Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Η Kate Κουτρουμπούση θυμάται
Ήρθα στην Ελλάδα το 1966 μαζί με έναν φίλο μου Άγγλο, διασχίζαμε την Ευρώπη με μια Jaguar. Στην Ελλάδα μας φιλοξένησε η Liliane Lijn, τότε γυναίκα του Takis, στο σπίτι του στο Γεροβουνό. Ήταν έκπληξη για μένα το φως της Ελλάδας, τα ηλιόλουστα, «στεγνά» τοπία, η ελληνική γραφή, πόσο καθαρά ήταν τα μικρά χωριά και οι κωμοπόλεις σε σύγκριση με την Ιταλία που ήξερα από μικρό παιδί. Είδα τον Πάνο μόνο μια φορά εκείνο το καλοκαίρι. Βρεθήκαμε στου Παπασπύρου, στην πλατεία Συντάγματος, μας σύστησε ένας κοινός φίλος. Ο Παπασπύρου ήταν στέκι τότε για πολλούς Έλληνες της hip σκηνής, αλλά και για αρκετούς ξένους αφού ήταν δίπλα στα γραφεία της American Express. Μου έκανε εντύπωση, θυμάμαι, που όχι μόνο μιλούσε αγγλικά, αλλά και ιταλικά και γαλλικά, όπως κι εγώ. Επιστρέφοντας στη Μεγάλη Βρετανία έπιασα δουλειά και μια μέρα αυτός ο τύπος από την Ελλάδα με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει, «είμαι αυτός με τα γυαλιά από του Παπασπύρου, θέλεις να βρεθούμε κάπου;» «Γιατί όχι», απάντησα εγώ.
Ο Πάνος επέστρεψε στην Ελλάδα τον χειμώνα του 1966, αφού μείναμε δυο εβδομάδες στο Παρίσι. Στον δρόμο προς τη Γκαρ Ντυ Νορ (με το αυτοκίνητο του Γιώργου Κούνδουρου) αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Με κάλεσε πίσω στην Ελλάδα την άνοιξη του ’67, που θα συνεργαζόταν ως βοηθός σκηνοθέτη στον Οιδίποδα Τύραννο που ανέβαινε στα Ιωάννινα. Στο φέρι για Ηγουμενίτσα αποφάσισα να φορέσω το μεταξωτό ροζ ινδικό σάρι μου – τι να πω, ήμουν μόλις 19 χρονών και λίγο τρελή.
Οι φίλοι του Πάνου στο Λονδίνο μού είχαν ήδη μάθει πώς να ρωτήσω για το λεωφορείο που πηγαίνει στα Ιωάννινα. Όλα καλά. Όταν έφτασα όμως στα Ιωάννινα και με είδε ο Πάνος με το σάρι, έτρεξε να φέρει μια άμαξα να μας πάει στο ξενοδοχείο στην κεντρική πλατεία της πόλης, προφανώς για να μη γίνω θέαμα... Μια μέρα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, ο Ντόναλντ Σάδερλαντ με είδε που σκέτσαρα και άρχισε να μου μιλάει, κάτι που θύμωσε πολύ τον Πάνο. Ο Όρσον Γουέλς, πάλι, έμενε στον πρώτο όροφο του ξενοδοχείου και ακριβώς από κάτω ήταν το δωμάτιο του παραγωγού. Ο Όρσον κάπνιζε το πούρο του πάντα μέχρι τη μέση και το υπόλοιπο το πετούσε από το μπαλκόνι. Για να μαζέψει μετά τα μισοκαπνισμένα πούρα ο παραγωγός για τον εαυτό του. Τα πούρα από την Αβάνα ήταν και εκείνη την εποχή ιδιαίτερα ακριβά, ακόμη και για έναν παραγωγό...
Πίσω στην Αθήνα. Μέναμε πολύ κοντά στο Κολωνάκι και τα απογεύματα πηγαίναμε στον Μπόκολα ή τη Λυκόβρυση και πιο αργά στο πρώην Byzantium, δεν θυμάμαι πώς το έλεγαν. Γνώρισα πολλούς αξιόλογους ανθρώπους του «σιναφιού», τον Τάσο Δενέγρη, τη Μαρία Μήτσορα, τον Πουλικάκο, τον Τάσο Φαληρέα, τον Νάνο Βαλαωρίτη... Οι Έλληνες ήταν πολύ ευγενικοί, φιλικοί και φιλόξενοι και δεν με έκαναν ούτε στο ελάχιστο να νιώσω άβολα όντας, όπως λένε, ένα μοντέρνο κορίτσι σε μια ανδροκρατούμενη χώρα. Το φθινόπωρο του 1967 επέστρεψα στο Λονδίνο. Ο Πάνος πήγε στο Παρίσι αργότερα εκείνη τη χρονιά. Τον ακολούθησα κι εγώ και μείναμε εκεί μαζί τον χειμώνα. Είχαμε ένα δωμάτιο στο διαμέρισμα ενός Έλληνα φίλου λίγο έξω από τη λεωφόρο St Michel. Τα άλλα παιδιά που μοιραζόμασταν μαζί τους το διαμέρισμα ήταν χωμένοι στο LSD... ένα απόγευμα μαζί με φίλους τους έκαναν τόση φασαρία που οι γείτονες κάλεσαν την πυροσβεστική, όχι την αστυνομία. Ο Πάνος κι εγώ ήμασταν οι μόνοι που δεν κάναμε ναρκωτικά και έπρεπε και να τους πείσουμε αλλά και να απολογηθούμε για τους άλλους, τους ηλίθιους. Έκτοτε, κανένα πρόβλημα.
Το Παρίσι ήταν μια πολύ ζωντανή πόλη και τα καφέ του, μεγάλα και μικρά, ήταν υπέροχα. Ο Πάνος έκανε μια εικονογράφηση για το περιοδικό Plexus για το «χαρτζιλίκι», αλλά γενικότερα η ζωή και τα ταξίδια ήταν τότε σχετικά φθηνά, ο μαζικός τουρισμός άλλωστε δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή του και τη ζωή την απολάμβανες περισσότερο. Επέστρεψα στο Λονδίνο τον Φεβρουάριο για να κανονίσω τα χαρτιά του Πάνου, αφού θα ερχόταν κι εκείνος και θα παντρευόμασταν τον Απρίλιο. Θα τον συναντούσα στο Ντόβερ όπου θα έδινα και στις αρχές τα έγγραφα και τις διαβεβαιώσεις πως ο Πάνος θα έμενε εδώ επ’ αόριστον. Παντρευτήκαμε στις 20 Απριλίου του 1968 στο ληξιαρχείο και μετά πήγαμε σινεμά, ενώ η μητέρα μου προετοίμαζε δείπνο και γαμήλιο πάρτι στο σπίτι της. Αυτό που ακολούθησε ήταν 53 χρόνια ευτυχισμένης σχέσης.
Η ζωή στην Αμερική
Στη Νέα Υόρκη μείναμε 8 μήνες, το 1971, και μετά στην Ουάσινγκτον το 1982 για 2 χρόνια. Η πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη ήταν ένα σοκ. Τα πάντα έμοιαζαν έξτρα-large. Τα κτίρια, τα αυτοκίνητα, οι μερίδες του φαγητού, οι άνθρωποι. Μείναμε σε ένα όμορφο ξενοδοχείο στο κέντρο με εβδομαδιαίο ενοίκιο και μετά μετακομίσαμε στο διαμέρισμα ενός παλιού συμμαθητή του Πάνου για τον οποίο δούλευε κιόλας. Ήμασταν πολύ κοντά στις δημοφιλείς περιοχές του κέντρου, Chinatown, Little Italy, Washington Sq, The Fillmore East (αν και δεν πήγαμε σε καμία συναυλία), Γκρίνουιτς... Η ζωή ήταν φθηνή και ένιωθες ασφάλεια τότε, υπήρχαν πολλές ethnic κουζίνες, αμέτρητες επιλογές φαγητού, περισσότερες από το Λονδίνο, με καλύτερα τα εβραϊκά Delis.
Ο Πάνος είχε γνωρίσει τον εκδότη Donald Wollheim, της Ace Books, σε προηγούμενο ταξίδι του στη Νέα Υόρκη. Εκείνος λοιπόν ζήτησε από τον Πάνο τρία εξώφυλλα βιβλίων. Έκανε εξώφυλλα και για άλλους εκδοτικούς και πλησίασε και τη Marvel, γνώρισε και τον Stan Lee, αλλά χωρίς τύχη... Υπήρχε μια, «λέσχη» να το πω, όπου διάφοροι κομίστες συναντιόντουσαν μια φορά τη βδομάδα σε ένα διαμέρισμα. Πήγαμε λοιπόν κι εμείς μια-δυο φορές σε αυτές τις συγκεντρώσεις και γνωρίσαμε αρκετούς του είδους, όπως τον Νιλ Άνταμς, τον Στιβ Ντίτκο, τον Τζον Μπουσέμα, τον Τζιν Κόλαν, τον Καρμάιν Ινφαντίνο και άλλους. Επίσης εκείνη τη χρονιά γινόταν και ένα μεγάλο συνέδριο κόμικ όπου γνωρίσαμε ακόμη περισσότερους καλλιτέχνες, όπως τους Φρανκ Φραζέτα, Τζιμ Στεράνγκο και τον Γουίλιαμ Γκέινς του περιοδικού Mad.
Στις αρχές του φθινοπώρου μετακομίσαμε στο λοφτ ενός φίλου στη 6th Avenue στην εμπορική καρδιά, την Garment district. Πολύ διαφορετική αυτή η γειτονιά του κέντρου, αλλά εξίσου ενδιαφέρουσα. Εκατοντάδες μικρά μαγαζιά με ρούχα και αξεσουάρ. Εκεί ερωτεύτηκα τις χάντρες, με έπιασε τρέλα, είχα βρει ένα μαγαζί που πουλούσε μικρές μεταλλικές χάντρες σχεδόν τσάμπα. Θυμάμαι την ηλικιωμένη εβραία κυρία να μου λέει πως αν σου φύγουν οι χάντρες από το νήμα «πάντα να τις μαζεύεις μέχρι την τελευταία γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χρειαστείς αυτή τη μία χάντρα που δεν μάζεψες». Και αυτές ήταν χάντρες όχι μεγαλύτερες από τον κόκκο της άμμου!
Στο λοφτ που μέναμε αποφασίσαμε να γυρίσουμε το στρώμα από την άλλη πλευρά και ανακαλύψαμε πως κοιμόμασταν πάνω από μια αποικία κατσαρίδων, Χριστέ μου!! Οι Αμερικανοί είναι υστερικοί με την καθαριότητα, κάνουν 2-3 ντους την ημέρα, αλλά οι κατσαρίδες, κατσαρίδες... ζουν ανάμεσά τους.
Το Max’s Kansas City ήταν από τα αγαπημένα μας στέκια. Από τις 5 έως τις 7 το απόγευμα είχαν δωρεάν μπουφέ με φτερούγες κοτόπουλο, τσίλι και άλλα παρόμοια... πόσο τέλειο. Δεν χρειαζόταν να πάρεις ποτό, απλά έτρωγες, έφευγες και δεν έδινες λογαριασμό σε κανέναν. Πηγαίναμε συχνά εκεί. Στο πίσω μέρος του κλαμπ υπήρχε ένα δωμάτιο, το Ιερό των Ιερών, έτσι το έλεγε ο Γουόρχολ που τον έβρισκες εκεί συνέχεια, και για πολλά χρόνια, παρέα με τους Lou Reed, Nico... αλλά και την υπόλοιπη ακολουθία του Factory, ένα μάτσο εκφυλισμένους. Ακόμα κι έτσι, ήταν ένα πολύ χαλαρό μέρος, δεν νομίζω πως υπήρξε ποτέ ή υπάρχει σήμερα κάτι ανάλογο.
Μετά τη Νέα Υόρκη, ο Πάνος συνέχισε να φτιάχνει εξώφυλλα για εκδότες στη Μεγάλη Βρετανία. Εγώ δούλευα παρτ τάιμ ως διερμηνέας και κάθε καλοκαίρι ερχόμασταν στην Ελλάδα για κάνα δυο μήνες. Ο Πάνος γούσταρε την εποχή του punk και μάζευε πολλά 45άρια και αφίσες από τη συγκεκριμένη «σκηνή». Είδαμε τους Sex Pistols λάιβ στο 100 Club, χώρος μόνο ορθίων, φύγαμε μετά από μισή ώρα, γαμώτο!!! Το ’79 ο Πάνος ξεκίνησε να δουλεύει στην ελληνική υπηρεσία του BBC και εγώ εργαζόμουν ως φιλοτελικός σύμβουλος στην οδό Strand που ήταν 5 λεπτά περπάτημα από το Bush House (το κτίριο που στέγαζε την παγκόσμια Υπηρεσία του BBC) που δούλευε ο Πάνος.
Τον Νοέμβρη του 1983 ταξιδέψαμε στο Μεξικό που ο Πάνος είχε μια θεία στη Γκουανταλαχάρα. Άλλο πράγμα πάλι για μας, το Μεξικό. Φτάσαμε ανήμερα της Ημέρας των Νεκρών. Σκελετοί παντού... σκελετοί φιγουρίνια που έκαναν καθημερινές δουλειές, μάσκες, κρανία φτιαγμένα από ζάχαρη. Ήταν συναρπαστικά και επίσης πολύ φθηνά, για εμάς που είχαμε δολάρια. Αγοράσαμε τόσα πράγματα στο Μεξικό, ξέροντας πως οι πιθανότητες να επιστρέψουμε ήταν ελάχιστες... Η κεντρική αγορά είχε ένα κομμάτι αφιερωμένο στη «brujeria» (τα μάγια). Παράξενα βότανα, φίλτρα και κούκλες Σαμανισμού, λευκή και μαύρη μαγεία. Αγοράσαμε κάποια μαντζούνια και κεριά και ένα σαπούνι που σε βοηθάει να αποκτήσεις δύναμη.
Νοικιάσαμε ένα Volkswagen και οδηγήσαμε από το Μεξικό στην Γκουαναταλαχάρα, 10 ώρες δρόμος. Η θεία του Πάνου και ο άντρας της έμεναν σε μια μεγάλη βίλα κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές... επειδή είχαν και το δικό τους βαγόνι. Ήταν συνταξιούχοι, αλλά με μια δική τους αλυσίδα κινηματογράφων drive-in σε ολόκληρη την πολιτεία του Χαλίσκο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον θείο να λέει πως αν στην Ελλάδα οι διαφωνίες είναι «όλο λόγια», στο Μεξικό βγαίνουν μαχαίρια!
Μετά από μια εβδομάδα στην Γκουανταλαχάρα, πήραμε το δρόμο για την πόλη του Ζιουατανέχο, στις ακτές του Ειρηνικού. Ήταν μια διαδρομή δυο ημερών – μαντέψτε ποιος οδηγούσε... Σταματήσαμε για το βράδυ στη Ζαμόρα και συνεχίσαμε το επόμενο πρωί κάνοντας μια στάση στην Ουρουάπαν όπου αγοράσαμε πουκάμισα με τρελά μεξικάνικα πριντ, σανδάλια, εσάρπες και μια τσάντα φτιαγμένη από ένα ολόκληρο αρμαντίλο. Η βλάστηση θύμιζε πολύ Ελλάδα, με εξαίρεση την πληθώρα από ποϊνσέτιες (αλεξανδρινά) στα πεδινά που κάποιες έφταναν τα 4 μέτρα ύψος, όλες ολάνθιστες.
Στη διαδρομή, σαν ένα τεράστιο φίδι ο δρόμος, χρειάστηκε να σταματήσουμε αρκετές φορές για τις αγελάδες που περνούσαν το δρόμο. Σταματήσαμε σε ένα μικρό εστιατόριο που λεγόταν Hermanas Ramirez (Τα αδέρφια Ραμίρεζ) για καφέ και αργά το απόγευμα φτάσαμε επιτέλους στην ακτή. Επιστρέφοντας στο Μέξικο Σίτι συναντήσαμε στη διαδρομή ένα τζιπ γεμάτο νεαρούς Αμερικανούς που τους είχε σταματήσει η αστυνομία και τους έψαχνε για μαριχουάνα. Το ίδιο τζιπ μάς προσπερνούσε μισή ώρα μετά, όλοι μέσα χασκογελούσαν, ήταν σίγουρα μαστουρωμένοι μέχρι αηδίας – μάλλον είχε δουλέψει το λάδωμα...
Εκείνη την εποχή το Μεξικό ήταν μια πολύ ασφαλής πόλη, σε αντίθεση με σήμερα που η βία είναι μάστιγα, το ίδιο και οι έμποροι ναρκωτικών, πολύ λυπηρό, πράγματι... Φύγαμε από την Αμερική την Πρωτοχρονιά του 1984. Στον Πάνο πρότειναν μια θέση σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό στο Σικάγο όμως είχε βίζα «VOA», κατηγορίας J («Βίζα κατά την άφιξη», για εκπαιδευτικούς ή πολιτιστικούς σκοπούς) που σήμαινε πως δεν μπορούσε να επιστρέψει παρά μετά από δυο χρόνια. Σκατά!
Πώς ήταν να ζει με τον Πάνο σε ένα εικαστικό και πνευματικό «νησί»
Γνώρισα πολλούς γνωστούς, σημαντικούς ανθρώπους της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής σκηνής και κάποιους λιγότερο γνωστούς. Να σου απαριθμήσω μερικούς; Τον Λέοναρντ Κοέν, τη Λίλιαν Λιν, τον Takis, τον Βαλαωρίτη, τον Γουίλιαμ Μπάροουζ, τον Άλεν Γκίνσμπεργκ... θα σου πω και μια μικρή ιστορία για τον Άλεν: Πήγαμε να τον συναντήσουμε στο ξενοδοχείο του στη Ρώμη, αλλά είχε καθυστερήσει και γνωρίσαμε τη μητέρα του η οποία ξεσπούσε, ανήσυχη, σαν γνήσια εβραία μάνα. «Ωιμέ, πού είναι το αγόρι μου ο Άλεν, συνήθως είναι στην ώρα του, πού είναι το αγόρι μου;». Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο Άλεν αλλά μιλήσαμε μόνο για περίπου 45 λεπτά αφού έπρεπε να φύγουμε για αλλού.
Περισσότερα ονόματα; Πίτερ Γουάιτχεντ, Γιόσι Ματσούε, Πιερ Πάολο Καπόνι, Φίλιπ Σάβιλ, Μιτς Μίτσελ (τον οποίο γνωρίζω από τα 7 μου), Γιόκο Όνο (σκιαχτική!) και πάει λέγοντας... Κάποιοι ήταν πολύ συμπαθείς, κάποιοι άλλοι εντελώς ηλίθιοι. Κινούμασταν πάντα στις παρυφές, δεν θέλαμε να πλησιάσουμε πολύ κοντά στο «σινάφι»...
Σχετικά με τη δουλειά του Πάνου, άλλες φορές τον έβλεπα να δουλεύει, να σχεδιάζει, άλλες όχι. Όσο για τις ιδέες του, απλά ερχόντουσαν. Μπορεί να έβλεπε μια σταγόνα από μελάνι πάνω στο χαρτί, πώς απλώνει, και από αυτό το απροσδιόριστο σχήμα θα έβγαινε ένα φανταστικό μοτίβο. Δεν υπήρχε κάποια ιδιαίτερη φιλοσοφία πίσω από τη ζωγραφική του, όπως συμβαίνει με άλλους καλλιτέχνες... μπλα, μπλα, μπλα. Ήταν όλα στο κεφάλι του, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Ίσως κάποιοι στο μέλλον το προσπαθήσουν, αλλά θα καταλήξουν σίγουρα σε εντελώς λάθος συμπέρασμα, οι μαλάκες! Τα γραπτά του πάλι, βασικά «it was all Greek to me», αν και μου τα εξηγούσε – μερικές φορές! Όσο για το «Failure» (1965), δεν προέκυψε από κάποιο συγκεκριμένο ερέθισμα, ίσως επηρεάστηκε από τα αμερικάνικα κόμικς περισσότερο.
Το 1971 συμμετείχε σε μια μεγάλη έκθεση του Ινστιτούτου Σύγχρονης Τέχνης (ICA) Λονδίνου, με τον τίτλο «Aargh», μια μεγάλη γιορτή του κόμικ. Ανάμεσα στους συμμετέχοντες ήταν επίσης οι Ρόμπερτ Κραμπ (πρωτοπόρους των underground αμερικανικών κόμικς), Μίλτον Κάνιφ (Terry and the Pirates), Τσέστερ Γκουλντ (Dick Tracy), Μπερν Χόγκαρθ (Tarzan), Τζορτζ Χέριμαν (Karazy Kat), Γουόλτ Κέλι (Donald Duck), Τζιμ Στεράνγκο (Nick Fury) και πολλοί άλλοι. Κάποιο απόγευμα, ο διευθυντής της έκθεσης, ο Μίχαελ Κούστοου, κανόνισε μια τηλεφωνική συνέντευξη με τον Σταν Λι (εκδότης και πρόεδρος της Marvel). Σε ένα κατάμεστο θέατρο, ο Κούστοου ανακοίνωσε πως, φυσικά, όλοι γνωρίζουμε πως τα πάντα γύρω μας μπορούν να είναι Τέχνη και τότε ο Πάνος σχολίασε φωναχτά «ο Σαίξπηρ, για παράδειγμα». Όλο το θέατρο ξέσπασε σε γέλια.
Πώς είναι να ζεις χωρίς τον Πάνο;
Η ζωή χωρίς τον σύντροφό μου είναι μοναχική αλλά έχω δίπλα μου πολύ καλούς φίλους τους οποίους μπορώ να ενοχλώ συνέχεια (χαχα!). Επίσης έχω καταπιαστεί με πολλά και διαφορετικά πράγματα, προσπαθώ να βάλω μια τάξη σε έγγραφα, σημειώσεις, χαρτιά, ζωγραφιές του Πάνου.
Έχω να οργανώσω μία εκδήλωση-αφιέρωμα στον Πάνο τον Σεπτέμβριο, η οποία θέλω να έχει χιούμορ, να σου φτιάχνει τη διάθεση, όχι να σε θλίβει, να έχει ενδιαφέρον και να ενημερώνει, όχι να είναι μια βαρετή εκδήλωση.
Η ζωή χωρίς τον σύντροφό μου είναι μοναχική...
Υπάρχει πάντα η σκέψη για εκθέσεις με τη δουλειά του στο κοντινό μέλλον και ο Δημήτρης Κοτσέλης έχει εκφράσει την επιθυμία να ανεβάσει στο θέατρο κάποιες από τις ιστορίες του. Μόνο μετά τον θάνατό του συνειδητοποίησα πόσο πολλοί νέοι άνθρωποι είχαν διαβάσει τα έργα του και τα αγάπησαν. Τα περισσότερα μπορεί να ήταν χιουμοριστικά, να γελούσες διαβάζοντάς τα, αλλά έκρυβαν βαθύτερα νοήματα.
Το δικό της ενδιαφέρον για τα βότανα και η δική της τέχνη
Από παιδί, θυμάμαι, μου άρεσε να ασχολούμαι με τα βότανα, βλέποντας τη γιαγιά μου στην Ιταλία και τις θείες μου στην Ουγγαρία να τα χρησιμοποιούν για να θεραπεύουν διάφορα προβλήματα υγείας, σκεφτόμουν, ουάου! Αργότερα στη ζωή μου αποφάσισα να παρακολουθήσω ένα μάθημα για τη θεραπευτική χρήση των βοτάνων, όμως κατά τη διάρκειά του και όταν τελείωσα, έμενα με ένα απογοητευτικό κενό, καθώς δεν ήξερα πώς ονομάζονται τα βότανα στις διαφορετικές γλώσσες της Ευρώπης. Έτσι αποφάσισα να το ερευνήσω και έφτιαξα ένα λεξικό που κατέληξε να περιλαμβάνει 10 γλώσσες. Μου πήρε ένα χρόνο να το ολοκληρώσω και 15 χρόνια μέχρι να εκδοθεί – εκδόθηκε στη Βρετανία από τις εκδ. Aeon Books. Στο βιβλίο δεν αναφέρεται η χρησιμότητα κάθε βότανου, μόνο η ονομασία του, σε 10 γλώσσες. Είναι ένα χρήσιμο λεξικό για ταξιδιώτες, εμπόρους και σπουδαστές βονατονογίας. («The Herbal Lexicon: In 10 Languages» της Kate Koutrouboussis, εκδ. Aeon Books, UK).
Να σου πω και κάτι παράξενο που συνέβη στο Λονδίνο, πριν 20 χρόνια. Βγαίνοντας από το μετρό, έδωσα σε μια τσιγγάνα 20 πένες για ένα ματσάκι καλλούνα και εκείνη, γύρισε και μου είπε «εσύ θα εκδόσεις ένα βιβλίο». Γελάσαμε αλλά, όπως τελικά αποδείχθηκε, είχε δίκιο. Φτιάχνω επίσης «χαζά» doodles και φιγούρες σε αυτοκόλλητα αλλά είμαι καλή και στα πορτρέτα από φωτογραφίες, όπως και στον συνδυασμό χρωμάτων. Αυτά ήταν περισσότερο για τον ελεύθερο χρόνο μας, για δική μας διασκέδαση, οι εκθέσεις ήρθαν αργότερα. Το φόρτε μου πάντως είναι σίγουρα η χειροτεχνία. Φτιάχνω κοσμήματα με χάντρες, φτιάχνω κούκλες και πλεκτές ζακέτες και καπέλα που πουλάω εκτός Ελλάδας. Έχω παρουσιάσει τη δουλειά μου στην Ιταλία, την Αμερική και την Αγγλία. Όπως και με τον Πάνο, οι ιδέες «απλά» έπεφταν στο κεφάλι μου και το ίδιο «απλά» υλοποιούνταν. Κάποιες έβγαιναν ωραίες, άλλες όχι τόσο. Και τι έγινε; Μια ιδέα είναι όλα...
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος