Η δημιουργικότητα δεν έχει όρια και η διαφήμιση μπορεί να είναι μια ισχυρή δύναμη για το καλό
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
11°
Οι ρακοσυλλέκτες της Αθήνας: Πήγαμε στην Ερμού των φτωχών στον Ελαιώνα
Οι ρακοσυλλέκτες του Ελαιώνα βγαίνουν στους δρόμους για να κερδίσουν τα προς το ζην. Πού και πότε γίνονται τα μεγάλα παζάρια και γιατί Δήμος τους απορρίπτει.
Εντελώς αθόρυβος και αφοσιωμένος, προτού τον χαιρετήσω, σκέφτηκα να τον προσπεράσω βιαστικά για να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση. Πρώτη φορά πετύχαινα ρακοσυλλέκτη να ψαχουλεύει στους κάδους της γειτονιάς μου, με τα γάντια του, το χαρακτηριστικό κοντάρι και το καρότσι του σουπερμάρκετ. Η κανονικοποίηση μιας συνθήκης που οι περισσότεροι ξέρουμε ότι υπάρχει αλλά την αντιμετωπίζουμε ως αστικό μύθο, μερικές φορές ξεκινά απλώς με ένα «Καλησπέρα». Εκείνος ο άνθρωπος στην πραγματικότητα ούτε έκλεβε την περιουσία κανενός ούτε ενοχλούσε, αντίθετα προσπαθούσε να βρει κάτι να αξίζει, πιθανό κομμάτι μιας αχανούς πραμάτειας που με το πρώτο φως του ήλιου θα απλωνόταν στο μεγάλο παζάρι του Ελαιώνα, κι έτσι θα έβγαζε το μεροκάματο.
Ρακοσυλλέκτες από τη Θράκη στον Ελαιώνα λόγω ανεργίας
Ακολούθησα τον Ερτσάν Χασάν στον Ελαιώνα, στο Παζάρι του σωματείου «Πρόοδος», το παλαιότερο από τα δέκα παζάρια που στήνουν οι ρακοσυλλέκτες της Αθήνας στην Ορφέως και κατά μήκος της Αγίας Άννης. «Ερμού των φτωχών» έχει χαρακτηριστεί το σημείο καθώς εκεί μπορείς να ψωνίσεις (ή και να ανταλλάξεις) ό,τι περνά από το μυαλό σου, λογής-λογής μικροαντικείμενα που λίγες ώρες πριν βρίσκονταν στον πάτο μιας σακούλας σκουπιδιών. Έμαθε να επιβιώνει ως ρακοσυλλέκτης από τον πατέρα του, Ραίφ, πρώην κρεωπώλη, που πριν από 40 χρόνια κατέβηκαν στην Αθήνα μαζί με αρκετούς συντοπίτες τους από την Κομοτηνή ως οικονομικοί μετανάστες, διηγείται ο Ερτσάν.
«Ο πατέρας μου με έπαιρνε στις υπαίθριες αγορές που γίνονταν στο Θησείο και το Μοναστηράκι από 12 ετών. Έμαθα τα μυστικά του χώρου και εδώ και 30 χρόνια ασχολούμαι με αυτό. Στο πέρασμα των χρόνων και με την κρίση οι ρακοσυλλέκτες αυξήθηκαν σε σημείο που σήμερα μπορεί να φτάνουν τους 2.000 σε όλη την Αθήνα. Οι περισσότεροι από αυτούς οικογενειάρχες, που βιοπορίζονται έτσι. Δεν μιλάμε για πραγματικό μισθό, απλώς καταφέρνουμε να επιβιώσουμε και αναλογικά με τις ανάγκες μας βγαίνουμε περισσότερες ή λιγότερες ώρες στον δρόμο».
Από το Μοναστηράκι ξεκίνησε και ο Μιχάλης Μπετσιθέμης, ηλεκτρολόγος μηχανικός που εργαζόταν σε παλαιοπωλείο ώσπου αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του στον δρόμο και εκ τότε του «μπήκε το μικρόβιο». Ανεπιθύμητες μυρωδιές, ακαθαρσίες, χαλασμένα τρόφιμα, ποντίκια, ένας κάδος μπορεί να είναι απλησίαστος.
«Όλα τα πιάνουμε, κι αν χρειαστεί βάζουμε μάσκα. Βγαίνουμε παντός καιρού στον δρόμο -αν κοιτάξεις τον καιρό θα πεινάσεις- γύρω στις τρεις το ξημέρωμα που είναι ήσυχα, και πηγαίνουμε σε όλη την Αθήνα. Γνωρίζουμε σαν να είμαστε gps τις οδούς της πόλης, το σημείο που βρίσκεται ο κάθε κάδος αλλά και πότε περνά το απορριμματοφόρο για να προλάβουμε. Μαζεύουμε κάθε αντικείμενο που δεν είναι κατεστραμμένο και έχει έστω μια μηδαμινή αξία. Πενήντα λεπτά, ένα ευρώ, τόσο συνήθως κοστίζει το 90% όσων βρίσκουμε. Το να βρούμε κάτι πιο αξιόλογο συμβαίνει μια φορά στα δέκα χρόνια και μπορεί να είναι μια αλυσίδα των 10 ευρώ. Tηλεοράσεις και ηλεκτρικές συσκευές κάθε είδους δεν μαζεύουμε πλέον, καθώς ο κόσμος δεν τα επιλέγει. Ποιος θα θέλει να επωμιστεί το βάρος επισκευής ενός ελαττωματικού ψυγείου άλλωστε; Οικιακά είδη, εργαλεία και vintage διακοσμητικά είναι αυτά που ψωνίζουν οι περισσότεροι».
Οι «θησαυροί» από τα σκουπίδια στο μεγάλο παζάρι του Ελαιώνα
Με μια γρήγορη ματιά στο παζάρι των ρακοσυλλεκτών θα βρει κανείς χιλιάδες κουζινικά και γυαλικά, μπιμπελό παλιάς εποχής, vintage ραδιόφωνα, φωτογραφικές μηχανές, καπέλα και παλιά τηλέφωνα, ποδήλατα, μουσικά όργανα, φωτιστικά, κορνίζες, γραφομηχανές, παιδικά παιχνίδια, δίσκους για πικάπ, ναργιλέδες, κασελάκια λούστρου, χάρτες και παπούτσια. Ό,τι και να είναι, οι ρακοσυλλέκτες το προσφωνούν ως οικογενειακό κειμήλιο σε τιμή ευκαιρίας - κάτι που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Ήταν το 2019 όταν ο Ερτσάν βρήκε μια Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του 1864, που παρέδωσε ο ίδιος στην Βιβλιοθήκη της Βουλής, ενώ από ρακοσυλλέκτη βρέθηκαν χειρόγραφα του Καβάφη. Μετά από τόσα χρόνια στο «κουρμπέτι» μου εξηγούν ότι έχουν μάθει να αξιολογούν με την πρώτη ματιά αν κάτι που βρέθηκε στα σκουπίδια προορίζεται για το παζάρι ή κάπου που θα χρησιμεύσει περισσότερο, όπως ένα μουσείο ή ακόμα και το αστυνομικό τμήμα αν πρόκειται για ταυτότητες και πιστωτικές κάρτες.
Οι συλλέκτες-φετιχιστές που συχνάζουν στον Ελαιώνα
«Υπάρχουν τρεις κατηγορίες επισκεπτών του παζαριού. Οι συλλέκτες κατηγορίας ένα, που έρχονται για να βρουν κάτι ιδιαίτερο το οποίο σκοπεύουν να μεταπωλήσουν, οι συλλέκτες κατηγορίας δύο, που αναζητούν ένα χρηστικό αντικείμενο σε προνομιακή τιμή, και οι κατηγορίας τρία, που θέλουν κάτι επειδή τους εξιτάρει η ιδέα να το έχουν στην κατοχή τους. Οι περισσότεροι που επισκέπτονται το παζάρι βρίσκουν μια φορά κάποιο πράγμα που τους ιντριγκάρει, κολλάνε γύρω από αυτή την ιδέα και έρχονται ξανά και ξανά με κίνητρο να βρουν πάλι κάτι ανάλογο. Φτάνουν σε σημείο να έρχονται στο παζάρι τη νύχτα από φόβο μήπως προλάβει να τους πάρει κανείς άλλος το αντικείμενο του πόθου τους. Πωρώνονται με το να μαζεύουν πραγματάκια στο σπίτι τους απλώς για να τα βλέπουν ή επειδή τους θυμίζουν κάτι από την παιδική τους ηλικία. Αυτοί -που είναι πάρα πολλοί- δεν έρχονται λόγω οικονομικής κατάστασης στο παζάρι των ρακοσυλλεκτών αλλά λόγω φετιχισμού» εξηγεί ο Μιχάλης.
Ο Έλληνας δεν ανακυκλώνει, υποστηρίζουν οι ρακοσυλλέκτες
Οι ρακοσυλλέκτες αποσυμπιέζουν ως έναν βαθμό το οξυμένο πρόβλημα των υπερχειλισμένων κάδων στην πόλη και παράλληλα λειτουργούν και σαν έναν άμεσο τρόπο σφυγμομέτρησης του κόσμου όσον αφορά τις καταναλωτικές τους συνήθειες. Υποστηρίζουν ότι τα σκουπίδια μας δείχνουν την ολοένα και αυξανόμενη ανάγκη μας να αγοράζουμε πράγματα που ίσως δεν χρειαζόμαστε πραγματικά, αλλά και την έλλειψη ουσιαστικής παιδείας γύρω από την ανακύκλωση ή την κομποστοποίηση.
«Περισσυλέγουμε χαρτόνια, σιδερένια αντικείμενα και κάθε είδους σκεύος που στα χέρια μας γίνεται επαναχρησιμοποιούμενο και αποκτά μια νέα πνοή. Ανακυκλώνουμε έτσι το αντικείμενο αλλά και την φιλοσοφία γύρω από αυτό, τον πολιτισμό. Το σίγουρο είναι πάντως ότι απειροελάχιστοι είναι αυτοί που ξέρουν να διαχωρίζουν τον μπλε από τον πράσινο κάδο.»
Μεροκάματο του τρόμου αλλά όχι ταμπού
Για να κάνεις την ίδια –ας την πούμε– δουλειά επί 30 χρόνια, μήπως είναι κάτι παραπάνω από το βιοποριστικό κομμάτι που σε κρατάει, ρωτώ τον Ραίφ.
«Είναι το όνειρο που μας τρέφει. Κολλάμε και εμείς με την ελπίδα ότι απόψε για παράδειγμα μπορεί να βρούμε κάτι καλό. Έπειτα είμαστε γενικά εργατικοί άνθρωποι και ευχαριστημένοι με το να ζούμε με τα λίγα, που όμως είναι καλύτερα από το τίποτα. Η στιγμή που δοκιμαστήκαμε ήταν κατά την πανδημία που έπρεπε να κλειστούμε σπίτια μας, χωρίς βοήθημα από πουθενά.
Έχουμε δημιουργήσει φιλίες κιόλας οι ρακοσυλλέκτες μεταξύ μας. Αντί να μαζευόμαστε με τους φίλους μας στα καφενεία, μαζευόμαστε στο παζάρι και λέμε τα νέα της εβδομάδας. Το πιο δύσκολο κομμάτι της δουλειάς πάντως δεν είναι ο καιρός, ούτε οι συνθήκες υγιεινής αλλά το ποιον θα συναντήσεις την νύχτα. Υπάρχουν εξαρτημένοι, που μπορεί να σε μαχαιρώσουν στον δρόμο για 2 ευρώ, και συμμορίες. Η Αθήνα έχει παρουσιαστεί κατά καιρούς ως μια σύγχρονη, ανεπτυγμένη μεγαλούπολη, τη νύχτα όμως φοβάσαι να περπατήσεις λόγω της παραβατικότητας. Πριν 30 χρόνια παράταγες ένα καρότσι με πράγματα στου Ψυρρή και δεν το άγγιζε κανείς. Σήμερα, στην ίδια περιοχή αν πάρεις τα μάτια σου για μια στιγμή, σ' το έκλεψαν. Έπειτα, παλαιότερα βρίσκαμε πιο ωραία πράγματα στα σκουπίδια αλλά και ο κόσμος αγόραζε περισσότερο από εμάς. Σήμερα αν δεν χρειάζονται τα παπούτσια τους, αντί να τα αφήσουν στον κάδο για να τα βρούμε εμείς, θα τα βάλουν αγγελία στο faceboοk να τα μεταπωλήσουν».
Στο παζάρι συνάντησα τη Βάσω, μια από τις εκατοντάδες όπως μαθαίνω ρακοσυλλέκτριες της Αθήνας. Σύμφωνα με όσα μου μετέφερε, οι περισσότερες βγαίνουν στο δρόμο μαζί με τους συζύγους τους, όχι για να κουβαλήσουν αλλά για τη συναισθηματική στήριξη και την παρέα, και σε περίπτωση που δεν τους ακολουθήσουν, αγωνιούν μέχρι να επιστρέψουν σώοι και αβλαβείς. Όλοι τους, άντρες και γυναίκες ρακοσυλλέκτες, μου λένε ότι προσπαθούν να ξεφύγουν από τη λογική του «ταμπού» όσον αφορά την ιδιότητά τους. Από τη μια δεν το διατυμπανίζουν, και σίγουρα αν τους δινόταν η ευκαιρία να αλλάξουν τη ζωή τους θα το έκαναν, αλλά από την άλλη δηλώνουν περήφανοι που προς το παρόν βγάζουν τα προς το ζην χωρίς να παρανομήσουν ή να ζητιανεύσουν.
Το όραμα των ρακοσυλλεκτών για μια κεντρική, ανταγωνιστική αγορά
Το παζάρι της Προόδου λειτουργεί κάθε Σαββαττοκύριακο στην Ορφέως 190 από τις 5 το ξημέρωμα, ανάμεσα σε διάφορα παζάρια, άλλα νόμιμα και άλλα άτυπα, που στήνονται μέσα σε παραπήγματα με αμφίβολες συνθήκες υγιεινής, ευάλωτα στις καιρικές συνθήκες. Για τους λόγους αυτούς, οι ρακοσυλλέκτες ονειρεύονται να αξιοποιηθεί το σημείο προκειμένου να συσταθεί μια ενιαία αγορά, ικανή να ανταγωνιστεί ανάλογα παζάρια που στήνονται στο εξωτερικό και έχουν μάλιστα απευθυνθεί στον Δήμο, χωρίς όμως ανταπόκριση, όπως ισχυρίζονται:
«Επί χρόνια ζητάμε μια ακρόαση από τους εκάστοτε δημάρχους -η οποία ποτέ δεν γίνεται δεκτή-, να επισκεφτούν το παζάρι μας και να δούμε πώς μπορούμε να συνδημιουργήσουμε μια καλύτερη συνθήκη, μια πιστοποιημένη αγορά που θα προσέλκυε ανθρώπους από όλη την Αθήνα, οικογένειες και τουρίστες, όπως γίνεται στο εξωτερικό όπου οι ρακοσυλλέκτες στήνουν τα πιο περιβόητα παζάρια. Θα μπορούσε να γίνει μια συστέγαση, για παράδειγμα, να μας παραχωρηθεί ένας χώρος για να μας φιλοξενήσει. Τα παζάρια μας είναι υπαίθρια και με μια καταιγίδα καταστρέφονται σε σημείο να μπορεί μετά να αξιοποιηθεί μόνο το 30% των αντικειμένων που δεν αποτελούνται από ευπαθή υλικά. Έτσι έχουμε χάσει ιστορικά πράγματα όπως μπαούλα και ντιβανοκασέλες του περασμένου αιώνα. Με την ανάδειξή μας σε επίσημο παζάρι θα τονωνόταν η τοπική αγορά και θα στηριζόταν ένας τεράστιος αριθμός ρακοσυλλεκτών που έχουν σοβαρή ανάγκη επιβίωσης».
Αν έχετε κι εσείς ένα πρωτότυπο και δημιουργικό πρότζεκτ ή μια ενδιαφέρουσα ιστορία να διηγηθείτε, στείλτε μας email στο katerinakamp@yahoo.com
Δειτε περισσοτερα
Βρεθήκαμε στα Few Studios πριν το live που «δεν έχουμε ιδέα τι μας περιμένει»
Ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Πλάκας είναι οι πολυάριθμες ταβέρνες της, με μερικές εξ’ αυτών να κουβαλάνε στην πλάτη τους πολλά χρόνια ιστορίας
Η τεχνολογία είναι πολύ σημαντικό θέμα για να το αφήσουμε απλώς στους τεχνολόγους
Κι όμως, είμαστε έτοιμοι να ζήσουμε σε μια Θεσσαλονίκη των 17 λεπτών από τη μία άκρη της ως την άλλη
«Η γνήσια, αυθεντική επαφή μεταξύ ηθοποιού και θεατή, είναι σαν να έχεις ρίξει ένα σημείωμα σε μια μπουκάλα στο πέλαγος και κάποιος την βρήκε»