Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
Μέγαρο Σλήμαν - Μελά: Η ιστορία του εμβληματικού κτηρίου
Η ιστορία του Μεγάρου Σλήμαν - Μελά: Περπατήσαμε στο κτήριο λίγο πριν μετατραπεί σε ξενοδοχείο και είδαμε την έκθεση «wanderlust / all passports»
Λίγο πριν το ιστορικό, εμβληματικό Μέγαρο Σλήμαν - Μελά αρχίσει το νέο του ταξίδι στον χρόνο, ατενίζοντας το μέλλον ως ένα πολυτελές ξενοδοχείο, αποχαιρετά το παρελθόν με μία έκθεση σύγχρονης τέχνης που θα φιλοξενείται έως τις 17 Νοεμβρίου στους πολυάριθμους χώρους του, διοργάνωσης του αστικού μη κερδοσκοπικού οργανισμού artefact athens, με τίτλο «Wanderlust /all passports», σε επιμέλεια Κώστα Πράπογλου.
Μετά τις εκθέσεις «Reality Check I-II» στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, Δαφνί (2022) και «Το φαινόμενο της πεταλούδας» στο Έργοστάσιο Μουζάκης – Πεταλούδα (2023), ο Κώστας Πράπογλου διαλέγει έναν ακόμη μη συμβατικό χώρο για να οργανώσει μία έκθεση, εκπλήσσοντας, όπως πάντα, το φιλότεχνο κοινό. Η έκθεση προσδοκά να αναδείξει την ιστορία του κτιρίου που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της Αθήνας, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους: «Η ενΈργοποίηση αυτού του χώρου αντιπροσωπεύει συμβολικά μια πνοή ζωής, δημιουργικότητας και έμπνευσης. Σηματοδοτεί μια ζωτική δύναμη και μια επιθυμία για αναγέννηση και εξέλιξη. Είναι σαν ένα νέο διαβατήριο για αναρίθμητους προορισμούς», αναφέρει ο κος Πράπογλου.
Η έκθεση «Wanderlust /all passports», στην οποία συμμετέχουν 44 καλλιτέχνες από την Ελλάδα και το εξωτερικό, πραγματεύεται την έννοια του ταξιδιού όχι μόνο με την κυριολεκτική, εννοιολογική σημασία -ως μία μετάβαση από έναν τόπο στον άλλο-, αλλά και ως μία εσωτερική διαδρομή, σαν ένα ταξίδι του πνεύματος και της ψυχής στον χώρο και στον χρόνο. Οι καλλιτέχνες παρουσιάζουν έργα που ανταποκρίνονται στον χώρο (site-specific) και στο εννοιολογικό πλαίσιο (context-responsive), δημιουργώντας εγκαταστάσεις χώρου, βίντεο, γλυπτά, ηχοτοπία και έργα ζωγραφικής.
Λίγα λόγια για το Μέγαρο Σλήμαν - Μελά
Το Μέγαρο Σλήμαν - Μελά, με τη λιτή σε διακοσμήσεις όψη, οικοδομήθηκε την εποχή της αθηναϊκής μπελ επόκ (1890), ως «προσοδοφόρο ακίνητο» για τα δύο παιδιά του Ε. Σλήμαν, τον Αγαμέμνονα και την Ανδρομάχη (σύζυγο του Λέοντος Μελά), σε σχέδια του Ε. Τσίλλερ. Ο ταλαντούχος αρχιτέκτονας, προσλαμβάνοντας τα νέα μηνύματα της αρχιτεκτονικής που κυριαρχούσαν στο γύρισμα του αιώνα και ενσωματώνοντάς τα στο έργο του, δημιούργησε μία ενδιάμεση φάση ανάμεσα στον νεοκλασικισμό και την αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα.
Σε αυτή την κατηγορία ανήκει το εν λόγω πολυώροφο μικτής χρήσης κτίριο, συνολικής επιφάνειας 7.945τ.μ. Αρχικά χρησίμευσε ως συγκρότημα οικογενειακών κατοικιών. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στέγασε το Αρσάκειο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, αργότερα λειτούργησε ως ξενοδοχείο και στη συνέχεια μετατράπηκε σε γραφεία για δικηγόρους και συμβολαιογράφους, ενώ στην εσωτερική του αυλή στέγαζε τον κινηματογράφο Ιντεάλ. Στο ισόγειό του φιλοξενήθηκαν κατά καιρούς εμπορικά καταστήματα, διαχρονικά και δημοφιλή στέκια που έγραψαν ιστορία στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή της πόλης, όπως οι εκδόσεις Πάπυρος Λαρούς, Κάκτος, το εστιατόριο Ιντεάλ δίπλα στον ομώνυμο κινηματογράφο, οι λουκουμάδες Αιγαίον.
Στο πλάι, το Μέγαρο Σλήμαν-Μελά συνορεύει με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (Χαρ. Τρικούπη 3 & Φειδίου 1), τριώροφο κτίριο, εξαιρετικό δείγμα του όψιμου κλασικισμού που οικοδομήθηκε το 1887, σε τμήμα του πρώην κήπου της οικίας Prokesch von Osten, σε σχέδια του Τσίλλερ και χρηματοδότηση του Σλήμαν. Το 1899 πουλήθηκε από τους κληρονόμους του Ερ. Σλήμαν στο γερμανικό κράτος.
Η πίσω όψη του Μεγάρου Σλήμαν - Μελά, επί της οδού Φειδίου, συνορεύει με νεοκλασικό μέγαρο (Φειδίου 3), ένα από τα πρώτα που οικοδομήθηκαν στην νεοσύστατη πρωτεύουσα (1836-1837). Αρχικά, αποτέλεσε οικία του πρεσβευτή της Αυστρίας Αντον Πρόκεν φον Οστεν. Μετά την αναχώρησή του (1849), το κτίριο αγοράστηκε από τους Ελένη & Μιχάλη Τοσίτσα και χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία τους. Αργότερα, το 1887, το κτίριο μαζί με το γύρω οικόπεδο, πέρασε στην ιδιοκτησία του Ερ. Σλήμαν και στέγασε το ωδείο της πιανίστας Λίνα φον Λότνερ, το οποίο στη συνέχεια αανσυγκροτήθηκε από τον μουσικοσυνθέτη Μανόλη Καλομοίρη και λειτούργησε εκεί, έως το 1971, με την επωνυμία «Ελληνικό Ωδείο». Το 1934 το κτίριο πουλήθηκε από την κόρη του Ερ. Σλήμαν, Ανδρομάχη, στο Ταμείο Συντάξεων του Προσωπικού των Τραπεζών Εθνικής Κτηματικής και Ελλάδος.
Ιστορικά στέκια του Μεγάρου Σλήμαν-Μελά, αναπόσπαστα κομμάτια της ιστορίας της Αθήνας
Το εστιατόριο Ιντεάλ, των αδελφών Βλασσόπουλου, δίπλα στον ομώνυμο κινηματογράφο, υπήρξε για δεκαετίες ολόκληρες σταθερή αξία και σημείο αναφοράς της πόλης, άμεσα συνδεδεμένο με την κοινωνική της ζωή. Οι ιδιαίτερες, αρίστης ποιότητας γεύσεις του, το φιλικό περιβάλλον, η κλασική, φινετσάτη διακόσμηση με τις απλίκες, τους καθρέπτες και τα χρωματιστά βιτρό, τα τραπέζια με τα πεντακάθαρα και καλοσιδερωμένα τραπεζομάντηλα, η επαγγελματική εξυπηρέτηση των πελατών το είχαν κατατάξει πολύ ψηλά στην λίστα των γαστρονομικών προορισμών του κέντρου της Αθήνας. Το εστιατόριο έκλεισε για πάντα την επιβλητική κρυστάλλινη εξώπορτα του το 2014.
Ποιος, μικρός ή μεγάλος, όταν περνούσε μπροστά από το ημιυπόγειο μαγαζάκι με την επωνυμία «αιγαίον», μπορούσε να αντισταθεί στο άρωμα που αναδυόταν μέχρι έξω και δεν έμπαινε μέσα στην αίθουσα με τα μαρμάρινα τραπεζάκια και τα μεταλλικά βιενέζικα καθίσματα για να γευτεί μία μερίδα ζεστούς αφράτους λουκουμάδες, βουτηγμένους στο μέλι, πασπαλισμένους με τριμμένο καρύδι, ζάχαρη άχνη και μπόλικη κανέλλα;
Η ιστορία του καταστήματος άρχισε το 1926 όταν ο Γ. Φύλλας με καταγωγή από τα Μεστά της Χίου ήρθε στην Αθήνα και άνοιξε ένα καφενείο με την επωνυμία «αιγαίον». Όμως από τη στιγμή που οι λουκουμάδες, βασισμένοι σε μία παραδοσιακή συνταγή της μητέρας του, μπήκαν ως κύριο προϊόν στον τιμοκατάλογο, το μαγαζί έγινε το πιο φημισμένο λουκουματζίδικο της Αθήνας και λειτούργησε στο ίδιο σημείο για σχεδόν έναν αιώνα. Αγαπημένο αθηναϊκό στέκι, με άρωμα μίας άλλης εποχής και πελάτες όλων των ηλικιών αλλά και όλων των χώρων, άντεξε στον χρόνο αλλά λύγισε την εποχή της οικονομικής κρίσης, παρ' όλες τις επιχειρηματικές ενέργειες που έκαναν οι διάδοχοι του Γ. Φύλλα για να το κρατήσουν ανοικτό. Κατέβασε ρολά το 2017, αφήνοντας στη μνήμη πολλών γλυκές αναμνήσεις.
Ο ιστορικός κινηματογράφος Iντεάλ άνοιξε τις πόρτες του το 1921, ως Salon Ideal και βρισκόταν μέσα στο αίθριο του Μεγάρου που τον φιλοξενεί. Το όνομά του σημαίνει «Ιδεώδες». Θεωρείτο ο δεύτερος παλαιότερος της Αθήνας, απ' όσους λειτουργούσαν έως πρόσφατα. Στην μακρόχρονη πορεία του, φιλοξένησε σπουδαίες ταινίες και παραστάσεις αλλά γνώρισε και αρκετές φορές την καταστροφική μανία της πυρκαγιάς (1933, 1947, 1990). Όμως κάθε φορά, αναγεννιόταν από τις στάχτες του και γινόταν ακόμη πιο όμορφος και σύγχρονος, με λιγότερες όμως θέσεις μετά την κάθε επισκευή. Αρχικά είχε 2000 καθίσματα, μοιρασμένα στην τεράστια πλατεία και τον εξώστη, τα οποία μετά την τελευταία ανακαίνιση μειώθηκαν στις 750.
Πρωτοπόρος στις τεχνολογικές εξελίξεις, ήταν ένας από τους δύο κινηματογράφους της Αθήνας που εγκατέστησε συστήματα στερεοφωνικού ήχου και ο δεύτερος, μετά το Αττικόν, που έγινε «παρλάν» (ομιλών), (1929) με μηχανήματα ήχου RCA.
Μετά την εκ βάθρων ανακαίνιση του 1990, η πολυτέλεια και ο τελευταίας τεχνολογίας εξοπλισμός του έγινε το σήμα κατατεθέν του, όπως οι βελούδινες αναπαυτικές πολυθρόνες της γαλλικής εταιρείας Quinette, οι πλαϊνές επιφάνειες της αίθουσας διακοσμημένες με τις γκρι τοιχογραφίες του ζωγράφου Αγγέλου Αντωνόπουλου, βοηθού του Δ. Μυταρά στην ΑΣΚΤ, η μεγαλύτερη σε μέγεθος οθόνη της Ελλάδος, δεύτερη της Ευρώπης, επιφάνειας 150 τ.μ. Οι μεταμεσονύχτιες προβολές του αλλά και οι «Νύχτες Πρεμιέρας», συγκέντρωναν πλήθος κόσμου που δημιουργούσε μεγάλες ουρές, έξω από την στενή είσοδό του, η οποία ήταν σε πλήρη αρμονία με το νεοκλασικό στυλ του κτιρίου.
Η «αυλαία» του Ιντεάλ έπεσε με την προβολή του «Pulp Fiction» του Κουέντιν Ταραντίνο, στις 29 Δεκεμβρίου του 2023 μέσα σ' ένα ιδιαίτερα συγκινησιακό κλίμα. Ο κινηματογράφος Ιντεάλ, όπως και ολόκληρο το Μέγαρο Σλήμαν - Μελά αποτελεί ιδιοκτησία του ΕΦΚΑ, ο οποίος το εκμίσθωσε πρόσφατα στον ξενοδοχειακό όμιλο Μήτση και μπαίνει σε μία νέα εποχή.
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show