Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
Koyaanisqatsi: 40 χρόνια μετά, η ζωή παραμένει εκτός ισορροπίας
Koyaanisqatsi: Η ιστορία της θρυλικής ταινίας του Γκόντρφι Ρέτζιο και η προβολή της στο Ηρώδειο 40 χρόνια μετά
Σε κάποιο φαράγγι, μέσα σε κάποια σπηλιά βλέπουμε βραχογραφίες που απεικονίζουν ψηλές φιγούρες δίπλα σε μία ακόμα ψηλότερη και μάλιστα εστεμμένη. Αμέσως μετά, παρακολουθούμε, σε αργή κίνηση, την εκτόξευση του Saturn V, στην επανδρωμένη αποστολή του Apollo 11. Και, μόλις ο πύραυλος απογειωθεί, τα μάτια μας χάνονται σε ερημικές περιοχές, ατελείωτες οροσειρές, ηφαιστειογενή εδάφη, αμμώδεις εκτάσεις…
Ανεβαίνουμε ψηλά, πάνω από τα σύννεφα και λίγο αργότερα κάνουμε κατακόρυφη πτώση σε γαλάζιες θάλασσες, ακολουθούμε το νερό και φτάνουμε σε ορμητικούς καταρράκτες.
Για είκοσι λεπτά, περίπου, φυσικές εικόνες προβάλλονται στην οθόνη και το ανθρώπινο στοιχείο είναι απόν. Ξαφνικά, όμως, εμφανίζεται μία μπουλντόζα, φρενάρει απότομα σηκώνοντας μαύρη σκόνη και πλέον θυμόμαστε ότι ο κυρίαρχος του πλανήτη μας είναι ο άνθρωπος. Η ταινία έχει ξεκινήσει. Γιατί όλο αυτό ήταν το πρώτο μέρος της πιο ιδιαίτερης ταινίας που προβλήθηκε το 1983. Και, από το Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου, της πιο ιδιαίτερης που έχει προβληθεί ποτέ στο Ηρώδειο!
Όσοι βρεθούν στο αρχαίο θέατρο εκείνη την ημέρα θα έχουν την τύχη να παρακολουθήσουν την προβολή της ταινίας «Koyaanisqatsi» τέσσερις δεκαετίες μετά την αρχική έξοδό της στις κινηματογραφικές αίθουσες και μάλιστα με το οκταμελές Philip Glass Ensemble επί σκηνής, να παίζει ζωντανά τη μουσική του σπουδαίου Αμερικανού συνθέτη.
Γιατί όμως μία ταινία τόσων ετών παραμένει θρυλική και γιατί αυτή η περίεργη λέξη του τίτλου σημαίνει τόσα πολλά για εκείνους που έτυχε τότε, ή στην πορεία, να δουν αυτά τα 86 λεπτά;
Koyaanisqatsi – Η ιστορία
Θα χρειαστεί να γυρίσουμε αρκετά χρόνια πίσω και συγκεκριμένα στο 1972, όταν ο γεννημένος στη Νέα Ορλεάνη, 32χρονος τότε, Γκόντρφι Ρέτζιο, πρώην… μοναχός, ως στέλεχος του τοπικού Εκπαιδευτικού Ινστιτούτου στο New Mexico, γνώρισε τον διευθυντή φωτογραφίας Ρον Φρικ, μόλις 19 ετών τότε και γεμάτο ρηξικέλευθες ιδέες κινηματογράφησης. Οι δυο τους, με τη χρηματοδότηση μίας Μ.Κ.Ο. έτρεξαν για δύο χρόνια μία above the line καμπάνια ενημέρωσης για τη χρήση της τεχνολογίας και της φαρμακευτικής βιομηχανίας πάνω στον έλεγχο της ανθρώπινης συμπεριφοράς και την απειλή αυτών στην ιδιωτική ζωή. Οι διαφημίσεις, που για όλο αυτό το διάστημα εμφανίζονταν στα πελώρια billboards στους δρόμους, ήταν πολύ ιδιαίτερες, με αποτέλεσμα οι οδηγοί να σταματούν στους δρόμους για να τις περιεργαστούν, ενώ τα τηλεοπτικά σποτάκια ήταν τόσο πρωτοποριακά που οι τηλεθεατές έπαιρναν τηλέφωνο στα κανάλι και ρωτούσαν πότε θα ξαναπροβάλονταν για να συντονιστούν!
Όταν η καμπάνια ολοκληρώθηκε, η χρηματοδότηση διεκόπη και οι δύο συνεργάτες έλεγξαν το λογαριασμό του Ιδρύματος: τους είχαν απομείνει μόνον 40.000 δολάρια.
Ο Ρέτζιο αναρωτήθηκε φωναχτά: «Tι μπορούμε να κάνουμε με τόσα λίγα χρήματα;»
O Φρικ του απάντησε: «Aς γυρίσουμε μία ταινία!»
Και, κάπως έτσι, γεννήθηκε το Koyaanisqatsi.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το 1973 με φιλμ 16mm (αντί για το συνηθισμένο 35mm, λόγω κόστους). Ο Ρέτζιο είχε αποφασίσει ότι η ταινία δεν θα είχε διαλόγους (όπως άλλωστε και καμία από όσες γύρισε αργότερα), όχι επειδή ο ίδιος είχε πάρει για 14 χρόνια «όρκο σιωπής» ως μοναχός, ούτε επειδή είχε κάποια αποστροφή στις συμβατικές ταινίες (αν και ήταν ένα έργο του Λουίς Μπουνιουέλ αυτό που τον έκανε να αγαπήσει το σινεμά), αλλά, επειδή, όπως έλεγε ο ίδιος «η γλώσσα μας σήμερα έχει φτάσει σε ένα επίπεδο απόλυτης ταπείνωσης. Πολύ απλά, δεν μπορεί να περιγράψει τον κόσμο στον οποίο ζούμε»! Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτό το πίστευε… μισό αιώνα πριν, αλλά σίγουρα δικαιώνεται, καθώς μία ταινία που γυρίστηκε πριν τόσα χρόνια, στέκεται με αξιώσεις και απέναντι στον θεατή του 21ου αιώνα.
Βέβαια, το Koyaanisqatsi, για να ολοκληρωθεί, είχε πολύ δρόμο μπροστά του ακόμα. Για την ακρίβεια, είχε μπροστά του άλλη μία δεκαετία!
Μόλις εξαντλήθηκε το κεφάλαιο των 40.000 δολαρίων, ο Φρικ, απογοητευμένος, κατέφυγε στο Λος Άντζελες όπου έπιασε δουλειά ως… σερβιτόρος! Εκεί, στον ελεύθερό του χρόνο, έκανε μοντάζ στο υλικό που είχε κινηματογραφήσει και είχε καταλήξει σε ένα φιλμάκι διάρκειας 20 λεπτών που, πιθανότατα, δεν θα έβλεπε ποτέ το φως της ημέρας (ή το σκοτάδι των αιθουσών), αν στο μεταξύ, σαν από θαύμα, το Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο δεν λάμβανε κάποιες νέες χορηγίες και δεν καλούσε τους δύο συνεργάτες να συνεχίσουν τα γυρίσματα, αυτή τη φορά με φιλμ 35mml!
Τα υπόλοιπα είναι όντως ιστορία: O Φρικ εφάρμοσε κάθε γνωστή ή άγνωστη, μέχρι τότε, τεχνική ασυνεχούς εικονοληψίας, έπαιξε με το slow motion και το fast forward, παρ’ ολίγον να λιποθυμήσει σε μία πτήση με ελικόπτερο (δεν υπήρχαν drones, τότε, βλέπετε), χρειάστηκε να επιστρατεύσει αυτοσχέδιες πατέντες προκειμένου να στερεώνει κάμερες σε αεροπλάνα και, χωρίς τους περιορισμούς ενός συμβατικού σεναρίου, ήταν ελεύθερος να στρέφει το φακό του, οπουδήποτε, αρκεί «να ήταν ωραία η εικόνα»!
Και, αναμφισβήτητα, τον έστρεψε σε πολλές ωραίες εικόνες! Σε μία σκηνή, παρακολουθούμε την ατελείωτη κίνηση αυτοκινήτων στους πελώριους αυτοκινητόδρομους του Λος Άντζελες: αμέτρητοι προβολείς από το ένα ρεύμα, μία γιγαντιαία ουρά από κόκκινα φανάρια στο άλλο. Για να εξασφαλιστεί αυτή η εικόνα, τις δώδεκα ώρες της ημέρας κινηματογραφούσαν όλες τις κινήσεις και το βράδυ γύρισαν πίσω το φιλμ και, πάνω σε αυτό, έκαναν το ίδιο χωρίς φυσικό φως. Μετά, κράτησαν αυτή τη διπλή καταγραφή και μόνταραν ένα απόσπασμα χρησιμοποιώντας είκοσι λεπτά πανομοιότυπων πλάνων, νυχτερινά και ημερήσια μαζί. Μπερδευτήκατε; Ίσως στη θεωρία – γιατί στη θέαση, τίποτα από αυτά δεν έχει σημασία: απλά παρακολουθείς συνεπαρμένος!
Όπως και η σκηνή με το Boeing 747 που απογειώνεται από το LAX, τα γυρίσματα της οποίας διήρκησαν… δεκαπέντε (15!) ημέρες, ώστε να εξασφαλιστεί το ιδανικό πλάνο, που απαιτούσε ελαφριά κίνηση της κάμερας και αύξηση της τάσης στο μηχανισμό μετάδοσης, ώστε το αεροπλάνο να παραμείνει in focus.
Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και η ταινία «Koyaanisqatsi»
Ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια που είχαν παρουσιαστεί, ο Ρέτζιο είχε καταφέρει να κάνει το όνειρο πραγματικότητα: το 1981, είχε πλέον σχεδόν όλα τα πλάνα στα χέρια του, ατελείωτες ώρες φιλμ, και είχε δρομολογήσει το τελικό (και πολύ απαιτητικό) μοντάζ στο Δυτικό Χόλυγουντ. Εκεί, από έναν κοινό γνωστό, συστήθηκε στον Φράνσις Φορντ Κόπολα, που ετοιμαζόταν τότε να βάλει μπρος τους «Επαναστάτες Χωρίς Αύριο» και τον «Αταίριαστο». Ο Κόπολα εντυπωσιάστηκε από την περιγραφή του Ρέτζιο και του ζήτησε, από περιέργεια, να δει την ταινία πρώτος, όπως και έγινε. Μόλις ολοκληρώθηκε η ιδιωτική προβολή, ο Ρέτζιο είχε άγχος – πώς θα αντιδρούσε ο διάσημος, επιτυχημένος και βραβευμένος σκηνοθέτης του «Νονού» και του «Αποκάλυψη Τώρα»; Σίγουρα δεν φανταζόταν τα ενθουσιώδη λόγια που βγήκαν από το στόμα του τελευταίου:
«Περίμενα μια ζωή ένα τέτοιο έργο. Είναι σημαντικό να το δουν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι. Ελπίζω να με αφήσεις να βάλω το όνομά μου στα credits και να σε βοηθήσω να βρεις ευρεία διανομή».
Ο Ρέτζιο όχι μόνον δέχτηκε, φυσικά, την προσφορά, αλλά, κατόπιν εισήγησης του Κόπολα, πρόσθεσε και την αρχική και τελική σκηνή της ταινίας, με τα ιερογλυφικά σε ψαμμίτη που ο τελευταίος είχε δει παλαιότερα στη Γιούτα και θεωρούσε ότι ταίριαζε τέλεια στην υπόλοιπη ταινία, ώστε να καταδείξει τη σύνδεση της ζωής από τα αρχαία χρόνια στην ανισορροπία του 20ού αιώνα.
Το σημαντικό, εντούτοις, ήταν ότι η σύνδεση με το έγκυρο όνομα του Κόπολα βοήθησε την ταινία να προβληθεί στο φεστιβάλ Santa Fe τον Απρίλιο του 1982 και, ένα χρόνο αργότερα, να βγει στις αίθουσες κανονικά, με παγκόσμια διανομή, εξασφαλίζοντας εισπράξεις άνω των τριών εκατομμυρίων δολαρίων (σχεδόν δέκα εκατομμύρια σε σημερινά δεδομένα).
Η μουσική της ταινίας «Koyaanisqatsi»
Ένας από τους λόγους που το Koyaanisqatsi απέκτησε θρυλικό, χωρίς υπερβολή, status ήταν ασφαλώς το σάουντρακ. Υπεύθυνος γι’ αυτό ο Φίλιπ Γκλας, τότε ήδη 45 ετών, ο οποίος είχε ήδη διαμορφωμένη τη θεωρία του για κάθε ήχο που συνόδευε οπτικά ερεθίσματα: «πρέπει να επιτρέπεις στον θεατή να παρατηρεί τη σταθερή απόσταση ανάμεσα στην εικόνα και τη μουσική». Στο «Koyaanisqatsi» μάλλον… δεν τα κατάφερε. Είναι αδύνατον να δεις ή έστω και να σκεφτείς την ταινία, αφού τη δεις, αποκομμένη από τη μουσική που ακούγεται και στα 86 λεπτά διάρκειάς της. Εκτός του ότι όλες οι συνθέσεις του σπουδαίου μινιμαλιστή συνθέτη είναι αριστουργήματα της σύγχρονης κλασικής μουσικής, ο τρόπος που αυτές έντυσαν το τελικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα δεν ήταν ο τυπικός στο Χόλυγουντ. Πρώτα, ο Ρέτζιο έβαλε τον Γκλας να δει την ταινία. Μετά, ο δεύτερος έγραψε τη μουσική και μαζί με οκτώ μουσικούς στα έγχορδα, είκοσι έναν στα πνευστά, έναν στα πλήκτρα, μία χορωδία και τον τενόρο Άλμπερτ Ντε Ρούιτερ (ο οποίος με τη φωνή του στοιχειώνει την εισαγωγή, συλλαβίζοντας τη λέξη «Koyaanisqatsi» με έναν μοναδικό τρόπο που εντυπώνεται για πάντα στη μνήμη του θεατή) και παρέδωσε έτοιμες τις ηχογραφήσεις. Μετά όμως η ταινία μονταρίστηκε εκ νέου πάνω στη μουσική και όχι το αντίστροφο, όπως γίνεται κατά κανόνα. Και, μάλιστα, πάλι σε αντίθεση με οτιδήποτε ίσχυε μέχρι τότε σε αυτό που αποκαλούμε «film score», η μουσική δεν υπογραμμίζει τα συναισθήματα που προκαλούν οι εικόνες αλλά, συχνά, έρχεται σε αντίθεση με αυτά. Σε σκηνές που ο θεατής νιώθει ενόχληση, η μουσική είναι απαλή, τρυφερή. Σε άλλες που ο θεατής απλώς μαγεύεται από την εικόνα, η μουσική γίνεται έως και επιθετική, σαν να βγαίνουν απόκοσμοι ήχοι από όργανα φτιαγμένα από γρανίτη. Στα βιομηχανικά σκηνικά, ο Γκλας καταθέτει μπαρόκ παρτιτούρες. Αλλά εκεί που νομίζεις ότι οι αντιθέσεις γίνονται μανιέρα, σε περιμένει μία έκπληξη: στον αποτυπωμένο πανικό των αστικών κέντρων, ο Γκλας αφήνει τους μουσικούς του να πυροβολούν νότες κατά βούληση, παίζοντας για πρώτη (και ίσως τελευταία φορά στην ιστορία) ορχηστρικό industrial!
To σάουντρακ κυκλοφόρησε από την εταιρεία Island του σπουδαίου οραματιστή Κρις Μπλάκγουελ (που ενεπλάκη και στη διανομή της ταινίας) και, με έναν εντυπωσιακό τρόπο, μπορούσε να σταθεί και αυτόνομα σε σπιτικές ακροάσεις. Κάτι που δεν μπορεί εύκολα να πει κανείς και για την ταινία: χωρίς τη μουσική είναι κάτι διαφορετικό και σίγουρα πολύ πιο ατελές και αδύναμο. Στην πάροδο του χρόνου, ο Γκλας επιμελήθηκε δύο διαφορετικές εκδόσεις του σάουντρακ: μία το 1998, όταν και το ηχογράφησε όλο από την αρχή, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί τις ασύγκριτα εξελιγμένες δυνατότητες των σύγχρονων στούντιο και άλλη μία το 2009 από τη δική του εταιρεία, Orange Mountain Music, που έκανε remastering στις αυθεντικές ηχογραφήσεις αλλά εξάντλησε όλη τη χωρητικότητα του cd, καθώς το 1983 το σάουντρακ είχε κυκλοφορήσει μόνον σε βινύλιο και κασέτα, άρα μοιραία είχαν μείνει οι μισές ηχογραφήσεις εκτός, λόγω των περιορισμών του format που δεν «άντεχε» πάνω από 46 λεπτά.
Ο μύθος της ταινίας «Koyaanisqatsi»
Η επιτυχία της ταινίας οδήγησε σε δύο sequel, το «Powaqqatsi» (1988) και το «Naqoyqatsi» (2002) και τα δύο πολύ ενδιαφέροντα, απλώς ήταν αδύνατον να επαναληφθεί το αισθητικό και εγκεφαλικό σοκ της πρώτης φοράς – κι ας συνέδραμε, και στα δύο ο Φίλιπ Γκλας με επίσης πολύ καλά, αλλά όχι τόσο συγκλονιστικά, σάουντρακ.
Πέρα από την επιτυχία στις κινηματογραφικές αίθουσες, η ταινία προβαλλόταν συχνά σε πανεπιστημιακές λέσχες, κολλέγια, αίθουσες Τέχνης, Μουσεία, ακόμα και αρχαιολογικούς χώρους. Συχνά, την προβολή συνόδευε με live αναπαραγωγή του σάουντρακ το Philip Glass Ensemble, όπως δηλαδή θα γίνει και το Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο.
Για διάφορους λόγους δικαιωμάτων, και καθώς αρχικά η παραγωγή της ταινίας, οικονομικά, είχε γίνει από το Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο του New Mexico, για χρόνια η ταινία δεν ήταν διαθέσιμη σε vhs ή σε dvd. Έπρεπε να περάσουν σχεδόν είκοσι χρόνια, ώστε να γίνει η πρώτη εμπορική κυκλοφορία σε dvd το 2002, ενώ η απόλυτη έκδοση της Qatsi Τριλογίας έγινε δέκα χρόνια αργότερα, το 2012 με νέα ψηφιακή επεξεργασία σε blu-ray από την Criterion Collection.
Σκοπός των δύο βασικών δημιουργών της ταινίας ήταν να προβάλουν τον ανθρώπινο πολιτισμό στην εγκόσμια ολότητά του, χωρίς καμία αναφορά σε πολιτική, Τέχνες ή ιστορία, δηλαδή όλες τις καταλυτικές παραμέτρους που μεταμορφώνουν πάντοτε τα πράγματα και καθορίζουν τη θεώρησή μας. Και σίγουρα τα κατάφεραν.
Στο τέλος της ταινίας, τρία αποφθέγματα της φυλής Hopi (μία από τις πιο ιστορικές των Αμερικανών ιθαγενών) εμφανίζονται στην οθόνη:
- Αν ξεθάψουμε πολύτιμα πράγματα από τη γη, θα προκαλέσουμε καταστροφή
- Καθώς θα πλησιάζουμε τη μέρα του Εξαγνισμού, αράχνες θα κρέμονται πάνω κάτω από τον ουρανό
- Ένα δοχείο με στάχτες μπορεί μια μέρα να πέσει από τον ουρανό, καίγοντας τη γη και κάνοντας τους ωκεανούς να βράζουν.
O θεατής μένει εκεί, καθηλωμένος, να επεξεργάζεται όλα όσα έχουν προηγηθεί. Και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, αφού προφανώς δεν υπάρχει ένα ηθικό δίδαγμα αλλά πολλά αμφίσημα μηνύματα…
Αντί επιλόγου
«Koyaanisqatsi» στη γλώσσα της φυλής Hopi σημαίνει «Ζωή Εκτός Ισορροπίας» διάβαζα σε κάποιο site, με αφορμή τη συναυλία στο Ηρώδειο, ότι το έργο «…προφητικό και επίκαιρο όσο ποτέ, μας φέρνει αντιμέτωπους με την ορατή απειλή της καταστροφής της ισορροπίας του ανθρώπου με τον πλανήτη, με την πραγματικότητα της κλιματικής κρίσης, της υπερβολικής κατανάλωσης και της αλόγιστης χρήσης των πόρων που οφείλουν να αποτελούν προτεραιότητα στην παγκόσμια ατζέντα.»
Ομολογώ δεν θα σκεφτόμουν ποτέ κάτι τέτοιο. Όταν βγήκε η ταινία, το tagline ήταν «Μέχρι τώρα, δεν έχετε δει ποτέ αληθινά τον κόσμο στον οποίο ζείτε» και προφανώς αυτό ίσχυε, τότε, πλην όμως σήμερα δεν μπορεί να έχει την ίδια εφαρμογή, αφού ο πλανήτης και η καθημερινότητά μας έχουν μεταμορφωθεί πλήρως στο διάστημα που μεσολάβησε.
Δεν θα χαρακτήριζα ποτέ το «Koyaanisqatsi» ως μία ταινία για την κλιματική αλλαγή. Προτιμώ, όταν βλέπω τα χαμογελαστά πρόσωπα των περαστικών στην Times Square της Νέας Υόρκης, να σκέφτομαι πόσα από αυτά είναι ζωντανά σήμερα. Πιθανότατα κανένα.
Όταν βλέπω την τεχνητή λίμνη Powell, σκέφτομαι απλά ότι 60 χρόνια μετά τη δημιουργία της, έχει φτάσει σε αρνητικά χαμηλό ρεκόρ η στάθμη του νερού. Όταν βλέπω δοκιμαστικές εκρήξεις ατομικής ενέργειας στην έρημο, το μυαλό μου τρέχει στον Οπενχάιμερ.
Όταν βλέπω κόσμο με μαγιό να κάνει ηλιοθεραπεία μπροστά από ένα Πυρηνικό Εργοστάσιο στο San Diego, σκέφτομαι το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ. Όταν βλέπω τους ουρανοξύστες με τις γυάλινες προσόψεις πάνω στις οποίες παιχνιδίζουν το φως και τα σύννεφα, σκέφτομαι τις πόλεις που φτιάχνονται κάτω από τρούλους στην Αραβία. Όταν βλέπω χρηματιστές στην Wall Street σκέφτομαι το ευρώ και το περιοδικό πρόβλημα του πληθωρισμού. Όταν βλέπω κατεδαφίσεις κτιρίων, σκέφτομαι τους συνεχιζόμενους πολέμους σε Ουκρανία και Συρία. Όταν βλέπω τα δορυφορικά πλάνα πόλεων και την ομοιότητά τους με τα μικροτσίπ, σκέφτομαι πόσο έχουν μικρύνει οι υπολογιστές, τα smart phones και οι εξωτερικοί σκληροί δίσκοι.
Βλέπω high tech αμερικανικές πόλεις, εγκαταλελειμμένες φτωχογειτονιές, εκτίθεμαι σε ξέφρενους ρυθμούς παραγωγής σε εργοστάσια, χαλαρώνω πάνω από ερημικά φαράγγια, μαθαίνω να αποκωδικοποιώ πότε τα πλάνα είναι σε αργή και πότε σε γρήγορη κίνηση, μπερδεύω τους ανθρώπους με κάτι εντομοειδές, ενώ η μουσική κουβαλά μαζί της μία αμετάβλητη θλίψη από αρχαιοτάτων χρόνων, σαν να άνοιξε ο τάφος του Τουταγχαμών για πρώτη φορά έπειτα από 3.000 χρόνια και αποδέσμευσε συναισθήματα θλίψης αιώνων.
Με άλλα λόγια, κάθε φορά που βλέπω το «Koyaanisqatsi» σκέφτομαι και νιώθω κάτι διαφορετικό, διότι ο κόσμος, αλλά και εγώ, ως ασήμαντο μέρος του, δεν είμαστε οι ίδιοι. Και γι’ αυτό θα πάω στο Ηρώδειο να το ξαναδώ.
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show