Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Η Αθήνα του Μινιόν
Μινιόν: Η ιστορία του πρώτου πολυκαταστήματος της Ελλάδας.
Τα Χριστούγεννα, εν αντιθέσει με την ευρεία παράδοση, πάντοτε ήταν αγαπημένη γιορτή των Ελλήνων, η γιορτή που μικροί και μεγάλοι ανέμεναν με λαχτάρα. Καθένας στην οικογένεια είχε τη δική του αποστολή. Από νωρίς το πρωί της παραμονής, τα πιτσιρίκια γυρνούσαν στις γειτονιές με τα αυτοσχέδια τρίγωνα και τα χάρτινα καραβάκια, έμπαιναν στις αυλές και τραγουδούσαν τα κάλαντα στις νοικοκυρές που απ’ το πρωί πάλευαν με τα γλυκά.
«Καλήν εσπέραν άρχοντες». Τα παιδιά το τραγουδούσαν ολόκληρο, δεν άφηναν λέξη απ’ έξω μήπως, εκτός από το γλυκό, τους τρατάρουν και καμιά δεκάρα στα αρχοντόσπιτα. Ο πατέρας συνήθως έλειπε, είχε κατέβει στην αγορά από νωρίς για τα ψώνια. Οι Αθηναίοι έπαιρναν το τραμ και κατέβαιναν στου «Κίκιζα», το παντοπωλείο ολόκληρης της πόλης σχεδόν, Λένορμαν και Παλαμηδίου στο Μεταξουργείο.
Πριν τον πόλεμο ξεκίνησε να λειτουργεί, έφτασε στο σημείο να απασχολεί πάνω από 20 υπαλλήλους και ό,τι δεν έβρισκαν οι Αθηναίοι στα μπακάλικα της γειτονιάς, θα το έβρισκαν σίγουρα στου «Κίκιζα». Φορούσαν το καλό τους το κοστούμι και από Κολοκυνθού κατέβαιναν στη στάση «Kίκιζα» όπως λεγόταν από στόμα σε στόμα.
Έξω από αυτό το ιδιότυπο πρώτο super market της πρωτεύουσας, το αδιαχώρητο. Τις γιορτινές μέρες, μέχρι και Αστυφύλακας στεκόταν απ’ έξω για να διευκολύνει την εξυπηρέτηση των πελατών. Εκεί συνωστιζόταν ο κύριος όγκος των Αθηναίων.
Οι (λίγοι) έχοντες, οι πλούσιοι και οι τυχεροί, εξυπηρετούνταν από το Παντοπωλείο της «ελίτ», εκείνο του Θανόπουλου στα Χαυτεία, Σταδίου και Αιόλου γωνία, το οποίο προμήθευε τρόφιμα και τη βασιλική οικογένεια. Μέχρι και χαβιάρι έβρισκες στου Θανόπουλου, απέναντι από το «βασιλικό φωτογραφείο του Μωραΐτη». Η αστική και ευγενής Αθήνα ψώνιζε το «χαβιάρι Γέλβας», το αυγοτάραχο, τα καλύτερα τυριά. Οι κυρίες της εποχής έστελναν το προσωπικό, σε κάποιες η επιχείρηση διέθετε και το αυτοκίνητό της για να μεταφέρει τα ψώνια του γιορτινού τραπεζιού στα αρχοντικά και στις επαύλεις.
Αυτή ήταν τότε η ατμόσφαιρα στο κέντρο των Αθηνών, στα περίφημα Χαυτεία που τ’ όνομά τους το πήραν από το πανδοχείο του Χαύτα, τοπόσημο του κέντρου της πόλης στα τέλη του 19ου αιώνα. Η αύρα γιορτινή, με εύχαρεις Αθηναίους να πλημμυρίζουν τους δρόμους με κίνηση και ζωή.
Μέχρι τα τέλη του αιώνα, η περιοχή των Χαυτείων ήταν ακόμα μικρή, λογιζόταν ως εκείνο το μικρό τμήμα της πλατείας Ομονοίας, νοητά από την αρχή της Πατησίων και το στενό της Βερανζέρου, μέχρι τις αρχές της Σταδίου. Με το πέρασμα των ετών και τη συγκέντρωση των περισσότερων εμπορικών καταστημάτων στο κέντρο, η ευρύτερη περιοχή των Χαυτείων «απλώθηκε» μέχρι τον Πανελλήνιο και απ’ το ξακουστό ζυθοπωλείο του Νικολή Γιακουμάκη, την «Ήβη», μέχρι την Πανεπιστημίου.
Στα Χαυτεία λοιπόν, σε αυτούς τους ονειρεμένους για κάθε πρωτεύουσα χιαστί άξονες, συνέρρεαν οι Αθηναίοι. Με τον 13ο μισθό στην τσέπη, με την καλή διάθεση που επέτρεπε μια οικογενειακή οικονομική «εκτροπή» για ένα κουτί γλυκά ή ένα εισιτήριο της μιας και των δύο δραχμών για το παρακείμενο θέατρο «Ομονοίας» (σημερινό REX), όπως ονομαζόταν μέχρι να το αναλάβει η σπουδαία Μαρίκα Κοτοπούλη και να πάρει τ’ όνομά της.
Λίγο πιο χαμηλά από το θέατρο, κοντά στου «Θανόπουλου», με θέα την πλατεία και ανάμεσα σε Πανεπιστημίου και Αιόλου, έστεκε το ξεχωριστό περίπτερο του Σεραφειμίδη. Ογκώδες, με βαμμένα σκούρα φύλλα και επιγραφή σαν να επρόκειτο για κατάστημα κανονικό. Μόνο που τούτο ήταν μικρό. «Μινιόν» όπως ανέγραφε η πινακίδα που δέσποζε στο γείσο του.
Ο Άγγελος Σεραφειμίδης είχε επιστρέψει από την Αμερική, οι ιδέες του για το εμπόριο δεν περιορίζονταν στην κλασσική ελληνική αντίληψη για τα περίπτερα. Το δικό του περίπτερο δεν διέθετε μόνο εφημερίδες, σπίρτα, «σιγαρέττα» και τσατσάρες, αλλά λογής ψιλικά είδη και μικροαντικείμενα και εξυπηρετούσε το κοινό και άλλα καταστήματα με τις πρώτες άτυπες παραγγελίες διανομής.
Μαζί του ο Σεραφειμίδης είχε έναν νεαρό αεικίνητο άνδρα, τον Γιάννη Γεωργακά από τον Αυλώνα της Τριφυλίας. Άγονο χωριό, φτωχό, χωρίς νερό, δρόμους, ψωμί για να ταΐσει τους λιγοστούς κατοίκους του. Εκατό κιλά σιτάρι έσπερναν, διακόσια αγόραζαν. Ο πατέρας του Γιάννη, ο Μήτσος είχε επιστρέψει κι αυτός απ’ την Αμερική και μ’ ότι περιουσία είχε κάνει στα ξένα άνοιξε ένα «πολυκατάστημα» μαζί με τον αδερφό του στην πλατεία του χωριού.
Παρά τα εφτά παιδιά –έξι κορίτσια και ο Γιάννης– το μαγαζί πήγαινε καλά, η οικογένεια έφερνε τη ζωή βόλτα, μέχρι που εισέβαλαν ληστές και ξεκλήρισαν τα πάντα. Τους τα πήραν όλα, ακόμα και τα άλογα και τα μουλάρια που είχαν δεμένα στον παρακείμενο μικρό στάβλο. Η οικογένεια σε μια νύχτα βρέθηκε κυριολεκτικά στο μηδέν.
Έσπευσαν οι χωριανοί, έδωσαν μερικά νεογέννητα αρνιά, συμβούλευσαν τον Γεωργακά να στήσει μια μικρή στάνη, να ξεκινήσει πάλι σχεδόν απ’ το τίποτα. Η ζωή είχε γίνει πάρα πολύ δύσκολη κι όταν ο – μοναδικός – γιος πάτησε τα 13 του χρόνια το μακρινό 1926, ο πατέρας συζήτησε μαζί του και αποφάσισαν να φύγει στην Αθήνα, να πάει να δουλέψει στο μπακάλικο ενός θείου στην «πρωτεύουσα».
Ο Γιάννης δεν είχε επιλογή, ήθελε με κάθε τρόπο να τελειώσει το Σχολαρχείο, δούλευε το πρωί «μπακαλόγατος» και τα βράδια φοιτούσε στο νυχτερινό. Πενιχρά τα φιλοδωρήματα από το μπακάλικο, ο Γιάννης μεγαλώνοντας δούλεψε τσιλιαδόρος σε παπατζήδες, γκαρσόνι στην Πλατεία Βάθη, βοηθός μπακάλη, βαστάζος, ό,τι προέκυπτε.
Πήρε ένα ποδήλατο για να διευκολύνει τις μετακινήσεις του και τις «παραδόσεις» στα μπακάλικα και στα περίπτερα. Κάτι μέσα του τον έπειθε ότι ο ταπεινός «πλασιέ», «διανομέας», «μεταφορέας», πείτε το όπως θέλετε, έχει πολλά περιθώρια εξέλιξης στο περιβάλλον της εμπορικά ανανήφουσας Αθήνας. Τούτη είναι ίσως η πιο σημαντική πτυχή στην ιστορία του, παράλληλα με το πείσμα και το μόχθο του να βγάλει το νυχτερινό, στη σχολή εργατοϋπαλλήλων.
Ο Γιάννης Γεωργακάς είδε μακριά από την εποχή του, πολύ μπροστά απ’ αυτήν. Όταν πλησίασε το Σεραφειμίδη και τον έπεισε να συνεταιριστούν στο περίπτερο του «Μινιόν», τους ένωνε το ίδιο εμπορικό δαιμόνιο, το ίδιο όραμα για αυτήν την ιδιότυπη εμπορική δραστηριότητα με ταυτόχρονη παροχή υπηρεσιών. Ανέπτυξαν πρωτοποριακές μεθόδους για να προσελκύουν πελάτες, χρησιμοποίησαν πρωτοεμφανιζόμενες πρακτικές.
Πολυσυσκευασίες, ελκυστικές τιμές, δυνατότητες κατ’ οίκον και όχι μόνο, παράδοσης, πρωτόγονο μάρκετινγκ με «προσφορές» και «ξεπούλημα». Θυμάται ο Γεωργακάς στην αυτοβιογραφία του: «Πουλούσαμε πακετάκια με δέκα λάμες, αντί να πουλάμε τα ξυραφάκια ένα-ένα,. Και σε καλές τιμές. Για τον κοσμάκη, αυτό ήταν μεγάλη οικονομία και μεγάλη ευκολία. Φθάσαμε να πουλάμε χίλια τέτοια πακετάκια την ημέρα αυξάνοντας το τζίρο. Όλοι ήταν κερδιμένοι».
Σύντομα η επιχείρηση μεγαλώνει, Σεραφειμίδης και Γεωργακάς αποφασίζουν να ανοίξουν και δεύτερο περίπτερο και λίγο αργότερα κάνουν το μεγάλο βήμα και συμφωνούν με τον ιδιοκτήτη του καταστήματος ένδυσης Ηρακλή Ζελιώτη, να αγοράσουν το μαγαζί του στα Χαυτεία. Πλέον το «Μινιόν» ήταν στιβαρό και σταθερό στην καρδιά της Αθήνας, σε μια περιοχή που έσφυζε από ζωή.
Γεμάτα πεζοδρόμια, κοσμοπλημμύρα σε διαβάσεις και βιτρίνες, μυρωδιές από καβαλίνες, ήχοι από τα λιγοστά αυτοκίνητα, φασαρία από αυτή τη σπάνια μίξη όλων των τάξεων. Στα γύρω παντοπωλεία, στα καφενεία, στα ξενοδοχεία, στα γραφεία, στα καταστήματα, το αδιαχώρητο. Οι φωνές του λαχειοπώλη, του τελάλη, το ποδοβολητό των μικροαπατεώνων, αστοί με τα ψώνια τους, επαίτες, φαντάροι, παρέες, κορίτσια και αγόρια, άνθρωποι όλων των ηλικιών. Το πιο ζωντανό σημείο της πόλης.
Όλα αυτά τα σταμάτησε ο πόλεμος. Όλα. Κι αν στην αρχή η Αθήνα δεν αντιμετώπιζε εμφανές πρόβλημα αφού το μέτωπο ήταν μακριά, από τον Απρίλη του 1941 που οι Γερμανοί εισέβαλαν στην πρωτεύουσα, κάθε συζήτηση για οτιδήποτε «εορταστικό» έλαβε τέλος.
Τα μαγαζιά λεηλατήθηκαν, ένα εξ αυτών ήταν και το «Μινιόν». Ο κατεστραμμένος Γεωργακάς κυνηγούσε τα κλεμμένα εμπορεύματα, αλλά φευ. Ο Σεραφειμίδης αναζητούσε ήδη τρόπους να επιστρέψει στην Αμερική και να αφήσει μια για πάντα τον όλεθρο.
Η αντίσταση από τους αποκαμωμένους Έλληνες μηδαμινή, είχε ξεκινήσει η εποχή του τρόμου, της ανέχειας, της τρομοκρατίας, της αυθαιρεσίας. Οι εισβολείς υφάρπαξαν κάθε λογής αγαθό οδηγώντας την οικονομία στον όλεθρο, η πείνα τον πρώτο χειμώνα της κατοχής καταδίκασε σε θάνατο χιλιάδες Αθηναίους, η Ελλάδα ολόκληρη ψυχορραγούσε.
Στους δρόμους αρκετοί νέοι πένητες πρόσφυγες, ενώ ήδη οι πρόσφυγες από το '22 προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους σε παράγκες στις φτωχικές συνοικίες. Το γήπεδο του Παναθηναϊκού επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο, λίγο παραπέρα, στο Πεδίον του Άρεως από το φθινόπωρο του 1941 εμφανίστηκαν τα συσσίτια. Σταγόνα στον ωκεανό της πείνας.
Αυξάνονταν οι λιμοκτονούντες, αυξάνονταν οι νεκροί. Οι εικόνες της εποχής με τα καροτσάκια να κουβαλούν αραδιασμένα πτώματα από τους δρόμους για το νεκροταφεία είναι αποτρόπαιες. Ο λιμός καταγράφηκε ως μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότεροι από 350 χιλιάδες άνθρωποι ξεψύχησαν από την πείνα.
Όσο θέριζε ο λιμός, οι Αθηναίοι που δεν είχαν πρόσβαση στην αγροτική παραγωγή βρέθηκαν σε τραγικό αδιέξοδο. Ακόμη και οι έχοντες, ακόμη και η αστική τάξη που υποτίθεται είχε τα μέσα για κάτι καλύτερο. Η αγορά δεν μπορούσε να καλύψει τις υπέρογκες ανάγκες των πολιτών, οι ελλείψεις που έφταναν στην -εσκεμμένη και μη- εξαφάνιση προϊόντων αύξησαν τρομακτικά τις τιμές και οι μαυραγορίτες βασίλευσαν.
Αστικές και μεσοαστικές οικογένειες που μέχρι πρότινος παράγγελναν αυγοτάραχο στο Θανόπουλο, αγόραζαν κρέας στου Κίκιζα και ψώνιζαν στο «Μινιόν», πουλούσαν τα πάντα, κινητά και ακίνητα σε εξευτελιστικές τιμές. Ολόκληρες οικογένειες εξαφανίστηκαν, η μαύρη αγορά και οι τοκογλύφοι ξεκλήρισαν όσους δεν διέλυσε ο λιμός.
Παρόλο που από τη 12η Οκτωβρίου 1944 ο λαός πλημμύρισε τους δρόμους γιορτάζοντας την επιβίωση από τη θηριωδία του πολέμου, η Ελλάδα και δη η Αθήνα δεν ανέπνευσε για πολύ τον αέρα της ελευθερίας και της διαγραφόμενης ανάστασης. Ο Γεωργακάς είχε επιστρέψει ως έφεδρος Αξιωματικός από το Αλβανικό Μέτωπο. Κατά τη διάρκεια της μάχης τραυματίστηκε και διακομίστηκε στο νοσοκομείο Ιωαννίνων, κινδύνευσε σοβαρά να πεθάνει και γύριζε από νοσοκομείο σε νοσοκομείο με διαλυμένο ανοσοποιητικό και ένα τραύμα που θα τον άφηνε ανάπηρο.
Εξαιτίας του γεγονότος πως από παιδί ήταν φιλάσθενος, η «επιστροφή» ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολη και επίπονη. Ένεκα της οικογενειακής ανέχειας στα μικράτα του, ο οργανισμός του ήταν από τους πλέον καταπονημένους και έδωσε μεγάλο προσωπικό αγώνα για να επανέλθει. Με επίπονες φυσιοθεραπείες, φαρμακευτική αγωγή και πλήρη αλλαγή τρόπου ζωής και διαιτολογίου (έκοψε εντελώς το κρέας από τη διατροφή του), κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια του.
Στο νου του πια είχε να ξανανοίξει το «Μινιόν», να το φτιάξει από την αρχή, να το κάνει ένα μεγαλοπρεπές κατάστημα. Όταν ξέσπασαν τα «Δεκεμβριανά» μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων διάρκειας 33 ημερών το διάστημα Δεκεμβρίου 1944 - Ιανουαρίου 1945, το «Μινιόν» είχε ήδη ανοίξει τις πύλες του επί της Πατησίων, αλλά ψυχορραγούσε. Παρότι το κατάστημα «εντασσόταν» στο κυβερνητικό στρατόπεδο, οι αποθήκες του «ανήκαν» στους αντάρτες και το στοκ των εμπορευμάτων κατασχέθηκε.
Απέναντι εμφανίστηκε και ο πρώτος ισχυρός ανταγωνιστής, το «Μπιζού», μια κόπια του «Μινιόν» που αντέγραφε πρακτικές και μεθόδους του «Μινιόν». Τα Δεκεμβριανά είναι η μοναδική ιστορικά περίπτωση κατά την οποία σημειώθηκαν πολεμικές συγκρούσεις τέτοιας έκτασης στην Αθήνα από καταβολής ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Άπαντες και σωστά εμμένουμε σε αυτήν την πτυχή των γεγονότων, παραβλέποντας πιθανόν τις παράπλευρες συνέπειες και τις «διακλαδώσεις», όπως η τύχη των εμπορικών καταστημάτων και δη των πολυκαταστημάτων όπως το «Μινιόν».
Δεν ήταν όμως μόνο το «Μινιόν». Εκείνες οι γιορτές ήταν εφιαλτικές. Τα παιδιά κλειδαμπαρωμένα στο σπίτι, οι γονείς δεν τα άφηναν καν να βγουν για να πουν τα κάλαντα υπό το φόβο κάποιας αδέσποτης σφαίρας. Δεν μπορούσε, δεν άντεχε η Αθήνα να σηκώσει και τον εμφύλιο μετά την κατοχή.
Όσο το κλίμα επέστρεφε βαθμηδόν στα προκατοχικά επίπεδα και η ατμόσφαιρα στην πόλη ξαναποκτούσε δειλά χρώμα, ο Γεωργακάς πάλευε με τα χρέη του «Μινιόν» και τα χαμένα εμπορεύματα. Δεν τα κατάφερε. Αναγκάστηκε να κλείσει ξανά το κατάστημα και κατέληξε στη φυλακή. Τρεις μήνες έγκλειστος στις φυλακές Αβέρωφ στους Αμπελόκηπους, βγήκε με συμφωνία να αποπληρώνει στο Δημόσιο 3 χιλιάδες δραχμές την ημέρα και ένα μαγαζί κλειστό και άδειο από εμπόρευμα.
Μετά το 1948 η πόλη σιγά-σιγά επέστρεψε σε μια κατ’ επίφαση κανονικότητα. Από τότε τα παιδιά έπαψαν να είναι κλεισμένα στα σπίτια τους, από τότε ξεκίνησαν να μην υπάρχουν «απαγορευμένες» περιοχές. Η «Σκομπία» (εξ αιτίας του Αρχηγείου του Βρετανού Στρατηγού Σκόμπυ, το Κολωνάκι είχε μετονομαστεί σε Σκομπία από τους αντάρτες) έγινε κέντρο της Αθήνας, η αγορά στα Χαυτεία έδειχνε να ξαναπαίρνει μπρος με αργούς αλλά αισιόδοξους ρυθμούς.
Η σωτήρια κίνηση Μαρκεζίνη να εκτοξεύσει την ισοτιμία του δολαρίου από τις 15 στις 30 δραχμές δεν βοήθησε καθόλου τον Γεωργακά, γιατί εκείνος χρωστούσε σε λίρες. Βρήκε χείρα βοηθείας από τρεις φίλους, οι οποίοι υποθήκευσαν ακίνητα προκειμένου να κατορθώσει να ξανανοίξει το «Μινιόν». Το γέμισε με εμπορεύματα, ο κόσμος ανταποκρίθηκε σχεδόν με μανία, η Αθήνα ανέπνεε και πάλι κανονικά. Μόλις ηρέμησαν τα πράγματα, το 1950 εξασφάλισε και την πρώτη άδεια εξαγωγής προϊόντων και εισαγωγής ξένων αντίστοιχα.
Στις πρώτες γιορτές επέστρεψαν και οι γνώριμες μυρωδιές. Ο κόσμος κυκλοφορούσε, οι φούρνοι ξαναγέμιζαν με λιχουδιές τις λαμαρίνες τους, τα καφενεία και τα εστιατόρια υποδέχονταν ξανά τους πελάτες τους, τα εμπορικά ξεκίνησαν να ανασαίνουν ξανά.
Τα Χριστούγεννα ολόκληρες οικογένειες να σχηματίζουν ουρές στην Πατησίων. Σε πρώτο πλάνο τα τσουρέκια, οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα. Τα καταστήματα άναβαν τις φωτεινές ταμπέλες, τα δώρα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Από το πιο μικρό, το πιο ευτελές, μέχρι το πιο ακριβό, το πιο λαμπερό, δεν είχε σημασία. Η ατμόσφαιρα έμοιαζε με παραμυθένιο κόσμο για τα στερημένα παιδικά μάτια στα μέσα της δεκαετίας του ’50.
Οι ανακατεμένες μυρωδιές ξεχύνονταν απ’ τους φούρνους στα στενά και τους γύρω δρόμους, οι γειτονιές ξαναποκτούσαν χρώμα, τα παιδιά δειλά ξαναξεκίνησαν να παίρνουν το τριγωνάκι τους και να αμολιόνται από νωρίς το πρωί για τα κάλαντα. Δεκάρα-δεκάρα μάζευαν τα χρήματα, αγόραζαν έναν λουκουμά και έπεφταν για ύπνο με το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό τους.
Στο τέλος της δεκαετίας ο Γεωργακάς είχε αγοράσει το δεκαώροφο κτίριο για να στεγάσει το «Μινιόν» (πάντα κοντά στην Ομόνοια) και λίγο μετά αγοράζει και το διπλανό του. Τα τέλη της δεκαετίας του ’50 είναι ουσιαστικά το διάστημα της μεγάλης αλλαγής, ο προπομπός της ευημερίας των 60ς.
Οι Έλληνες ορθοποδούν και παρότι πληγωμένοι και χωρισμένοι στα δυο πολιτικά, προσπαθούν να ξανασμίξουν, να συνυπάρξουν, να φιλιώσουν, να διασκεδάσουν, να ερωτευτούν.
Η αστική τάξη προϊόντος του χρόνου είχε στηθεί ξανά στα πόδια της και πλέον είχε αφήσει πίσω της τα απόνερα της κατοχής και του καταστροφικού Εμφυλίου. Το «Μινιόν» άρχισε να γίνεται ξακουστό σε όλη τη χώρα, συνώνυμο των εορτών, της αλλαγής του χρόνου.
Τότε περίπου είχαν εμφανιστεί και τα πρώτα ρεβεγιόν, οι πρώτες συνάξεις στα μεγάλα ξενοδοχεία, οι περίφημες γιορτές του Δημήτρη Λεβίδη, μεγάλου αυλάρχη του Βασιλιά Παύλου στο Χαρβάτι (έτσι λεγόταν τότε η Παιανία) ή του Σοφοκλή Παπανικολάου, επιμελητή της Βασιλικής Χορηγίας στο Παλαιό Ψυχικό.
Δείπνος, χορός, απαστράπτουσες τουαλέτες για τις κυρίες, σμόκιν για τους κυρίους, μιας αθηναϊκής ελίτ που σιγά σιγά έκανε την επανεμφάνισή της στο προσκήνιο. Η ευρύτερη ακτίνα της Ομόνοιας ξανάγινε το meeting point της πρωτεύουσας, το «Μινιόν» μετατράπηκε σε αψίδα της. Η περιοχή αναβαθμιζόταν συνέχεια. Με τα χρόνια θέριεψαν ο «Κατράντζος», ο «Λαμπρόπουλος», ο «Δραγώνας», ο «Κλαουδάτος», το «Ατενέ». Για τον πολύ κόσμο, τα Χριστούγεννα ήταν κατά βάση μια οικογενειακή, ανθρώπινη γιορτή, μια ευκαιρία να μονιάσουμε ξανά.
Ήταν οι μυρωδιές από τις βασιλόπιτες και τα γλυκά στα διάσημα ζαχαροπλαστεία της εποχής, του «Φλόκα», του «Μπόκολα» στην πλατεία Κολωνακίου, του «Ζόναρς» στην Πανεπιστημίου. Ήταν της μόδας οι δυσεύρετες «κασετίνες» (χειροποίητο παντεσπάνι με ολόκληρα φουντούκια, τυλιγμένο με πραγματική σοκολάτα) για τις οποίες τρελαίνονταν τα παιδιά.
Οικογένειες με τα παιδιά τους να βολτάρουν στην Πατησίων και στο κέντρο, οι γιαγιάδες πίσω στο σπίτι να προετοιμάζουν το γιορτινό τραπέζι, με τις γαλοπούλες να επαναεμφανίζονται στο μενού, τα φώτα στα σπίτια να παραμένουν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, τα τραγούδια και τα μαγαζιά να αναστενάζουν μέχρι το ξημέρωμα.
Προκαλεί νοσταλγία εκείνη η Αθήνα, είναι κάτι ξένο, παράταιρο με τη σημερινή εικόνα της, ειδικά σε σχέση με κάποιες γειτονιές και σημεία που τότε γνώριζαν μεγάλες δόξες. Όπως για παράδειγμα το ξενοδοχείο "Σεσίλ" και τα ξακουστά του χριστουγεννιάτικα ρεβεγιόν, όπου κατέφθαναν τα χαρακτηριστικά αυτοκίνητα της εποχής και έβγαιναν από μέσα ωραίες κυρίες με μακριές τουαλέτες. Υπήρχε βέβαια πάντα και η Αθήνα της φτώχειας, εκείνη που τα έβγαζε πέρα δύσκολα, μόνο και μόνο όμως που ο εμφύλιος και οι Γερμανοί ήταν ένας εφιάλτης που πέρασε, ο κόσμος ήταν ευτυχισμένος, εκτιμούσε τη ζωή γιατί είχε γνωρίσει και την άλλη όψη του νομίσματος.
Τρόπον τινά το «Μινιόν» είχε πέσει και είχε ξανασηκωθεί όπως ολόκληρη η χώρα. Η Αθήνα του μαρασμού και των αντιφάσεων, είχε προχωρήσει, είχε αφήσει πίσω της το χάος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Εμφύλιο, την ανέχεια, την εξαθλίωση και τη δυστυχία. Αυτός ήταν ο λόγος που αγαπήθηκε τόσο πολύ το «Μινιόν», επειδή συνδέθηκε με το τέλος μιας εποχής και το ξεκίνημα μιας άλλης.
Επειδή τα στερνά τιμούν τα πρώτα, 20 χρόνια μετά από εκείνη την αναγκαστική διαφυγή στην Αμερική, ο επί της ουσίας ιδρυτής του «Μινιόν», Σεραφειμίδης, αφού εξασφάλισε τη σύνταξή του, επέστρεψε στην Αθήνα. Ο Γεωργακάς τα βρήκε μαζί του, οι όποιες διαφωνίες από εκείνον τον καιρό της κατοχής που οδήγησαν την επιχείρηση στο μαρασμό, κάμφθηκαν.
Ο Γεωργακάς τού εξασφάλισε σταθερό εισόδημα, ο Σεραφειμίδης προσελήφθη ως επικεφαλής ασφαλείας του συγκροτήματος, τιμής ένεκεν για την ίδρυση της επιχείρησης προστέθηκε και ένα 2,5% επί των κερδών χωρίς καμία περαιτέρω υποχρέωση. Έτσι έκανε πάντα ο Γεωργακάς. Και τις αδελφές του τις είχε φέρει στην Αθήνα από το χωριό, τις είχε σπουδάσει, τις φρόντισε για να έχουν μια άνετη ζωή, διέγραψε από τις μνήμες τους τα πολύ δύσκολα χρόνια στο χωριό, «τις πάντρεψε» κιόλας όπως έλεγαν τότε.
Θαρρείς όμως και ποτέ δεν έπρεπε να ηρεμήσει και να καταλαγιάσει αυτή η απίθανη ιστορία, τον Απρίλιο του ’67 προέκυψαν οι Συνταγματάρχες. Η δικτατορία βρήκε το «Μινιόν» ως το μεγαλύτερο κατάστημα της Αθήνας, με πολύ υψηλούς τζίρους και σημαντική κερδοφορία. Ίσως γι’ αυτό δεν επλήγη από τη μήνη των Συνταγματαρχών, ίσως επειδή επί Εμφυλίου ο Γεωργακάς είχε επιλέξει την κυβερνητική πλευρά.
Κατά την περίοδο των φοιτητικών κινητοποιήσεων σε Νομική και Πολυτεχνείο, ο Γεωργακάς δεν δίστασε να προσφέρει καταφύγιο σε φοιτητές που προσπαθούσαν να διαφύγουν προσαγωγών και συλλήψεων. Τους έδινε στολές υπαλλήλων του καταστήματος, τους «προσλάμβανε» μέχρι να διαφύγουν τον κίνδυνο. Ανέκαθεν είχε αδυναμία στη γνώση και στη μόρφωση ο Γεωργακάς. Το στερήθηκε στη νιότη του, αλλά αποκατέστησε τον εαυτό του αποκτώντας δυο πτυχία το ένα στα 45 και το άλλο στα 83 του.
Λίγο μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στη χώρα, το «Μινιόν» έστεκε εκεί περήφανο και είχε μετατραπεί σε ένα τεράστιο και σύγχρονο πολυκατάστημα, το ενδέκατο μεγαλύτερο σε όλη την Ευρώπη, με ετήσιες πωλήσεις κοντά στο ένα δισεκατομμύριο δραχμές (3 εκατομμύρια ευρώ χωρίς να υπολογίζεται ο πληθωρισμός).
Η ευφορία της ελευθερίας, ο ερχομός του Καραμανλή, η επιστροφή στα χαμόγελα και το εορταστικό κλίμα, ανέδειξαν το «Μινιόν» σε σήμα κατατεθέν της πρωτεύουσας, ένα πολυχώρο όπου οι καταναλωτές μπορούσαν να βρουν σε προσιτές τιμές τα πάντα. Από τρόφιμα και καρφίτσες, μέχρι ηλεκτρικά και οικιακά είδη. Αναμφίβολα όμως, αυτό που κατάφερε να το συνδέσει με τις ομορφότερες στιγμές στη ζωή των Αθηναίων ήταν ο περίφημος 6ος όροφος με τα παιχνίδια. Ειδικά τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά.
Τι κι αν τα φανταχτερά ξενοδοχεία ήταν το σημείο συνάντησης των πλουσίων, τα σπίτια ακόμη και στις προσφυγικές συνοικίες των Αμπελόκηπων, γνώριζαν πιένες στις γιορτές. Οι Αθηναίοι πια είχαν επιλογές, τα παιδιά πήγαιναν στον κινηματογράφο με τους γονείς τους, τα ζαχαροπλαστεία ολοένα και πλήθαιναν, το «Μινιόν» εξυπηρετούσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, με καραβάνια από την επαρχία να καταφθάνουν στην Αθήνα για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια.
Το «Μινιόν» ήταν το πρώτο κατάστημα στην Ελλάδα που καθιέρωσε τις ετήσιες εκπτώσεις, το πρώτο που κατήργησε τα «παζάρια» στις τιμές, το πρώτο που εισήγαγε τη διαφήμιση σε ραδιόφωνο και τηλεόραση και έφερε από το εξωτερικό κάθε πιθανό και απίθανο νεωτερισμό. Αναλογιστείτε ότι εκείνες τις εποχές, ακόμα και αυτονόητες παροχές του σήμερα, όπως οι κυλιόμενες σκάλες ή οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ήταν πρωτόγνωρες για τους Έλληνες.
Το «Μινιόν» εξασφάλιζε θέρμανση το χειμώνα και δροσιά το καλοκαίρι με τα κλιματιστικά του, διέθετε πλείστες λίστες αγορών, γάμου, δώρων, παρείχε υπηρεσίες κομμωτηρίου στους πελάτες και στις πελάτισσες που ήθελαν να συνδυάσουν τα ψώνια τους, έδινε τη δυνατότητα να κάνουν διάλειμμα πίνοντας έναν καφέ, τρώγοντας ένα αξιοπρεπές γεύμα στο εστιατόριό του, πίνοντας ένα ποτό στο μπαρ του, προγραμματίζοντας ένα εξωτικό ταξίδι στο περίφημο «Μινιόν Tours» το γραφείο ταξιδίων του συγκροτήματος.
Άγνωστο πώς θα εξελισσόταν, αν θα προσαρμοζόταν, τι θα είχε απογίνει χωρίς εκείνη την αποτρόπαια πυρκαγιά τα Χριστούγεννα του 1980. Ξημέρωμα 19ης Δεκεμβρίου, ώρα 03.07΄. Δυο ταυτόχρονες εκκωφαντικές εκρήξεις στην Ομόνοια. Μιάμιση ημέρα πριν είχε προηγηθεί η τρομακτική έκρηξη μέρα μεσημέρι στην ΠΥΡΚΑΛ, το ωστικό κύμα της οποίας προκάλεσε καταστροφές σε απόσταση τριών χιλιόμετρων στην Ελευσίνα. Με απολογισμό 19 τραυματίες και ανυπολόγιστη οικονομική καταστροφή, η έκρηξη στην ΠΥΡΚΑΛ αποτέλεσε την ταφόπλακα για τον από το 1874 προμηθευτή πυρομαχικών των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ο οποίος και εθνικοποιήθηκε δυο χρόνια αργότερα.
Εκείνη την έκρηξη τρόπον τινά κατόρθωσε να τη μεταβολίσει η ελληνική κοινωνία. Τις συνεχείς τρομακτικές εκρήξεις που συγκλόνισαν την Ομόνοια το ξημέρωμα της 19ης Δεκεμβρίου, όχι. Το οικοδομικό τετράγωνο του «Μινιόν» άναψε σαν λαμπάδα, αποτεφρώθηκε σε λίγες ώρες. Το κτήριο του «Κατράντζος Σπορ» όχι απλώς κάηκε, κατέρρευσε με πάταγο.
Το χρονικό είναι συγκλονιστικό. Ήδη από τις 03.35 το πρωί, οι φλόγες που έχουν τυλίξει το «Μινιόν» από τον 4ο όροφο και επάνω, είναι ορατές σε όλη την Αθήνα που έχει οπτική πρόσβαση. Στην ευρύτερη περιοχή της Ομόνοιας αποπνικτικός καπνός, Πατησίων, Βερανζέρου, Δώρου και Σατωβριάνδου παραπέμπουν σε εμπόλεμη ζώνη. Τα δυο οχήματα της Πυροσβεστικής που έχουν σπεύσει στο σημείο αδυνατούν να προσφέρουν το παραμικρό.
Οι πυροσβέστες απομακρύνουν όλους όσοι πλησιάζουν στο σημείο, σειρήνες, αναταραχή, τρόμος. Ακούγεται ο τρομακτικός κρότος της κατάρρευσης του κτηρίου του «Κατράντζου» Σταδίου και Εμμανουήλ Μπενάκη. Το σκοτάδι κάνει την κατάσταση εφιαλτική, το μοναδικό φως το παρέχουν οι φλόγες από το λαμπαδιασμένο «Μινιόν».
Αχάραγα στο κέντρο της Αθήνας και δυο οικοδομικά τετράγωνα καίγονται. Οι δυνάμεις της Αστυνομίας προσπαθούν να απομακρύνουν τα αυτοκίνητα που όσο πλησιάζουμε στο ξημέρωμα εμφανίζονται πέριξ του κέντρου. Από το παρακείμενο “Grand Hotel” δίπλα στο «Μινιόν» άνθρωποι με τις βαλίτσες στο χέρι τρέχουν να ανέβουν την Πατησίων. Σχεδόν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις είναι εκείνο το ξημέρωμα στην Ομόνοια.
Στο σημείο έχει καταφθάσει σχεδόν αμέσως ο αλαφιασμένος Γεωργακάς, λέει το συγκλονιστικό «υπάρχει κίνδυνος να εκραγούν οι δεξαμενές με τα αποθέματα υγρών καυσίμων στο υπόγειο και να αφανιστεί ότι στέκει όρθιο σε ακτίνα 100 μέτρων».
Γίνονται τιτάνιες προσπάθειες από πυροσβεστικές και αστυνομικές δυνάμεις να αποφευχθεί το μοιραίο, έχει αποκλειστεί ολόκληρη η περιοχή της Ομόνοιας και στην Αθήνα επικρατεί κομφούζιο διότι οι Αθηναίοι ξυπνάνε και σιγά-σιγά κατευθύνονται στις δουλειές και στα γραφεία τους. Κυκλοφορούν πληροφορίες για παγιδευμένους ανθρώπους στα κτήρια, υπάρχει φόβος για ανθρώπινα θύματα.
Έχουν ξυπνήσει και ενημερωθεί ο Πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Ανδρέας Παπανδρέου, σύσσωμη η πολιτική ηγεσία της χώρας που βρίσκεται ένα βήμα πριν κηρυχθεί η Αθήνα σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Το φως της ημέρας καταδεικνύει το μέγεθος της καταστροφής. «Κατράντζος» δεν υπάρχει πια, από το «Μινιόν» έχει απομείνει μονάχα ο σκελετός του κτηρίου.
Η Τροχαία απαγορεύει την κυκλοφορία στον άξονα από την πλατεία Κοτζιά μέχρι την Κάνιγγος: Σταδίου, Αιόλου, Σανταρόζα, Μπενάκη, Πανεπιστημίου, Γλαδστώνος, Σατωβριάνδου, Δώρου, Πατησίων κλειστές, με το κουφάρι του καμένου «Μινιόν» να διαλύει την οποιαδήποτε αισιόδοξη σκέψη. Ο χρόνος στην πόλη έχει σταματήσει.
Βγαίνουν οι πρώτες βιαστικές αποτιμήσεις των ζημιών. Δυο χιλιάδες άνθρωποι μένουν χωρίς δουλειά, οι ζημιές ανέρχονται σε περισσότερα από 2μισι δισεκατομμύρια, 500 καταστήματα περίπου που γειτνιάζουν με «Κατράντζο» και «Μινιόν» έχουν κατεβασμένα τα ρολά. Το γιορτινό κλίμα γίνεται κλίμα απόλυτης κατήφειας και φόβου, ειδικά όταν μαθεύεται ότι δεν επρόκειτο για τυχαίο γεγονός, αλλά για τρομοκρατική ενέργεια.
Οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες, κάνουν λόγο για φασιστική επίθεση, στην «Ελευθεροτυπία» τηλεφωνεί άγνωστος και λέει πως την ευθύνη αναλαμβάνει η πρωτάκουστη οργάνωση «Μαύρος Δεκέμβρης». Δεν ήταν αληθές.
Την ευθύνη της τρομοκρατικής επίθεσης αναλαμβάνει η οργάνωση «Επαναστατική Ομάδα Οχτώβρης ‘80», επίσης πρωτοεμφανιζόμενη και μια ακόμη στη μακριά λίστα της Μεταπολίτευσης. «17 Νοέμβρη», «Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας», «Αυτόνομοι Πυρήνες», «Ιούνης ‘76», «Επαναστατικές Ομάδες Δράσης», η λίστα είναι πολύ μεγάλη. Στη μακροσκελέστατη προκήρυξη οι τρομοκράτες κάνουν λόγο μεταξύ άλλων για καταστήματα με «προϊόντα που παράγουν προλετάριοι σε χώρους αναγκαστικής δουλείας και τα ιδιοποιούνται τα αφεντικά-δυνάστες», για «κουλτούρα υπερκατανάλωσης από καπιταλιστές που είναι οι νόμιμοι και επίσημοι κλεπταποδόχοι του συστήματος» και καταλήγουν: «Ό,τι δεν μπορούμε ή δεν το χρειαζόμαστε, να το απαλλοτριώνουμε, να το καταστρέφουμε, γιατί η μόνη χρησιμότητά του είναι να δίνει κέρδη σε αφεντικά – ιδιοκτήτες. Χτυπάμε τα αφεντικά και τα όργανά τους. Να αρνηθούμε έμπραχτα τη νομιμότητα και τις αξίες της κοινωνίας των αφεντικών. Η επαναστατική βία λιγοστεύει τις δυνατότητές τους και το χρόνο τους. Η παράνομη δράση είναι όπλο στα χέρια των προλετάριων και όλων των εκμεταλλευόμενων. – ΟΧΤΩΒΡΗΣ ‘80».
Οι ένοχοι δεν βρέθηκαν ποτέ. Το αδίκημα με την πάροδο των ετών παραγράφηκε και παραμένει ανεξιχνίαστο 43 χρόνια μετά.
Αναμενόμενα γεννήθηκε πολιτικό ζήτημα, στη Βουλή ενόσω συζητείτο ο Προϋπολογισμός, η κυβέρνηση Ράλλη δέχτηκε δριμείες επιθέσεις από την Αντιπολίτευση, στο μόνο που συμφώνησαν άπαντες ήταν στην προσπάθεια αναστήλωσης του «Μινιόν», ως χαρακτηριστικού εμπορικού μνημείου του κέντρου της Αθήνας.
Ο απεγνωσμένος Γιάννης Γεωργακάς λάμβανε διαβεβαιώσεις, πολιορκούσε κάθε πιθανή και απίθανη πόρτα προκειμένου να εξασφαλίσει ενίσχυση για την επανέναρξη των δραστηριοτήτων του «Μινιόν». Σύντομα εξέδωσε ανακοινώσεις, πίστευε ακράδαντα ότι θα ξανανοίξει το «Μινιόν» σε δυο μέρες.
Με ολοσέλιδη καταχώριση σε όλες τις εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας το «Μινιόν» επικοινώνησε στους Αθηναίους ότι είναι ζωντανό και λειτουργεί:
Στην πραγματικότητα, το «Μινιόν» υπολειτουργούσε στα δυο βοηθητικά του κτήρια, επί των οδών Γ΄ Σεπτεμβρίου 8 και Σατωβριάνδου 10, τα μοναδικά που διασώθηκαν από τη φωτιά. Το κεντρικό κτήριο έγινε αντικείμενο ατέρμονων διαβουλεύσεων, χαμένων δανείων, αόρατης χρηματοδότησης. Παρότι υπερχρεωμένος, ο Γεωργακάς ξεκίνησε να ξαναχτίζει το δημιούργημά του. Απευθύνθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, σε Πρωθυπουργούς, σε Υπουργούς, όπου μπορούσε.
Έλαβε 70 εκατομμύρια «έκτακτη βοήθεια» με παρέμβαση Καραμανλή και του χορηγήθηκε δάνειο από τη νεοεκλεγείσα στις εκλογές του 1981, κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με παρέμβαση του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Γεωργακάς ήταν ήδη πατημένα 70 κι όμως απέπνεε το ίδιο σφρίγος, την ίδια θέληση όπως εκείνη την εποχή που γυρνούσε στα Χαυτεία με το ποδήλατο και πουλούσε ξηρούς καρπούς και μικροαντικείμενα στα περίπτερα.
Πραγματικά το κυνήγησε ο Γεωργακάς να το σώσει το «Μινιόν». Καταδίωκε τον Παπανδρέου σε κάθε του έξοδο, τον «κυνηγούσε» ακόμα και στο εξωτερικό, προσπαθούσε να εξασφαλίσει ότι το «Μινιόν» δεν θα πάψει να υπάρχει. Στην πραγματικότητα, παρότι το «Μινιόν» είχε ξαναχτιστεί και επαναλειτούργησε, το χτύπημα στο «καμένο» brand ήταν θανατηφόρο. Το 1983 πέρασε στον ΟΑΕ (Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων με μοναδικό μέτοχο το ελληνικό δημόσιο) όπως – τι ειρωνεία – και η καμένη ΠΥΡΚΑΛ. Ήταν πια μια υπερχρεωμένη επιχείρηση μιας άλλης εποχής, σε μια εποχή που το λιανεμπόριο είχε αλλάξει ρότα και η κοινωνία έτρεχε σε πολύ διαφορετικούς ρυθμούς.
Ο μοναδικός που το πίστευε ακόμα ήταν ο Γεωργακάς. Την απέλπιδα προσπάθεια την έκανε μαζί με μια ομάδα επιχειρηματιών λίγο πριν γίνει 80 ετών, το 1991. Άντεξε σκάρτο έναν χρόνο και καταπονημένος ψυχικά και σωματικά, πούλησε το μερίδιό του. Το «Μινιόν» εξακολούθησε για λίγο διάστημα να φυτοζωεί, αλλά ήταν κάτι άλλο, δεν ήταν πια το «Μινιόν». Νομοτελειακά έβαλε οριστικό λουκέτο το 1998, συνοδεία μιας συγκλονιστικής αποκάλυψης περί κυκλωμάτων εκβιασμών που εκτυλίσσονταν στον ημιώροφο του κτηρίου.
Ο Γεωργακάς έφυγε από τη ζωή 14 Ιουνίου του 2002. Στο πλευρό του η αγαπημένη του σύζυγος Αμαλία, στη σκέψη του οι χιλιάδες υπάλληλοι που πέρασαν από το «Μινιόν του», τα 120 χιλιάδες διαφορετικά είδη στις ετικέτες του, τα χαμόγελα και η ικανοποίηση των πελατών του και κυρίως η χαρά στα πρόσωπα των παιδιών.
Αυτό ήταν το «Μινιόν». Εκείνος ο μαγευτικός έκτος όροφος με τα παιχνίδια, το όνειρο κάθε παιδιού. Ειδικά την περίοδο των Χριστουγέννων, με το άκρως εορταστικό κλίμα, με χιλιάδες παιδάκια να έχουν τη δυνατότητα να φωτογραφηθούν «με τον Άγιο Βασίλη». Τότε που τα παιδιά πίστευαν στα θαύματα, τότε που οι ψυχές ήταν ακόμα αγνές, άσπιλες κι αμόλυντες.
Πολλές φορές σ’ εκείνους τους εορτασμούς παρίστατο και ο ίδιος ο Γεωργακάς, καμάρωνε το δημιούργημά του και μοίραζε σοκολάτες και ζαχαρωτά στα ενθουσιασμένα παιδάκια. Η δική μας Disneyland, το δικό μας χριστουγεννιάτικο εργοστάσιο παιδικών ονείρων.
Γιατί τα Χριστούγεννα ήταν η μοναδική παράδοση που παρέμενε πάντοτε εκεί, με στέρεες βάσεις, η πιο μεγάλη οικογενειακή γιορτή των Ελλήνων, η περίοδος που ακόμη και οι πιο σκληροί μαλακώνουν, βάζουν λίγο νερό στο κρασί τους και ανοίγουν την καρδιά τους.
Έτσι ήταν πάντοτε η Ελλάδα, είχε περιόδους με τα πάνω και κάτω, συν τω χρόνω ανακάλυψε και μια καλά κρυμμένη μελαγχολία στα Χριστούγεννα, που πια είναι «για τα παιδιά» όπως λένε οι περισσότεροι που ακουμπούν στο ρεαλισμό. Πάντα υπήρχε μια αδιόρατη μελαγχολία στις γιορτές, ανέκαθεν είχαμε περιόδους με δύσκολους καιρούς, άλλες με πιο αισιόδοξους.
Είναι ο κύκλος, η φυσική ροή της ζωής της ίδιας. Απλώς η μελαγχολία τα Χριστούγεννα κρύβεται στο καβούκι της, φροντίζουν πάντα τα παιδιά να βάζουν το μαγικό τους αόρατο μανδύα και να κάνουν ορατή για λίγο την ευτυχία. Σαν το κλικ του φωτογράφου στον «Άγιο Βασίλη» του «Μινιόν», με τις polaroid που συγκινούν μεσήλικες και άνω πια και τους μεταφέρουν στο χωροχρόνο, τους ξανακάνουν παιδιά.
Μακάρι να το φέρει πίσω αυτό το νέο «Μινιόν». Μακάρι να ξαναγράψει μερικές γραμμές στην ιστορία της χώρας, στο dna της Αθήνας, στο σκληρό δίσκο του μυαλού των παιδιών που αύριο θα γίνουν ενήλικες και θα αναζητούν τις στιγμές. Όλη η ζωή μας είναι γεμάτη στιγμές. Στιγμές πολύτιμες, γιατί στις στιγμές κρύβονται οι αναμνήσεις, οι άνθρωποι που είναι δίπλα μας, εκείνοι που έφυγαν και δεν είναι πια εδώ, οι θύμησες, αυτό που ορίζει ο καθένας ως ευτυχία.
Καλά Χριστούγεννα. Ζήστε τις στιγμές.
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού