Μαρία Κάλλας
Μαρία Κάλλας, Δεκέμβριος 1958 © Getty Images
Κινηματογραφος

Μαρία Κάλλας, 1923-1977: Κανιβαλίζοντας τη ζωή ενός θρύλου

Πείνα και εκπόρνευση; Μητέρα - προαγωγός; Άγνωστοι σύζυγοι και εραστές; Ναρκωτικά και παιχνίδια εξουσίας;
62222-137653.jpg
A.V. Team
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD
  • UPD
  • 62222-137653.jpg
    A.V. Team
  • 11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η νέα ταινία για τη Μαρία Κάλλας είναι μια οδυνηρή αφήγηση που λίγοι θα αντέξουν

Οι τελευταίες στιγμές ενός θρύλου της όπερας και της Ελλάδας –ο λόγος για τη Μαρία Κάλλας- όπως περιγράφονται στην ταινία των Πάμπλο Λαρέν και Στίβεν Νάιτ- ήταν φυσικό και επόμενο να πυροδοτήσο απορίες για τη γέννηση, για την απαρχή, για όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που για δεκαετίες κρύβονταν σε κλειδωμένα συρτάρια και μανταλωμένα στόματα.

Ο μύθος λέει ότι η Μαρία Κάλλας έχασε τη φωνή της και πέθανε από αυτό που σήμερα αποκαλούμε «σύνδρομο ραγισμένης καρδιάς». Όμως, η αλήθεια είναι ότι αυτή η εξωπραγματικών δυνατοτήτων φωνή ήταν ήδη καταπονημένη από καιρό και αφού η Κάλλας είχε ερμηνεύσει ολόκληρο το ρεπερτόριο του μπελκάντο σε πολύ μικρή ηλικία και σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα – ένας πραγματικός άθλος για τις φωνητικές της χορδές.

Η φήμη της Μαρία Κάλλας άρχισε να καλπάζει το 1949, όταν οι ελιγμοί της ανάμεσα σε έργα όπως το Die Walküre και I Puritani στη Βενετία, την έχρισαν ως το φωνητικό ισοδύναμο ενός τυχοδιώκτη που σκαρφαλώνει το ψηλότερο βουνό, καταδύεται στα βάθη του ωκεανού και επιζεί για να διηγηθεί τη συναρπαστική διαδρομή. Θα ακολουθήσει μια δεκαετία θριάμβων και η μουσική της ιδιοφυΐα παραμένει αξεπέραστη. Όμως τη δεκαετία του '60 οι κριτικοί και το κοινό αρχίζουν απλώς να μην της συγχωρούν τα προβλήματα με τη φωνή της, να την κατηγορούν για κατάχρηση του πολύτιμου χαρισματός της.

Οι τελευταίες όπερες που ανέβασε ήταν η Νόρμα στο Παρίσι και η Τόσκα στο Λονδίνο, το 1965, και πριν από τις δύο έκανε ένεση με κοραμίνη, ένα φάρμακο που χορηγείται στους ορειβάτες για να αυξήσουν την αντοχή τους. Πριν από αυτό είχε εμφανιστεί σε όπερες και συναυλίες σε όλο τον κόσμο και οι ακυρωμένες εμφανίσεις της συνέβαλαν στη φήμη ότι ήταν δύσκολος άνθρωπος, απαιτητικός – πρώτα με τις δικές της φυσικές αντοχές και μετά με τα νεύρα του κόσμου γύρω της και των συνεργατών της.

Όμως, έτσι κι αλλιώς τα πάντα γύρω από την Μαρία Κάλλας ήταν ή του ουρανού ή του χαμού.

Η Μαρία Κάλλας, οι αστρολόγοι και οι απαιτητικοί γονείς

«Από τη φύση μου θεωρώ ότι δεν αξίζω πολλά», είχε πει κάποτε και αυτή ήταν μια πεποίθηση που της εμφυτεύτηκε από τότε που γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1923 από Έλληνες γονείς στη Νέα Υόρκη. Ήταν ένα παιδί – υποκατάστατο που στόχος της σύλληψής του ήταν το να απαλύνει τη θλίψη τους μετά την απώλεια του μοναδικού τους γιου, Βασίλη, το 1922. Οι αστρολόγοι και το Phatoe (ο ελληνικός πίνακας Ouija) υποσχέθηκαν ότι το μωρό που έμελλε να γίνει η Κάλλας θα ήταν η μετενσάρκωση του Βασιλείου. Ο Γιώργος και η Λίτσα Καλογεροπούλου απογοητεύτηκαν τόσο πολύ όταν γεννήθηκε που ξέχασαν την ημέρα της γέννησής της και κανείς δεν επανήλθε σε αυτό το ζήτημα για μέρες. Δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν σε ένα όνομα γι’ αυτό το παιδί και τελικά το μωρό βαφτίστηκε Σοφία Κεκιλία Μαρία Άννα. Τη φώναζαν Μαρία και Μαριάννα σε ολη τη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας και όταν αυτό το κορίτσι έγινε 13 ετών, οι γονείς της είχαν ήδη χωρίσει και εκείνη, η μητέρα της και η αδελφή της μετακόμισαν στην Αθήνα.

Στην αρχή κατέφυγαν σε ένα μικρό διαμέρισμα χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και έπιπλα. «Δεν σε έφερα σε αυτόν τον κόσμο για το τίποτα. Εγώ σας γέννησα, οπότε πρέπει να με συντηρείτε», είχε πει η Λίτσα στις κόρες της. Η Μαρία Κάλλας γράφτηκε στο Εθνικό Ωδείο και αργότερα θα σπούδαζε με την Ισπανίδα σοπράνο Ελβίρα Ντε Ιντάλγκο στο Ωδείο Αθηνών. Η Τζάκι σχετίστηκε με τον Μίλτο Εμπειρίκο, έναν μεγαλοεφοπλιστή που πλήρωσε το νέο τους διαμέρισμα και αγόρασε ένα πιάνο για τη Μαρία. Αυτά τα καθοριστικά χρόνια για τα δύο κορίτσια και τη μητέρα τους συνέπεσαν με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τις εισβολές των Ιταλών και Γερμανών στρατιωτών, στους οποίους η Λίτσα εκπορνεύτηκε και προσπάθησε να ανταλλάξει με ένα σοβαρό τίμημα την παρθενιά της Μαρίας. Τελικά, η λύση βρέθηκε στο να τραγουδά η Μαρία Κάλλας για τους εχθρούς έναντι κάποιας αμοιβής.

Όμως, μια απόπειρα βιασμού από έναν καθηγητή της στο Ωδείο ανάγκασε την Κάλλας να το εγκαταλείχει για λίγο. «Κρίμα που δεν τα κατάφερε, τότε θα τον είχαμε αναγκάσει να σε παντρευτεί και αυτό θα είχε τελειώσει», της είχε πει η μητέρα της και μέχρι το 1950 κάθε δεσμός μεταξύ τους είχε διακοπεί.

Μετά τον πόλεμο, η Μαρία Κάλλας επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και έζησε στο Times Square Hotel, στις παρυφές του Hell's Kitchen. Είχε τρεις δουλειές, ως μπέιμπι σίτερ, σερβιτόρα και βοηθός ενός συνταξιούχου τραγουδιστή όπερας. Μια οντισιόν για τη Μητροπολιτική Όπερα απέτυχε και άρχισε σχέση με τον Έντι Μπαγκαρόζι, έναν μικροκακοποιό και σύζυγο της τραγουδίστριας της όπερας Λουίζα Καζελότι, ο οποίος της έκανε μαθήματα τραγουδιού. Ο Μπαγκαρόζι την έπεισε να υπογράψει συμβόλαιο, αναφέροντας τον ίδιο ως μάνατζέρ της. Αργότερα της έκανε μήνυση για χαμένη προμήθεια και απείλησε να πουλήσει τα ερωτικά της γράμματα στον Τύπο.

Μαρία Κάλλας και Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγκίνι, μια σχέση συμφέροντος

Φαίνεται, όμως, πώς ήταν της μοίρας, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Βερόνας, Τζοβάνι Τζενατέλο να βρίσκεται στη Νέα Υόρκη και να περάσει από ακρόαση τη σοπράνο νμLa Gioconda. Η Μαρία Κάλλας τραγούδησε γι' αυτόν και της προσφέρθηκε συμβόλαιο 60 δολαρίων ανά παράσταση. Ταξίδεψε στην Ιταλία με ένα σοβιετικό πλοίο που σερβίριζε μόνο πατάτες και βούτυρο και έφτασε στη Βερόνα με μια χάρτινη βαλίτσα και χωρίς παλτό. Είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, η Κάλλας, ηλικίας τότε 23 ετών, πήγε για δείπνο και γνώρισε τον Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, έναν 52χρονο κατασκευαστή τούβλων και φανατικό της όπερας. Του πέρασε το πιάτο της και μιλώντας ιταλικά (που έμαθε από τους φασίστες στην Αθήνα) του είπε: «Κύριε, αν δεν σας πειράζει θα ήθελα να σας προσφέρω την κοτολέτα μου». Μέσα σε λίγες μέρες είχε μετακομίσει στο διαμέρισμά του και εκείνος έγινε ο μάνατζέρ της.

Δεν υπήρχαν αισθήματα αγάπης εκ μέρους του Μενεγκίνι και ο ίδιος θυμάται με κάπως βιτριολικό τρόπο τη Μαρία εκείνης της εποχής: «Όταν την πρωτογνώρισα, ήταν χοντρή, αδέξια, ντυμένη σαν σκύλος. Μια πραγματική τσιγγάνα. Δεν είχε ούτε ένα σεντ και δεν είχε την παραμικρή προοπτική να κάνει καριέρα». Η Μαρία Κάλλας ήθελε να τον παντρευτεί και να κάνουν ένα παιδί. Εκείνος ανησυχούσε για την οικονομική της ευμάρεια για το υπόλοιπο της ζωής του. Πριν φύγει για το Μπουένος Άιρες του είχε δώσει τελεσίγραφο: «Αν δεν με παντρευτείς, δεν θα ξανατραγουδήσω». Αργότερα το ίδιο απόγευμα, στις 21 Απριλίου 1949, παντρεύτηκαν σε κάτι που έμοιαζε με αποθήκη στην Chiesa dei Padri Filippini, περιτριγυρισμένοι από σπασμένα στασίδια και θρησκευτικές εικόνες.

Όσο η φήμη της Κάλλας μεγάλωνε, τόσο μεγάλωνε και η δυστυχία στον γάμο της και μέχρι το 1951 αυτή και ο Μενεγκίνι ζούσαν... πλατωνικά. Δύο χρόνια αργότερα η Κάλλας ξεκίνησε μια επικίνδυνη αγωγή με ενέσεις ιωδίου, έχασε σχεδόν επτά κιλά, έκανε πλαστική χειρουργική επέμβαση για να σφίξει τα μπράτσα της και προχώρησε σε πλήρη αναμόρφωση της οδοντοστοιχίας της.

Λίγα χρόνια αργότερα, η Μαρία Κάλλας ήταν είδωλο της μόδας, μία από τις ντίβες του στιλ όλων των εποχών. Αν και ο Μενεγκίνι την είχε αποκαλέσει «ένα είδος αδέξιας φάλαινας», μισούσε τις αδύνατες γυναίκες και αναζητούσε παρηγοριά στις υπέρβαρες πόρνες. Για οκτώ χρόνια η Μαρία Κάλλας ήταν η κυρίαρχη βασίλισσα της Σκάλας και ήταν πολύ απασχολημένη για να συνειδητοποιήσει ότι ο Μενεγκίνι σπαταλούσε τα χρήματά της σε σημεία που ούτε να προφέρει δεν θα τολμούσε.

Το 1959, όταν ανακάλυψε τι ακριβώς ήταν ο Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι ήταν πια πολύ αργά.

Τα σκάνδαλα και η επιβαρυμένη υγεία της αποσπούσαν την προσοχή της από την τέχνη της- ζήτησε βοήθεια από τους γιατρούς, αλλά εκείνοι την απέρριψαν ως τρελή. Υπήρξε μια δημόσια αντιπαλότητα με τη σοπράνο Ρενάτα Τεμπάλντι, αποχωρήσεις στη Ρώμη, ακυρωμένες παραστάσεις στο Εδιμβούργο και το Σαν Φρανσίσκο, μια ατιμωτική απόλυση από τη Metropolitan και μια καταστροφική λήξη του συμβολαίου της με τη Σκάλα.

Το οδυνηρό όμως ήταν το ότι η Μαρία Κάλλας δεν ήταν πια η μυθική πριμαντόνα, αλλά μία αμφιλεγόμενη φιγούρα σε αποδρομή. Και τότε, στο πιο ολισθηρό σημείο της καριέρας της, συναντά τον Αριστοτέλη Ωνάση: τον Αύγουστο του 1959 αποδέχεται πρόσκληση για μια κρουαζιέρα με το γιοτ του, τη «Χριστίνα». Από τότε που τη συνάντησε στη Βενετία δύο χρόνια νωρίτερα, ο Ωνάσης παρακολουθούσε την καριέρα της και της έστελνε λουλούδια, υπογεγραμμένα από τον «Άλλο Έλληνα». Μετά το ανέβασμα της Μήδειας στο Λονδίνο, της διοργάνωσε ένα πάρτι στο Dorchester και της χάρισε ένα παλτό τσιντσιλά. «Ήταν ένας άντρας που δεν ήταν πια νέος, αλλά εξακολουθούσε να είναι αρπακτικό, εξακολουθούσε να είναι σέξι, εξακολουθούσε να παρακολουθεί», είχε πει για εκείνον.

Όχι πια μια ντίβα, αλλά ένα ράκος

Ο Αριστοτέλης Ωνάση ήταν 53 ετών και εκείνη 35. Και οι δύο ήταν παντρεμένοι με άλλους ανθρώπους. Μιλούσαν στα ελληνικά για να μην καταλαβαίνουν οι άλλοι, και εκείνος της είπε για την ανατροφή του στη Σμύρνη της Τουρκίας και το πώς έφτιαξε την περιουσία του στο Μπουένος Άιρες, ιδρύοντας μια ναυτιλιακή εταιρεία που χρησιμοποιούσε για τη διακίνηση ηρωίνης μεταμφιεσμένη μέσα σε κιβώτια καπνού. Πριν από το τέλος της κρουαζιέρας έγιναν εραστές και της χάρισε ένα χρυσό βραχιόλι, το σήμα – κατατεθέν όλων των ερωμένων του.

Η Κάλλας υπέβαλε αίτηση διαζυγίου από τον Μενεγκίνι -το διαζύγιο ήταν παράνομο στην Ιταλία- και εκείνος έκανε τα πάντα για να συλληφθεί η σοπράνο για μοιχεία. Αρκετούς μήνες αργότερα, συνειδητοποιεί ότι είναι έγκυος από τον Αριστοτέλη Ωνάση, εκείνος όμως αρνείται οποιαδήποτε κουβέντα και της ζητά να προχωρήσει σε έκτρωση. Καθώς ο Μενεγκίνι εξακολουθούσε να είναι ο σύζυγός της, είχε δικαιώματα στο παιδί της. Η Μαρία Κάλλας προσπάθησε να πάρει διαζύγιο στην Αμερική και ζήτησε από τον Μενεγκίνι να υπογράψει τα χαρτιά, αλλά εκείνος απαίτησε το 50% των δικαιωμάτων της από τις ηχογραφήσεις. Δεδομένης της κακής διαχείρισης των χρημάτων της από τον ίδιο, δεν μπορούσε να αντέξει (και) αυτόν τον εκβιασμό. Θα χάσει το παιδί στις αρχές του 1960, θα χάσει και ακόμα ένα παιδί το 1963.

Παρόλο που η Κάλλας συνέχισε να τραγουδά, η τέχνη της υπέφερε από τη νομαδική ζωή της με τον Αριστοτέλη Ωνάση, που ταξίδευε ακατάπαυστα ανάμεσα σε Μόντε Κάρλο και Παρίσι και από εκεί στον Σκορπιό και πάλι κάπου στον κόσμο, χωρίς σταματημό. Εκείνος εξακολουθούσε να τριγυρίζει διάσημες γυναίκες, αλλά και να παρουσιάζει την Μαρία Κάλλας σαν το πιο πολύτιμο τρόπαιο στη συλλογή με τις ερωμένες του.

Μπροστά σε φίλους της αστειευόταν ότι ο Ωνάσης έπρεπε να την παντρευτεί. «Μαρία, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Αυτή είναι μια συμφωνία που τηρείς, όσο θέλεις», της είχε απαντήσει.

Γιατί δεν ήταν μόνο η Κάλλας ή η παράλληλη σχέση με την Κάλλας. Ο Έλληνας μεγιστάνας είχε σχέση με την πριγκίπισσα Λι Ραντζιβίλ, τη μικρότερη αδελφή της Τζάκι Κένεντι. Όταν η Μαρία Κάλλας ανακάλυψε ότι ήταν επίσης πελάτης της Madame Claude, της φημισμένης ιδιοκτήτριας του οίκου ανοχής στα Ηλύσια Πεδία, απασχολούσε 500 ιερόδουλες. Και εκείνη τουλάχιστον γνώριζε τι εννοούσε ο Αριστοτέλης Ωνάσης όταν έλεγε ότι «το καλύτερο κορίτσι είναι ένα κορίτσι που δεν χρειάζεται να ξαναδείς ποτέ»...

Βαθιά δυστυχισμένη, η Κάλλας θα προσπαθήσει να βάλει βάλει τέλος στη ζωή της. Θα ήταν η πρώτη από πολλές απόπειρες αυτοκτονίας. «Στις όπερες», έλεγε, «έχω υποδυθεί ηρωίδες που πεθαίνουν για την αγάπη και αυτό είναι κάτι που μπορώ να καταλάβω». Παρακολουθούσε από το περιθώριο τον Αριστοτέλη Ωνάση να παίρνει τη Λι και τη Τζάκι σε μια κρουαζιέρα, να τους διασκεδάζει με ιστορίες από τη Σμύρνη, και να κοιτάζει τις φωτογραφίες τους στις εφημερίδες. «Τέσσερα χρόνια πριν, εγώ ήμουν αυτή που βρισκόταν στο πλευρό του, παρασυρμένη από την ιστορία της ζωής του. Είμαι σίγουρη ότι τα περισσότερα από αυτά τα βγάζει από το μυαλό του. Οι αναμνήσεις απαιτούν πολύ μεγάλη προσπάθεια». Επέστρεψε στην Μαρία Κάλλας και πέταξαν για το Πορτ-ο-Πρενς, όπου την διέταξε να τραγουδήσει για τον Papa Doc (Φρανσουά Ντουβαλιέ), τον πρόεδρο της Αϊτής που έλεγχε τους πολίτες του μέσω του φόβου, των δολοφονιών και της μαύρης μαγείας.

Το φαρμάκι του Τύπου και οι νύχτες με τον Αριστοτέλη Ωνάση

Στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού, η Μαρία Κάλλας κατέρρευσε όταν έπεσε η αυλαία της Νόρμα στο Παρίσι και μεταφέρθηκε στο καμαρίνι της. «Ξέρω ότι σας απογοήτευσα. Λυπάμαι πολύ», είπε στους θαυμαστές της. «Υπόσχομαι σε όλους σας ότι μια μέρα θα επιστρέψω για να κερδίσω τη συγχώρεσή σας και να δικαιώσω την αγάπη σας».

Είναι η εποχή που ο Τύπος αποφασίζει να παίξει μαζί της το πιο κακό παιχνίδι. Οι εφημερίδες γράφουν ότι δολοφονήθηκε από έναν εξαγριωμένο θαυμαστή της. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι για περίπου τρεις εβδομάδες εκείνη και ο Ωνάσης έκαναν κρουαζιέρα στη Μεσόγειο, μόνο που εκείνος, όπως και το άλλοτε αφοσιωμένο κοινό της έχουν κουραστεί από την απόγνωσή της, από την απελπισία της Ντίβας που χάνει το χάρισμά της. «Εσύ στο ψηλό σου άλογο... Τι είσαι; Τίποτα!» της φώναξε. «Απλά έχεις μια σφυρίχτρα στο λαιμό σου που δεν λειτουργεί πια» της είχε πετάξει χολωμένος σε έναν από τους πολλούς πλέον καβγάδες τους.

Η Μαρία Κάλλας ένιωθε άχρηστη και η αυτοπεποίθησή της καταστράφηκε από τις προσβολές του Αριστοτέλη Ωνάση. Έπινε πολύ και έπαιρνε Nembutal, ένα βαρβιτουρικό που μπορούσε να προκαλέσει αναπνευστική ανεπάρκεια αν λαμβανόταν σε μεγάλες ποσότητες. Ο καθένας τους αυτοκαταστρεφόταν, εκείνος ανοιχτά και εκείνη πίσω από κλειστές πόρτες, και μαζί δημιούργησαν μια συν-εξάρτηση που κανείς τους δεν μπορούσε να σπάσει. Εκείνη φοβόταν ότι εκείνος θα έπαιρνε υπερβολική δόση ή θα πάθαινε καρδιακή προσβολή. Όσο περισσότερο ανησυχούσε, τόσο περισσότερο ο Ωνάσης απολάμβανε να την κοροϊδεύει, να παίζει με την ψυχή της και την ανάγκη της να τον αγαπά.

Έκανε επίσης ενέσεις με ζωντανά κύτταρα προβάτου -που του πωλούνταν ως ισχυρό αφροδισιακό- ενώ παράλληλα έκανε χρήση αμφεταμινών, στεροειδών και τεστοστερόνης, που τον έκαναν απρόβλεπτο και σωματικά βίαιο. «Όλοι οι Έλληνες άνδρες χτυπάνε τις γυναίκες τους. Αυτός που ξέρει να αγαπάει, ξέρει και να δέρνει καλά», έλεγε, καμαρώνοντας για τις εγκληματικές ανοησίες που ξεστόμιζε (και πολλή από αυτή την κουλτούρα κάνουμε αγώνα για να ξεπεράσουμε πλέον – μιλούν για όλα αυτά τα ποσοστά έμφυλης βίας και ο αριθμός των γυναικοκτονιών στη χώρα μας).

Το καλοκαίρι του 1968 η Κάλλας έμαθε για τη σχέση του Αριστοτέλη Ωνάση με τη χήρα Ζακλίν Κένεντι. Οι φωτογραφίες τους εμφανίστηκαν στον Τύπο και η Μαρία Κάλλας κατάλαβε τη σημασία της δημοσιότητας. «Με μια γυναίκα σαν την Τζάκι και έναν άντρα σαν εσένα, το να ξεκινήσεις κάτι είναι εύκολο, Αρίστο. Αλλά πώς μπορείς να το σταματήσεις;», τον είχε ρωτήσει. Χρειάστηκε άλλη μία προσβολή για να τα μαζέψει και να φύγει από τη ζευγαρίσια ζωή τους, τουλάχιστον.

Νύχτα με τη νύχτα ο Ωνάσης καθόταν στην πρύμνη του γιοτ του, έπινε πολύ και έπαιζε τους δίσκους της Μαρία Κάλλας, με τη φωνή της να παρασύρεται στα σκοτεινά νερά του Ιονίου. Ακούγοντας τις κραυγές της Νόρμας, της Μήδειας και της Τόσκα, ο Ωνάσης έπαθε έναν τρομερό κλονισμό: έσπασε μεσοπέλαγα τους δίσκους της και τους πέταξε στη θάλασσα.

Τα επόμενα χρόνια η Κάλλας προσπάθησε να ξαναχτίσει τη ζωή της στη σκιά του Αριστοτέλη Ωνάση. Άλλαξε την τακτική του και μετατράπηκε σε θύμα: μίλησε για το πόσο δυστυχισμένο τον έκανε η νέα του σύζυγος, η Ζακλίν και εισέπραξε τη συμπάθεια της Μαρία Κάλλας αντί για την περιφρόνησή της. Η δυναμική τους άλλαξε και εκείνη πίστεψε ότι είχε το πάνω χέρι και μπορούσε να πετύχει εκεί που είχε αποτύχει η σύζυγός του.

Μπροστά σε κόσμο, φίλους και συνεργάτες την αποκαλούσε «παθιασμένη», πλην, «πλατωνική φίλη». Στους άλλους την αποκαλούσε «παθιασμένη φιλία», αλλά υποστήριζε ότι ήταν πλατωνική.

«Ας έχει τις δύο πόρνες του», απαντούσε η Κάλλας για τη Λι και την Τζάκι. Προσπαθούσε να δώσει το φιλί της ζωής στην καριέρα της πρωταγωνιστώντας στη «Μήδεια» του Πιέρ Πάολο Παζολίνι, μια πραγματική αποτυχία που «έθαψαν» οι κριτικές και καταράστηκαν οι παραγωγοί, καθώς τους έβαλε άγρια μέσα. Μικρή παρηγοριά τα masterclasses στο κολέγιο παραστατικών τεχνών Juilliard της Νέας Υόρκης. Το 1973-74 ξεκίνησε μια παγκόσμια περιοδεία με τον Τζουζέπε Ντι Στέφανο, συνάδελφό της από τη δεκαετία του '50, με τον οποίο άρχισε σχέση. Ο δεσμός αυτός έληξε άσχημα: Ο Ντι Στέφανο ήταν παντρεμένος και η κόρη του πέθαινε από καρκίνο, αλλά η Μαρία Κάλλας εννοούσε να χωρίσει για να είναι μαζί.

Μετά το θάνατο του Αριστοτέλη Ωνάση το 1975, η Μαρία Κάλλας αποσύρθηκε σταδιακά από τη δημόσια ζωή και έγινε φίλη με μια Ελληνίδα πιανίστρια, τη Βάσω Δεβετζή, η οποία, μαζί με την αδελφή της –με την οποία τώρα είχαν έρθει και πάλι κοντά- την προμήθευαν με Mandrax από έναν Αθηναίο φαρμακοποιό (το ναρκωτικό ήταν παράνομο στο Παρίσι). Εξαιρετικά εθιστικό, δρούσε ως ισχυρό ηρεμιστικό, αλλά η μακροχρόνια χρήση έκανε τον οργανισμό της Κάλλας, κουρέλι. Το ανοσοποιητικό της πλέον ήταν εξασθενημένο και το μόνιμο παράπονό της ήταν ότι δεν κατάφερνε να κοιμηθεί.

Το ίδιο αυτό φάρμακο θα μπορούσε να είναι θανάσιμο: η ανάμειξη με αλκοόλ το καθιστούσε όπλο εναντίον της ήδη εξουθενωμένης σωματικά και ψυχολογικά πριμαντόνας.

Η αρχή του τέλους της Μαρίας Κάλλας

Ίσως η Κάλλας να το γνώριζε αυτό, γιατί κάποτε είπε στον Ντι Στέφανο ότι κάθε μέρα ήταν ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος. Ένιωθε ότι δεν είχε πλέον κανέναν λόγο για να ζει.

«Έχω χάσει τα πάντα. Η φωνή μου έχει τελειώσει, όπως φαίνεται.Δεν έχω άντρα, δεν έχω παιδί. Δεν είναι αστείο;». Η ίδια είχε επίσης διαγνωστεί με δερματομυοσίτιδα, μια ασθένεια που προκαλεί μυϊκή αδυναμία, αλλά σταμάτησε τη θεραπεία επειδή τα φάρμακα την έκαναν να παίρνει βάρος. «Εσείς οι γυναίκες είστε όλες τρελές», της είπε ένας γιατρός όταν της μίλησε για τα συμπτώματά της δύο δεκαετίες πριν.

Ο τελευταίος χρόνος της ζωής της Μαρία Κάλλας ήταν μια βασανιστική, μοναχική ρουτίνα ενδοσκόπησης και θλίψης. Τις ώρες της τις περνούσε παρακολουθώντας τηλεόραση- τώρα πια και το μυωπικό της βλέμμα δεν της επέτρεπε να βλέπει πολλά πέρα από τις ζωές των άλλων ανθρώπων. Η αρτηριακή της πίεση έπεφτε και το Mandrax που τη βοηθούσε επιτέλους να κοιμάται, υπέγραφε αργά αλλά σταθερά το τέλος της.

Πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, σε ηλικία 53 ετών.

Τι απ’ όλα τα παραπάνω θα υπάρχει στην ταινία όπου την Κάλλας υποδύεται μία ηθοποιός, η ομορφιά της οποίας κρίθηκε ακατάλληλη για την ενσάρκωση αυτού του χαρακτήρα; Δεδομένης της ζωής της Κάλλας, αρκετά, ώστε να «αφηγηθεί» μία οδυνηρή ανθρώπινη ιστορία. Κι αυτό είναι κάτι που η Μαρία Κάλλας το είχε ζητήσει από τους μελλοντικούς της βιογράφους. «Βάλτε μια ανθρώπινη νότα στην ιστορία σας για εμένα, παρακαλώ κάντε το. Γιατί, κατά καιρούς, είμαι μάλλον ανθρώπινη»...

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα