Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Τα Λιπάσματα Δραπετσώνας «στο περιθ[Ο]ριο»
Νίκος Λεοντόπουλος: Η φωτογραφική του έκθεση με τίτλο «στο περιθ[Ο]ριο» στον Εικαστικό Κύκλο ΔΛ και η ιστορία του εργοστασίου ΑΕΕΧΠΛ.
Οι ερειπωμένες εγκαταστάσεις του εργοστασίου των Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα καταγράφηκαν μ' έναν μοναδικό και ιδιαίτερο τρόπο μέσα από τον φακό του Νίκου Λεοντόπουλου και παρουσιάζονται υπό τον τίτλο «Στο περιθ[Ο]ριο» στον Εικαστικό Κύκλο ΔΛ. Ο φωτογράφος ίσως να ήταν και ο τελευταίος που επισκέφθηκε αυτό το μέρος, έναν περίπου μήνα πριν την οριστική απαγόρευση εισόδου στις εγκαταστάσεις.
Όπως αναφέρει, είχε ανέκαθεν μια μανία με τα παλιά και τα εγκαταλελειμμένα κτίρια και έτσι μετά από μια απογευματινή βόλτα στην περιοχή, λίγο πριν τη δύση του ηλίου, εντυπωσιασμένος από το σκηνικό του απόκοσμου, ρημαγμένου τοπίου ένιωσε έντονα την επιθυμία να το φωτογραφίσει.
Όλες οι φωτογραφίες ήταν αρχικά έγχρωμες. Κρατήθηκαν ορισμένα χρωματικά στοιχεία και μετά από πολλά φίλτρα και πολύωρη επεξεργασία η καθεμία απέκτησε αυτονομία και αναγλυφικότητα, με την αίσθηση της φθοράς να κυριαρχεί και την ωμή πραγματικότητα να παρουσιάζεται με λακωνική σαφήνεια, πειστικότητα και ειλικρίνεια − χαρακτηριστικά που καθηλώνουν το βλέμμα και συγκινούν.
Με τον αμείλικτο ρεαλισμό του φωτογραφικού φακού «αιχμαλωτίσθηκαν» κατεστραμμένοι χώροι που παλιά έσφυζαν από κίνηση και ζωή, αποτυπώματα και απολιθώματα μηχανών, σκουριασμένοι σωλήνες και αντλίες, ετοιμόρροπες σκάλες και σπασμένα παράθυρα, μισογκρεμισμένοι, σάπιοι τοίχοι και άλλοι με γκράφιτι καθώς και η καμινάδα του υαλουργείου − σήμα κατατεθέν μιας μονάδας με πρωταγωνιστικό, για πολλά χρόνια, ρόλο στην ιστορία της ελληνικής βιομηχανίας.
Όλες οι φωτογραφίες αποτελούν πλέον ντοκουμέντα αφού καταφέρνουν να περισώσουν −έστω σαν εικόνα− πράγματα που αφανίζονται μια και ό,τι έχει απομείνει από τα κτίσματα αυτά βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης και ο χρόνος ανέλαβε πια την ολοκληρωτική καταστροφή τους, λόγω του ότι δεν επιτρέπεται η κατεδάφισή τους.
«Ο χώρος είναι εκπληκτικός. Στο εξωτερικό θα τον είχαν αναδείξει και όλα αυτά τα κτίσματα θα είχα κηρυχθεί διατηρητέα και θα αποτελούσαν μνημεία της βιομηχανικής κληρονομιάς. Εδώ, δεν τα γκρεμίζουν μεν αλλά τα αφήνουν στο έλεός τους για να πέσουν, κάποια στιγμή, μόνα τους», μας λέει ο Νίκος και οι φωτογραφίες του κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν ως ένας οπτικός λόγος διαμαρτυρίας για τον τρόπο που αντιμετωπίζεται αυτός ο συγκεκριμένος χώρος με το τόσο βαρύ όνομα στην πλάτη του, ο οποίος, εκτός των άλλων, σημάδεψε την ταυτότητα της πόλης του Πειραιά.
Το κείμενο του καταλόγου, που συνοδεύει την έκθεση, υπογράφει η Ιστορικός Τέχνης κα Ίρις Κρητικού.
Info
Νίκος Λεοντόπουλος, «στο περιθ[Ο]ριο»
Διάρκεια: Ως 28 Ιανουαρίου 2023
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 11:00 - 20:00 | Τετάρτη, Σάββατο 11:00 - 16:00
Τοποθεσία: Εικαστικός Κύκλος ΔΛ, Ακαδημίας 6, Αθήνα
Λίγα λόγια για το εργοστάσιο της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (ΑΕΕΧΠΛ)
Η εταιρεία, γνωστή και ως Λιπάσματα Δραπετσώνας, ιδρύθηκε το 1909 από ομάδα κεφαλαιούχων επιστημόνων (χημικοί, γεωπόνοι και μηχανικοί), αποφοίτων κυρίως του Πολυτεχνείου της Ζυρίχης), με επικεφαλής τον Ν. Κανελλόπουλο (1864-1936) και τις τράπεζες Εθνική, Τράπεζα Αθηνών και Τράπεζα Ανατολής να συμμετέχουν –πράγμα που σπανίως συμβαίνει− στη συγκρότηση του εταιρικού κεφαλαίου, κατά 25%.
Το εργοστάσιο κτίστηκε στην Ηετίωνα Ακτή, στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά, στην περιοχή του κάβου Κράκαρη, σε μία έκταση 245 στρεμμάτων και για πολλές δεκαετίες αποτελούσε το μεγαλύτερο βιομηχανικό συγκρότημα του Πειραιά και της Αθήνας, διατηρώντας για δεκαετίες τον μονοπωλιακό έλεγχο της εγχώριας αγοράς.
Άρχισε να λειτουργεί το 1911, στελεχωμένο από επιστήμονες και ειδικευμένους τεχνικούς, με σκοπό την παραγωγή και εμπορία οξέων, λιπασμάτων και εν γένει χημικών προϊόντων. Διέθετε 109 μονάδες δομημένης επιφάνειας που κάλυπταν περίπου 147.000τ.μ. Το 1914, στις εγκαταστάσεις προστέθηκε υαλουργείο για την κατασκευή «δαμιζάνων» συσκευασίας των οξέων, με στόχο την καθετοποίηση της παραγωγής αλλά αργότερα οι εργασίες επεκτάθηκαν στην παραγωγή υαλοπινάκων, φιαλών κονιάκ και άλλων ειδών λευκών γυαλιών για οικιακή χρήση. Το 1920 το υαλουργείο του εργοστασίου κατείχε την 3η ή 4η θέση στον κόσμο. Για την δε φόρτωση και εκφόρτωση των ατμόπλοιων κατασκευάστηκε προβλήτα και σιδηροδρομική γραμμή.
Στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου, πάνω από τον όρμο των Σφαγείων, την περίοδο 1913-1918, κατόπιν εισήγησης του μετόχου Λεόντιου Οικονομίδη, αναπτύχθηκε ένας οργανωμένος συνοικισμός, τα «Οικήματα», για το εξειδικευμένο προσωπικό (μηχανικών, χημικών, γεωπόνων και άλλων επιστημονικών ειδικοτήτων) με κατοικίες −υψηλών, για την εποχή, προδιαγραφών−, σχολείο, εστιατόριο και γήπεδο. Ο συνοικισμός, λειτούργησε ως μέσο προσέλκυσης και συγκράτησης του ειδικευμένου εργατικού δυναμικού. Κατεδαφίστηκε σταδιακά τη δεκαετία του '60.
Λόγω του ότι το λιμάνι του Πειραιά αποτελούσε το κύριο λιμάνι εισόδου των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, με τις αφίξεις να ξεπερνούν τις 40.000 μέσα σ’ έναν μήνα (Αύγουστος '22 - Σεπτέμβριος '22), πολλοί αναζήτησαν και βρήκαν δουλειά στο εργοστάσιο λιπασμάτων. Εγκαταστάθηκαν σε αυτοσχέδια, κυρίως, παραπήγματα στην περιοχή, συμβάλλοντας έτσι στη μεγάλη οικιστική ανάπτυξη του συνοικισμού της Δραπετσώνας, με τις συνθήκες ζωής να είναι μακράν των ιδανικών και τα προβλήματα της καθημερινότητας τεράστια − έλλειψη νερού, ηλεκτρικού ρεύματος, απουσία αποχέτευσης, κοινά αποχωρητήρια κ.ά.
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η εταιρεία αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα λόγω της μειωμένης ζήτησης, της έλλειψης πρώτων υλών και καυσίμων, της υπερτίμησης των προϊόντων, της αύξησης των ναύλων. Αμέσως όμως μετά τη λήξη του πολέμου πέρασε σε μια νέα φάση ανάπτυξης, με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, δραστηριοποίηση σε εξορυκτικές δραστηριότητες, έναρξη λειτουργίας του υαλουργείου με Γερμανούς και Ιταλούς φυσητές, επενδύσεις σε αγορά ή μίσθωση μεταλλείων, εξασφαλίζοντας έτσι την αυτονομία σε καύσιμα και πρώτες ύλες. Τα επίπεδα της παραγωγής ξεπέρασαν κατά πολύ εκείνα της προπολεμικής περιόδου και στον Τύπο δημοσιεύονταν συνεχώς εγκωμιαστικά σχόλια για την επιχείρηση, η οποία το 1934 απασχολούσε περίπου 4.000 άτομα.
Παρ' όλα αυτά, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, οι συνθήκες εργασίας ήταν σκληρές και οι καταγγελίες, οι διαμαρτυρίες, οι απεργιακές κινητοποιήσεις των εργατών και οι συγκρούσεις με τη διοίκηση, συνεχείς. Όμως, υπήρχαν και αντίστοιχα δημοσιεύματα, κυρίως οικονομικού και τεχνικού τύπου, που εκθείαζαν τις νεωτερικές παροχές της εταιρείας προς τους εργαζόμενους (στέγη, συσσίτιο, περίθαλψη και ψυχαγωγία) προτρέποντας και άλλους βιομηχάνους να τη μιμηθούν.
Ένα πρόβλημα που εντάθηκε με την πάροδο των χρόνων ήταν η επιβάρυνση του περιβάλλοντος καθώς επίσης και οι αναθυμιάσεις που δημιουργούσαν μία αποπνικτική ατμόσφαιρα, υποβαθμίζοντας ακόμη περισσότερο την ποιότητα ζωής των εργαζομένων και των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής.
Η εταιρεία απολάμβανε ευνοϊκή αλλά σκανδαλώδη, όπως χαρακτηριζόταν, υποστήριξη του κράτους και των τραπεζών. Το ελληνικό δημόσιο της πρόσφερε δασμολογική προστασία μια και οι στρατηγικές της για τη μονοπώληση της αγοράς επηρέαζαν άμεσα την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής (μέσω της χρήσης χημικών λιπασμάτων).
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η παραγωγή μειώθηκε, πολλά προϊόντα δεσμεύθηκαν από τις δυνάμεις της Κατοχής ενώ βομβαρδισμοί προκάλεσαν ζημιές πολλών χιλιάδων δραχμών στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου, με αποτέλεσμα το τέλος του πολέμου να βρει την εταιρεία με υποτυπώδη ρευστότητα και σε κατάσταση οικονομικής δυσπραγίας.
Μεταπολεμικά άρχισε μια καινούργια εποχή. Με νέα σύνθεση στη διοίκηση και Διευθύνοντα Σύμβουλο τον επιχειρηματία Πρόδομο Μποδοσάκη-Αθανασιάδη (ο οποίος είχε την πλειονότητα των μετοχών του κληρονόμου του Ν. Κανελλόπουλου) και με τα δάνεια από την αμερικανική βοήθεια, μέσω του σχεδίου Μάρσαλ, η εταιρεία προχώρησε σε τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και επέκταση των εγκαταστάσεών της καθώς επίσης και των δραστηριοτήτων της στους τομείς των μεταλλείων και μεταλλευμάτων.
Για αρκετά χρόνια η εταιρεία έχει ανοδική πορεία. Συνάπτονται συμφωνίες διεθνών συνεργασιών (π.χ. Pechiney St.Gobain), γίνονται συνεχείς βελτιώσεις για την άριστη ποιότητα και ποσότητα στην παραγωγή, επιτυγχάνονται μεγάλες εξαγωγές υαλοπινάκων στις ΗΠΑ, κατασκευάζονται και λειτουργούν νέες μονάδες παραγωγής προϊόντων, ανανεώνεται και εκσυγχρονίζεται συνεχώς ο μηχανολογικός εξοπλισμός (κλίβανοι, δεξαμενές κ.ά.), κατασκευάζεται ο ταινιόδρομος μόλου Σφαγείων και το οδικό δίκτυο όλου του εργοστασίου, καθώς επίσης και η καπνοδόχος του υαλουργείου από οπλισμένο σκυρόδεμα. Επίσης, γίνονται μελέτες και εντατικές εργασίες για την προστασία του περιβάλλοντος.
Από τα τέλη της δεκαετίας του '70 άρχισαν να εμφανίζονται τα προβλήματα, απόρροια της ενεργειακής κρίσης, της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης, του πληθωρισμού, του διεθνή ανταγωνισμού, τα οποία επηρέασαν άμεσα τις χρήσεις και τον κύκλο εργασιών της εταιρείας, ενώ τα μέτρα που έλαβαν οι ελληνικές κυβερνήσεις για τη γενικότερη στήριξη της βιομηχανίας δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Η αρχή του τέλους ξεκίνησε το 1992. Η εταιρεία μπήκε σε διαδικασία εκκαθάρισης, εξαγοράστηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και πέρασε στην ιδιοκτησία της ιδρυθείσας θυγατρικής της διαχειρίστριας, με την επωνυμία «Πρότυπος Κτηµατική και Τουριστική - Λιπάσματα Δραπετσώνας Α.Ε.».
Τότε άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα της ολοκληρωτικής καταστροφής του βιομηχανικού συγκροτήματος, με σκοπό την ανάπλαση του παραλιακού μετώπου και την τουριστική αξιοποίηση και εκμετάλλευση του οικοπέδου, αδιαφορώντας παντελώς για την ιστορικότητα του χώρου, την αρχιτεκτονική αξία των κτιρίων και τη μοναδικότητα της τεχνικής του μηχανολογικού εξοπλισμού.
Δυστυχώς, όλες οι μακρόχρονες και συστηματικές προσπάθειες των 400 εναπομεινάντων εργαζομένων, οι εισηγήσεις στελεχών του ΥΠΕΧΩΔΕ και διαφόρων φορέων και αρμόδιων Εφορειών απέβησαν μάταιες και η έγκριση για την κατεδάφιση δόθηκε. Το εργοστάσιο έκλεισε οριστικά το 1999 και τον Αύγουστο του 2003 τα Λιπάσματα ισοπεδώθηκαν και ο εξοπλισμός εκποιήθηκε ως «σκραπ». Σήμερα, από τις 109 μονάδες σώζονται το υαλουργείο (χωρίς τον εξοπλισμό του) με την καμινάδα, μία αποθήκη, ο ηλεκτρικός σταθμός, το κτίριο του Ινστιτούτου «Νικόλαος Κανελλόπουλος» και ο ταινιόδρομος της προβλήτας Κράκαρη.
«Σκοτώνουν τ' άλογα όταν γεράσουν», έγραψε ο συγγραφέας Οράτιος Μακ Κόι αναφερόμενος, με το μυθιστόρημά του, στο κραχ του 1929. «Γκρεμίζουν τα κτίρια όταν γεράσουν», λέει ο φωτογράφος Νίκος Διαμαντόπουλος αναφερόμενος στα κτίρια των Λιπασμάτων − τη μνήμη των οποίων κανείς δεν σεβάστηκε.
Βιβλιογραφία
- Κυραμαργιού Ελένη, «Δραπετσώνα 1922-1967, Ένας κόσμος στην άκρη του κόσμου», Εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.). Ινστιτούτο Νοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 2019.
- Μαϊστρου Ελένη, Δήμητρα Μαυροκορδάτου, Μαχαίρας Γιώργος, Μπελαβίλας Νίκος, Παπαστεφανάκη Λήδα, Πολύζος Γιάννης, «ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΧΗΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ & ΛΙΠΑΣΜΑΤΩΝ (1909-1993). ΛΙΠΑΣΜΑΤΑ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ», Εκδ. Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2007.
- Μούργου Αλεξάνδρα, Παναγοπούλου Καλλιρόη, Σμυρνή Τόνια, «Δραπετσώνα, η συγκρότηση μίας εργατικής-προσφυγικής γειτονιάς». Εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 2017.
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος