Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
Βασίλης Μάρος: Η βιογραφία του μεγάλου ντοκιμαντερίστα
Βασίλης Μάρος: Η ζωή του διάσημου ντοκιμαντερίστα και κινηματογραφιστή μέσα από το βιβλίο του γιού του Νίκου Μάρου
Πενήντα ολόκληρα χρόνια ο Βασίλης Μάρος με τη φωτογραφική ή κινηματογραφική του μηχανή κατέγραψε ποικίλων ειδών επίκαιρα ως δημιουργικός αναπλάστης της πραγματικότητας. Έκανε ντοκιμαντέρ ό,τι συνταρακτικό συνέβαινε στον πλανήτη, και κυρίως στη χώρα που γεννήθηκε. Οι γονείς του ήρθαν από την Τρίπολη κι εκείνος μεγάλωσε στις γειτονιές του Μεταξουργείου και της συνοικίας του Αγίου Παύλου, όπου χτυπούσε η καρδιά της πόλης στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
Τα αποτυπωμένα στο σελιλόιντ γεγονότα που κατέγραψε αποτελούν για τις επερχόμενες γενιές εξαντλητική πηγή ιστορικών πληροφοριών αλλά και αισθητικής. Άριστος χειριστής της κινηματογραφικής γλώσσας, γνώριζε να συνθέτει έργα που έξω από το πληροφοριακό τους χαρακτήρα λειτουργούν και αυτόνομα ως καλλιτεχνικά. Συντηρητής της φλόγας της ιστορικής μνήμης, είτε ως διευθυντής φωτογραφίας στο Χόλιγουντ και στην Τσινετσιτά είτε ως ανεξάρτητος κινηματογραφιστής, παρέδωσε ένα υλικό σημαντικό για τον πολιτισμό.
Βασίλης Μάρος: Οι ταινίες του
Μετά τις σπουδές του στη φωτογραφία στο Μόναχο και τη στρατιωτική του θητεία στο Γενικό Επιτελείο Στρατού, με ιταλική υποτροφία μετεκπαιδεύεται στην Incom της Ρώμης, γίνεται οπερατέρ της Φοξ στην υπηρεσία επικαίρων της Μέσης Ανατολής και της Ελλάδας. Οπερατέρ, επίσης, σε ξένες ταινίες που γυρίζονται στην Ελλάδα, όπως το «Παιδί και το Δελφίνι» και το «Συνέβη στην Αθήνα». Δικές του ταινίες το «Κάτω από τους ουρανοξύστες» (1957), γυρισμένη στη Νέα Υόρκη και το «Rock and Roll», γυρισμένο στην Αθήνα. Οι παραγωγές του BBC είναι μόνο η αρχή, το 1964 καταπιάνεται με τη ζωή των σφουγγαράδων στην Κάλυμνο, το 1965 αρχίζει τη συνεργασία του με τη γερμανική τηλεόραση, με τις ταινίες «Ο Ορφέας τραγουδάει» και το «Άθως», όπου συλλαμβάνει την πνευματική ομορφιά της μοναστηριακής πολιτείας, θησαυρού της βυζαντινής κληρονομιάς. Ακολουθούν τα «Αναστενάρια», το «Σλήμαν», το «Όρος Σινά» και «Ο κόσμος των Εικόνων», ώσπου το 1973 αποδίδει το «Μπουζούκι» στην έρευνά του στον χώρο της μουσικής.
Με «Το πνεύμα της Κρήτης» ο Μάρος έχει βρει μια αντιστοίχιση ανάμεσα στα ποιήματα των νέων Ελλήνων ποιητών και το κρητικό τοπίο. Με τη βιογραφία του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα φτάνει σε μία κορύφωση της σταδιοδρομίας του ως εκπρόσωπος υποδειγματικής απόδοσης και αποτύπωσης προσωπικοτήτων της σύγχρονης Ελλάδας. Από το 1954 συνεργάστηκε σε ταινίες κινηματογραφώντας την Μπριζίτ Μπαρντό, τον Ντερκ Μπόγκαρντ, την Τζέιν Μάνσφιλντ, τον Γκρέγκορι Πεκ, τον Άντονι Κουίν και άλλους. Οι ταινίες του θα συγκεντρώσουν πληθώρα βραβείων. Στη «Μαγεία του Χορού», το 1985, δουλεύει με τη Μαργκότ Φοντέιν μεταφέροντας μνήμες της Ισιδώρας Ντάνκαν, με σκοπό τη σωτηρία του Παρθενώνα. Η δεκαετία του ’90 είναι μια επίσης δημιουργική χρονιά για τον σκηνοθέτη, που κινηματογραφεί τη «Μάχη της Κρήτης», τους Έλληνες μαχητές στο Ελ Αλαμέιν και στο Ρίμινι, τη Νανά Μούσχουρη, ώσπου το 1999 θα πιάσει τον «Ελευθέριο Βενιζέλο». Το 2002 το Μουσείο του Λούβρου αγοράζει τρεις ταινίες του: «Ο Κόσμος των Εικόνων», «Αναστενάρια» και «Άγιον Όρος». Είναι και η χρονιά που ο σπουδαίος δημιουργός σε αντίστροφη μέτρηση νικιέται από τον καρκίνο του πνεύμονα.
Βασίλης Μάρος: Η βιογραφία του
Το βιβλίο που ετοιμάζει για να εκδώσει ο γιος του Νίκος, ο Βασίλης Μάρος είχε αρχίσει να το γράφει συγκεντρώνοντας κομμάτια από τη ζωή του, αφηγούμενος τις συναντήσεις του πολύ καρό πριν φύγει από τη ζωή στα 73 του χρόνια. Ο ίδιος έχει αναλάβει και την ταξινόμηση χιλιάδων φωτογραφιών όχι μόνο από ένα σημαντικότατο έργο που περιλαμβάνει την Ελλάδα πέντε δεκαετών αλλά και από προσωπικές κοσμικές συνευρέσεις του με πολλούς σταρ της εποχής τους οποίους κινηματογραφούσε. Ως προδημοσίευση ο Νίκος Μάρος αναφέρεται στις παρατηρήσεις του πατέρα του: «Σε όλη την επαγγελματική μου ζωή χρησιμοποίησα τον κινηματογράφο σαν προσωπικό τρόπο έκφρασης, χρησιμοποίησα την εικόνα περισσότερο από τα λόγια. Ένιωσα πολύ βαθιά την αποστολή μου ως καλλιτέχνης σε σχέση με το εκφραστικό μου μέσον και μπόρεσα να διακρίνω πως στο βασικό μου υλικό η πρώτη ύλη βρισκόταν σε αφθονία γύρω μου. Στο χέρι μου ήταν να του δώσω τη μορφή εκείνη που θα το έκανε κατανοητό και ελκυστικό. Από το πολύπλοκο όσο και αληθινό δράμα του κόσμου μας, προσπάθησα πάντοτε να δημιουργήσω ταινίες που να αντανακλούν συγκινήσεις, επιχείρησα να προσεγγίσω το θέμα μου ξέροντας πως είμαι Έλληνας και πως έπρεπε να επεξεργαστώ το ελληνικό μου θέμα για το διεθνές κοινό. Κάτω από αυτή τη συνθήκη είχα να αντιμετωπίσω ακόμα περισσότερες δυσκολίες, παραμένοντας πιστός στα επίκαιρα και επίσης προβάλλοντάς τα με ένα τρόπο που να επικοινωνείται άμεσα. Σεβάστηκα όλα τα πρόσωπα, όποιοι και αν ήταν, και αισθάνομαι πως δεν στάθηκα κατώτερος από τις αξιώσεις του τόπου μου, ούτε πως πρόδωσα την τέχνη μου. Πολύ νέος κατάλαβα ότι το τρίτο μάτι, το αδέκαστο μάτι της φωτογραφικής μηχανής, που συλλαμβάνει αυτό που απλώς οι άλλοι μαντεύουν, μου αποκάλυπτε την ικανότητα να διαπιστώσω τη φύση του κόσμου. Μέσω των σπουδών μου συνειδητοποίησα ότι η κινηματογραφική μηχανή μάς επιτρέπει να καταλάβουμε καλύτερα τον λόγο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η μηχανή επινοεί μία ματιά διαφορετική και προσφέρει μία ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με το ασυνείδητο της όρασης, να καταλάβουμε καλύτερα τη μαγεία των χρωμάτων και τη δύναμη των ήχων. Έγινε για μένα αυτό που ξετρυπώνει, ανακαλύπτει, σχεδιάζει πιστά και ακούραστα τα ίχνη της μνήμης μας, ατομικής και συλλογικής. Η κινηματογραφική μηχανή είναι ο μίτος της Αριάδνης που μου επιτρέπει να εξερευνώ ένα λαβύρινθο από εικόνες και φως. Η εικόνα μπορεί να μας ξεγελάσει αν την απλοποιήσουμε περισσότερο από όσο πρέπει, αν οι σκηνές και τα κάδρα καθοδηγούνται από την αισθητική μιας καρτ ποστάλ. Μία εικόνα τέλεια από πλαστική άποψη θα μπορούσε μόνο να μας ξεγελάσει, αν δεν εξωτερικεύει την ψυχή. Η μηχανή μπορεί να μας προτρέπει στην ανακάλυψη της γέννησης του ονείρου και να μας επιτρέπει να το κατανοήσουμε καλύτερα. Ο κινηματογράφος απαιτεί συγκέντρωση, σκέψη, διαλογισμό, διαφέρει από την παλέτα ενός ζωγράφου γιατί έχει μάτι που ακούει. Στο ντοκιμαντέρ προσπάθησα να βρω την ουσία της ύπαρξης, να βγάλω αυτό που είναι εξωτερικευμένο. Εκμεταλλευόμενος το παρελθόν, φωτίζοντας το παρόν, προαναγγέλλοντας το μέλλον, όλα αυτά που τελικά έρχονται να γίνουν ένα, δεν έχω βρει στη ζωή μου ποτέ τίποτα πιο εμπνευστικό, συναισθηματικό, συναρπαστικό, τραγικό όσο την πραγματικότητα μέσα από τη μηχανή μου που μου έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσω, να περιγράψω το άγνωστο και τα μυστικά της ιστορίας».
Σε άλλα σημεία των χειρογράφων ή των δακτυλογραφημένων σελίδων από τη γραμματεία του, που άφησε ο Βασίλης Μάρος, αναφέρει τα εξής: «Ασχολήθηκα με ελληνικά θέματα πολιτιστικού, ιστορικού, κοινωνικού, θρησκευτικού και αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που συνεισέφεραν ώστε να γίνει η Ελλάδα του τελευταίου αιώνα γνωστή διεθνώς. Βασικός ρόλος των ταινιών μου είναι η παρουσίαση της αληθινής πλευράς ορισμένων θεμάτων, για τα οποία στο εξωτερικό υπάρχουν λανθασμένες εντυπώσεις ή ακόμα και σκόπιμη διαστρέβλωση της ιστορίας, λόγω έλλειψης πληροφόρησης από την ίδια την Ελλάδα».
«Δεν έχω βρει στη ζωή μου ποτέ τίποτα πιο εμπνευστικό, συναισθηματικό, συναρπαστικό, τραγικό όσο την πραγματικότητα μέσα από τη μηχανή μου που μου έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσω, να περιγράψω το άγνωστο και τα μυστικά της ιστορίας».
Βασίλης Μάρος: Η αρχή και η έμπνευση
«Δέκα χρόνων ξεροστάλιαζα στις βιτρίνες των γνωστών φωτορεπόρτερ, του Μανώλη Μεγαλοοικονόμου, του Γαβριήλ Λόγγου, του Φιλιποίμονος Φίνου. Λίγο αργότερα βρέθηκα να κουβαλάω τα τριπόδια των μηχανών τους και να παίρνω τα πρώτα μαθήματα φωτογραφίας και κινηματογράφου δίπλα τους. Στη διάρκεια της Κατοχής αναμίχθηκα πολύ νωρίς την Αντίσταση. Γνώρισα τη ναζιστική φυλακή, δραπέτευσα, ξαναπιάστηκα από τους Γερμανούς στη Βουδαπέστη και στάλθηκα σε στρατόπεδα εργασίας και στα εργοστάσια της Αυστρίας και της Γερμανίας. Μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου θα παραμείνω στη Γερμανία όπου και σπουδάζω φωτογραφία στο Μόναχο. Από το 1948 έως το 1949 εργάζομαι σε διάφορα ξένα περιοδικά ως φωτορεπόρτερ. Επιστρέφω στην Ελλάδα και υπηρετώ ως οπερατέρ στην κινηματογραφική υπηρεσία του Στρατού. Με την Επανάσταση στην Περσία και την επιστροφή του Σάχη τον Αύγουστο του ’53 με στέλνουν στην Τεχεράνη όπου είμαι ο μόνος οπερατέρ που βρίσκεται εκεί, απεσταλμένος της Ιταλικής Εταιρείας για να κινηματογραφήσει τα γεγονότα. Για αυτό το ρεπορτάζ κερδίζω το πρώτο βραβείο επικαίρων της χρονιάς, που ήταν και η αρχή της αναγνώρισης. Γνώστης του συστήματος Σινεμασκόπ εργάζομαι ως διευθυντής φωτογραφίας με το συνεργείο της ταινίας "Το παιδί και το Δελφίνι" με τη Σοφία Λόρεν το 1956. Το 1961, νεαρός ακόμα, έχοντας την ιδέα να κάνω μία ταινία, την "Τραγωδία του Αιγαίου", την ξεχασμένη για πολλούς ιστορία του τόπου μου του αιώνα που έφευγε, γιατί έβλεπα ότι στο εξωτερικό υπήρχε άγνοια για τα γεγονότα που συνέβησαν στο Αιγαίο το 1922 – και ψάχνω ντοκουμέντα από Έλληνες, καταρχήν κινηματογραφιστές που τα κινηματογράφησαν οι ίδιοι σαν οπερατέρ επικαίρων εκείνης της εποχής. Με αυτή την ταινία σώθηκαν μερικές χιλιάδες μέτρα κινηματογραφικού υλικού που θα σάπιζε ξεχασμένο σε πατάρια και υπόγεια και έτσι θα χανόταν ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής ιστορίας αποτυπωμένο στο σελιλόιντ. Πρώτη φορά παρουσιάστηκαν η Μικρασιατική Εκστρατεία και η Καταστροφή, που ήτανε μία ιστορία πολύ πονεμένη και ίσως γι’ αυτό ξεχασμένη από επιλογή και για πολλούς λόγους απαγορευμένη για αρκετό καιρό στην Ελλάδα. Στην αρχή της ήταν μία οικονομική καταστροφή για τον παραγωγό, σήμερα, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, όπου προβάλλεται, σε διεθνείς κινηματογραφικές εκδηλώσεις, επαινείται από όλο τον Τύπο και το κοινό. Οι ταινίες ντοκιμαντέρ που παρήχθησαν έχουν διαχρονική αξία γιατί έπαιξαν, παίζουν και θα συνεχίζουν να παίζουν σημαντικό ρόλο για τη διάδοση και τη διάσωση της ελληνικής παράδοσης που αλλοιώνεται. Πρόκειται για μια προσπάθεια να διαφυλάξουν τη μνήμη για τις ερχόμενες γενιές, τα ελληνικά ήθη και έθιμα για τα οποία με την παγκοσμιοποίηση άρχισε η πλήρης ισοπέδωση. Ταινίες με θέματα που για πρώτη φορά δίνονταν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό παρείχαν πληροφόρηση διεθνώς για την ελληνική χριστιανική ορθοδοξία και ανέτρεψαν τη γνώμη των περισσοτέρων τηλεθεατών, που ήταν εντελώς απληροφόρητοι, έχοντας την παρεξηγημένη εντύπωση ότι η ρωσική ορθοδοξία ήταν η μητέρα της Ορθοδοξίας. Αυτές οι ταινίες πληροφόρησαν τόσο το ελληνικό όσο και το διεθνές κοινό για πρώτη φορά ότι η ελληνική ορθοδοξία προηγείτο της ρωσικής περίπου 1.200 χρόνια».
Η στάση του
Παρ’ όλες τις υψηλές του γνωριμίες, ο Μάρος κράτησε στάση ουδέτερη και προτίμησε να ανέβει με σκληρή δουλειά έχοντας πίστη στον εαυτό του. «Να έχεις ανθρώπους στα πράγματα, που λένε στην Ελλάδα, και να μην τους έχεις αξιοποιήσει, που υποτίθεται κατά κανόνα μόνον έτσι προχωράς, ιδίως πολιτικούς, είναι σπάνιο. Καταρχήν η Δέσποινα Παπαδοπούλου, γυναίκα του δικτάτορα, υπήρξε γραμματέας μας στο Επιτελείο, στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού και το είχε παράπονο ότι δεν πήγα να της ζητήσω ό,τι χρειαζόμουν, κάτι σαν ρουσφέτι. Ο στρατηγός Μητρέλης ήταν αδελφός του κουνιάδου μου, είχαμε πολύ καλές σχέσεις, ήταν διευθυντής της ΕΡΤ για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν δέχτηκα να συνεργαστώ μαζί του, απλά του έδινα συμβουλές στο γραφείο μου περί τηλεοράσεως όταν ανέλαβε διευθυντής. Μου ζήτησαν να γυρίσω ταινία για την Ελλάδα, υπουργός Τύπου τότε ήταν ο Βύρων Σταματόπουλος, γνωστός και φίλος όταν υπηρετούσαμε τη θητεία μας. Δεν θα δεχόμουν, ζητούσα πολλά χρήματα για να το αποφύγω, αλλά μου τα έδωσαν, μου είπαν να την κάνω «εν λευκώ», προχώρησα, αλλά η ταινία τελικά δεν παίχτηκε στην Ελλάδα, παίχτηκε όμως σε φεστιβάλ. Με τη Νέα Δημοκρατία, με τον Καραμανλή τρώγαμε αρκετές φορές μαζί καθώς και με άλλους πολιτικούς, όπως η Μαργαρίτα Παπανδρέου, η Μελίνα Μερκούρη. Η Μαργαρίτα Παπανδρέου με κάλεσε να της κάνω ταινία για τη ζωή της. Καταρχήν δεν δέχτηκα. Γίναμε πολύ καλοί φίλοι στην περιοδεία που διήρκησε ενάμιση μήνα, στις ΗΠΑ, για το γύρισμα της ταινίας "Η ζωή και οι πολιτικές σκέψεις της Μαργαρίτας Παπανδρέου". Και αυτή την ταινία δεν ήθελα να την κάνω αλλά μου την έδωσαν εν λευκώ. Ήταν γνωστό ότι δεν είχα καμία σχέση με το κόμμα-κίνημα αλλά ούτε και ανήκα σε κάποιο άλλο. Η ταινία αυτή σταμάτησε στην τελευταία φάση της, στην επεξεργασία, γιατί επενέβη το κόμμα και ζήτησε αλλαγές που δεν δέχτηκα να κάνω, έτσι αποχώρησα. Έμεινε στο αρχείο τους. Είναι ιδιαίτερη περίπτωση στη χώρα μας ένας Έλληνας βασιλιάς να σε καλεί στο παλάτι και να σου καρφιτσώνει παράσημο στο πέτο για την ποιότητα της δουλειάς σου χωρίς να είσαι βασιλόφρων, και ύστερα από μερικά χρόνια να κερδίζεις βραβείο και από τη Σοβιετική Ένωση χωρίς να είσαι ούτε αριστερός ούτε κομμουνιστής».
Σκορπιός
Γνωρίζοντάς τον η αδελφή του Ωνάση, Άρτεμης Γαρουφαλίδου, ενθουσιάστηκε, τον εμπιστεύτηκε και μια ιδιαίτερη συμπάθεια που ήταν προφανής έφτασε στα όρια παρεξηγήσεως από κρίσεις τρίτων. «Αισθανόταν τρομερή μοναξιά γιατί είχε χάσει όλους τους γύρω της. Μόνη παρηγοριά είχε την ίδια τη Χριστίνα, για την οποία και ανησυχούσε βλέποντάς τη να βαδίζει ακραία. Η Χριστίνα και ορισμένοι άλλοι συγγενείς έβλεπαν με καλό μάτι αυτή την παρέα και μάλιστα με ευχαριστούσαν και μου έστελναν και μικρά δώρα. Το υπόλοιπο περιβάλλον όμως δεν με έβλεπε θετικά και είχε πανικοβληθεί, δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι φοβούνταν, ίσως μήπως για ανταμοιβή της παρέας μου στην Άρτεμης να ζητούσα κανένα καράβι; Είχε αρχίσει ένας πόλεμος, παρ’ όλα αυτά η ίδια είχε μερικούς φίλους και συγγενείς που την αγαπούσαν και τη λάτρευαν πραγματικά και που τότε υποστήριξαν τη φιλία μας, που ακόμα και μέχρι σήμερα έχουν φιλικά συναισθήματα για μένα. Τότε ήταν που μου ζήτησε εγγράφως να παράγω σε ταινία την αληθινή και τραγική ιστορία της οικογένειάς της, αλλά δυστυχώς στη μέση της ταινίας πολύ γρήγορα και αναπάντεχα χάθηκε και αυτή». «Στη μνήμη της ελπίζω να μου επιτραπεί να την τελειώσω γιατί της το είχα υποσχεθεί», ανέφερε ο ίδιος ο Μάρος, ο οποίος ενώ επισκέφτηκε πολλές φορές τον Σκορπιό παρουσία και της Χριστίνας κάποια καλοκαίρια, μετά την αποχώρησή της δεν ξαναγύρισε κι έτσι η ταινία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Βασίλης Μάρος: Η τεχνική του
Ο Βασίλης Μάρος στο «Κάτω από τους ουρανοξύστες» το 1957, οριστικά χαμένο σήμερα, ή «Στις φλόγες του Ατλαντικού» το 1994, ασχολήθηκε με θέματα ετερόκλητα έως και αντιφατικά - κάθε ταινία του είναι μία έκπληξη, μία ανατροπή της εικόνας της προηγούμενης. Δύσκολα ανακαλύπτει κάποιος μία ενιαία θεματική. Ταινίες που έγιναν με μικρή χρονική διαφορά, όπως το «Rock and Rol» ή η «Κατίνα Παξινού» είναι δύσκολο να αποδεχθείς ότι έγιναν από τον ίδιο δημιουργό. Οι σταθερές που προσδιορίζουν και καθορίζουν μία γόνιμη πορεία σαράντα ετών είναι η μεγάλη του αγάπη για τον φακό. Πρόκειται για έναν εραστή της κάμερας. Ως οπερατέρ ή κάνοντας τη φωτογραφία σε ταινίες, η θητεία του στον κινηματογράφο επικαίρων έχει σταθεί καθοριστική. Αυτόματα και αστραπιαία θα συλλάβει το τυχαίο ή τη φευγαλέα στιγμή, θα εμπλουτίζει το θέμα με έναν τρόπο που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί στο στάδιο της προετοιμασίας, θα αξιοποιήσει το απροσδόκητο του γεγονότος, είτε πρόκειται για μία χειρονομία είτε για μία έκφραση είτε μία διαφορετική φωτοσκίαση του τοπίου. Σε όλες τις ταινίες του σέβεται τα θέματά του χωρίς ναρκισσισμό και επιτήδευση. Οι ταινίες του, πέραν της καλλιτεχνικής τους αξίας, είναι ταυτόχρονα και ντοκουμέντα.
Ο Βαμβακάρης στο «Μπουζούκι», η Νίνου, η Εσκενάζυ, η Συνοδινού, ο Τάσος και οι άλλοι καλλιτεχνικοί συντελεστές στον Λυκαβηττό στο «Ένα θέατρο γεννιέται», η συνέντευξη με την Ελένη Βλάχου, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, το «Ελλάς χωρίς κολώνες», το «Σλήμαν» με συνεντεύξεις του εγγονού του Σλήμαν, η Παξινού στην ομώνυμη ταινία, οι αφηγήσεις των επιζώντων ναυαγών και των γερμανικών πλοιάρχων στις φλόγες του Ατλαντικού, η εξονυχιστική έρευνα, η εκμετάλλευση παλαιών ντοκουμέντων, η στωικότητα απέναντι στα γεγονότα, το ξέφρενο μοντάζ του «Rock and Roll», ο οργιαστικός ρυθμός της ελεύθερης φόρμας, προδίδουν την εκρηκτική προσωπικότητά του. Ο δημιουργός εξαφανίζεται μπροστά στην Παξινού που κινηματογραφεί δύο χρόνια αργότερα, η αεικίνητη κάμερά του με τις εντυπωσιακές γωνίες λήψης της μεγάλης ηθοποιού ή αργότερα η ενσυναίσθηση με την οποία προσεγγίζει τον ζωγράφο Χαζηκυριάκο Γκίκα είναι χαρισματικές όψεις της τεχνικής του. Τίποτα δεν κραυγάζει, όλα τελούνται χαμηλόφωνα. Ο Γκίκας μπροστά, ο Μάρος πίσω.
Εκεί που όλα φαίνονται απλά, πιθανώς και εύκολα, η κατάκτηση της καθαρής φόρμας που δίνει στο θέμα τον χρόνο να αναπτυχθεί είναι αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας συνειδητοποίησης που φανερώνει το ήθος του δημιουργού. Προτεραιότητα έχει το θέμα, η έκφραση του δημιουργού έρχεται στα μετόπισθεν. Μέσα από αυτό καθορίζεται το κινηματογραφικό ήθος του Μάρου και αυτό χαρακτηρίζει όλες του τις ταινίες. Για λογαριασμό ξένων τηλεοπτικών δικτύων, ολοκληρωμένες και συχνά αφαιρετικές κινηματογραφικές φόρμες αναδίδουν το δικό τους στοιχείο συνάμα με τις ραδιοφωνικές ενημερώσεις, με σεβασμό στη δυναμική και την ιδιαιτερότητα του θέματος και απέναντι στον άνθρωπο υπό το πρίσμα μιας οπτικής ουμανιστικής. Δεν είναι μόνο μία σειρά πλανών αλλά κάτι πιο σύνθετο που ξεπερνάει το φιλμ και το μοντάζ και γίνεται ιδεολογία, μιας και ο δημιουργός πάντα βρίσκει τρόπους να ανακαλύπτει πίσω από τα ιστορικά λαογραφικά και θρησκευτικά θέματα την ανθρώπινη αξία.
Σχετικά με την τέχνη του
Η οπτική του κάνει το «Μπουζούκι» νεότερο από την ιστορία ενός μουσικού οργάνου ή ακόμα και από την ιστορία ενός μουσικού είδους. Η μουσική συνδέεται με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα, τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Κατοχή, τη ζωή των καθημερινών ανθρώπων στα λαϊκά κέντρα, ο χορός του παλιού μάγκα σε μία μεγάλη διάρκεια που του δίνει ένα δραματικό μεγαλείο, κάποιοι που παζαρεύουν στην υπαίθρια αγορά, τα πρόσωπα, οι χειρονομίες, οι εκφράσεις σε ένταση ρυθμού κινηματογραφικού είναι ο αγαπημένος τρόπος του να προσεγγίσει τη ζωή.
Στον «Κόσμο των Εικόνων» η εικόνα ως μέσω λατρείας και αντικείμενο τέχνης αποκτά αξία ανταλλακτική. Μια σχέση λυτρωτική και επώδυνη του ατόμου με το εικόνισμα, το εσωτερικό δράμα, η χαμηλόφωνη επίκληση, η διάρκεια ενός μονοπλάνου που καθιστά το γεγονός μοναδική εμπειρία και για τον θεατή συνιστούν μεγάλης αξίας κινηματογράφο. Τα αναστενάρια, οι πυροβάτες σε έκσταση, η λαϊκή ορθοδοξία που αφομοιώνει τις πανάρχαιες τελετές, ταινίες που αποτελούν δοκίμια για το κάθε θέμα και ταυτόχρονα υπερβαίνουν κάθε όριο, με την ποίηση και τη ζεστή ανθρωποκεντρική τους οπτική.
Στην «Κάλυμνο», παίρνοντας αφορμή από τη ζωή των σφουγγαράδων, θα ενδιαφερθεί για τον αγώνα τους που καθορίζει και τον ρυθμό της ζωής τους, ειδικά τον φόβο του θανάτου, τη διαρκή αναμέτρηση μαζί του, τον επώδυνο αγώνα για την επιβίωση. Παράλυτοι σφουγγαράδες που γυρνάνε στα καφενεία και κάποιοι που δεν επιστρέφουν ποτέ κι ο απολογισμός του κέρδους 2,5 εκατομμύρια δολάρια. Οκτώ παράλυτοι, πέντε νεκροί. Χωρίς φόβο η ποίηση του Μάρου είναι φτιαγμένη με γήινα υλικά, με τις αγωνίες του, τη δουλειά του, με το τρυφερό χάδι της καθημερινότητας που γίνονται σύμβολα μεταφυσικής κάτω από το ελληνικό φως.
«Από το πολύπλοκο όσο και αληθινό δράμα του κόσμου μας, προσπάθησα πάντοτε να δημιουργήσω ταινίες που να αντανακλούν συγκινήσεις, επιχείρησα να προσεγγίσω το θέμα μου ξέροντας πως είμαι Έλληνας»
Η «Ελλάς χωρίς κολώνες», η πιο φιλόδοξη δουλειά του, ένα σύνθετο πολιτικοκοινωνικό ντοκιμαντέρ, αποτελεί ένα ολοκληρωμένο δοκίμιο για την Ελλάδα της δεκαετίας του ’60, όπου στέκεται ειρωνικά απέναντι στο πτώμα μιας χώρας που βρίσκεται σε μεταβατικό στάδιο και ταυτόχρονα στην περιπέτεια του ανθρώπου ανάμεσα στις συμπληγάδες της ιστορίας. Εκείνο που υφίσταται, οι συνέπειες των επιλογών της εξουσίας, οι αλυσίδες που ανεβάζουν τα καντήλια στα Μετέωρα, ο άνεμος που πνέει στο Σινά, οι χαμηλοί ήχοι και η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του υποβρυχίου του Ατλαντικού είναι απλώς ενδεικτικά της δημιουργικής χρήσης του ήχου στον κινηματογράφο. Η διάσωση πολύτιμων κινηματογραφικών ντοκουμέντων που, πέραν της καλλιτεχνικής τους αξίας, αποτελούν μοναδικές στιγμές της ελληνικής ιστορίας, όπως είναι η περίπτωση της «Τραγωδίας του Αιγαίου», η ανακάλυψη και η διάσωση των κινηματογραφικών ζουρνάλ λίγο πριν καταλήξουν πρώτη ύλη για τσατσάρες γίνονται στα χέρια του εικόνες μιας εποχής και θα αποτελέσουν μοναδικές και πολύτιμες ψηφίδες της συλλογικής μνήμης.
Ο Χατζηκυριάκος Γκίκας είπε για αυτόν όταν συναντήθηκαν στην ταινία «Χατζηκυριάκος-Γκίκας»: «Ο Μάρος έχει μία προσωπική ιδιοφυΐα, στις ταινίες του διαλέγει τα θέματά του προσωπικά ο ίδιος επειδή τα αγαπάει. Σαν κι εμένα, αγαπάει την Ελλάδα, το μάτι του είναι οξύ και δεν του ξεφεύγει η παραμικρή λεπτομέρεια, είναι προσεκτικός, ελέγχει τα πάντα. Βασανίζεται, άοκνος και νευρικός, βρίσκεται σε μία συνεχή υπερένταση. Φέρεται απαράλλακτα σαν τον ζωγράφο μπροστά στο μουσαμά του και σαν το ζωγράφο πάλι μένει κατά βάθος ανικανοποίητος».
Η Ακαδημία Αθηνών κατά τη διάρκεια της βράβευσής του αναφέρθηκε στο έργο του ως εξής: «Τα θέματα του Μάρου απασχολούν τους ερευνητές του λαϊκού μας πολιτισμού, τα σπουδαία λαϊκά δρώμενα που τα πλησιάζει με σεβασμό και οι καταγραφές του θα βοηθήσουν σε μελλοντικές επιστημονικές έρευνες».
Ο Χρήστος Λαμπράκης κάποτε δήλωσε ότι «ο Βασίλης Μάρος, με τον οποίο μου δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστώ το μεγαλύτερο διάστημα της δικής του σταδιοδρομίας του αλλά και της δικής μου, είναι αυτό το εκλεκτό και σπάνιο είδος των κινηματογραφιστών που καταφέρνουν να συνδυάσουν με επιτυχία την τέχνη τους με τις απαιτητικές προϋποθέσεις της έγκυρης ιστορικής μαρτυρίας».
Τη βιογραφία του που είχε αρχίσει να γραφεί συστηματικά πλέον το 2000 στο αγαπημένο του νησί, την Ύδρα, συνεχίζει ο γιος του Νίκος Μάρος, που σήμερα βρίσκεται στη φάση της ολοκλήρωσής της, ενώ ο ίδιος επιμελείται και το αρχείο του πατέρα του και τα τελευταία χρόνια εντείνει τις προσπάθειές του για τη δημιουργία ενός ιδρύματος με το όνομά του.
Ο Νίκος Μάρος, γνωστός εικαστικός, ενώ ετοιμάζεται για τη μεγάλη του έκθεση στο Λουξεμβούργο, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αναφέρεται στη φιλία του πατέρα του με τον Αλέκο Αλεξανδράκη που εκτιμούσε ως ηθοποιό, ως άνθρωπο και ως σκηνοθέτη. Μεγαλώνοντας στο Κολωνάκι, τον θυμάται να συχνάζει στην Πλατεία Κολωνακίου στο Remezzo, διατηρώντας φιλίες με τον ιδιοκτήτη του, Μάκη Ζουγανέλη. Στενός του φίλος ήταν και ο Ντέμης Ρούσσος. Στα έργα της εικαστικής τέχνης του Νίκου διαβάζεις την ιστορία που πίσω από αυτήν πάντα κρύβεται ένας μονομανής δημιουργός και ένας ανήσυχος καλλιτέχνης, που αντιμετωπίζει τις νέες κρίσεις και συρράξεις του σύγχρονου πολιτισμού με αντικομφορμιστικές φόρμες. Κληρονομώντας το DNA του πατέρα του, είναι ένας πολίτης του κόσμου. Ο Νίκος Μάρος υπήρξε φωτογράφος μόδας σε διεθνή έντυπα. Φωτογράφιζε διάσημα μοντέλα όπως η Λίντα Εβαγγελίστα, μέχρι να στραφεί αποκλειστικά στο χώρο των εικαστικών. Χρησιμοποιεί το φως και τη σκιά όχι κινηματογραφικά, όπως ο πατέρας του, αλλά με εικαστική μορφή. Αυτή την εποχή εργάζεται συστηματικά δημιουργώντας έργα με τεχνολογία νέον για τη νέα του έκθεση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο Λουξεμβούργο, συνεπής στην εικαστική του πορεία.
Στην έκθεσή του στο Μουσείο της Ύδρας, που τόσο αγαπούσε ο πατέρας του, τον Μάιο του 2019 η Νανά Μούσχουρη έγραψε ένα κείμενο αφιερωμένο σε αυτόν: «Αγαπητέ Νίκο... Πριν από χρόνια, νεαρή τραγουδίστρια τότε, είχα την τύχη να γνωρίσω τον πατέρα σου. Τον αγαπούσα και τον θαύμαζα πάντοτε πολύ, μέχρι που κάποια μέρα μετά από χρόνια βρεθήκαμε ξανά και συνεργαστήκαμε με ενθουσιασμό σε ένα show για το BBC της Αγγλίας, έτσι γνώρισα και εσένα και άρχισα να σε θαυμάζω και να αγαπώ και το δικό σου έργο, ένα έργο τελείως διαφορετικό, μοναδικό και αξιοθαύμαστο. Σου εύχομαι καλή επιτυχία στο ταλέντο που κατοικεί μέσα σου και σε εμπνέει να κάνεις αυτό που τόσο πολύ αγαπάς...».
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show