Αποκλειστικές εικόνες από το μεγαλύτερο συγκοινωνιακό, αναπτυξιακό και περιβαλλοντικό έργο υποδομής στη Βόρεια Ελλάδα, το οποίο, έπειτα από δεκαετίες, παραδίδεται
Και ποιο ήταν το επίθετό της; Μας ρωτάει (στα τούρκικα) ένας ηλικιωμένος άντρας.
Τεμιρτσιόγλου, απαντάω (αντί για Ντεμιρτζιόγλου).
Υπάρχει ένας τόπος όπου το Ντου προφέρεται Του, και το Τζου προφέρεται Τσου. Εκεί είναι και λίγο από το δικό μου δέρμα, το δικό μου δέρας. Διασχίσουμε με τη Gönül την επαρχία της Μαύρης Θάλασσας στην Τουρκία (Karadeniz), να βρούμε τι σημαίνει επιστρέφω σε έναν τόπο όταν η επιστροφή είναι γενεαλογική, είναι σημαδεμένη σε γενιές, σε χρόνο άπειρο. Στην περίπτωσή μου δεν υπάρχουν αρχεία, ζωντανές μνήμες – το αφήγημα της ζωής πριν την Ελλάδα έχει πολλά κενά, υπάρχει σιωπή, τραύμα.
Από πού ήρθαν γιαγιά;
Πρόσφυγες, από ένα μέρος που λέγεται Σαμψούντα.
Ο φαινότυπος είναι γνώριμος, η μουσική το ίδιο, τα βουνά και η θάλασσα έχουν τα ίδια χρώματα. Αντί για ομοιότητες και διαφορές αναζητώ τις κανονικές συνθήκες ενός καινούριου τόπου, τα πεπερασμένα όρια του. Ψάχνω το σημείο τήξης όπου το βουνό γίνεται θάλασσα, το σημείο όπου η άμμος εξατμίζεται σε σύννεφο. Γιαβάς γιαβάς.
Αφήνουμε τη Σαμψούντα πίσω μας, και τρέχουμε στην εθνική οδό κατά μήκος της ακτής, κινούμαστε πάντα προς την Ανατολή, τον Καύκασο – η Gönül μου θυμίζει το όρια ταχύτητας στον αυτοκινητόδρομο. Υπάρχουν κάμερες. Και όμως δεν τρέχουμε, έχουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια, τρεις γενιές. Σκέφτομαι πως προχωρούμε ανάποδα, πως θα έπρεπε, ίσως, να ξεκινήσουμε από τον Καύκασο και να πάμε μέχρι εκεί που μπορούμε, μέχρι εκεί που φτάνει η φαντασία μας. Δηλαδή, από την Κολχίδα μέχρι την Ατλαντίδα.
Άμα είσαι Τεμιρτσιόγλου, είσαι από εδώ (στα Τούρκικα).
Οδηγώντας, ακούμε ελαφρολαϊκά στο ραδιόφωνο, αυτό που οι Τούρκοι ονομάζουν «αραμπέσκ». Γελάμε που τα ξέρουμε, πάνω κάτω. Είναι ένα τραγούδι που το τραγουδάμε και στα Ελληνικά και στα Τούρκικα. Πεζοί μερικές φορές τρέχουν και αυτοί να διασχίσουν την εθνική για να πάνε για μπάνιο, η έξοδος προς τη θάλασσα ενισχύει την βιασύνη. Αλλά όταν μπαίνεις στη θάλασσα η βαρύτητα μεταβάλλεται, η άνωση αλλάζει τον χρόνο. Άλλες φορές όλα είναι αργά, περιμένουμε στη σειρά να βάλουμε βενζίνη, να αγοράσουμε μπαταρίες για το μαγνητοφωνάκι, να ψωνίσουμε φρούτα, μαγιό για τη θάλασσα. Εργάτες στο βενζινάδικο θέλουν να με παντρέψουν με ένα κορίτσι «από εδώ», με καλοκαρδίζουν. Στην παραλία ψήνουν λουκάνικα και παίζουν μπάλα. Σωσίβια, μπρατσάκια, η αυτοκρατορία της οικογένειας. Η Μαύρη Θάλασσα είναι πραγματικά μαύρη, μαζεύω στρογγυλές πέτρες. Υπάρχουν υπόγεια ρεύματα με διαφορετική αλατότητα, διαβάζω πως το βαθύ νερό στη Μαύρη Θάλασσα είναι χωρίς οξυγόνο, ο «φιλόξενος» (Εύξεινος) Πόντος είναι ένας ευφημισμός (Άξεινος Πόντος). Υπάρχουν όρια μέχρι που μπορείς να κολυμπήσεις, όλοι λένε – ξέρουν – ότι είναι επικίνδυνη θάλασσα. «Να προσέχετε». Η ξηρά ωστόσο είναι πιο επικίνδυνη∙ απέναντι, βόρεια, γίνεται πόλεμος. Ανοξικά στρώματα, νεκρές ζώνες. Σκέφτομαι την μυθολογία∙ οι Αμαζόνες, η Μήδεια, το χρυσόμαλλο δέρας, όλα είναι συνδεδεμένα με τη Μαύρη Θάλασσα, ένα υγρό σταυροδρόμι.
Η Αμάσεια είναι εντυπωσιακή, η πιο αστραφτερή από όλες∙ οι υπόλοιπες κωμοπόλεις μου φαίνονται πιο πραγματικές όμως, Χάβζα, Μερζιφούντα, Καβάκ: λαϊκές γειτονιές, καφενεία και φούρνοι, μαγαζιά από άλλες δεκαετίες ανακατεμένα με καταστήματα τηλεπικοινωνιών, έφηβοι που τριγυρνάνε χωρίς σκοπό, σακούλες με ψώνια, εκπτώσεις. Από λάθος ανακαλύπτουμε και χωριά-προάστια, χωριά με σειρές καινούριων εξαώροφων πολυκατοικιών: η «αγροτική ανάπτυξη». Η Σαμψούντα και η Τραπεζούντα περήφανες, ανάμεσα σε ένα σωρό πόλεις, χωριά, με πολλαπλές κληρονομιές, με τα σπίτια που επισκέφτηκε ο Μουσταφά Κεμάλ (πολλές οικίες που έμεινε ο Μουσταφά Κεμάλ στην Τουρκία μετατράπηκαν σε μουσεία, γνωστά ως οικίες Ατατούρκ). Στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά σειρές από τουρίστες, φωτογραφίες, σέλφι, θαυμασμός ανάμεσα στις τοιχογραφίες και τις βουνοκορφές. Ένα γκρουπ έχει έκδηλο ενθουσιασμό, προχωράνε αργά και ανυπόμονα μαζί με τα καρτελάκια τους που γράφουν «Γιουνανιστάν». Χαιρετιόμαστε. Τα πρόσωπα στις τοιχογραφίες μου κάνουν μεγάλη εντύπωση, έχουν άλλη τεχνοτροπία, παρατηρώ τη μύτη, τα χείλη. Άλλα πράγματα φαίνονται να μην έχουν αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου∙ πριν από το ηλιοβασίλεμα όλα γίνονται για λίγο μωβ.
Οι παρακάτω φωτογραφίες αποτυπώνουν ένα οδοιπορικό σε ένα τόπο καινούριο. Δύο ερευνητές οδηγούν με το ραδιόφωνο να παίζει αραμπέσκ ψάχνοντας ένα χρυσόμαλλο δέρας. Κάτι βρίσκουν. Σκέφτομαι τον Ανδρέα Εμπειρίκο, «σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας» – πράγματι.
Γιαγιά εδώ είσαι; (στα τούρκικα)
Είμαι στη θάλασσα, πασιά μ’ (στα τούρκικα).
Σημείωση: H Gönül Bozoğlu είναι Λέκτορας στις Σπουδές Κληρονομιάς και Μουσείων στο Πανεπιστήμιο του St Andrews. Η εθνογραφική μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Newcastle (Institutes of Creative Arts Practice, Humanities, and Social Sciences).
Δειτε περισσοτερα
Η σειρά ξεχωριστών posters που παρουσιάζονται λίγο πριν από κάθε ευρωπαϊκή αναμέτρηση
Τα Fresh Voices επέστρεψαν για τον Νοέμβριο στο Γαλλικό Ινστιτούτο, και ήμασταν όλοι εκεί.
Ζωγραφικά έργα, γλυπτά, σχέδια για ταινίες και θρυλικά εξώφυλλα δίσκων
Μια μαγική μουσική βραδιά με συζητήσεις και live στο Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζα Γουλανδρή
Με αφορμή την Ωκεανίδα 2024, γνωστοί καλλιτέχνες δίνουν νέα μορφή σε σανίδες που έχουν ήδη «δαμάσει» τα κύματα