργανώνεται κάθε χρόνο στο Περμ με τον ίδιο ως καλλιτεχνικό διευθυντή, καταφτάνουν οι μεγαλύτερες προσωπικότητες της μουσικής και του θεάτρου. Στους δρόμους του περπατούν σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάζεται, οι σπουδαιότεροι του κόσμου, ο Peter Sellars με τον οποίο ανεβάζουν το «Indian Queen» του Πέρσελ, ο Bob Wilson που κάνουν μαζί την «Traviata», ο Romeo Castellucci, με τον οποίο κάνουν ένα εκπληκτικό ανέβασμα του «Ντον Τζιοβάνι» στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ.
Ο Markus Hinterhauser, καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, επίσης επισκέπτης του Φεστιβάλ του Περμ, έχει πει για τον Τeodor και την ορχήστρα του: «Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο στον κόσμο αυτή τη στιγμή».
Και από τη Σιβηρία, ο Teodor Currentzis κατακτάει τις μεγάλες αίθουσες στις μουσικές πρωτεύουσες του κόσμου. Τον ακούω που λέει: Ποια ρωσική ορχήστρα θα μπορούσε να παίξει Μάλερ στη Βιέννη και Μότσαρτ στο Φεστιβάλ του Σάλσμπουργκ;
Όμως η τέχνη δεν είναι μόνο για τους λίγους και εκλεκτούς. Με τη MusicAeterna δεν παίζουν μόνο στα concerts hall αλλά και σε φυλακές και σε νοσοκομεία, και στην Όπερα του Περμ εμφανίζονται με πολύ φτηνά εισιτήρια, γιατί η μουσική έχει αυτή την καταπραϋντική δύναμη και πρέπει να μπορεί να φτάνει για όλους. Στο Περμ γίνεται το πείραμα να ανοίγει η τέχνη στον κόσμο, πριν τις συναυλίες κάνουν workshops, φέρνουν τους θεατές σε επαφή με τα όργανα και τους ήχους, με τον χορό και το θέατρο, τους εκπαιδεύουν. Μια ιδέα που συνεχίζουν και στη νέα τους έδρα από το φθινόπωρο του 2019, στο ιστορικό Dom Radio της Αγίας Πετρούπολης, στις αίθουσες του οποίου η παλιά τέχνη συναντάει τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία. Είναι κάτι που προγραμματίζουν στο εξής και σε άλλες πόλεις με τα residencies.
Δημιουργικά εργαστήρια που θα δίνουν την ευκαιρία στο κοινό να συμμετέχει με τους μουσικούς στην εξερεύνηση της μουσικής αλλά και της τέχνης συνολικότερα. Κάτι εντελώς πρωτοποριακό, η ορχήστρα επί 3 μέρες γίνεται μέρος της πολιτιστικής ζωής της πόλης με ένα πρόγραμμα σεμιναρίων και εκπαιδευτικών δράσεων, happenings, συζητήσεων με καλλιτέχνες, τους μουσικούς και τον μαέστρο. Μέσα στην άνοιξη έχουν ήδη προγραμματιστεί τα πρώτα residencies σε Βιέννη, Αμβούργο, Λουκέρνη – μακάρι κάποια στιγμή και στην Αθήνα.
«Όταν αρνείσαι τη ζωή που σου προσφέρουν οι άλλοι γιατί δεν σε αφορά, τότε ξεκινάς να χτίζεις τον δικό σου κόσμο και προσκαλείς κι άλλους. Αν αυτό που κάνεις είναι ειλικρινές, οι άνθρωποι θα σε ακολουθήσουν».
«Θα αλλάξω το πρόσωπο της κλασικής μουσικής»
Brilliant εμφανίσεις, ανεπανάληπτες εκτελέσεις, από μπαρόκ και έργα σταθμούς του ρεπερτορίου μέχρι δικά του ή σύγχρονων συνθετών, διθυραμβικές κριτικές, ιστορικές ηχογραφήσεις, βραβεύσεις: ο Teodor Currentzis με τη MusicAeterna γίνονται ένα από τα πιο ανάρπαστα και ξεχωριστά σχήματα. Όλο και περισσότεροι αναγνωρίζουν στο πρόσωπό του κάποιον που κάνει κάτι πραγματικά καινούργιο και εξόχως μοναδικό.
Αρκετοί στέκονται με επιφύλαξη, ή και εχθρικά. Κάποιοι –ίσως– δεν καταλαβαίνουν, κάποιοι επικρίνουν αυτό που μοιάζει με έπαρση. Ένας νεαρός Έλληνας μαέστρος έρχεται από ένα μικρό μέρος της Ρωσίας και λέει «θα αλλάξω το πρόσωπο της κλασικής μουσικής». Και τραβάει μια διαχωριστική γραμμή απέναντι σε όλο το μουσικό κατεστημένο βάζοντας ένα ερώτημα το οποίο και απαντάει εμπράκτως: Από τα έργα των συνθετών αυτό που έχουμε είναι οι παρτιτούρες και οι προηγούμενες ηχογραφήσεις. Γιατί νομίζουμε ότι ένα έργο του Μπετόβεν οφείλει να ακουστεί έτσι, και όχι αλλιώς;
«Όταν έχουμε μία σχεδόν γονιδιακή μνήμη ενός αιώνα ηχογραφήσεων, είναι αυτή που καθορίζει το πώς αναμένουμε να ακουστεί η μελωδική γραμμή της μουσικής και το μπάσο που συνοδεύει. Αλλά οι εσωτερικές λεπτομέρειες της μουσικής έχουν χαθεί. Το πώς θα αρθρώσεις αυτές τις εσωτερικές φωνές αυτό δίνει ξαφνικά άλλη ενέργεια στη μουσική, νιώθεις ότι γίνεται πιο γρήγορη. Δεν κάνω κάτι καινούργιο, ριζοσπαστικό. Είναι όλα γραμμένα στο χαρτί», λέει σε μια συνέντευξη στη Sarah Willis, κορνίστρια στη Φιλαρμονική του Βερολίνου, στο ντεμπούτο του με την Ορχήστρα τον Νοέμβριο του 2019, λίγο πριν ερμηνεύσουν το «Reqviem» του Verdi.
«Ο σκοπός μου είναι όταν οι άνθρωποι πάνε σπίτια τους μετά τη συναυλία, να έχουν γεμίσει αγάπη, έμπνευση, ελπίδα».
Δεν φέρνει απλώς φρέσκο αέρα σε κάτι που μοιάζει παλιό και μερικές φορές αποστειρωμένο. Θέλει να αλλάξει συνολικά την τέχνη της διεύθυνσης ορχήστρας. Στην ίδια συζήτηση εξηγεί γιατί δεν του αρέσουν οι μαέστροι και οι ορχήστρες.
«Η τέχνη και η μουσική δεν είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες. Είναι κάτι στο οποίο πρέπει να πηγαίνεις συνειδητά και με επιθυμία. Δυστυχώς, πρέπει να εμφανίζεσαι απογυμνωμένος μπροστά σε άλλους ανθρώπους. Κι αν κάποιος εμφανίζεται μπροστά στα μάτια σου γυμνός πρέπει να τον αντιμετωπίσεις με σεβασμό. Εάν δεν έχεις φωτιά στην καρδιά σου, και αν δεν είσαι αρκετά ευάλωτος ώστε να ανοίξεις αυτό τον χώρο της μουσικής, κανείς δεν θα το κάνει από αυτούς που έχουν έρθει να σε ακούσουν. Και αυτοί είναι άνθρωποι που μπορεί να έχουν προβλήματα, να αντιμετωπίζουν δυσκολίες, ακόμα και να πενθούν, και έρχονται εδώ και μας προσφέρουν τη σιωπή τους. Είναι μεγάλη η ευθύνη. Δεν μπορείς να πας και να παίξεις απλώς τις ωραίες νότες που είναι γραμμένες, στο σωστό χρόνο, στη σωστή θέση, με το σωστό χρώμα. Και ακόμα κι αν είσαι άδειος μέσα σου, να κάνεις τη δουλειά. Αυτό δεν δουλεύει…»
Παρατηρήστε τον πώς διευθύνει. Η ορχήστρα είναι προέκταση των χεριών του, βλέπεις την εσωτερική τους σύνδεση, φαίνεται πόσο δεμένοι είναι, σαν να βγαίνει η μουσική από αυτό το δικό τους σύμπαν που έχουν φτιάξει. Στα χορωδιακά μέρη των ρέκβιεμ, στις άριες και στα ντουέτα τραγουδάει κι αυτός, το πρόσωπό του συμμετέχει, το ίδιο και των μουσικών. Παρατηρεί κανείς και τα δικά τους πρόσωπα να πάσχουν, την κίνηση και στο δικό τους σώμα, κάτι που δεν βλέπεις εύκολα σε άλλες ορχήστρες.
Δεν ερμηνεύουν απλώς τις νότες, εισχωρούν στη μουσική τόσο βαθιά, που γίνονται μέρος της. Ο μαέστρος, σαν να φεύγει από τον εαυτό του, σαν να τον λησμονεί, για να βυθιστεί στον κόσμο της. Όπως τους δίδασκε ο Musin, η ιδέα δεν είναι να διευθύνεις τη συμφωνία του Μπετόβεν αλλά να γίνεις ο ίδιος Μπετόβεν! Να γίνεις ο ίδιος Μότσαρτ! Βέρντι, Μάλερ, Τσαϊκόφσκι! Ακούγεται τρελό.
Ο ίδιος λέει πως παίζει τις όπερες του Μότσαρτ όπως θα ήθελε ο ίδιος ο Μότσαρτ να ακουστούν, και πως αν ήταν ο συνθέτης στην αίθουσα θα ήταν πανευτυχής. Κι όταν παίζει τις συμφωνίες του Μπετόβεν, πάλι το ίδιο. Μα καλά, πώς ξέρει πώς θα ήθελαν οι συνθέτες να παιχτεί η μουσική που δημιούργησαν;
«Δεν κάνω τίποτα ριζοσπαστικό. Όλα είναι γραμμένα στο χαρτί!»
Ακρίβεια, φαντασία, πίστη στο πώς πρέπει να ακούγεται η μουσική – κυρίως πίστη στην ιδέα της ομορφιάς, την οποία επανασυνδέει με κάτι αυθεντικό και ενστικτώδες και όχι με τους όρους μιας παγιωμένης αισθητικής για το τι είναι ωραίο. Αν ακούσουμε 100 φορές τη συμφωνία του Μπετόβεν, λέει, νομίζουμε πως έτσι πρέπει να ακουστεί και αυτό φτιάχνει μια αντίληψη που έχουμε για το τι είναι ωραίο και τι όχι. Κανείς μπορεί να διαφωνήσει. Όμως, στο τέλος της ημέρας, αυτό οι ακροατές το εισπράττουν. Η μουσική σε αρπάζει, δεν χρειάζεται να ξέρεις για να το νιώσεις, τα έργα ακούγονται διαφορετικά, σε σημεία πιο δυνατά, πιο γρήγορα, πιο αργά, πιο σιωπηλά, πιο συγκοπτόμενα, πιο εκκωφαντικά, πιο πλούσια, πιο γυμνά – ακούγονται αλλιώς.
Αντισυμβατικός; Εξαρτάται πώς έχεις ορίσει τη σύμβαση. Επαναστάτης; Ναι, με την έννοια ότι συγκρούεται μετωπικά με εγκατεστημένες αντιλήψεις. Ματαιόδοξος; Κάποιος θα μπορούσε να το ισχυριστεί. Όμως η αφοσίωσή του στη μουσική και στους μουσικούς, που του την ανταποδίδουν με την ψυχή τους, οι ατέλειωτες πρόβες μέρα-νύχτα, η προσήλωση στο πώς πρέπει να ακουστεί ο ήχος, ο τρόπος που δημιουργεί, η δύναμη της μουσικής του και η φιλοσοφία του για τη ζωή, το διαψεύδουν.
«Η μουσική δεν είναι οι αίθουσες συναυλιών, είναι το μέσο που μας επιτρέπει να συμμετάσχουμε στη ζωή. Με τη βοήθεια της μουσικής μένουμε σε επαφή ακόμα και στην πιο σκληρή απομόνωση, ακόμα και στην υπαρξιακή μοναξιά».
Ίσως είναι δύσκολο να τα καταλάβει κανείς όλα αυτά, είναι δύσκολο να καταλάβεις το genius, που έλεγε ο Musin. Κι ούτε ξέρουμε τι θα μείνει, αν θα περάσει στην αιωνιότητα, όπως ονόμασε την ορχήστρα του, Μουσική Αιώνια, κι αν τον δρόμο του θα βαδίσουν κι άλλοι. Ξέρουμε όμως πως είναι πλασμένος από άλλο υλικό. Είναι δημιουργός.
Νιώθει κανείς μια περηφάνια που ένας από εμάς, που μιλάμε την ίδια γλώσσα, μοιραζόμαστε την ίδια ιστορία και τους ίδιους προγόνους, τα ίδια παιδικά και εφηβικά χρόνια, έχει φτάσει τόσο ψηλά και τόσο μακριά. Όχι εξαιτίας της φήμης του, όχι επειδή όλοι μιλούν για αυτόν και πάρα πολλοί υποκλίνονται στο έργο του. Αλλά επειδή είναι κάποιος που μπορεί να εμπνεύσει με έναν τέτοιο, ολοκληρωτικό τρόπο, να χαρίσει στιγμές πνευματικής ανάτασης, μια άλλη αντίληψη για τη μουσική και τη ζωή.
Η μουσική είναι πέρα από το καλό και το κακό, το ωραίο και το άσχημο, είναι μια κοινή παγκόσμια γλώσσα που μας φέρνει κοντά και μας ενώνει. Τον ακούω. Ακούω όσα λέει, και ακούω τη μουσική του.
Μπετόβεν στο Μέγαρο Μουσικής; Ένα μουσικό momentum που θα αποτυπωθεί στην ιστορία
Ας προσγειωθούμε στα επίγεια. Το συμβόλαιο που υπέγραψε με τη Sony, ήδη από το 2012, και τα έργα που ηχογράφησαν και ηχογραφούν έκτοτε, στέλνει το μήνυμα, σύμφωνα με τους New York Times, ακόμα πιο ηχηρό, πως ο Κουρεντζής είναι ο πιο περιζήτητος μαέστρος στον κόσμο. Πλέον κινείται με την ίδια άνεση στις μεγάλες πρωτεύουσες της μουσικής, πάντα στις αίθουσες που εκείνος διαλέγει, ενώ από το 2017 είναι αρχιμουσικός και της ραδιοφωνικής SWR Symphonieorchester με έδρα τη Στουτγάρδη.
Η σελίδα τους MusicAeterna είναι γεμάτη από καλλιτεχνικά πρότζεκτ που διοργανώνουν στην έδρα τους στην Αγία Πετρούπολη και με το πρόγραμμα των συναυλιών κλεισμένο για τον επόμενο πολύ καιρό. Είναι πια κοινός τόπος, οι εμφανίσεις τους αποτελούν αξέχαστη εμπειρία, ο κόσμος τους λατρεύει και όπου πάνε γίνονται αμέσως sold out.
Sold out σε λίγες μέρες και οι συναυλίες του Μεγάρου στις 19 και 20 Φεβρουαρίου. Στις 24 είναι τα γενέθλιά του, μας κάνει λοιπόν αυτό το δώρο να έρθει να τα γιορτάσει μαζί μας με ένα από τα συγκλονιστικότερα έργα του κλασικού ρεπερτορίου. «Αν ερχόταν κάποιος από άλλον πλανήτη και μας έλεγε, δείξτε μας τι είναι ο ανθρώπινος πολιτισμός, θα αρκούσε η 9η του Μπετόβεν». Αυτό το έργο θα παίξει με την ορχήστρα και τη χορωδία του στο κοινό της Αθήνας.
Κάτι που του αρέσει να λέει είναι πως, πηγαίνοντας να ακούσουμε, του αφιερώνουμε τη σιωπή μας, και ότι δική του αποστολή είναι να γεμίσει τις δύο αυτές ώρες σιωπής με ένα μάθημα κατάδυσης στο κέντρο της καρδιάς. Πόσο ξεχωριστά το σκέφτεται και το διατυπώνει, με πόσο σεβασμό για την πράξη της μουσικής;
Μια αίσθηση ιερότητας, την οποία εισπράττεις στη ζωντανή εμφάνιση. Μιλάει συχνά για τη σιωπή –ό,τι πολυτιμότερο έχουμε σε έναν κόσμο θορύβου– και για την αξία της μοιρασμένης σιωπής μέσα στην αίθουσα. Στα pianissimo μέρη ο ήχος σχεδόν πεθαίνει, δεν μπορώ να βρω κάτι πιο συγκινητικό από αυτή τη στιγμή που η μουσική σβήνει για να αναδυθεί ξανά στο φως.
Όμως, όπως ήδη το είπαμε, δεν είναι μόνο η συναυλία. Και όχι, όπως ίσως θα καταλάβατε, δεν θα είναι μια ακόμα ηχογράφηση της 9ης, όπως δεν ήταν κανένα από τα έργα που έχει ηχογραφήσει.
Η ηχογράφηση για εκείνον είναι από μόνη της μια απαιτητική μορφή τέχνης που οφείλει να ανακατασκευάσει τη ζωντανή εμπειρία, κάτι σαν τη μουσική που ακούει όταν είναι στο πόντιουμ, και έχει την ίδια αποστολή: να υπηρετήσει το όραμα του συνθέτη. Το συμβόλαιο που έκανε με τη Sony Classical είναι ένα πολύ ακριβό συμβόλαιο, καθώς όλα γίνονται με τους δικούς του –απαιτητικούς– όρους.
Πρώτο μεγάλο πρότζεκτ-σταθμός, που ολοκληρώθηκε σε 4 χρόνια, ένας κύκλος ηχογραφήσεων για τις Da Ponte όπερες του Μότσαρτ (από το όνομα του λιμπρετίστα): «Le Nozze di Figaro», «Cossi fan tutte», «Don Jiovanni». Τις τρεις ίσως σπουδαιότερες όπερές του ηχογράφησε στην Όπερα του Περμ με διεθνές καστ, 11 μερόνυχτα περίπου την κάθε μία, με εξαντλημένους τραγουδιστές, επαναλήψεις και απανωτές ηχοληψίες, μέχρι να πετύχει το κάθε τι να ακουστεί όπως ακριβώς πρέπει να ακουστεί.
Ο λόγος που το αποφάσισε; Επειδή βρίσκει απογοητευτικό τον τρόπο αναπαραγωγής αυτής της μουσικής σήμερα. Οι ηχογραφήσεις του, λέει, έρχονται να «σώσουν» τα έργα του Μότσαρτ από ανέμπνευστες εκτελέσεις που έχουν σταδιακά αποστερήσει τη μουσική από τη δύναμή της, από το πάθος της, την ευγενή της λεπτότητα.
Πώς να μην είναι δυσκολοκατάκτητη μια τέτοια αποστολή;
«Όλοι είμαστε μαθητές μπροστά στον Μότσαρτ, είναι ο σπουδαιότερος μουσικός στην ιστορία της ανθρωπότητας, το τέλος της μουσικής, το όριο της κατανόησης, το καλό και το κακό».
Ένα δώρο για όσους αγαπούν τη μουσική, αλλά και για αυτούς που επιθυμούν να τη γνωρίσουν – κι ας μη μας αρέσει η όπερα, μας κάνει να την αγαπήσουμε, σαν να της δίνει ζωή δημιουργώντας τη με τρόπο που να μας αφορά σήμερα. Το ίδιο και όταν ανεβάζει τα έργα στη σκηνή συνεργαζόμενος με τους πιο πρωτοποριακούς θεατρικούς σκηνοθέτες, φέρνοντας μια τέχνη που μοιάζει παλιά στην πρώτη γραμμή της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Δεν το λες λίγο.
Το δεύτερο μεγάλο πρότζεκτ, εν εξελίξει, να ηχογραφήσει τις 9 συμφωνίες του Μπετόβεν.
Κοινό και κριτικοί παρακολούθησαν με κομμένη την ανάσα έναν πλήρη κύκλο συμφωνιών του Μπετόβεν στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ του 2018. Ακολούθησαν τον Ιούλιο δύο συναυλίες στο BBC Proms («the thrilling Greek-Russian maestro») με τη 2η και την 5η, και αμέσως η ΜusicAeterna και ο Teodor Currentzis ταξίδεψαν στη Βιέννη όπου ηχογράφησαν την Πέμπτη και την Έβδομη Συμφωνία στο Konzerthaus στο πλαίσιο των εορτασμών για την 250η επέτειο του Μπετόβεν. Ένας πλήρης κύκλος είχε προγραμματιστεί στην ίδια αίθουσα και το 2020, που όμως ακυρώθηκε λόγω πανδημίας. Αντ’ αυτού η Sony Classical κυκλοφόρησε τις δύο Συμφωνίες σε δύο ξεχωριστά CD τον Ιούνιο του 2020 και τον Απρίλιο του 2021 αντίστοιχα.
Η ιδέα είναι ότι κάθε μία από τις εννιά συμφωνίες είναι ένα ξεχωριστό έργο που θα κυκλοφορεί σε ξεχωριστεί έκδοση. Τώρα, και ενώ όλη η υφήλιος τους παρακολούθησε το καλοκαίρι να ερμηνεύουν την Εβδόμη σε απ’ ευθείας μετάδοση από τους Δελφούς, ήρθε η ώρα της Ενάτης για μια σειρά συναυλιών που ξεκινούν από το Megaron Athens Concert Hall, αλλά και για την ηχογράφησή της.
Τις επόμενες μέρες, λοιπόν, στην Αθήνα θα συντελεστεί ένα μέγα καλλιτεχνικό γεγονός που δεν συνειδητοποιούμε. Η Αίθουσα Λαμπράκη θα μετατραπεί σε στούντιο και εκεί ο Θεόδωρος Κουρεντζής με την ορχήστρα του θα ηχογραφήσουν ένα έργο-τεκμήριο του ανθρώπινου πολιτισμού. Μία από τις συγκλονιστικότερες μουσικές δημιουργίες θα ηχογραφηθεί στην Αθήνα από έναν, ας τον πούμε έτσι, χαρισματικό μαέστρο, συνθέτη, ποιητή, καλλιτέχνη, άνθρωπο.
Διαλέγει την πόλη μας για να μας κάνει ένα δώρο και να τιμήσει την πρώτη του πατρίδα, στην οποία πάντα επιστρέφει; Παρότι, νομίζω, δικαιούμαστε να το νιώσουμε έτσι, είναι και κάτι ακόμα. Η Αίθουσα Λαμπράκη έχει καταπληκτική ακουστική, μία από τις καλύτερες στον κόσμο, κάτι εξαιρετικά σημαντικό για κάποιον που ψάχνει την τελειότητα στον ήχο. Κάπως έτσι το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μπορεί να θεωρηθεί σπίτι του, ο φυσικός του χώρος, του κάνει δώρο μία αίθουσα στην οποία μπορεί να δημιουργήσει τη μουσική όπως την έχει στο μυαλό του και αυτός μας το χαρίζει πίσω γράφοντας μουσική ιστορία.
Τυχεροί όσοι θα είμαστε εκεί ένα από τα δύο βράδια. Για τους υπόλοιπους, σύμφωνα με πληροφορίες που ευχόμαστε να επαληθευθούν ίσως υπάρξει διεθνές streaming. Αλλά για όλους, και για πάντα, θα υπάρξει το τεκμήριο της μεγαλοσύνης της ανθρώπινης δημιουργίας, και δεν εννοούμε μόνο του συνθέτη.
Σε μία μέθεξη μαζί του, ο μαέστρος θα φέρει στο φως live και αποτυπωμένο ψηφιακά το επαναστατικό πνεύμα μιας μουσικής γνώριμης, που θα ζωντανέψει ξανά ορμώμενη από το αρχετυπικό ένστικτο του δημιουργού της. Και εμείς, οι ακροατές της, ίσως ανακαλύψουμε πως «τα πιο γνώριμα πράγματα στη ζωή είναι και αυτά που ξέρουμε λιγότερο».
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος