Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Tod Papageorge: Ο φωτογράφος της Ακρόπολης της δεκαετίας του ’80
Tα καλοκαίρια του 1983 και 1984, ο Αμερικανός φωτογράφος Tod Papageorge, με ρίζες από τη γη της Μεσσηνίας, «αιχμαλώτιζε» φωτογραφικά, όπως κανείς άλλος, την Ακρόπολη και τους επισκέπτες του Ιερού Βράχου. Καθηγητής φωτογραφίας στο Yale University School of Art εκείνη την εποχή, για δύο καλοκαίρια ανηφόριζε κάθε μέρα, σαν ένα είδος τελετουργικού, στην Ακρόπολη, όπου έστηνε τον φωτογραφικό του φακό και απαθανάτιζε μοναδικές στιγμές. Οι νεαροί τουρίστες με τα σανδάλια και τα καλοκαιρινά τους ρούχα, βαριεστημένοι και κουρασμένοι κάποιες στιγμές μπροστά στον Παρθενώνα, δεν φαίνονται ξένοι στο κάδρο. Ίσως οι αντίστοιχοι νέοι της Αρχαίας Αθήνας να στέκονταν στις ίδιες πέτρες με τους νεαρούς τουρίστες του τότε και του σήμερα. Οι φωτογραφίες του Tod Papageorge διέπονται από νοσταλγία, ερωτισμό και αισθησιασμό, είναι ίσως η πιο ιδιαίτερη και μαγευτική αποτύπωση της Ακρόπολης και των επισκεπτών της. Μπορούμε να τις βρούμε όλες στο βιβλίο «On The Acropolis», που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς από τις εκδόσεις Stanley/Barker.
Ο Tod Papageorge γεννήθηκε το 1940 στο Πόρτσμουθ του Νιου Χαμσάιρ των ΗΠΑ και από τα πρώτα του χρόνια έδειξε ενδιαφέρον στην τέχνη της φωτογραφίας. Η άφιξή του στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του ’60 ήταν αυτή που «άνοιξε τα φτερά» του νεαρού τότε Tod Papageorge, δίνοντάς του την ευκαιρία να ανακαλύψει τη street φωτογραφία και τους ανθρώπους της μητρόπολης. Με σημαντικές υποτροφίες από το Ίδρυμα Γκούγκενχαϊμ και το National Endowment for the Arts (NEA) τη δεκαετία του ’70 για την εξαιρετική δημιουργική ικανότητα στις τέχνες, με τις φωτογραφίες του να βρίσκονται στις συλλογές των Museum of Modern Art (MoMA) και Art Institute of Chicago, μεταξύ άλλων, η δουλειά του Tod Papageorge θεωρείται από πολλούς πρωτοπόρα, αν και ποτέ δεν γνώρισε την επιτυχία που του αναλογούσε. Ίσως δεν την αναζητούσε ποτέ.
Από το 1979 έως το 2003 διεύθυνε το τμήμα αποφοίτων Φωτογραφίας του Yale University School of Art, μεταδίδοντας την αγάπη του και τα μυστικά της φωτογραφίας σε διάσημους φωτογράφους όπως οι Philip-Lorca diCorcia, Lois Conner, Abelardo Morell, Susan Lipper, Gregory Crewdson, An-My Le, Anna Gaskell, Steve Giovinco και Katy Grannan. Τα πρώτα βιβλία με φωτογραφίες του Tod Papageorge («Studio 54», «American Sports, 1970: or how We Spent the War in Vietnam», «Passing Through Eden: Photographs of Central Park» κ.ά.) κυκλοφόρησαν μόλις πριν λίγα χρόνια, ίσως άργησαν κάποιες δεκαετίες αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Οι φωτογραφίες μέσα από το θρυλικό κλαμπ Studio 54 της Νέας Υόρκης στα τέλη της δεκαετίας του ’70, με θαμώνες τους Άντι Γουόρχολ, Γκρέις Τζόουνς και Μπιάνκα Τζάγκερ, μεταξύ άλλων από την A-List των σελέμπριτι της εποχής, είναι ιστορικό τεκμήριο μιας ξέφρενης εποχής που ίσως δεν επιστρέψει ξανά.
Μιλήσαμε με τον Tod Papageorge για τη ζωή και την καριέρα του, τις φωτογραφίες από το Studio 54, την Αθήνα και την Ακρόπολη.
Πώς βιώνετε τη νέα καθημερινότητα εν μέσω πανδημίας και καραντίνας;
Είμαι τυχερός που ζω σε μία ήσυχη γειτονιά που μπορώ να περπατάω χωρίς να ανησυχώ πώς να αποφεύγω τους ανθρώπους που δεν ακολουθούν το «social distancing». Υποθέτω αυτό είναι ένα πλεονέκτημα να είσαι μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας. Οι γείτονες εδώ γενικά σέβονται τους άλλους και είναι πολύ καλά ενημερωμένοι πώς πρέπει να πράξουν για να βοηθήσουν τον εαυτό τους και πώς να επιβιώσουμε σε αυτή την πανδημία. Το σπίτι μου είναι στο Νιου Χέιβεν, εκεί που βρίσκεται το πανεπιστήμιο Yale στο οποίο δίδαξα για 35 συναπτά έτη. Πιο συγκεκριμένα, όμως, με βρίσκω να «χάνω» τον εαυτό μου στο μοντάζ και την επιμέλεια βιβλίων με φωτογραφίες από το αρχείο μου. Αυτό απαιτεί πολλή σκέψη και χρόνο, βρίσκομαι ήδη σε μία μικρή καραντίνα. Μιλώντας για την καραντίνα, μπράβο στην Ελλάδα για τη μοναδική και άξια αντίδραση στο θέμα του Covid-19.
Βρίσκετε ενδιαφέρον σε φωτογραφίες με άδειους δρόμους και πόλεις τώρα στην πανδημία ή ο άνθρωπος είναι το κύριο ενδιαφέρον;
Το Νιου Χέιβεν δεν είναι κάποια μεγάλη πόλη που θα περίμενες να είναι καλό θέμα για το είδος της φωτογραφίας που με ρωτάτε, αλλά πρέπει να ομολογήσω πως δεν βρήκα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις πρόσφατες φωτογραφίες της Νέας Υόρκης εν μέσω πανδημίας. Ίσως γιατί φαίνονται τόσο «καθαρές», σαν να τις αφορά μόνο το κενό και το άδειο. O φωτογράφος Atget, για παράδειγμα, φωτογράφισε το άδειο Παρίσι που φαίνεται πως αντηχούσε με τα φαντάσματα, δεν βλέπω αυτή την απήχηση και τη βαθύτερη σημασία στις τωρινές φωτογραφίες της Νέας Υόρκης. Ίσως γιατί τα φαντάσματα του σήμερα είναι πιο αληθινά και παρόντα, υποφέρουν στα δωμάτια των επειγόντων.
Κάτι έχετε διακρίνει πάντως, όταν με ρωτάτε για τη σπουδαιότητα των ανθρώπων στη δουλειά μου: Είναι καίριας σημασίας, αν και θα σας εκπλήξει να ακούσετε πως έχω δύο νέες δουλειές, η μία προέκυψε από μια βόλτα στη φύση κοντά στο σπίτι μου και η άλλη από μία διαδρομή με τρένο προς και από τη Νέα Υόρκη – καμία από τις δύο δεν στόχευε στους ανθρώπους που κινούνται στις φωτογραφίες μου. Έτυχε να βρίσκονται στο κάδρο.
Πώς θυμάστε τον χρόνο σας στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και τι σας οδήγησε να βγάλετε αυτές τις φωτογραφίες στην Ακρόπολη;
Επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Ακρόπολη ένα απόγευμα του 1979, μία μικρή εισαγωγή ήταν, αλλά αρκετή για να με κάνει να επιστρέψω και να τη φωτογραφίσω. Κάποια χρόνια αργότερα, ένας γνωστός μου με ρώτησε σε ένα πάρτι τι στον κόσμο θα ήθελα να φωτογραφίσω αν είχα τα χρήματα να το κάνω. Χωρίς σκέψη απάντησα «την Ακρόπολη» και, ως εκ θαύματος, μερικές βδομάδες αργότερα βρήκε την κατάλληλη χρηματοδότηση, μέσα από έναν CEO φίλο του, για να μείνω για έναν ολόκληρο μήνα τα καλοκαίρια του 1983 και 1984 στο ξενοδοχείο Divani Zafolia. Μέσα σε δέκα λεπτά περπατώντας περνούσα τα Προπύλαια και πλησίαζα στον Παρθενώνα.
Το μόνο που έκανα αυτούς τους δύο μήνες ήταν αυτός ο περίπατος, συνήθως δύο φορές την ημέρα, μετά το πρωινό και μετά το γεύμα –συνήθιζα να τρώω σε ένα εστιατόριο για χορτοφάγους σε ένα κατηφορικό δρομάκι στην Πλάκα–, όλη μέρα φωτογράφιζα. Δεν μπορώ να πω πως σχημάτισα κάποια ιδιαίτερη αίσθηση για το πώς ήταν η Αθήνα ή η Ελλάδα τότε. Πρέπει να επισκέφτηκα και το Αρχαιολογικό Μουσείο, αλλά και για αυτό δεν είμαι σίγουρος. Αν και έχω φωτογραφίες από εκεί κατά τη διάρκεια ενός μεταγενέστερου ταξιδιού, δεν έχω καμία από την περίοδο της δεκαετίας του ’80.
Αλλά, πιο συγκεκριμένα, ήταν και μία φυσική αίσθηση που με μαγνήτιζε, μου άρεσε η πρόκληση να δουλέψω σε ένα χώρο του μεγέθους μερικών γηπέδων ποδοσφαίρου, ένα χώρο που οπτικά αποτελείτο από λευκό βράχο και μόνο. Μόνο που πάνω στον βράχο υπήρχαν τα «γυμνά κόκκαλα» τριών εντυπωσιακών ναών.
Τότε, έβαλα τον εαυτό μου και σε μια άλλη δοκιμασία, χρησιμοποιώντας μία σχετικά βαριά και άβολη μηχανή μεσαίου φορμάτ. Mια κάμερα που ήλπιζα πως θα «αιχμαλωτίσει» τη σκληρή ομορφιά του λαμπερού αττικού φωτός και όχι μία Leica με καλή απόκριση που να μπορώ να μανουβράρω. Έχω περάσει τα είκοσι πρώτα χρόνια της καριέρας μου μαθαίνοντας να χρησιμοποιώ άριστα μια Leica.
Νεαροί τουρίστες από όλο τον κόσμο που επισκέπτονται στην αρχαία Ακρόπολη... Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε την προσοχή;
Μελέτησα λογοτεχνία και έγραψα ποίηση στο κολέγιο, και ο τρόπος με τον οποίο καταλαβαίνω τα πράγματα είναι από την οπτική αυτού που «διαβάζει» τον φυσικό κόσμο ως εμβληματικό, γεμάτο νόημα, ένα νόημα που η κάμερα, αν χρησιμοποιηθεί σοφά, μπορεί να «αποτυπώσει». Μπορείς να πεις πως οι άνθρωποι, νέοι ή μεγαλύτεροι, που είναι στις φωτογραφίες μου –και μόνο εκεί– παίζουν μεγαλύτερο και πιο σημαντικό ρόλο από αυτόν ενός τουρίστα στην Ακρόπολη. Ο δρόμος τους μέχρι ψηλά στον Παρθενώνα αντηχεί την ίδια πορεία που ακολουθούσαν οι αρχαίοι Αθηναίοι. Αλλά, κυρίως, οι κινήσεις τους, οι πράξεις τους, ακόμα τα απλά καλοκαιρινά ρούχα που φοράνε, έφερναν μπροστά στα μάτια μου τις ιστορίες και τους μύθους που διαμόρφωσαν τη βάση της δυτικής παράδοσης και κουλτούρας. Δεν λέω πως κάποιοι που θα δουν τις φωτογραφίες μου θα βρουν ίδια νοήματα σε αυτές, αλλά αυτός είναι ο δικός μου λόγος που τράβηξα αυτές τις φωτογραφίες.
Γιατί πέρασαν σχεδόν 40 χρόνια για την κυκλοφορία του βιβλίου για την Ακρόπολη; Δεν ξέρω αν χρησιμοποιώ τη σωστή λέξη αλλά φαίνεται πως η Ελλάδα είναι ξανά στη «μόδα», ίσως και η κατάλληλη στιγμή για το βιβλίο; Επισκέπτεστε την Ελλάδα συχνά;
Πολλές από αυτές τις φωτογραφίες είχαν εκτεθεί στην γκαλερί Xippas το 2008 στην Αθήνα. Είχα επίσης επισκεφτεί το Athens Photo Festival σαν guest καλλιτέχνης, συνδυάζοντάς το με την έκθεση. Η δουλειά, τουλάχιστον ένα μέρος της, ήταν γνωστή στην Ελλάδα πολύ πριν την έκδοση του βιβλίου μου πέρσι. Τώρα, γιατί πήρε τόσο καιρό να βρω εκδότη, ξανά, ποιος ξέρει; Σε αυτή την περίπτωση, ο εκδοτικός οίκος STANLEY/BARKER ήταν αυτός που μου το πρότεινε, όχι εγώ.
Ήσασταν θαμώνας του Studio 54; Πώς βρήκατε την ευκαιρία να φωτογραφίσετε τα πάρτι του θρυλικού κλαμπ;
Όχι, δεν ήμουν θαμώνας του Studio 54 και δεν με ενδιέφερε καθόλου να είμαι. Όπως συνέβη, όμως, η γυναίκα με την οποία ήμουν μαζί τότε ήταν φωτογράφος σελέμπριτι και την «πήγαιναν» οι ιδιοκτήτες του κλαμπ, με άφηναν και εμένα να μπαινοβγαίνω όποτε ήθελα. Αν και μου άρεσε να φωτογραφίζω εκεί, δεν εκμεταλλεύτηκα το πλεονέκτημα που μου δόθηκε και έτσι δούλεψα εκεί μόνο κάποιες λίγες φορές.
«ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΟΜΟΡΦΙΑ, ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΕΝΤΑΣΗ, ΧΑΡΑ, ΟΛΑ ΑΥΤΑ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΞΕΧΩΡΙΣΤΕΣ ΜΟΡΦΕΣ»
Δύσκολη δουλειά να φωτογραφίζει κανείς σε ένα τέτοιο μέρος; Τι προσπαθούσατε να αποτυπώσετε μέσα από τις συγκεκριμένες φωτογραφίες;
Ήταν δύσκολο να δουλεύεις εκεί γιατί, συγχρόνως, υπήρχαν και πολλοί άλλοι φωτογράφοι και ακόμα περισσότεροι άνθρωποι που πάρταραν, έσπρωχναν, δυσκολευόμασταν να δούμε καθαρά. Και, όπως στην Ακρόπολη, χρησιμοποιούσα μία μεσαίου φορμάτ κάμερα που ήταν ογκώδης και μου επέτρεπε μόνο οκτώ λήψεις μέχρι να σταματήσω και να βάλω νέο φιλμ. Προσπάθησα να αποτυπώσω και να «αιχμαλωτίσω» ό,τι ακριβώς βλέπετε. Τα πάντα βρίσκονται στις φωτογραφίες: ομορφιά, ενέργεια, ένταση, χαρά, όλα αυτά, μαζί με κάποιες ιδιαίτερες ξεχωριστές μορφές.
Τι συμβόλιζε το Studio 54 εκείνη την εποχή και τι συμβολίζει σήμερα;
Εκείνη την εποχή ήταν το κέντρο του κόσμου για όλους τους χορευτές, αυτούς που έπαιρναν ναρκωτικά και τους εκστασιασμένους της νυχτερινής ζωής της Νέας Υόρκης που δεν ήθελαν κάτι παραπάνω από το να είναι εκεί και πουθενά αλλού, από τα μεσάνυχτα μέχρι το πρωί. Σήμερα, το Studio 54 μπορεί να θεωρηθεί ως η τελευταία φρενήρης ανάσα αυτού του νυχτερινού κόσμου, λίγο πριν συγκρουστεί και απορροφηθεί σε μια εξαντλητική πορεία προς τον εφιάλτη του AIDS.
Γιατί επιλέξατε άσπρο και μαύρο ως κύριο μέσο έκφρασης; Ήταν η δουλειά του Cartier-Bresson μεγάλη επιρροή;
Φωτογράφιζα με Kodachrome φιλμ για λίγο αφού μετακόμισα στο Μανχάταν στα τέλη του 1965, ένα σύνολο δουλειάς που συγκρότησε το βιβλίο «Dr. Blankman’s New York» που εκδόθηκε το 2018 από τον οίκο Steidl. Από τότε, δεν χρησιμοποίησα χρώμα ξανά, ούτε καν το σκέφτηκα σαν εκφραστικό μέσο, μέχρι που αγόρασα μία ψηφιακή Leica το 2009, πολύ αργότερα από τις φωτογραφίες στην Ακρόπολη. Ναι, το ασπρόμαυρο φιλμ και ο Cartier-Bresson ήταν στο επίκεντρο της δικής μου ιδέας για τη φωτογραφία και του να είμαι φωτογράφος ο ίδιος για τόσο μεγάλο διάστημα. Πρέπει επίσης να συμπληρώσω πως βλέποντας τη σπουδαία έκθεση του Brassai στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης το 1968, με έπεισε πως, μια μέρα, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να χρησιμοποιήσω και εγώ μία κάμερα μεσαίου φορμάτ. Η αισθαντικότητα της εικόνας και της έκφρασης ένιωσα πως ήταν μία νέα τάξη πραγμάτων, κάτι που ήμουν έτοιμος να «αγκαλιάσω».
Έχετε δει τη Νέα Υόρκη και το Central Park να αλλάζουν με τα χρόνια και από την εποχή του βιβλίου «Passing Through Eden»;
Δεν έχω φωτογραφίσει στο Central Park από το 1993, από τότε δηλαδή που μετακόμισα στο Νιου Χέιβεν από το Μανχάταν. Είχε αλλάξει και από πριν βέβαια, αντανακλώντας την ίδια τη φύση αλλαγής και μετάλλαξης της πόλης. Η Νέα Υόρκη στα τέλη του ’70, όταν ξεκίνησα το park project, ήταν ένα «απελπισμένο», αποδιοργανωμένο μέρος, επικίνδυνο το βράδυ και χαοτικό το πρωί, το γρασίδι στο Central Park δεν κοβόταν για πολλά καλοκαίρια, οι συνθήκες κάπως βελτιώθηκαν από τότε που έφυγα. Από το 1993 και έκτοτε, το Central Park έχει μεταμορφωθεί σε έναν τόπο μεσοαστικής «ευδαιμονίας», με πολλούς φράχτες, όμορφα κουρεμένες εκτάσεις πρασίνου, αλλά εγώ έχω και μία αίσθηση πως είναι λιγότερο ενδιαφέρον από ό,τι ήταν. Πάντοτε όμως αποτελεί ένα αξιοσημείωτο έργο των αρχικών σχεδιαστών του, Vaux και Olmsted.
Κάποια αξιοσημείωτη στιγμή που έχετε να θυμάστε από την καριέρα σας;
Μία χαρακτηριστική στιγμή που θυμάμαι, πέραν κάποιων φωτογραφίσεων, συνέβη κατά τη διάρκεια της διάσημης και πρωτόγνωρης απεργίας των ταχυδρομείων στη Νέα Υόρκη το 1970, κάτι που απαγορευόταν από τον ομοσπονδιακό νόμο αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους ταχυδρόμους να απεργήσουν. Ήμουν πολύ αγχωμένος εκείνες τις μέρες γιατί είχα κάνει –κάπως αργοπορημένα– αίτηση την προηγούμενη χρονιά για υποτροφία στο Guggenheim, η πιο σημαντική υποτροφία για έναν αμερικανό φωτογράφο τότε. Η απεργία με άφησε μετέωρο, δεν ήξερα αν έλαβα το βραβείο ή όχι. Όλα τα δεδομένα ήταν εναντίον μου: Ήμουν πολύ νέος για τη διάκριση, δεν είχα εκθέσει πολλές φωτογραφίες ακόμα και ήμουν άφραγκος. Η φαντασία υπερίσχυε της λογικής, δεν σκεφτόμουν τίποτα άλλο, ενώ οι μέρες που θα ανακοινώνονταν οι υποτροφίες πλησίασαν και κάποια στιγμή πέρασαν χωρίς κάποιο νέο. Ή και όχι. Όταν βγήκα από το διαμέρισμα εκείνο το απόγευμα, αντανακλαστικά κοίταξα στο γραμματοκιβώτιο. Κανονικά τίποτα δεν θα έπρεπε να υπήρχε εκεί, αλλά πρόσεξα έναν κίτρινο φάκελο πίσω-πίσω. Άνοιξα το κουτί, το θαύμα των θαυμάτων, δεν μπορούσα να το φανταστώ, υπήρχε ένα τηλεγράφημα, το πρώτο που λάμβανα στη ζωή μου. Τα νέα ήταν σπουδαία, πήρα την υποτροφία. Τα καλύτερα νέα που έχω πάρει ποτέ σε απολύτως άμεση σχέση με τη δουλειά μου ως φωτογράφου.
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος