Ένα ταξίδι στο μεταίχμιο Αφρικής και Ευρώπης
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Πέγκυ Ζουμπουλάκη, η γυναίκα που γνώρισα
50 χρόνια Γκαλερί Ζουμπουλάκη. Ποια είναι η κυρία Πέγκυ Ζουμπουλάκη, η «ψυχή» της πιο διάσημης αθηναϊκής γκαλερί;
Δύο πρόσωπα στη ζωή μου, θα μου θυμίζουν τις εποχές που γελούσα πολύ. Το ένα είναι η Πέγκυ Ζουμπουλάκη. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από εκείνη την πρώτη μας συνάντηση για να μη θυμάμαι την κοινή αφορμή που μας έφερε κοντά. Την ξέχασα. Θυμάμαι αντίθετα ένα σωρό σκόρπιες λεπτομέρειες από αυτή τη γυναίκα. Θυμάμαι, ας πούμε, τον τρόπο που σκύβει στο φλιτζάνι για να βρέξει τα χείλη της. Πόσο ατρόμητη μοιάζει μέσα στο σμαραγδί φουστάνι της. Το μεγάλο λυτρωτικό γέλιο της. Θυμάμαι τη μέρα που μου ζήτησε συγνώμη για να εκστομίσει μια φράση σόκιν επειδή έτσι τη βόλευε. Αναγνωρίζω τις μεθόδους που μετέρχεται για να κρατάει τόσο περίτεχνα τα μυστικά της, όταν το θέλει.
Τη γνωρίζω μόνο 5 χρόνια. Ζήσαμε λίγο η μία κοντά στην άλλη. Ό,τι συνέβη ανάμεσά μας ήταν σύντομες συναντήσεις, κάποια τηλεφωνήματα, κάτι βράδια στο σπίτι της και στο εστιατόριο του Φιλίππου, μια μεγάλη αγκαλιά στην Ύδρα. Αγνοώ τις αδυναμίες της, τις ανησυχίες της. Μόνο εικασίες μπορώ να κάνω. Τη γνωρίζω λίγο, άρα μπορώ να τη θαυμάζω όπως μια ξένη.
Άπειροι λόγοι συνηγορούν για να θαυμάσεις αυτή τη γυναίκα. Φαντάζει, στη δική μου κλίμακα τουλάχιστον, σαν ένα είδος ήρωα αυτόνομου και παράτολμου. Πραγματοποίησε στο μέγιστο δυνατό τα όνειρά της συχνά κάτω από αντίξοες συνθήκες. Όταν ο άνδρας της, ο Τάσος Ζουμπουλάκης, πέθανε το ’83, η Πέγκυ ήταν μικρή αλλά αρκετά μεγάλη για να ζει σ’ ένα κουτί ζαχαροπλαστείου. Και έβαλε στοιχήματα. Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να αντιμετωπίσει την απώλεια του άνδρα της, που για 20 τόσα χρόνια τον είχε συντροφέψει με αφοσίωση και έρωτα. Επιπλέον έμενε μόνη με δύο μικρά παιδιά δίπλα της, τη Δάφνη και τον Θοδωρή, ανίκανα να διαχειριστούν (κυρίως το κορίτσι) μια τόσο αναπάντεχη απουσία, και τέλος με μια γκαλερί κληρονομιά από τις πιο σημαντικές της πόλης.
Την έχω ακούσει να λέει πως μετά το θάνατο του Τάσου Ζουμπουλάκη πολλοί ήταν αυτοί που περίμεναν στη γωνία, οι μισοί για να δουν αν θα τα καταφέρει και οι άλλοι μισοί για να τη βοηθήσουν να τα καταφέρει. Την έσωσε ο χαρακτήρας της και η συμπαράσταση των φίλων της. Το αλάθητο ένστικτο της Πέγκυς την είχε οδηγήσει από νωρίς να ποντάρει σε σχέσεις αιώνιες και σταθερές πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε ψυχρά επαγγελματικά «πάρε-δώσε». Αυτές οι σχέσεις, με Μόραλη, Τσαρούχη, Γκίκα, Φασιανό, Νικολάου, Ακριθάκη, Κυριακούλη, Τάκη, Καρέλλα, σημαντικές και ιερές, τη βοήθησαν να ξεπεράσει την αιφνίδια καταιγίδα της ζωής της που την είχε πετύχει στο δρόμο χωρίς ομπρέλα.
Από το 1983 που ανέλαβε μόνη της μέχρι το 2000 που παρέδωσε τα ηνία στην κόρη της τη Δάφνη, η ιστορία της γκαλερί έχει να επιδείξει μια σταθερή συσσώρευση μικρών θριάμβων. Η συνεργασία με τον Ιόλα άφησε εποχή με επιτυχίες και αναταράξεις. Για πρώτη φορά η Αθήνα είχε την ευκαιρία να θαυμάσει από κοντά τη δουλειά των κορυφαίων της Παγκόσμιας Τέχνης όπως ο Man Ray, o Magritte, ο Lalanne, η Niki de St Phalle (που γνώρισε η Πέγκυ από κοντά), ο De Chirico (τον φιλοξένησε μαζί με τη γυναίκα του) και τόσοι ακόμα άλλοι. Στις σημαντικές στιγμές καταγράφεται ακόμα η συνεργασία και η φιλία που αναπτύχθηκε με την Denise Renne, τη σπουδαία γκαλερίστα που λάνσαρε και ανέδειξε την κινητική Τέχνη και την op art. Με την γκαλερί Beyeler ήταν μια άλλη σημαντική συνεργασία από την οποία προέκυψε η έκθεση του Picasso, μια έκθεση που έκανε όχι απλώς αίσθηση αλλά πάταγο στην πόλη.
Από την Πέγκυ στη Δάφνη
Από το 2000 που αναλαμβάνει η Δάφνη, η κόρη της, τη διεύθυνση της γκαλερί, η «ήρεμη δύναμη της οικογένειας», ένας νέος, πιο φρέσκος και πιο σύγχρονος αέρας έρχεται να προστεθεί στο μακρύ κατάλογο των ονομάτων που φιλοξένησε η γκαλερί. Καλλιτέχνες της γενιάς του ’80 και ’90 (Αϊδίνης, Κεχαγιόγλου, Αυγέρος, Λαγός, αλλά και φωτογράφοι και χάπενιγκς) άρχισαν να πλαισιώνουν τις μόνιμες συνεργασίες. Το 2007 με το σχήμα «Ζone D» που δημιούργησε η Δάφνη άρχισαν να διοργανώνονται εκθέσεις εκτός χώρου της γκαλερί με στόχο την παρουσίαση νέων τάσεων της διεθνούς σύγχρονης Τέχνης με τεράστια επιτυχία.
Από το 1966 μέχρι σήμερα η γκαλερί Ζουμπουλάκη υπήρξε ένας σεισμογράφος. Έμπαινες κι έβλεπες τι συμβαίνει και πού. Από τις πόρτες της πέρασαν όλες οι αιρέσεις της τέχνης: από τη γενιά του ’30 μέχρι τους νεοντανταϊστές και τους ποπαρτίστες. Κόσμος διαγκωνίζονταν στην είσοδο όχι μόνο για να δουν Μagritte και Braque από κοντά, αλλά (κυρίως) επειδή ο καλλιτεχνικός κήπος της Πέγκυς είχε κάτι που η εποχή ζητούσε απεγνωσμένα: υπερβολή και στιλ. Βέβαια, τα τρανταχτά ονόματα που εδώ και μισό αιώνα παρουσίασε και ο καθόλου αφελής τρόπος που χειρίστηκε όλα αυτά τα χρόνια το κύρος της γκαλερί μπορεί να της κόστισαν λιγότερες συμπάθειες απ’ ό,τι άξιζε. Της το επισήμανα ένα βράδυ που τρώγαμε στου Φιλίππου, αλλά από την απάντηση που πήρα κατάλαβα ότι για την ίδια σημασία είχε τι έλεγε η μικρή ομήγυρης εκείνων που γνώριζε και εκτιμούσε προσωπικά. Λίγο πριν πεθάνει ο Τσαρούχης, της έγραψε με τρεμάμενα χέρια σ’ ένα χαρτάκι «Πέγκυ, νίκησες!». Φυλάει αυτό το χαρτάκι με συγκίνηση και αγάπη.
Στου Φιλίππου
Είναι βραδάκι, εποχή καρναβαλιού. Είναι καλεσμένη στο μπαλ μασκέ στο σπίτι του φίλου της και συλλέκτη Δημήτρη Πιερίδη στη Γλυφάδα. Η Πέγκυ έχει ντυθεί περίπτερο. Φτάνει και ο Τσαρούχης με την παρέα του τυλιγμένος απ’ την κορφή μέχρι τα πόδια με βαμβάκι στις αποχρώσεις του λευκού και του γκρι. Έκπληκτοι και αποσβολωμένοι οι καλεσμένοι τον ρωτούν «Μα τι έχεις ντυθεί εσύ, βρε Γιάννη;». «Σύννεφο!» απαντά ακαριαία ο Τσαρούχης.
Κάθε φορά που η Πέγκυ θυμάται τέτοιες ιστορίες, το παιδί που έχει μέσα της επισκιάζει την ώριμη γυναίκα. Είναι απόλαυση να την ακούς. Δροσερή και αθώα παρά τα χρόνια που πέρασαν. Και με ένα χιούμορ σαν κόμικ διαστημικής περιπέτειας. Ό,τι πρέπει δηλαδή για την αέρινη επιπολαιότητα μιας συντροφιάς γυναικών που συναντήθηκαν κάποτε στο εστιατόριο του Φιλίππου κι έμειναν εκεί για πάντα. Η Πέγκυ, η Ρίτα, το Ξενάκι κι εγώ. Σ’ αυτό το ιστορικό ταβερνάκι στις παρυφές του Λυκαβηττού που ο Μόραλης θεωρούσε «τραπεζαρία του» όσο ζούσε, θέσαμε ένα βράδυ τις βάσεις της αιώνιας εφηβείας μας που έμελλε να πάρει διαστάσεις εθισμού. Το ραντεβού έγινε jour fixe μία συγκεκριμένη μέρα κάθε μήνα. Βρήκαμε η μία στις άλλες το τέλειο ταίρι μας στην τρέλα. Εδώ ερχόμαστε, και το έχουμε συμφωνήσει, για να χάσουμε την αίσθηση του χρόνου, να ξαναγίνουμε παιδιά συντροφιά με άφθονα, αυθόρμητα γέλια.
Η Πέγκυ με γοήτευσε από την πρώτη στιγμή που τη συνάντησα. Ήταν μια γοητεία που δεν οφειλόταν στη συνδρομή των media ούτε στο γεγονός ότι είναι μια γυναίκα με πολύ ιδιαίτερο προσωπικό στιλ. Αναρωτήθηκα, ακόμα αναρωτιέμαι, ποιο είναι τέλος πάντων αυτό το θερμό καύσιμο που την κινεί και την κάνει να έχει αναμμένες τις μηχανές 24 ώρες το 24ωρο; Βρίσκεται σε μια διαρκή εγρήγορση που πάντα θαύμαζα γιατί πάντα μου έλειπε. Αυτό που κατάλαβα με τον καιρό είναι ότι η ζωή της είναι μια γραμμή από ατέλειωτα «τώρα». Ζει το κάθε «τώρα» στην ώρα του και δεν ταλαιπωρείται από το προηγούμενο ή το επόμενο. Η προσήλωσή της στα στοιχειώδη της ζωής δεν της αφήνει περιθώριο να σιγοπνίγεται σε αναμνήσεις καταβροχθίζοντας τσάι και συμπάθεια. Δεν έχει ανάγκη κοινωνικής ανόδου και προσκλήσεων σε γεύματα με evian και πρασινάδες. Δεν τη θαμπώνουν τέτοια πράγματα. Τα έχει ζήσει, τα ξέρει, τα βαριέται. Τρέχει από την Κριεζώτου στο Κολωνάκι και από εκεί στην Πειραιώς, στα τρία νευραλγικά σημεία των επιχειρήσεών της, σαν αναβράζον δισκίο έτοιμο να πέσει στο νερό. «Γιατί να περπατάς αφού μπορείς να τρέχεις;» ιδού το δόγμα της. Ταυτόχρονα όμως μπορεί να πατήσει ξαφνικά φρένο στην ιλιγγιώδη καθημερινότητά της, να μπει στο φέρι και να περάσει ένα βράδυ μόνη στο σπίτι της στην Ύδρα ή να πάρει την εγγονή της παρέα για να περάσουν ένα τριήμερο στο Παρίσι, χαζεύοντας τη θέα της πόλης από τη ταράτσα του Beaubourg.
Ό,τι κάνει τώρα με τα εγγόνια της έκανε και με τα παιδιά της, όταν ήταν μικρά. Θυμάμαι μια μέρα που τη ρώτησα πώς αγοράστηκε ο χώρος στο Κολωνάκι. «Αγοράστηκε για να γίνει η έκθεση του Τάκη, μία από τις πιο πρωτοποριακές της εποχής. Είχαμε πάει, θυμάμαι, στο Παρίσι με τον Θοδωρή και είχαμε δει την έκθεσή του με τα μαγνητικά. Πρώτη φορά είδα παιδί 8 χρονών να καθηλώνεται και να βλέπει σαν μαγεμένο. Το ίδιο είχε κάνει όταν πήγαμε στο Λονδίνο να δούμε το “L’après midi d’ un faune” με τον Nureyev, νόμιζα πως θα ανέβει στη σκηνή».
Η παρέα της Κριεζώτου
Η γκαλερί στο Κολωνάκι αγοράστηκε χάριν του Τάκη. «Η Κριεζώτου όμως είναι πιο συνδεδεμένη με τον Φασιανό» μου είχε πει ένα βράδυ. «Μια ζωή έχουμε περάσει με τον Φασιανό κι αυτή τη ζωή και την εποχή κρατάω. Πιστεύω ότι τα ωραιότερα έργα του τα έχω δείξει εγώ. Έχουμε κάνει πολλά γέλια μαζί, η φιλία μας έμοιαζε παντοτινή…». Έτσι τελειώνει πάντα την κουβέντα της η Πέγκυ, όταν χρειάζεται να μιλήσει για φιλίες που στην πορεία ακυρώθηκαν. Θυμάται μόνο όσα αξίζουν να κρατά η μνήμη.
Η παρέα της Κριεζώτου… Τι sui generis παρέα! Η τρομερή γενιά του ’30 και τα περίφημα «Ούζα του Σαββάτου». Μαζεύονταν κάθε Σάββατο μεσημέρι, φίλοι καλλιτέχνες εκεί για να τα πουν, να τα πιουν, να μιλήσουν για τα σοβαρά και τα ανάλαφρα της ζωής, να κάνουν πλάκα. Οι συναντήσεις αυτές του Σαββάτου συνεχίζονται μέχρι σήμερα και με νεότερους συνδαιτημόνες. Θυμάμαι ένα αστείο περιστατικό που μου έχει διηγηθεί. Είχε καλέσει την παρέα της στο σπίτι για ψαροφαγία. Είχε ψαρέψει ο Φασιανός ένα μεγάλο ροφό στην Τζια και της τον είχε φέρει να τον μαγειρέψουν. Όταν το τραπέζι ετοιμάστηκε και το ψάρι είχε ψηθεί εμφανίστηκε ο Φασιανός με την τεράστια πιατέλα ντυμένος βατραχάνθρωπος, με τον αναπνευστήρα, το ψαροντούφεκο, το μαγιό και τα βατραχοπέδιλα, για να γίνει το τέλειο χάπενιγκ μιας βραδιάς που άξιζε να θυμάσαι.
«Μια δυο φορές την εβδομάδα μού τηλεφωνούσε και μου έλεγε: “Έλα να πιούμε ένα ουζάκι”. Πήγαινα στο ατελιέ του που ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα και πότε μου πρόσφερε ένα εξαιρετικό χαβιάρι με βότκα, πότε ένα απλό ουζάκι με ελιές. Ο Γκίκας ήταν πραγματικός άρχοντας. Τον θυμάμαι μοσχομυριστό με κάτι ρόμπες ολομέταξες κι αυτά τα θαυμάσια χέρια που ωραιότερα δεν έχω δει στη ζωή μου. Είχε άλλου είδους κουλτούρα, πιο ανατολίτικη και κοσμογυρισμένη. Ήταν πολύ γοητευτικός όταν το ήθελε. Αγαπούσε ιδιαίτερα τον άνδρα μου. Τον θυμάμαι στην κηδεία, ήρθε με την Μπάρμπαρα τη γυναίκα του η οποία κρατούσε ένα τεράστιο μπουκέτο με μοβ πασχαλιές».
(απόσπασμα από συνέντευξή της στο «ΒΗΜΑ»)
Οδός Λυκείου. Στο σπίτι της.
Καλεσμένη για φαγητό. Ήταν βράδυ, το φως λίγο αλλά αρκετό για να αναγνωρίσω την παρουσία της Τέχνης, μόλις άνοιξε η πόρτα. Έργα κρεμασμένα στους τοίχους με αριστοτεχνικό τρόπο, έργα υπέροχα, τεράστια, μυθικά και πάρα πάρα πολύ προσωπικά. Στο σπίτι αυτό είδα το πιο ωραίο και μεγάλο μαγνητικό του Τάκη, από τα πιο σημαντικά της καριέρας του, σ’ ένα εκτυφλωτικό κίτρινο και μια κρυφή αφιέρωση στο πλάι «Στην Πέγκυ και στον Τάσο με πολλή αγάπη και φιλία. Τάκης, 1982». Είδα το θηριώδες δέντρο του Παύλου και τα πορτρέτα της Μπέργκμαν στην πρώτη τους έκδοση με την υπογραφή του Warhol να κυριαρχούν και να γεμίζουν την κρεβατοκάμαρα. Είδα τοποθετημένους στην τουαλέττα (!) τους παιδικούς γεμάτους χρώματα και έρωτα πίνακες της Niki de Saint Phalle «My love in a bed with you» την εποχή που ήταν ερωτευμένη με τον Tinguely. Είδα τεράστιους, υπέροχους Rauschenberg και Μόραλη και Τσαρούχη και Banksy στο σαλόνι. Μια τρυφερή Μαρίνα Καρέλλα που έχει ζωγραφίσει τον εγγονό της και της γράφει «Στην Πέγκυ μου τη γλυκιά, τα εγγόνια, Ύδρα, Αύγουστος». Είδα έναν Κυριακούλη να εκλιπαρεί «Πέγκυ, συγχώρεσέ με, δράμα».
Δεν ήταν τα τρανταχτά ονόματα στους τοίχους που μου έφεραν σκοτοδίνη. Ήταν το σπίτι από μόνο του. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου πιο καλαίσθητο σπίτι και πιο φιλόξενο σύμπαν. Θυμήθηκα κάτι που είχα διαβάσει και ταίριαζε γάντι εδώ: «Η αισθητική είναι ένα εύκαμπτο όργανο που διαμορφώνεται σε μέτρο ισχυρό από την –όποια– καλλιέργεια και το –όποιο– ήθος. Αυτά τα δύο σου επιβάλλουν και σου υποβάλλουν όχι μόνο το στιλ που θα υιοθετήσεις αλλά το στιλ που δικαιούσαι να έχεις». Αυτή η καλαίσθητη γυναίκα διαθέτει και τα δυο. Φροντίζει λοιπόν να χαίρεται το σπίτι της χωρίς σπουδαιοφάνεια και περιττές διαχύσεις. Συμβιώνει μ’ αυτά τα 20-25 αγαπημένα έργα τα τελευταία 30 χρόνια και είναι τα ίδια πάντα που παίρνει στις μετακομίσεις της. «Έχω κρατήσει έργα στα οποία η προσωπικότητα και η τέχνη συναντιούνται» μου έχει διευκρινίσει.
Μαθαίνοντας να ζει μ’ αυτά τα μεγέθη, η Πέγκυ έμαθε να ζει μ’ έναν τρόπο. Και ο τρόπος αυτός συνοψίζεται σε τρία βασικά πράγματα. Στον τρόπο που μεγάλωσε τα παιδιά της, στον τρόπο που χειρίστηκε το κύρος της γκαλερί της και στον τρόπο που οργανώνει τις... «Τεμπελιάδες» της!
Οι «Τεμπελιάδες»
Άφησα για το τέλος την υπόθεση των «Τεμπελιάδων» γιατί πιστεύω πως είναι το μόνο κλειδί που μπορεί να ξεκλειδώσει αυτό το περίεργο, εξωφρενικό και συναρπαστικό κβάζαρ που ακούει στο όνομα Πέγκυ Ζουμπουλάκη. Μία φορά το χρόνο, συνήθως καλοκαίρι, οι φίλες της από την εποχή της νιότης συναντιούνται στο σπίτι της στην Ύδρα για να διοργανώσουν την καθιερωμένη «Τεμπελιάδα», μια διήμερη κρεπάλη όπου δεν έχει χώρο κανείς άλλος παρά μόνο η Τεμπελιά. Η κάθε μία κάνει ό,τι θέλει, ξυπνάει όποτε θέλει, φοράει ό,τι θέλει, κάνει μπάνιο όποτε της καπνίσει, τρώνε και πίνουν μέχρι στομαχικής διαταραχής. «Τέλεια αποτοξίνωση» λέει, «τύφλα να ’χει η γιόγκα!».
Aυτή είναι η κυρία Πέγκυ Ζουμπουλάκη έτσι όπως τη γνώρισα. Μια γυναίκα αρχόντισσα, αν μου επιτρέπεται η έκφραση. Που έχει την ώρα της σε όλα. Είναι τελειομανής, μεθοδική, συγκεντρωτική, αφηρημένη, απεχθάνεται την τσαπατσουλιά, την κουτοπονηριά, λατρεύει το χιούμορ, τον αυτοσαρκασμό και να ρεμβάζει. Πηγαινοέρχεται με την ίδια άνεση από το Κολωνάκι στο Ζεφύρι, τρέχει πάνω κάτω με τα πόδια και το μετρό, θέλει να τα προλάβει όλα και να εξαντλήσει τη γη. Μια μέρα που τη ρώτησα πώς θα χαρακτήριζε τον εαυτό της θυμήθηκε τη φράση που της είχε πει κάποτε ένας εργάτης που δούλευε μαζί της στην γκαλερί: «Εσείς λοιπόν, κυρία Πέγκυ, είστε τελικά μια μικρή καρότσα σε μεγάλη μηχανή».
Δειτε περισσοτερα
Πώς συγκεντρώνουν την πραμάτεια τους, ποιες δυσκολίες αντιμετωπίζουν και ποιο είναι το όραμά τους για κεντρική ενιαία αγορά
Φωνές από το περιθώριο και τροφή για σκέψη για την αποδοχή και τα σύγχρονα κοινωνικά στερεότυπα
Πώς συναντιούνται τόσοι κόσμοι;
Τα ψηφιακά εργαλεία που υπόσχονται ένα πράσινο μέλλον
Οι επιχειρήσεις που αναγνωρίζουν τη σημασία της βιωσιμότητας μπορούν να επιτύχουν σε όλα τα επίπεδα—οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά