Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
Γιάννης Δανέλης: Ο δικός μου Τζον Κράξτον
Επιμέλεια: Ιωάννα Γκομούζα
Ο Τζον Κράξτον που γνώρισα είχε μια απλότητα και ευθύτητα, δεν μασούσε τα λόγια του, ό,τι ήθελε να σου πει θα σου το έλεγε ξεκάθαρα, αλλά με έναν τρόπο που δεν θα σε προσέβαλλε. Για αυτό τον ξεχωρίζω. Όμως τον αγάπησα ως άνθρωπο γιατί μου είπε προχώρα. Θα σας πω τι εννοώ.
Σπούδαζα οικονομικά με μαθηματικά στο Λονδίνο, το πάθος μου όμως από μικρό παιδί ήταν η ζωγραφική. Το όνειρο γκρεμίστηκε όταν στα 14 διαγνώστηκα με δαλτωνισμό (αχρωματοψία). Θυμάμαι ότι ο γιατρός μού είχε πει χαρακτηριστικά τότε, ως σχήμα λόγου, ότι δεν θα μπορούσα να γίνω ζωγράφος ή πιλότος. Οι γονείς μου επίσης με είχαν αποτρέψει και δεν ήθελαν να γίνω ζωγράφος. Αποφάσισα να μη μείνω στην Ελλάδα, γιατί πίστευα βλακωδώς πως «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της» και πως στο εξωτερικό τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο εύκολα και πως κάτι θα γινόταν – και θα έβρισκα τον τρόπο να ασχοληθώ με την τέχνη.
Στο University of London, όπου σπούδαζα, έχει πολλά κολλέγια στα οποία μπορείς να παρακολουθήσεις ως ακροατής διάφορα μαθήματα, χωρίς να πάρεις πτυχίο, και, μάλιστα, έκρυβα από τους καθηγητές μου ότι είχα αχρωματοψία, γιατί φοβόμουν ότι αν το ανακάλυπταν θα με έδιωχναν. Μετά τη βασική μου εκπαίδευση και λόγω των βαθμών μου στα μαθηματικά με δέχτηκαν με υποτροφία να κάνω μεταπτυχιακό στην πληροφορική. Εκεί πάλι βρήκα τρόπο να συνδέσω τις σπουδές μου με την τέχνη, κάνοντας μοντελοποίηση τις ιδέες που ήθελαν να υλοποιήσουν οι εικαστικοί.
Το 1999 και ενώ συνέχιζα τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ, αναζητούσα την άποψη ζωγράφων για την εικαστική μου δουλειά ώστε να δω αν έχει νόημα να συνεχίσω. Μας είχαν πει στη σχολή ότι «σε θέματα που αφορούν τη δουλειά σας» θα πρέπει να ζητάμε τη γνώμη των ειδικών, οπότε μπήκα σε αυτή τη διαδικασία. Είχα στείλει επιστολές σε 4-5 καλλιτέχνες. Δυο-τρεις μου απάντησαν. Ένας από αυτούς ήταν ο Τζον Κράξτον.
Του έγραψα, λοιπόν, με τρομερή νεανική άγνοια κινδύνου: «Θέλω πάρα πολύ να έρθω στο εργαστήριό σας, αν ζωγραφίζετε ακόμη, γιατί σας θαυμάζω πολύ». Όταν του έστειλα την πρώτη φορά, δεν ήξερα καν τι ηλικία είχε. Δεν ήξερα τίποτα σχεδόν για κείνον. Το μόνο που υποψιαζόμουν ήταν ότι μάλλον πρόκειται για κάποιον Άγγλο, ελληνικής καταγωγής που ζωγραφίζει ελληνικά θέματα. Επίσης, περίμενα σαν να μου το χρωστούσε η ζωή ότι εκείνος όφειλε και έπρεπε να με δεχτεί σε ακρόαση. Νεανικό θράσος που από τη μια απορώ με τον εαυτό μου πώς το έκανα, από την άλλη χαίρομαι, γιατί έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω έναν υπέροχο άνθρωπο. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά πίστευα σε μια αλάνθαστη διαίσθηση πως θα ενθουσιαζόταν με τη δουλειά και το ταλέντο μου, πράγμα που –φυσικά– και δεν έγινε. Τώρα που καταλαβαίνω τι μου έλεγε τον καιρό εκείνο, τον ευχαριστώ για το τόσο λίγο, αλλά τόσο ουσιαστικό ενδιαφέρον που μου έδειξε. Σοφός, έξυπνος, καλλιεργημένος και εγώ τότε ανόητος, παρορμητικός και αδαής. Θυμάμαι μου είχε πει στην πρώτη μας συνάντηση: «Φαίνεται να έχεις ταλέντο αλλά η δουλειά που έχεις να κάνεις απλώνεται σαν θάλασσα και πώς θα την περάσεις; Θα αντέξεις να βγεις στη στεριά χαρούμενος και ικανοποιημένος;». Ναι του είπα εγώ βιαστικά, γύρισε με κοίταξε και χαμογέλασε. Εκείνο το βλέμμα κουβαλάω από τον Τζον και πορεύομαι σήμερα για να φτάσω απέναντι χαρούμενος και ικανοποιημένος!
Πιστεύω ότι μπορεί να μου απάντησε επειδή ήμουν Έλληνας. Αλληλογραφούσαμε σχεδόν από το 2005, ενώ ταξίδευα μεταξύ Λονδίνου και Ελλάδας. Φυσικά, του έστελνα φωτογραφίες των έργων μου, κήπους με πουλιά και άλλα τέτοια, και άλλοτε μου απαντούσε άλλοτε πάλι όχι. Δεν ενθουσιαζόταν, αλλά ούτε και με απέρριπτε. Στην αλληλογραφία μας είχε τη συνήθεια να μου στέλνει και δικές του κάρτες –τυπωμένες βέβαια, όχι τις χειροποίητες που ζωγράφιζε νεότερος και έστελνε σε φίλους– κι έτσι έχω αφιερώσεις του με τρεμάμενη γραφή στα ελληνικά που λένε «Στον φίλο μου Γιάννη».
Πραγματικά τον γνώρισα, την άνοιξη του 2006, όταν πήγα να τον δω στο σπίτι του στο Hampstead. Φοβόμουν λίγο γιατί δεν ήξερα τι θα συναντήσω. Στα γράμματα, άλλωστε, δεν ήταν ξεκάθαρο ούτε μπορούσα να καταλάβω αν όντως του άρεσε η δουλειά μου ή όχι. Στην πρώτη μας συνάντηση ήμουν κάπως τρομαγμένος. Δεν είχα πάει ποτέ ξανά σε αυτό το προάστιο του Λονδίνου που είναι καταπράσινο, με μεγάλα σπίτια. Βρίσκω τον δρόμο, χτυπάω το κουδούνι, δεν είμαι καν σίγουρος αν αυτό είναι το σωστό σπίτι και μου ανοίγει ο οικονόμος. Με αφήνει να περιμένω στον κάτω όροφο του σπιτιού, σε ένα χώρο σαν αίθουσα ακροάσεων. Ο Κράξτον προερχόταν από μια οικογένεια που είχε πολύ σχέση με τη μουσική, οι γονείς του και τα αδέρφια του ήταν μουσικοί και στο σπίτι του σύχναζαν επαγγελματίες μουσικοί. Στους τοίχους έβλεπες παντού πίνακές του, ένα πολύ μεγάλο κυβιστικό ταμπλό της Ύδρας, πίνακες με Κρητικούς – έναν βοσκό που έχει δεμένη την κατσίκα του από τα κέρατα, έναν ψαρά που χτυπά ένα χταπόδι. Αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν τέτοια ελληνικά θέματα από την αγροτική ζωή να βρίσκονται σε μια έπαυλη ενός ακριβού λονδρέζικου προαστίου. Τα έργα του που είχα δει στο ίντερνετ αδικούσαν πολύ τόσο τα θέματα όσο και τη σύληψη. Τα χρώματα λαμπερά και οι γραμμές ξεκάθαρες. Είχα μείνει αποσβολωμένος. Ήταν πρώτη φορά που κάποιος μου μιλούσε για το έργο του.
Το σπίτι ήταν μια διώροφη έπαυλη με μεγάλα παράθυρα, μεγάλα ανοίγματα. Αφού παρέμεινα κάμποση ώρα στο ισόγειο, με φώναξε ο οικονόμος του να πάω να συναντήσω τον Κράξτον. Ανεβαίνω στον πάνω όροφο και τον βλέπω να κάθεται σε μια πολυθρόνα, δίπλα στο κρεβάτι του, στο ημίφως. Το δωμάτιό του ήταν μεγάλο, είχε την πατίνα του χρόνου και απέπνεε αίσθηση κλεισούρας. Ήταν πολύ γεμάτο, με έπιπλα σε σκουρόχρωμο ξύλο, ακριβά αλλά σαν παραμελημένα, ενώ στο πάτωμα πάνω στα χαλιά υπήρχαν στοιβαγμένοι πίνακες, διάφορα αντικείμενα, βιβλία, δίσκοι, ένα παλιό πικάπ. Γύρω από το κρεβάτι είχε αγαπημένα του έργα ζωγραφικής: του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, πίνακες με γάτες από την Ελλάδα, ένα πορτρέτο του που είχε ζωγραφίσει ο Λούσιαν Φρόιντ (αν θυμάμαι καλά!). Αυτό το δωμάτιο ήταν ένας ολόκληρος υπέροχος κόσμος, ένας χώρος μποέμ, με χνάρια από όλη του τη διαδρομή. Ο Κράξτον ήταν ένας άνθρωπος που είχε ζήσει έντονα, είχε ταξιδέψει πολύ και από τις περιπλανήσεις του είχε φέρει διάφορα πράγματα.
Θυμάμαι το μεγάλο λευκό του μουστάκι και το γερασμένο του πρόσωπο. Όταν με αντίκρισε, ξαφνικά βλέπω ένα φωτεινό χαμόγελο, τα μάτια του να λάμπουν και άρχισε να μου μιλά για λίγο στα ελληνικά. «Καλώς τον Έλληνα, τι κάνεις;». Και σαν να γνωριζόμαστε από πάντα άρχισε να μου λέει αστεία. Μιλήσαμε για την Κρήτη. Μου περιέγραφε πολύ παραστατικά τις μαυροντυμένες γιαγιάδες, πώς κάθονταν και μιλούσαν γρήγορα, πώς κουτσομπολεύανε. Μου διηγιόταν πώς βρήκε το σπίτι όπου έμενε στο λιμάνι των Χανίων και πώς ζούσε εκεί. Μου μιλούσε για την κυρία Μαρία –ή μήπως ήταν Μαρίκα;– που του μαγείρευε, για τον κόσμο που γνώριζε στο λιμάνι, για το πώς πήγαινε στα μητάτα της Κρήτης και έμενε αρκετό καιρό προκειμένου να ζωγραφίζει τους βοσκούς. Ακόμα και η Μελίνα Μερκούρη ήρθε στην κουβέντα: μια μέρα καθώς περνούσε και τον είδε, τον χαιρέτισε αποκαλώντας τον «παλικάρι μου». Αργότερα, σε άλλες συναντήσεις μας είχε αναφερθεί και στην οικογένεια Μητσοτάκη, τους οποίους γνώριζε, λέγοντάς μου ότι θυμόταν την Ντόρα Μπακογιάννη όταν ήταν μικρή. Μάλιστα όταν είχα έρθει πίσω από ένα ταξίδι μου προσπάθησα να επικοινωνήσω με την οικογένεια Μητσοτάκη να τους μεταφέρω τους χαιρετισμούς του, αλλά δεν τα κατάφερα. Εκείνη την πρώτη φορά, πάντως, μπήκα στο σπίτι του το πρωί και έφυγα το μεσημέρι.
Η αίσθηση που μου άφησε από εκείνη την πρώτη συνάντηση ήταν ενός ανθρώπου που, αν γεννιόταν δεύτερη φορά, θα ήθελε να έχει γεννηθεί στην Ελλάδα, στην Κρήτη. Εκεί ήθελε να ανήκει και εκεί άνηκε και αφιερώθηκε. Αυτό φαίνεται και από τη ζωγραφική του. Γνωρίζεται με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα και ενώ ο Γκίκας είναι πιο Ευρωπαίος αν και Έλληνας, ο Κράξτον, αν και Ευρωπαίος, ζωγραφίζει τα θέματά του με μια απελευθερωμένη απενοχοποιημένη ελληνικότητα που δεν συναντάς εύκολα. Του αρέσει να αποτυπώνει την αγροτική ζωή της Κρήτης, τις κατσίκες, τους βοσκούς, τους ψαράδες, τα παιδιά, τις ταβέρνες στην απλότητα της αυθεντικότητάς τους.
Όταν τον γνώρισα ήταν ηλικιωμένος, είχε τα πάνω και τα κάτω του. Μερικές φορές μπορεί να του έλεγες κάτι που μπορεί να τον θύμωνε ή να βαριόταν, να είχε μια παραίτηση. Αλλά τις περισσότερες φορές ήταν εύθυμος παρότι η υγεία του ήταν κλονισμένη. Συναντηθήκαμε γύρω στις δέκα φορές μέσα σε ένα διάστημα περίπου ενός έτους και η αλληλογραφία μας κράτησε για περίπου άλλον ένα χρόνο. Είχα όμως στενή επαφή μαζί του γιατί μάθαινα νέα του μέσω του Ίαν Κόλινς, του βιογράφου του, τον οποίο είχα γνωρίσει εκεί. Σε κάθε τηλεφώνημα με τον Ιαν ο χρόνος μας κυλούσε γύρω από το έργο του Κράξτον. Ο Ιαν τον ανακάλυπτε σε βάθος, μου εξηγούσε και με ρωτούσε διάφορα προσπαθώντας να καταλάβει την ελληνική πλευρά του Κράξτον. Με έβαζε να του μεταφράζω διάφορα που είχε γράψει ο Κράξτον στα ελληνικά με τα ωραία του καλλιγραφικά γράμματα και τα χιλιάδες ορθογραφικά λάθη, άλλα στην καθαρεύουσα και άλλα στην ντόπια κρητική διάλεκτο.
Η τελευταία μας συνάντηση ήταν το 2007, δυο χρόνια πριν φύγει από τη ζωή. Τον είχαμε επισκεφθεί με τον Ίαν, ο οποίος επιμελείται και την τρέχουσα έκθεσή του στο Μουσείο Μπενάκη. Θυμάμαι ότι συνάντησα τον Ιαν στη στάση του μετρό. Μιλούσαμε για τον κοινό μας φίλο. Ο Ιαν σταμάτησε να του αγοράσει λουλούδια. Δεν θυμάμαι τι λουλούδια, όμως έχω αυτή την αίσθηση ενός ωραίου μπουκέτου. Όταν τον επισκεφτήκαμε έκανε απίστευτη χαρά για τα λουλούδια. Ζήτησε ένα βάζο και τα βάλαμε μέσα, αυτά άνοιξαν και μαζί με τον Κράξτον μείναμε εκεί να κοιτάμε τον κόσμο διαφορετικά. Όση ώρα συζητούσαν μεταξύ τους για το βιβλίο που ετοίμαζε ο Ίαν, εγώ καθόμουν σε ένα διπλανό δωμάτιο με τζάκι και άσπρα-μπλε πλακάκια Ντελφτ και σχεδίαζα από τα έργα του. Γύρω μου πορτρέτα κοριτσιών, ενός ναύτη. Συχνά πήγαινα στο σπίτι του για να μελετήσω, να σκιτσάρω σαν εξάσκηση, όχι απαραίτητα για να μιλήσουμε.
Σχεδόν σε κάθε μας συνάντηση, παρότι η υγεία του ήταν κλονισμένη, μου έλεγε «πότε θα πάμε στην Ελλάδα;» ενώ ήξερε ότι αυτό ήταν αδύνατο. Πιστεύω ότι μέσα από την κουβέντα μας πιο πολύ αναζητούσε και θυμόταν ξανά την Ελλάδα και την Κρήτη, άκουγε τον ήχο της ελληνικής γλώσσας, χαιρόταν που μπορούσε να μιλήσει με κάποιον λίγα ελληνικά. Νομίζω ότι η παρουσία ενός νέου ανθρώπου που γελούσε και ονειρευόταν να γίνει ζωγράφος, όπως εγώ εκείνη την εποχή, ήταν ένα διάλειμμα ξεγνοιασιάς για τον ίδιο.
Αναζητούσε τη χαρά της ζωής και αυτό βρήκε στην Ελλάδα. Φαίνεται και στα έργα του. Αυτά που ζωγραφίζει στο Λονδίνο είναι σκουρόχρωμα, σκοτεινά, ενώ στην Ελλάδα αποτυπώνει θέματα καθημερινά, ανέμελα, ολόφωτα, χρωματιστά. Δεν ήταν καθόλου αυτό που περιμένουμε εμείς από έναν Άγγλο, δηλαδή συγκρατημένος, προγραμματισμένος. Ήταν εύθυμος, ήθελε να χορτάσει τη ζωή, να πιει, να φάει, να τραγουδήσει. Αγαπούσε πολύ τη ζωή με τις όλες τις αισθήσεις. Στην Ελλάδα αγαπούσε το φαγητό, το κρασί, τους ανθρώπους, τον ήλιο, το φως, την έμπνευση που του έδινε. Μιλούσε για το φως της, την ιστορία, τον πολιτισμό, τις αρχαιότητες, τον Παρθενώνα. Μόνο καλά πράγματα είχε να πει για τη χώρα μας. «Οι Έλληνες έχουν χίλια καλά», μου έλεγε «έχουν όμως, κι ένα αρνητικό: τη ζήλια του ενός για τον άλλο που τους τρώει και δεν τους αφήνει να προχωρήσουν».
Σε μια συνάντησή μας, νομίζω, μιλήσαμε και για τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Διαφωνούσαμε για το πού πρέπει να βρίσκονται. Μου εξηγούσε πως τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν έχουν ταυτότητα, ανήκουν στην ανθρωπότητα και ότι σε μια μητρόπολη όπως το Λονδίνο θα μπορούσε περισσότερος κόσμος να τα επισκεφθεί. Εγώ διαφωνούσα όμως καταλάβαινα την αδυναμία της υγείας του και δεν του έφερνα πολλές αντιρρήσεις. Εκείνος είχε τις απόψεις του και εγώ τις δικές μου.
«Ένας καλός ζωγράφος δεν πρέπει να αντιγράφει, πρέπει να “κλέβει”. Άντλησε στοιχεία από διαφορετικές πηγές και ανασύνθεσέ τα», ήταν η συμβουλή που μου έδινε. Πίστευε, άλλωστε, ότι στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. «Μη φοβάσαι να “κλέψεις”, αλλά δείξε μας τον δικό σου κόσμο ως καλλιτέχνης. Ξεκίνα από κάπου, μικρό ασήμαντο αλλά βαθιά αληθινό». Τον Κράξτον θα τον αποκαλούσα μέντορά μου, υπήρξε πάρα πολύ σημαντικός για μένα καθώς με έκανε να θέλω να προχωρήσω γιατί ένιωσα ότι μου έδειχνε εμπιστοσύνη. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που με έκανε να πιστέψω ότι μπορώ να γίνω καλλιτέχνης.
Φυσικά αναφερόταν και σε δικούς του αγαπημένους καλλιτέχνες. Θεωρούσε πολύ σπουδαίο τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Συνδέθηκαν με στενή φιλία, κάνανε μαζί και με τον Πάτρικ Λι Φέρμορ διακοπές στο σπίτι του στην Ύδρα, πηγαίνανε στην Επίδαυρο. Διηγιούνταν το πόσο ωραία περνούσαν. Αγαπούσε, επίσης, πάρα πολύ την κλασική μουσική, την όπερα, τον Σοστακόβιτς και σώπαινε όταν ακουγόταν ένα μουσικό κομμάτι του από κάποιο άλλο δωμάτιο. Γνώριζε από μουσική.
Του άρεσαν οι φάρσες και τα αστεία. Μου είχε διηγηθεί πώς κάποια στιγμή σε ένα τραπέζι ήθελε να κάνει την πρόποση «άσπρο πάτο» στα ελληνικά αλλά το είπε λάθος, κάτι σαν «στην υγειά σας και στον πάτο σας» και όλοι ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.
Μου είχε μιλήσει για τα σκηνικά και τα κοστούμια που είχε σχεδιάσει για το μπαλέτο «Δάφνις και Χλόη» στη Βασιλική Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν στο Λονδίνο (με χορεύτρια τη Μαργκότ Φοντέιν). Μετά το Λονδίνο αποφάσισα να κάνω και σπουδές στο Θέατρο Τέχνης γιατί έψαχνα να δω τι μπορώ να κάνω ως καλλιτέχνης, να βρω ανθρώπους και να μιλήσω για την τέχνη.
Με συντροφεύει το γέλιο του. Ήταν γάργαρο, βροντερό, σαν να γελούσε κάποιος βοσκός, χωρίς να κρατιέται. Είχε ωραία χέρια με μακριά δάχτυλα. Καταλάβαινες ότι ήταν ένας πάρα πολύ ωραίος άνθρωπος. Ακόμα και όταν τον συναντούσα εγώ ήταν όμορφα γερασμένος, σαν να βλέπεις έναν λεβέντη Κρητικό με την τσιγκελωτή, άσπρη μουστάκα του, τα λευκά μαλλιά του. Και, όπως οι Κρητικοί, φορούσε ρούχα σε σκούρα χρώματα. Είχε κι ένα από τα μπαστούνια που κρατούσαν οι Κρητικοί βοσκοί. Το κρατούσε για να στηριχθεί αλλά του άρεσε και ως αντικείμενο.
Από την Ελλάδα ο Τζον Κράξτον κέρδισε το φως και τη χαρά που έψαχνε. Στη ζωγραφική του χρησιμοποίησε με πολύ ωραίο τρόπο στοιχεία ευρωπαϊκών καλλιτεχνικών ρευμάτων (όπως ο κυβισμός) για να απεικονίσει στιγμές από την αγροτική ζωή της Ελλάδας, γι’ αυτό ήταν και σπουδαία αυτά τα έργα. Ανέδειξε μία Ελλάδα που δεν ήταν μόνο τα αρχαία αγάλματα. Ένας αρχαίος Κούρος στη ζωγραφική του μπορεί να ήταν ένας Κρητικός βοσκός ή ένας ψαράς. Η δική του Καρυάτιδα μπορούσε να είναι μια κοπέλα του χωριού με το θαλασσί της φόρεμα. Τα έργα του τόσο ελληνικά και μοναδικά δοσμένα, μου θύμιζαν πολύ αυτό που φέρει ο Έλληνας, στην καλή του εκδοχή, την μοναδικότητα της αρετής σαν να είναι ένας θεός στην καθημερινότητά του. Και αν αυτό δεν είναι τέχνη, τότε ο έρωτας τι είναι μου είπε και σηκώθηκε να πάει να ξεκουραστεί. Έκλεισα σιγά την πόρτα και πήρα τον δρόμο του γυρισμού αφήνοντας το ερώτημα σαν εκκρεμές να παλινδρομεί μέσα μου.
Σήμερα ζω και εργάζομαι ως ζωγράφος στη Σύρο, όπου εκθέτω μόνο σε δημόσιες γκαλερί, όπως στις αίθουσες του Δήμου Σύρου Ερμούπολης και είμαι συντονιστής του παιδικού εικαστικού εργαστηρίου του Δήμου Σύρου Ερμούπολης. Μαθαίνω στα παιδιά να ζωγραφίζουν «κραξτονικές γάτες». Σαν ένας μικρός φόρος τιμής στον δικό μου Τζον Κράξτον.
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show