Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
The Manifesto Project: Ένας τόπος διασταυρούμενων εικαστικών πεπρωμένων
Οδηγούμενες/-οι από πνεύμα συλλογικοποίησης της εικαστικής πράξης, πέντε εικαστικοί, εξερχόμενες/-οι από την απομόνωση των προσωπικών, «κελιών» τους, κυριολεκτικών και μεταφορικών, συναντήθηκαν και επί σχεδόν έξι μήνες διερεύνησαν, στοχάστηκαν και παρήγαγαν εικαστικό έργο υπό τη στέγη ενός διατηρητέου κτιρίου στον Κεραμεικό.
Αυτός ήταν ο στόχος του ιδρυτή και διευθυντή του εγχειρήματος –όπως, και συμμετέχοντος σε αυτό–εικαστικού Γιώργου Αργυρόπουλου, ο οποίος το συνέλαβε, το εκκίνησε και το υλοποίησε σε όλα τα στάδιά του με την ευγενή χρηματοδότηση των Neo Performance Materials και James Aitken Investments με έδρα το Τορόντο του Καναδά. Καθώς παράλληλος και εξίσου ζωτικός στόχος του εγχειρήματος ήταν να λειτουργήσει, ανάμεσα σε άλλα, και ως όχημα για την υποστήριξη και ανάδειξη Ελλήνων εικαστικών, η Neo Performance Materials χρημοτοδότησε έναν αριθμό υποτροφιών, οι οποίες δόθηκαν σε ισάριθμες φοιτήτριες και φοιτητές της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας που μαζί με τον Γιώργο Αργυρόπουλο συγκρότησαν την προκείμενη ομάδα εικαστικών.
Αφορμή και θέμα της εικαστικής έρευνας και παραγωγής τους: η καινοφανής βιωματική συνθήκη της πανδημίας και η επακόλουθη κανονικοποίηση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης στην καθημερινή ζωή. Με «θεραπευτικά» μέσα τον καμβά και τα λάδια, αποπειράθηκαν να αποτυπώσουν και να «εξορκίσουν» τις ποικίλες μορφές του τραύματος που αυτή η συνθήκη επέφερε σε ατομικό και σε καθολικό επίπεδο, να χαράξουν τη δική τους «έξοδο» και επαναρχή, επιβεβαιώνοντας την παλιά ψυχαναλυτική/ανθρωπολογική θέση που θέλει την τέχνη (μαζί με τη θρησκεία) να αποτελεί προνομιακό πεδίο τελετουργικής, μετασχηματιστικής βιωματικής διαδικασίας.
Συμπληρωματικά και εμβόλιμα σε αυτό το σύμπαν ζωγραφικά εξεικονισμένων παραστάσεων, σκηνών, σωματικών στάσεων, χειρονομιών, κινήσεων και βλεμμάτων, εντίθεται και ένας άλλος –διαφορετικού κώδικα– μικρόκοσμος αυτή τη φορά ρηματικός: η έντυπη έκδοση ενός ολιγοσέλιδου τομιδίου, υπό τον τίτλο «Σαρανταήμερον», με το οποίο ένας έκτος συμμετέχων, εργαζόμενος στο πεδίο του λόγου και της θεωρίας, συμβάλλει στο εγχείρημα.
Κείμενα: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΙΝΟΣΑΤΗΣ
ΤΟ ΕΒΔΟΜΟ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ ΕΡΓΟ
Τις πέντε ζωγραφικές συνθέσεις συμπληρώνει και επισφραγίζει, ως ενότητα μία έκτη σύνθεση (επάνω φωτογραφία), έργο συλλογικό, το οποίο στο ξεκίνημα και στο τελείωμά του δουλεύτηκε από τον Γιώργο Αργυρόπουλο, με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας να αναλαμβάνουν τα ενδιάμεσα στάδια της υλοποίησής του. Εδώ, βρίσκουμε την ίδια με εκείνη του εξωφύλλου θηλυκή φιγούρα, με τη διαφορά ότι αφενός αυτή μοιάζει πλέον έτοιμη να σηκωθεί, να εγκαταλείψει τη στάση καθήλωσης και ακινησίας στην οποία ήταν καταδικασμένη, να αποκολληθεί από το σιδερένιο κρεβάτι-τύμβο στο οποίο ήταν γειωμένη, αφετέρου κάνει την εμφάνισή του το χρώμα. Θωρακίζοντας τον εαυτό της με την ιατρική στολή, σήμα-κατατεθέν της covid εποχής, ανακάμπτει. Όχι άνευ όρων, αλλά υπό συνθήκες. Από το παράθυρο φαίνεται ο ήλιος που βγαίνει. Μία νέα μέρα χαράζει. Πρέπει να συνεχίσει.
The Manifesto Project - Γιώργος Aργυρόπουλος
Με πρώτες σπουδές στο πεδίο των καλών τεχνών σε Τορόντο και Νέα Υόρκη και δεύτερες πιο εξειδικευμένες επίσης στη Νέα Υόρκη, o Γιώργος Αργυρόπουλος ξεκίνησε την επαγγελματική σταδιοδρομία του ως illustrator και designer. Υπ’ αυτή την ιδιότητα, εργάστηκε σε μεγάλες εταιρείες της Βόρειας Αμερικής και της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ στη συνέχεια ίδρυσε τη δική του εταιρεία, την οποία και «έτρεξε» για περίπου 15 χρόνια. Έχει διδάξει και εργαστεί ως σύμβουλος στο «Digital Futures Program» του Ontario College of Art and Design University. Ως εικαστικός –εργαζόμενος εξίσου με λάδια όσο και με εικονοστοιχεία (pixels)– έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις τόσο ζωγραφικής όσο και ψηφιακής αναπαράστασης, κυρίως στη Βόρεια Αμερική. Στόχος του στην Αθήνα είναι η συγκρότηση, υπό τη γενική ονομασία The Manifesto Project(s), «μιας διατομεακά προσανατολιζόμενης ομάδας αποτελούμενης από εικαστικούς, τεχνολόγους και θεωρητικούς, η οποία θα αναπτύσσει και θα υλοποιεί εικαστικά πρότζεκτ σε πολλαπλές πλατφόρμες πάνω σε θεματολογίες άμεσα συνυφασμένες με τους ολοένα και πιο επιταχυμένους ρυθμούς και τις ολοένα και πιο αποδιοργανωτικές πραγματικότητες που μας πλήττουν και μας καθορίζουν: είτε πρόκειται για μία συνθήκη, όπως είναι η προκείμενη τρέχουσα της πανδημίας, είτε για άλλες καταστάσεις κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα, οι οποίες αναπτύσσονται σε ενεστώτα χρόνο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη εν γένει, αναδιατάσσοντας όχι μονάχα τον εξωτερικό καθημερινό βίο μας, αλλά και τον εσωτερικό, ψυχοδιανοητικό. Ζητούμενο είναι η δημιουργία μίας υποδομής, ενός συνεχούς εργαστηρίου ή μίας αναμορφούμενης δεξαμενής σκέψης, ικανής να παράγει ενδιαφέρουσες ιδέες και ενδιαφέροντα έργα. Το Manifesto Project –ή, ακριβέστερα, τα Manifesto Projects, στον πληθυντικό– είναι μία ομπρέλα τρεχουσών και μελλοντικών δράσεων».
Για το έργο του εξωφύλλου μας
«Η εικόνα και η αίσθηση της καθήλωσης που επέφερε η συνθήκη του εγκλεισμού» είναι το κεντρικό στοιχείο το οποίο αποπειράθηκε να αποδώσει στη ζωγραφική σύνθεσή του ο Γιώργος Αργυρόπουλος: «Η ανοικειότητα της μοναξιάς, η οποία αναδύεται μέσα από τον οικείο χώρο του σπιτιού και στην οποία μοιάζει να έχει εμβυθιστεί μία θηλυκή ύπαρξη. Μισόγυμνη και εκτεθειμένη, αναπαρίσταται γειωμένη σε ένα από εκείνα τα παλιά, ασήκωτα, σιδερένια κρεβάτια που μοιάζουν με αμετακίνητους γλυπτικούς όγκους, με μνημεία ή, ακόμη, και με τύμβους, και τα οποία αποπνέουν ένα αίσθημα βαρύτητας και ακινησίας, ενώ την ίδια στιγμή, με τον στενό, περιορισμένο χώρο τους κάνουν το σώμα να ασφυκτιά. Ο φωτισμός –ερχόμενος από μία πηγή– είναι δραματικός. Η θηλυκή φιγούρα φοράει μία βενετσιάνικη μάσκα με ράμφος, η οξύτητα, η αιχμηρότητα και η βιαιότητα της οποίας έρχονται σε αντίθεση με την απαλότητα και ευαλωτότητα της επιδερμίδας της πρώτης, ενώ ταυτόχρονα αποκρύπτει, τερατοποιώντας το, το πρόσωπό της. Εργάστηκα με πραγματικό μοντέλο, το οποίο σκηνοθέτησα, φώτισα, σχεδίασα, μεταφέροντας εν συνεχεία τα σχέδια στον καμβά. Αν και τα σκίτσα με τα οποία ξεκίνησα ήταν έγχρωμα, το τελικό έργο είναι ασπρόμαυρο, καθότι θεώρησα ότι το χρώμα θα ήταν μάλλον φλύαρο».
«Εργάστηκα με πραγματικό μοντέλο που σκηνοθέτησα, φώτισα, σχεδίασα, μεταφέροντας εν συνεχεία τα σχέδια στον καμβά. Αν και τα σκίτσα με τα οποία ξεκίνησα ήταν έγχρωμα, το τελικό έργο είναι ασπρόμαυρο, καθότι θεώρησα ότι το χρώμα θα ήταν μάλλον φλύαρο»
Επιπλέον της προαναφερθείσας σύνθεσης, ο Γιώργος Αργυρόπουλος θέτει ενώπιόν μας και μία δεύτερη, θεματογραφικά συναφή, αλλά υλοποιημένη σε διαφορετικό χρόνο (κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας) και χώρο (στο προσωπικό εργαστήριο του εικαστικού στην ύπαιθρο, εκτός αστεακού περιβάλλοντος, κάτι που καθίσταται αμέσως πρόδηλο). Τα δύο έργα βρίσκονται σε ένα διάλογο τόσο έντονο που τα καθιστά σχεδόν αξεχώριστα. Στη δεύτερη αυτή σύνθεση, ο τόνος αλλάζει: «Τα φωτεινά –όχι έντονα και ζωηρά, αλλά μειλίχια– χρώματα και οι τονικότητες καθαρίζουν και απαλύνουν το μάτι, “θεραπεύοντάς” το από την αχρωμία της καθηλωμένης στην κλίνη θηλυκής ύπαρξης. Η αφημένη στην ακινησία της, μουντή φιγούρα και ο εξίσου άβιος χώρος μέσα στον οποίο αυτή είναι τοποθετημένη, βρίσκουν την ανεστραμμένη διάθεσή τους, σε πρώτο χρόνο, στο φωτεινό και ανεπιτήδευτα αψεγάδιαστο, απέριττο κοστούμι της ανδρικής φιγούρας και, σε δεύτερο χρόνο, στο γαλάζιο φόντο, γαλάζιο του ουρανού, που είναι λες και διαστέλλεται στο άπειρο, “οξυγονώνοντας” κάθε χιλιοστό της επιφάνειας του καμβά, τείνοντας να “αγκαλιάσει” με τη λυτρωτική ζωτικότητα και θέρμη του τα πάντα. Η πιο προχωρημένη –σε σχέση με εκείνη της απαθούς γυναικείας φιγούρας– ηλικία του δεν μαρτυρά κατά κανένα τρόπο καθήλωση, παραίτηση, άφεση του εαυτού στις περιστάσεις και συνθήκες. Απεναντίας, το ζωηρό βλέμμα του, μαρτυρώντας κατάφαση, ενεργητικότητα και συμμετοχή στα τεκταινόμενα, είναι λες και εξαφανίζει το εμπόδιο της προστατευτικής μάσκας, αποκαθιστώντας την καταπνιγμένη εκφρασιακότητα του αποκρυπτόμενου προσώπου του. Η επιμελημένη εμφάνισή του και η στάση του σώματός του, σε συνδυασμό με το εξακριβωτικό βλέμμα του, εντείνουν την αναδιδόμενη εντύπωση ότι λαμβάνει μεν υπ' όψη του τη δυσχερή συνθήκη, αλλά δεν καταβάλλεται από αυτήν. Μοιάζει να είναι θεματοφύλακας της δικής του κανονικότητας. Τίθεται απέναντί μας ισότιμα, αρνούμενος να γίνει βορά του βλέμματός μας. Όσο εμείς τον κοιτάζουμε, άλλο τόσο μας κοιτάζει κι εκείνος. Μας περιεργάζεται, όπως συνήθως οι άνθρωποι της υπαίθρου περιεργάζονται τους άγνωστους περαστικούς, όχι με τον τρόπο της αποστασιοποίησης, αλλά με μία διάχυτη θέληση να τον γνωρίσουν, να συνδεθούν μαζί του»
The Manifesto Project - Λεοντία Καφφέ
Έχοντας αρχίσει από νωρίς στη ζωή της να ανακαλύπτει τον κόσμο της ζωγραφικής, η Λεοντία Καφφέ σπούδασε ζωγραφική και αγιογραφία στο πλαίσιο του Γ’ Εργαστηρίου Ζωγραφικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, ενώ, παράλληλα με τη συμμετοχή της στο Manifesto Project, ετοιμάζει τη πτυχιακή της εργασία. Έχει επίσης συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις, οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί κατά κύριο λόγο μέσω του εργαστηρίου της Ζωγραφικής και της Αγιογραφίας όπου φοιτεί. Επιλέγει να δουλεύει ως κλασική ζωγράφος, άλλοτε πάνω σε μουσαμά με λάδια και άλλοτε πάνω σε χαρτί με μολύβια και ξυλομπογιές, αντλώντας τις επιρροές της από δημιουργούς, όπως οι Michaël Borremans, Neo Rauch και Charles Benefiel. Αναφερόμενη η ίδια στο συνήθη τρόπο λειτουργίας της κατά τη δημιουργική διαδικασία πριν και κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας του έργου, εξηγεί: «Σκέφτομαι τι θέλω να κάνω, σκιτσάρω την ιδέα, έπειτα σκηνοθετώ αυτό που θέλω να κάνω και το φωτογραφίζω. Αν χρειαστεί, ενίοτε, το πειράζω κιόλας μέσω photoshop και χρησιμοποιώ την φωτογραφία ως αναφορά για να ζωγραφίσω πάνω στον καμβά. Δεν είναι λίγες οι φορές που, σκηνοθετώντας και αποτυπώνοντας φωτογραφικά την εικόνα που θέλω να φτιάξω, ανακαλύπτω άλλα πράγματα, τα οποία με οδηγούν σε αποτελέσματα που ούτε εγω τα υπολόγιζα, πράγμα το οποίο διεγείρει το δημιουργικό αισθητήριό μου. Τον τελευταίο καιρό “κατασκευάζω” ανθρώπινα ομοιώματα, χρησιμοποιώντας διάφορα υλικά που με ελκύουν εκείνη τη στιγμή (π.χ. καλώδια), και ράβω “ανθρώπους”, χωρίς ταυτότητα. Αυτές τις κατασκευές τις χρησιμοποιώ επίσης ως μοντέλα για να φτιάξω κάποιο πίνακα. Ο “άνθρωπος” με αφορά. Με αφορά εξίσου, όμως, και η μετατροπή του σε κάτι άλλο. Γι’ αυτό προτιμώ να τον απεικονίζω σε ασυνήθιστες καταστάσεις».
Στο έργο με το οποίο συμμετέχει η Λεοντία Καφφέ «απεικονίζονται πρόσωπα πλήρως ενδεδυμένα, κλεισμένα μέσα σε μία ντουζιέρα –σ’ ένα, δηλαδή, οικείο χώρο τον οποίο χρησιμοποιούμε για να “καθαριστούμε”, να αποβάλουμε από το σώμα μας οτιδήποτε ακάθαρτο– των οποίων τα βλέμματα, στραμμένα προς το θεατή, μαρτυρούν ένα είδος οικειότητας και αποδοχής αυτής της παράδοξης συνθήκης. Την ίδια στιγμή, όμως, αντικρίζουν μια άλλη ύπαρξη μες στο χωρό, ένα άτομο ντυμένο με στολή υψηλής προστασίας, η εικόνα της οποίας έχει καταστεί τόσο οικεία στην αντίληψή μας καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας. Χάρη στην αντανάκλασή της πάνω το τζάμι της ντουζιέρας, η φιγούρα με τη στολή μοιάζει σαν να βρίσκεται και αυτή μαζί με τα άλλα πρόσωπα εντός της ντουζιέρας, καταλήγοντας να κοιτάζει και αυτή το θεατή. Επιπλέον, ενώ το κεντρικό θέμα, εντός της ντουζιέρας, απεικονίζεται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, ο εξωτερικός προς αυτήν χώρος παρουσιάζεται πιο απλοποιημένος».
The Manifesto Project - Ιρίνα Κουζμένκο
Γεννημένη στη Μαριούπολη της Ουκρανίας και έχοντας μεγαλώσει μέσα σε μια πολυεθνική οικογένεια με μητέρα Ελληνίδα, πατέρα Ουκρανό και με μητρική γλώσσα τη Ρωσική, η εικαστικός Ιρίνα Κουζμένκο από το 2006 ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Με πρώτες σπουδές Ρωμανο-Γερμανικής φιλολογίας, ακολούθησε αρχικά σταδιοδρομία διδάσκουσας ξένων γλωσσών και μεταφράστριας, για να αφιερωθεί εν συνεχεία στα εικαστικά, σπουδάζοντας ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (απ’ όπου και αποφοίτησε το 2021) με καθηγητές τους Ά. Αντωνόπουλο, Μ. Μανουσάκη και Κ. Tσόλη, και παρακολουθώντας παράλληλα εργαστήρια χαρακτικής, κεραμικής και νωπογραφίας. Το έργο της έχει παρουσιαστεί σε πολλές ομαδικές εκθέσεις, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η έκθεση «Έργα» του 2019, από την οποία δουλειά της επιλέχθηκε για την συλλογή του Βυζαντινού & Χριστιανικού Μουσείου. Οι διαφορετικές κουλτούρες και νοοτροπίες, τις οποίες φέρει στις βιωματικές αποσκευές της, αντικατοπτρίζονται –με τρόπο συνειδητό και ηθελημένο– στο έκδηλο στοιχείο αισθητικής και μορφικής ποικιλομορφίας που χαρακτηρίζει την εικαστική πρακτική της, η οποία είναι κατά βάση ζωγραφική: «Δουλεύω πολύ με κάρβουνο, μελάνι, ακουαρέλα και λάδια. Συνδυάζω όλες τις ιδιαιτερότητες των πρώτων, προσθέτοντας σε αυτά υφή και πυκνότητα. Με μαγεύει το μυστήριο της μεταμόρφωσης του δισδιάστατου λευκού πλαισίου σε τρισδιάστατο χώρο, γι’ αυτό στα έργα μου πάντα υπάρχει ένας μερικώς ρεα-λιστικός χώρος αλλά με έντονη έμφαση στην προοπτική και γεωμετρία. Όλο αυτό με τρόπο που αντιστοιχεί στις σημερινές βιωματικές εικόνες του αστικού τοπίου που μας περιβάλλει. Στα έργα μου χρησιμοποιώ την αρχιτεκτονική δομή χώρων που γεννιούνται και τελικά φθείρονται και καταστρέφονται όπως και το ανθρώπινο σώμα μας. Μια αναπόφευκτη πορεία που με απασχολεί ιδιαίτερα εδώ και χρόνια».
«Παρά την κατάργηση της καθολικής καραντίνας, πολύς κόσμος παρέμεινε στη απομόνωση, είτε εξωτερική είτε εσωτερική/ψυχολογική, βιώνοντας καθημερινά το φόβο και το άγχος»
Αποπειρώμενη να προσεγγίσει τη βιωματική συνθήκη της πανδημίας και ιδιαίτερα του επί μακρόν επιβεβλημένου εγκλεισμού, μία τραυματική συνθήκη που κατέληξε να προσλάβει διαστάσεις κανονικότητας, η Ιρίνα Κουζμένκο εκκινεί από τις επιπτώσεις ενός τέτοιου καθεστώτος διαρκούς κλονισμού: «Παρά την κατάργηση της καθολικής καραντίνας, πολύς κόσμος παρέμεινε στη απομόνωση, είτε εξωτερική είτε εσωτερική/ψυχολογική, βιώνοντας καθημερινά το φόβο και το άγχος. Σε κρίσιμες στιγμές φόβου, τα παιδιά συνηθίζουν να συρρικνώνονται, να “κουλουριάζονται” σε εμβρυακή στάση, να αγκαλιάζουν με κάποιο τρόπο τον εαυτό τους, δημιουργώντας έτσι ένα ψυχολογικό μικροπεριβάλλον ασφάλειας. Έτσι είναι τοποθετημένη και η φιγούρα στο έργο μου, στο κέντρο σχεδόν της σύνθεσης, στη μέση ενός οικείου, αλλά ταυτόχρονα ανοίκειου χώρου».
The Manifesto Project - Ντέπη Παυλίδου
Έπειτα από την ολοκλήρωση ενός πρώτου, πετυχημένου κύκλου δημιουργικού βίου με σπουδές στα οικονομικά και πολυετή σταδιοδρομία στο χώρο του μάρκετινγκ σε ελληνικές και πολυεθνικές εταιρείες, η εικαστικός Ντέπη Παυλίδου, διοχετεύοντας πλέον τη δημιουργική ενέργειά της σε αμιγώς εικαστικές μορφές δραστηριότητας, σπούδασε στο Γ΄ Εργαστήριο Ζωγραφικής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, απ’ όπου αποφοίτησε τον Ιούνιο του 2021, έχοντας στο μεταξύ προλάβει να συμμετάσχει σε ομαδικές εκθέσεις (τον Ιούνιο του 2021 έργο της επιλέχθηκε από το ΚΠΙΣΝ και το Lincoln Center for the Performing Arts, για την εκπροσώπηση της έκθεσης με τίτλο «Πρόσωπα του Ήρωα – Από τη Νέα Υόρκη μέχρι την Αθήνα») και έχοντας πραγματοποιήσει ήδη την πρώτη της ατομική έκθεση ζωγραφικής στην Άνδρο τον Ιούλιο του 2020. Το καλοκαίρι του 2021, συμμετείχε στους 27ους ΠΛΟΕΣ με θέμα «Τροχιές της μνήμης» στο «Ίδρυμα Πέτρου και Μαρίκα Κυδωνιέως» στην Άνδρο, σε επιμέλεια της Αθηνάς Σχινά. Τρέφοντας θαυμασμό για ποικίλες, ενίοτε εντελώς ξένες μεταξύ τους, εικαστικές πρακτικές –όπως, λόγου χάρη, για τη ζωγραφική του Rembrandt (όσον αφορά τις έμπλεες συναισθήματος προσωπογραφίες και αυτοπροσωπογραφίες του), του Andrew Wyeth (κυρίως όσον αφορά τους μαγικούς –ανοικτούς και κλειστούς– χώρους του) ή ακόμη και της Cindy Sherman (όσον αφορά τους τρόπους χρήσης του εαυτού της, καθώς και τις μορφές προβληματοποίησης γύρω από ζητήματα θηλυκότητας και της φύσης αυτής, τις οποίες αποδεσμεύει μέσα από τη δουλειά της)– η Ντέπη Παυλίδου επιδίδεται σε μία αναπαραστατική ζωγραφική, δουλεύοντας κυρίως με λάδια σε καμβά (με πολύ λεπτές στρώσεις λαδιού και διαφάνειες), χωρίς όμως αυτή η επιλογή της να αποκλείει τη χρήση άλλων μέσων, τρόπων και υλικών έκφρασης, όπως λόγου χάρη, κολάζ τα οποία τυπώνει σε μετάξι. Είναι συγχρόνως ρεαλίστρια αλλά και μινιμαλίστρια. Η παλέτα της αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από γαιώδη χρώματα. Ως προς τα επανερχόμενα στο έργο της περιεχόμενα και την κυρίαρχη σε αυτό θεματογραφία: «Το έργο μου είναι ανθρωποκεντρικό και ταλαντεύεται ανάμεσα στο χιούμορ και την οδύνη. Ζωγραφίζω ανθρώπους και καταστάσεις, προσπαθώντας κάθε φορά να κοιτάζω την καθημερινότητα (π.χ. την καραντίνα) με μια ματιά την οποία θα χαρακτήριζα εσκεμμένα λοξή. Με απασχολούν έντονα θέματα, τα οποία άπτονται της γυναίκας και της θηλυκότητας, καθώς και της θέσης στην καταναλωτική κοινωνία, ενώ συχνά αναφέρομαι στον άνδρα ως απουσία, απεικονίζοντάς τον σαν μαύρη φιγούρα. Κάποια έργα μου εμπνέονται από την ελληνική χειροτεχνία. Αγαπημένο μου θέμα είναι ο ίδιος ο εαυτός μου, τον οποίο συνήθως προσεγγίζω με αυτοσαρκασμό ή με διάθεση για παιχνίδι».
Η Ντέπη Παυλίδου δεν προσεγγίζει για πρώτη φορά εικαστικά τη συνθήκη της πανδημίας. Για το λόγο αυτό, «στο συγκεκριμένο πρότζεκτ ήθελα σίγουρα να μιλήσω για την απορροή της πανδημίας. Ως μοντέλο, για ακόμη μία φορά, χρησιμοποίησα τον εαυτό μου. Η επιλογή της πόζας την οποία παίρνει η μορφή είναι συνειδητή, προκειμένου ο θεατής να εστιάσει στο γεγονός και όχι στον άνθρωπο. Η απεικόνιση του ποδοπατήματος της ιατρικής φόρμας υψηλής προστασίας, δηλώνει το ποθούμενο τέλος της πανδημίας. Το φως συμβολίζει την αναμονή μας και την ελπίδα μας γι’ αυτό το γεγονός. Το δάπεδο, στο σύνολο του πίνακα, αποτελεί μια πινελιά Ελλάδας. Η τέντα και οι γλάστρες υποδηλώνουν την ανθρώπινη καθημερινότητα. Κάποια σημεία του καμβά τα αφήνω σε ενδιάμεση φάση, με ξεκάθαρη διάθεση και πρόθεση να ενθέσω το θεατή στη διαδικασία του έργου».
The Manifesto Project - Ντορίτα Πιμπλή
Με πρώτες σπουδές στη μουσική και έπειτα από μία μακρά σταδιοδρομία στη διδασκαλία του πιάνο σε ωδεία, η εικαστικός Ντορίτα Πιμπλή σπούδασε ζωγραφική, με καθηγητές τους Γιώργο Καζάζη και Δημοσθένη Αβραμίδη, στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, απ’ όπου και αποφοίτησε το 2020. Εμπνεόμενη από το έργο εικαστικών, όπως οι Gerhard Richter, Luc Tuymans και Marlene Dumas, καθώς και από τα μυστηριακά και ελεγειακά τοπία του Léon Spilliaert, δουλεύει με λάδια πάνω σε ξύλο ή, αν πρόκειται για έργα μεγαλύτερης κλίμακας, πάνω σε καμβά. Λαμβάνοντας ως γενική «αξιωματική» αρχή του δημιουργικού modus operandi της τη θέση της Marlene Dumas περί της ηθελημένης ερμηνευτικής ανοικτότητας του έργου («το έργο υπαινίσσεται, υποδεικνύει κάθε είδους αφηγήσεις, αλλά στην πραγματικότητα δεν σου λέει τίποτα γι’ αυτό που συμβαίνει»), η δουλειά της περιστρέφεται: «γύρω από αφηγήσεις πάνω στην μνήμη και την απώλεια, οι οποίες με έχουν οδηγήσει σε μια ήπια και λιτή χρωματική γκάμα. Χρησιμοποιώ σαν αφετηρία φωτογραφίες, τις οποίες απαλλάσσω από τα νατουραλιστικά χαρακτηριστικά τους, μετατρέποντάς τις σε οικείες εικόνες μνήμης, ανοιχτές σε ερμηνείες». Ενδεικτικό αυτής της κεντρικότητας του στοιχείου της αφήγησης, σε συνάφεια με τα στοιχεία της μνήμης και της απώλειας, είναι το έργο το οποίο παρουσίασε τον Ιούνιο του 2020 στο πλαίσιο της πτυχιακής εργασίας της, πάνω στο οποίο συνεχίζει να εργάζεται: με αφορμή φωτογραφίες από το Amber Alert, φωτογραφίες αγνοουμένων σε εμπόλεμες ζώνες, φωτογραφίες των συγγενών τους, φωτογραφίες που σηματοδότησαν άλλοτε δικές της προσωπικές απώλειες, καθώς και εικόνες της τρέχουσας συνθήκης της πανδημίας, δημιούργησε μια σειρά από μικρού μεγέθους πορτρέτα, τα οποία την ίδια στιγμή που φέρουν τη δική τους ιστορία, καλούν το θεατή να τα ανασκευάσει μέσα από το δικό του αφηγηματικό και αντιληψιακό φίλτρο.
Στο έργο με το οποίο η Ντορίτα Πιμπλή συμβάλλει στo εγχείρημα, «η ακραία ρευστοποίηση της πραγματικότητας την οποία επιφέρουν το καθεστώς πανδημίας, οι εξακολουθητικές καραντίνες, καθώς και η κυρίαρχη συνθήκη της αποξένωσης (τόσο εξωτερικής-κοινωνικής όσο και εσωτερικής-ψυχικής, αν μπορούν αυτά τα δύο στοιχεία να διαχωριστούν), μεταφράζονται σε ένα τοπίο μη υπαρκτό, πλασματικό, προσομοιάζον σε τόπο ψυχικής εξορίας, το οποίο αναλαμβάνει να λειτουργήσει ως καθρέφτης μιας κυρίαρχης ψυχικής κατάστασης, ενός ορισμένου ψυχικού τόνου, μιας ορισμένης διάθεσης. Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό περιβάλλον, δύο φιγούρες, τα παιδιά μου, τα οποία χρησιμοποιώ ως μοντέλα, επιχειρούν μια έξοδο, αποκαθιστώντας μέσω του βλέμματος την επαφή με τον θεατή».
Και μια έντυπη συμβολή
Τέλος, εμβόλιμα σε ετούτο το σύμπαν ζωγραφικών εικόνων έρχεται να εντεθεί ένα άλλος μικρόκοσμος ετούτη τη φορά λεκτικός: η έντυπη έκδοση ενός ολιγοσέλιδου τομιδίου, υπό τον τίτλο Σαρανταήμερον, με το οποίο ο Δημήτρης Γκινοσάτης –θεωρητικός, Δρ Φιλοσοφίας & Αισθητικής των Μέσων και του Πολιτισμού, διδάσκων σε ΑΕΙ (ΠΜΣ «Ψηφιακές Μορφές Τέχνης» της ΑΣΚΤ) και σε ιδιωτικό κολλέγιο (AKTO Art & Design), καθώς επίσης συγγραφέας και μεταφραστής/επιμελητής θεωρίας και λογοτεχνίας– συμβάλει στο εγχείρημα. Πρόκειται για στοιχειωδώς επεξεργασμένο και επιμελημένο προϊόν εκλογής από ένα ευρύτερο καταγεγραμμένο υλικό, το οποίο συγκεντρώθηκε κατά τη διάρκεια της καραντίνας της περιόδου Μαρτίου-Απριλίου 2020. Εξ ου και ο τίτλος του ολιγοσέλιδου τομιδίου: «σαρανταήμερον», εκ της ιταλικής «quarantina» που προσδιορίζει το χρονικό διάστημα των σαράντα ημερών κατά το οποίο, στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας του 14ου αιώνα και υπό την απειλή της επιδημίας της βουβωνικής πανώλης («Μαύρος Θάνατος»), τα εισερχόμενα στα λιμάνια της πλοία (φέροντα ανθρώπους, ζώα και εμπορεύματα) τελούσαν υπό το καθεστώς απομόνωσης και ελέγχου.
Το εγχείρημα, στο σύνολό του, υλοποιήθηκε με την ευγενή χρηματοδότηση των Neo Performance Materials (Τορόντο - Καναδάς) και James Aitken Investments (Τορόντο - Καναδάς).
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού