Μια μεγάλη εξομολόγηση της ερμηνεύτριας στην Athens Voice για τα 60 και πλέον χρόνια διαδρομής της

Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας
Μια συζήτηση με τον καλλιτεχνικό σύμβουλο επικοινωνίας και προγράμματος της ΕΛΣ που είχε την ιδέα, έκανε την έρευνα, έγραψε το σενάριο και συν-σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ για την Μαρία Κάλλας
Το βράδυ της 2ης Δεκεμβρίου του 2023, 100 ακριβώς χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, όσοι τυχεροί βρεθήκαμε στην ειδική προβολή του ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας» στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής ζήσαμε 103 λεπτά βαθιάς συγκίνησης.
Ευχήθηκα τότε «να φτάσει στις κινηματογραφικές αίθουσες, για να γνωρίσει ο κόσμος μια άλλη Μαρίας Κάλλας, πέρα από κουτσομπολιά, λαμπερά ειδύλλια και αστικούς μύθους, ακολουθώντας το νήμα που την οδήγησε μέσα από δύσβατα μονοπάτια στην κορυφή». Πράγματι το «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία» προβάλλεται αυτή την εβδομάδα στους κινηματογράφους από το Cinobo.
Και ήταν η ιδανική στιγμή για μια κουβέντα με τον άνθρωπο που είχε την ιδέα, έκανε την έρευνα και έγραψε το σενάριο του συναρπαστικού αυτού ντοκιμαντέρ. Τον καλλιτεχνικό σύμβουλο επικοινωνίας και προγράμματος της ΕΛΣ, πολύτιμο συνεργάτη αλλά και φίλο, Βασίλη Λούρα.
— Βασίλη, πότε γεννήθηκε μέσα σου η ιδέα για το ντοκιμαντέρ «Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Μαρία Κάλλας;»
«Όταν ξεκινήσαμε να σχεδιάζουμε το έτος Μαρία Κάλλας. Τα τελευταία χρόνια, το αρχείο της Λυρικής, χάρη στη μεγάλη προσπάθεια του Γιώργου Κουμεντάκη, έχει εμπλουτιστεί με πολλές ιδιωτικές συλλογές, οπότε υπήρχε μια βάση πάνω στην οποία θα μπορούσαμε να κινηθούμε. Την ίδια στιγμή, μας προβλημάτιζε και όλο αυτό που βλέπαμε να συμβαίνει γύρω μας, μια μόνιμη παρανόηση και παράφραση της ιστορίας της Μαρίας Κάλλας, με φήμες που αναπαράγονταν χωρίς κανείς να τις διαψεύδει.
»Έτσι, σκέφτηκα να κάνουμε μια ταινία μικρού μήκους –που τελικά εξελίχθηκε σε μεγάλου μήκους– για τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της. Διαβάζοντας τις ξένες βιογραφίες της, διαπίστωνα ότι υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Ενώ η Μαρία Κάλλας στις συνεντεύξεις της μιλούσε συχνά και πάντα θετικά, σχεδόν με τρυφερότητα, για τα πρώτα της βήματα, κανείς δεν έκανε εκτενή αναφορά σ’ αυτά, παρά λίγες μόνο αράδες του τύπου, “ήρθε στην Ελλάδα από την Αμερική πριν από τον πόλεμο, γνώρισε την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο και το 1945 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη”. Σαν να μη συνέβη τίποτα μέσα σε αυτά τα οχτώ χρόνια.
»Εδώ στη Λυρική όμως ξέρουμε τι έκανε, η ιστορία της είναι κομμάτι της ιστορίας του οργανισμού μας, αν και σε πολλά σημεία παρέμενε μέχρι πρόσφατα άγνωστη ή υποβαθμισμένη, ακόμα και για εμάς. Η ιδέα μου ήταν να αφηγηθούμε εμείς αυτή την ιστορία, με όσα στοιχεία διαθέταμε. Ευτυχώς, ο Γιώργος Κουμεντάκης από την πρώτη στιγμή ήταν εξαιρετικά υποστηρικτικός. Έτσι, με τον σκηνοθέτη Μιχάλη Ασθενίδη, συνεργάτη μας πολλά χρόνια στη Λυρική, με τον οποίο δουλεύουμε πολύ καλά μαζί, μπήκαμε στην περιπέτεια αυτή, με “άγνοια κινδύνου” μπορώ να πω τώρα!»
— Είχες στα χέρια σου και δύο σπάνια βιβλία το «Η άγνωστη Κάλλας» του Νίκου Πετσάλη-Διομήδη και το «Μαρία Κάλλας: Η ελληνική σταδιοδρομία της» του Πολύβιου Μαρσάν. Πώς διαχειρίστηκες αυτό το υλικό; Κινήθηκες πάνω σε κάποιον άξονα;
Πράγματι, αυτά τα βιβλία, δύο σπουδαίες δουλειές, αποτέλεσαν βασικές πηγές μας. Από την αρχή της έρευνας είχαμε την τύχη η οικογένεια του Νίκου Πετσάλη-Διομήδη και η σύζυγός του, Λυδία, να μας δώσουν πρόσβαση στο αρχείο του και ειδικά στις κασέτες –τη δεκαετία του ’90 είχε μαγνητοφωνήσει τις συνεντεύξεις του με ανθρώπους που βρέθηκαν κοντά στην Μαρία Κάλλας εκείνα τα χρόνια – τότε ζούσαν ακόμα σχεδόν όλοι.
Αυτό μας βοήθησε να αρχίσουμε να κατανοούμε την ιστορία και να έχουμε συγκεκριμένα ντοκουμέντα. Ο βασικός άξονας, τουλάχιστον στην αρχή, ήταν να μιλήσουμε για την πρώτη της καριέρα στην Αθήνα και τις σπουδές της: ότι ξεκίνησε από το Εθνικό Ωδείο, πολύ γρήγορα πήγε στο Ωδείο Αθηνών, γνώρισε την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο και, αμέσως μετά την ίδρυση της Λυρικής το 1940, προσελήφθη από αυτήν. Αυτά είχαμε ως δεδομένα και προσπαθούσαμε γύρω τους να βρούμε ιστορίες για να τα «χτίσουμε». Προχωρώντας όμως την έρευνα, ανακαλύψαμε πολύ περισσότερα. Η μια πηγή μάς οδηγούσε στην άλλη. Πέσαμε πάνω σε αρχεία παντελώς άγνωστα, τουλάχιστον σ’ εμένα, ενώ πίσω από τις εμφανίσεις της αρχίσαμε να βλέπουμε και τι συνέβαινε στη ζωή της.
— Ο Άρης Χριστοφέλλης και η Σοφία Κομποτιάτη ήταν οι επιστημονικοί σου σύμβουλοι. Ποια ήταν η συμβολή τους στη δημιουργία του ντοκιμαντέρ;
Λειτουργήσαμε σαν ομάδα. Η παρουσία δύο εξαιρετικών μουσικολόγων από τα πρώτα κιόλας στάδια της έρευνας ήταν η ασφάλειά μου. Η Σοφία, που είναι υπεύθυνη δραματολογίας της ΕΛΣ και γνωρίζει το αρχείο μας απέξω κι ανακατωτά, μας βοήθησε να διασταυρώσουμε κάθε πληροφορία που συλλέγαμε από άλλη πηγή και να την τεκμηριώσουμε. Με τον Άρη η συνεργασία μας ήταν ακόμα πιο στενή. Η τεράστια καλλιτεχνική του εμπειρία και η βαθιά γνώση του για την Μαρία Κάλλας μού έδιναν τη σιγουριά ότι κάθε στοιχείο που βρίσκαμε μπορούσαμε να το διπλοτσεκάρουμε για να μη γίνει κάποιο λάθος.
Λάβαμε μαζί όλες τις δύσκολες αποφάσεις και βέβαια ο Άρης μάς έκανε το τεράστιο δώρο να επεξεργαστεί νότα νότα και να αποκαταστήσει το σπάνιο ντοκουμέντο με το οποίο κλείνει το ντοκιμαντέρ: τη χιλιογραμμένη και σχεδόν κατεστραμμένη κασέτα που βρέθηκε στο αρχείο της πιανίστριας Βάσως Δεβετζή, στην οποία ακούγεται η Μαρία Κάλλας να τραγουδά, έναν μήνα πριν από τον θάνατό της, την προσευχή από τη «Δύναμη του πεπρωμένου».
— Τι σας δυσκόλεψε περισσότερο μέχρι να φτάσετε στην ολοκλήρωση της ταινίας;
Ίσως τα νομικά ζητήματα με τα δικαιώματα των αποσπασμάτων στα οποία εμφανίζεται η Μαρία Κάλλας. Φτάνοντας στο μοντάζ, ψάχναμε με τον Μιχάλη να βρούμε λύσεις για να «ντύσουμε» το υλικό της έρευνας, να το ζωντανέψουμε, γιατί, εκτός από τις παλιές συνεντεύξεις κι εκείνες που κάναμε εμείς ή το animation που δημιουργήσαμε ειδικά για την ταινία, στα χέρια μας είχαμε μόνο φωτογραφίες και προγράμματα παραστάσεων.
Φτάσαμε όμως σ’ ένα σημείο όπου έπρεπε να αποφασίσουμε τι θα κρατούσαμε και τι θα αφήναμε, γιατί υλικό όπως οι συνεντεύξεις της στο BBC ή το ρεσιτάλ στο Παρίσι έχει τεράστιο κόστος. Ευτυχώς, με τη συνδρομή του Υπουργείου Πολιτισμού, με τη στήριξη της δωρεάς του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, τη βοήθεια από την οικογένεια Κυριακοπούλου και με τη χορηγία που μας πρόσφερε η ΔΕΗ, τα καταφέραμε.
— Στην έρευνά σου, ποιο εύρημα σε συγκίνησε περισσότερο;
Πολλά. Αυτό που με συγκίνησε πολύ ήταν ένα περιστατικό το οποίο μάθαμε κοιτώντας τα προγράμματα των εμφανίσεών της και τις κριτικές. Το καλοκαίρι του 1943 η Μαρία Κάλλας δίνει ένα προσωπικό ρεσιτάλ στο θέατρο Παρκ στο Πεδίον του Άρεως, με ώρα έναρξης 6 το απόγευμα. Αναγκάζεται όμως να το τελειώσει νωρίτερα, γιατί πρέπει να φύγει για να τραγουδήσει «Τόσκα» στην πλατεία Κλαυθμώνος. Ενώ έχει δηλαδή να ερμηνεύσει έναν απαιτητικότατο οπερατικό ρόλο, τολμά να βάλει, την ίδια μέρα, ένα πολύ δύσκολο ρεσιτάλ, που δεν προλαβαίνει καν να ολοκληρώσει. Και είναι μόλις 20 χρονών! «Ήμασταν νέες, τίποτα περισσότερο», ακούγεται να λέει η φίλη της, μεσόφωνος Άρντα Μαντικιάν. «Γελάγαμε, κλαίγαμε, ζούσαμε την τραγωδία του πολέμου, αλλά ήμασταν νέα κορίτσια».
Η υψίφωνος Μαρίκα Παπαδοπούλου, πάλι, θυμάται γελώντας ότι στην Κατοχή η Μαρία, επειδή δεν είχε χρήματα για να αγοράσει γλυκά που της άρεσαν, τα αντάλλασσε με προσκλήσεις της Λυρικής! Αυτό που θέλω να πω είναι ότι από κάποια τέτοια ψήγματα βλέπεις ένα κορίτσι που προσπαθούσε να ζήσει τη ζωή του, αλλά και τις τρομακτικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε, με τον πόλεμο, την πείνα και με τον τρόπο που της φέρονταν όλοι γύρω της. Εκείνη όμως, σαν να έκλεινε τα αυτιά της σε κάθε κακία, σαν να φορούσε πανοπλία, βάδιζε μόνο μπροστά.
Το μέσα της ήταν τόσο εκρηκτικό, που, οτιδήποτε και να συνέβαινε γύρω της, αυτή συνέχιζε τον δρόμο της απολύτως απερίσπαστη. Έφτασε στην Ελλάδα φτωχή, με ήδη χωρισμένους γονείς και μια μάνα φοβερά καταπιεστική. Ήταν παχουλή, κακοντυμένη, με σπυράκια, τεράστια μυωπία και με κακά ελληνικά που δημιουργούσαν παρεξηγήσεις. Το μόνο που είχε ήταν η φωνή και η θέλησή της. Όμως γρήγορα βρήκε τον τρόπο να προχωρήσει, να εξελιχθεί: «Γραπώθηκε» από τη δασκάλα της, την Ελβίρα ντε Ιντάλγκο.
Στο Ωδείο αποκτούσε μουσικές γνώσεις και στις διαδρομές μεταξύ ωδείου και σπιτιού μάθαινε όλα τα υπόλοιπα. Κάθε βράδυ έφευγαν από την Πειραιώς 35 και μέχρι να φτάσουν στην Πατησίων την τρέλαινε στις ερωτήσεις: «Τι φορούσες;» «Πώς στάθηκες σ’ εκείνη την παράσταση;»… Ολοκληρώνοντας το ντοκιμαντέρ, αυτό που μας έμεινε ήταν η τρομακτική της δύναμη, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, που τη συνόδεψε σε όλη τη ζωή της. Κι αυτό είναι ένα μάθημα για όλους μας.
— Πιστεύεις ότι το ντοκιμαντέρ κατόρθωσε να βάλει και κάποια πράγματα γύρω από τη Μαρία Κάλλας στη θέση τους;
Μέσα από την έρευνα, αυτό που θέλησα περισσότερο απ’ όλα να καταρριφθεί ήταν η φήμη ότι η Μαρία Κάλλας συνεργάστηκε με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, μια φήμη που αναπαράχθηκε με τεράστια ευκολία μετά τον πόλεμο. Αν δεν έχει ζήσει κανείς εκείνη την περίοδο ή δεν την έχει μελετήσει, είναι δύσκολο να καταλάβει τις συνθήκες μέσα στον πόλεμο. Θυμάμαι ότι, φτάνοντας στο αρχείο του μαέστρου Λεωνίδα Ζώρα, βρήκαμε μια επιστολή της γερμανικής διοίκησης, που είχε σταλεί σε όλους τους καλλιτέχνες της Λυρικής με αφορμή μια συναυλία που θα δινόταν για τους άπορους και στην οποία θα συμμετείχαν αναγκαστικά.
Τους προειδοποιούσε λοιπόν ότι «αν προφασιστείτε ασθένεια, να ξέρετε ότι θα έρθει γιατρός να σας επισκεφτεί στο σπίτι». Η Άρντα Μαντικιάν, πάλι, αναφέρει ότι, όταν της ζητήθηκε να τραγουδήσει το «Stabat Mater» για τους Ιταλούς μαζί με τη Μαρία, εκείνη αρχικά αρνήθηκε, όμως ο μαέστρος Γιώργος Λυκούδης της είπε ότι, αν δεν γίνει αυτή η συναυλία, «θα μας κλείσουν όλους μαζί φυλακή».
Ο προσωπικός φίλος της και πρόεδρος των Υποτροφιών Μαρία Κάλλας, Κώστας Πυλαρινός, αναρωτιέται εύλογα: «Μα μόνη της τραγουδούσε η Κάλλας; Όλοι, τραγουδιστές, χορωδοί και μουσικοί ήταν υπάλληλοι ενός κρατικού θεάτρου και στην Κατοχή ήταν υποχρεωμένοι να υπακούσουν». Η φήμη όμως ακολουθεί μόνο την Μαρία Κάλλας, κανέναν άλλο. Χαίρομαι λοιπόν που βρήκαμε όλα τα στοιχεία και την καταρρίψαμε, γιατί είναι άδικο να διαιωνίζονται σκοπίμως τέτοιες φήμες, ιδιαίτερα από συναδέλφους της που τα βίωσαν όλα αυτά.
— Κατά τη γνώμη σου, η εχθρότητα που επέδειξαν κάποιοι καλλιτέχνες απέναντι στην Μαρία Κάλλας οφείλεται και στο γεγονός ότι το ταλέντο της απειλούσε τη δική τους καριέρα;
Απολύτως. Κάτι που συνειδητοποίησα από την έρευνα και που δεν είχα σκεφτεί ποτέ πριν σε αυτό το μέγεθος ήταν η κακοποίηση που δέχτηκε από το περιβάλλον της από τη στιγμή που έφτασε στην Αθήνα. Στις μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις που είχε πάρει ο Νίκος Πετσάλης-Διομήδης από συναδέλφους της ακούγονται τέρατα, κάποιοι μιλούν με τρομερά υποτιμητικό τρόπο για την Μαρία Κάλλας – στο ντοκιμαντέρ χρησιμοποιήσαμε μόνο λίγες λέξεις. Το ταλέντο της όμως δεν μπορούσε να κρυφτεί. Ήδη από τα χρόνια του Εθνικού Ωδείου, στο τέλος του πρώτου έτους η δασκάλα της την έβαλε να τραγουδήσει στα παλιά Ολύμπια «Σαντούτσα» από την «Καβαλερία ρουστικάνα».
Στη συνέχεια, εκτός από την Ντε Ιντάλγκο, ο Κωστής Μπαστιάς, ο άνθρωπος που δημιούργησε τη Λυρική, την άκουσε και είχε τη σπάνια διορατικότητα ώστε να διαβλέψει αυτό που θα γινόταν, γι’ αυτό και τη βοήθησε όσο κανένας. Λογικό ήταν να προκαλέσει φθόνο και αντιζηλίες. Άνθρωποι που βρίσκονταν χρόνια στο επάγγελμα έβλεπαν έναν οδοστρωτήρα να τραγουδά «Τόσκα» στα 19 της χρόνια, να πρωταγωνιστεί σε δύο έργα στο Ηρώδειο το ίδιο καλοκαίρι και όλη η Αθήνα να μιλά γι’ αυτήν!
Τη θεωρούσαν ξένο σώμα κι έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να χαμηλώσουν τις προσδοκίες της, την επιθυμία της να διακριθεί. Εν μέρει το πέτυχαν, αφού από το καλοκαίρι του 1942 που πρωτοτραγούδησε «Τόσκα», ο επόμενος πρωταγωνιστικός της ρόλος ήταν την άνοιξη του 1944! Ίσως λοιπόν ο πιο ουσιαστικός λόγος που τους έκανε να την εχθρεύονται ήταν γιατί διαισθάνονταν το ασύλληπτο μέγεθός της.
— Το ντοκιμαντέρ «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας» προβλήθηκε πέρυσι από τη γαλλική τηλεόραση και παρουσιάστηκε σε διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ, αποσπώντας ενθουσιώδη σχόλια από τον Τύπο. Ταξίδεψες κι εσύ πολύ μαζί του όλη την προηγούμενη χρονιά. Ποια ήταν η αίσθησή σου από τις αντιδράσεις του κοινού;
Η ανταπόκριση του κοινού ήταν θετική και πολύ συγκινητική, όπου κι αν το παρουσιάσαμε. Ελπίζω να γίνει το ίδιο και τώρα που η ταινία μας βγαίνει στους κινηματογράφους. Οι περισσότεροι μας έλεγαν «ευχαριστούμε γι’ αυτά που μάθαμε». Δεν είχαν ιδέα! Από την εξιστόρηση όμως αυτής της περιόδου καταλαβαίνεις ότι κάτι έγινε εδώ, στην Ελλάδα, πριν ακολουθήσει η μεγάλη καριέρα της Κάλλας στο εξωτερικό. Πιστεύω λοιπόν ότι η πρόθεσή μας να μην απευθυνθούμε μόνο στους ειδικούς ή αποκλειστικά στους φίλους της όπερας, αλλά να φτιάξουμε μια ταινία που να αφορά ένα ευρύτερο κοινό δικαιώθηκε.
Ο Βασίλης Λούρας θυμώνει...
«Η Αθήνα της Κάλλας», το ποια δηλαδή είναι τα πραγματικά κτίρια στα οποία υπήρξε και πότε, είναι μια πολύ αγαπημένη μου ιστορία μέσα στο ντοκιμαντέρ. Από την πολυκατοικία της Πατησίων 61, όπου έζησε από το 1940 –και όχι από το 1937, όπως λανθασμένα αναφέρεται– ως το πρώτο κτίριο του Εθνικού Ωδείου, ένα άγνωστο στους περισσότερους νεοκλασικό που υπάρχει και σήμερα στη γωνία Γ΄ Σεπτεμβρίου και Σολωμού και, φυσικά, το Ωδείο Αθηνών της Πειραιώς 35, που σήμερα είναι κέντρο υποδοχής και αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων.
Θυμώνω όμως γιατί όλα αυτά τα τοπόσημα θα έπρεπε, ακόμα και για τουριστικούς λόγους, να αναδειχτούν ως χώροι που έζησε, σπούδασε ή εμφανίστηκε η Μαρία Κάλλας. Για παράδειγμα, στην πλατεία Κλαυθμώνος βρισκόταν το ανοιχτό θέατρο όπου τραγούδησε για πρώτη φορά «Τόσκα», αλλά σήμερα δεν υπάρχει ούτε καν μια πλακέτα που να μας το θυμίζει! Δυστυχώς, για μία ακόμα φορά επιβεβαιώνεται ότι η ελληνική Πολιτεία δεν τιμά το παρελθόν της.
Θύμωσα με το «Maria». Μπορεί το art direction, τα σκηνικά και τα κοστούμια να ήταν συγκλονιστικά, όμως, ενώ θεωρητικά είναι μια ταινία biopic, στο σενάριο «χώθηκαν» στοιχεία μυθοπλασίας, χωρίς να διευκρινίζεται τι είναι βιογραφία και τι μυθοπλασία. Αυτό σημαίνει ότι τα εκατομμύρια θεατών που είδαν ή θα δουν την ταινία, κυρίως λόγω της Αντζελίνα Τζολί –είναι ένα έργο μαζικής κουλτούρας–, θα θεωρήσουν ντε φάκτο ότι η Κάλλας εκδιδόταν στους Γερμανούς... Ε, όχι, αυτό είναι προσβολή στη μνήμη της! Το άδικο με την Μαρία Κάλλας είναι ότι, όπως και όταν ζούσε, έτσι και μετά τον θάνατό της, δεν έχει κανέναν να την προστατέψει.
→ Το ντοκιμαντέρ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής σε συμπαραγωγή με την Escape «Μαίρη, Μαριάννα, Μαρία: Τα άγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας» προβάλλεται αυτή την εβδομάδα στους κινηματογράφους, από το Cinobo.

Δειτε περισσοτερα
Η ελληνικής καταγωγής εικαστικός μιλάει για τη νέα ατομική της έκθεση με τίτλο «I’ll be your mirror» στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Συναντήσαμε τον σεφ της Γαλλικής Πρεσβείας και τον γνωστό Chef Pâtissier, λίγο πριν την εβδομάδα γαλλικής γαστρονομίας Merci Chef!
Ο θεωρητικός φυσικός, κοσμολόγος, συγγραφέας και Διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Θεωρητικής Κοσμολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ έφυγε από τη ζωή στις 14 Μαρτίου 2018
Ο Μάρκος Βαμβακάρης είπε ότι όποιος την περνούσε θα πρέπει να ήταν πολύ μάγκας. Αυτή είναι η ιστορία της γέφυρας και των ανθρώπων που την πέρασαν.
Το άγριο κορίτσι της soul και η θεότητα του rock 'n' roll που σάρωσε τις σκηνές και τη μόδα