Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
Η Αθήνα είναι όμορφη πόλη
Ο Στάθης Καλύβας, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στην Οξφόρδη, και η αρχιτέκτονας Μυρτώ Κιούρτη μιλούν για την Αθήνα
Κάθε βόλτα με τον Στάθη Καλύβα στο κέντρο της Αθήνας μοιάζει με άσκηση: διανοητική, αισθητική και σωματική. Ως διανοούμενος τολμά να κοιτάξει πέραν του ορίζοντα, να πάρει το ρίσκο της πρόβλεψης για την εξέλιξη της πόλης. Τον Οκτώβριο του 2021 είχαμε κάνει μία πρώτη απόπειρα «ανατομίας» του κέντρου, περπατώντας το – συμφωνήσαμε σε κάποια, διαφωνήσαμε σε άλλα, αποφασίσαμε να ανανεώσουμε το ραντεβού μας για μετά από 2 χρόνια ώστε να διερευνήσουμε στο πεδίο πού βρισκόμαστε, τι έχει συμβεί και τι όχι.
Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου. Συναντώ τον καθηγητή Πολιτικών Επιστημών του Yale ένα ηλιόλουστο πρωινό στο τέρμα της Κολοκοτρώνη κι αρχίζουμε την περιπλάνηση στο βαθύ κέντρο. Περπατάμε, παρατηρούμε, σχολιάζουμε.
Μπαίνουμε στην Αιόλου. Ο Καλύβας αγαπά την Αθήνα, την παρατηρεί επιμελώς, αφουγκράζεται τις αλλαγές και προτείνει. Όταν μου δείχνει καινούργια ξενοδοχεία, επισημαίνω ότι –ως επί το πλείστον– η ανάπτυξη αφορά σε ξενοδοχεία και εστίαση. «Αυτό από μόνο του δεν είναι κακό, αλλά αν όλα γίνουν ξενοδοχεία... υπάρχει ο κίνδυνος της Ντίσνεϊλαντ». Με άλλα λόγια, να γίνει το κέντρο ένας προορισμός θεματικός και δη μόνον για τουρίστες.
Η ανάπτυξη της περιοχής γίνεται με ταχύτητα. «Tα ξενοδοχεία είναι γεμάτα όλο τον χρόνο, δεν υπάρχει πλέον σεζόν, λέγανε ότι είναι φούσκα, ωστόσο είναι συνδυασμός κάποιων εξελίξεων: Το ίντερνετ σε βοηθά να βρεις κατάλυμα και εισιτήρια πολύ γρήγορα – υπάρχει μεγάλη ζήτηση». Τι τραβάει τους τουρίστες στην Αθήνα; «Η ζωντάνια! Αυτό προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τη μίξη χρήσεων: έχεις τα μαγαζιά, έχεις τους ντόπιους, έχεις τους ξένους. Μία ευαίσθητη ισορροπία, που, αν έχεις μόνο ξένους, θα αλλάξει». Όσο για την ανθρωπογεωγραφία του κέντρου: «Έχει όλες τις ηλικίες. Εξακολουθεί να είναι η παραδοσιακή αγορά του ελληνικού τουρισμού, αλλά για πρώτη φορά εμφανίζονται άνθρωποι από τις νέες αγορές, από την Ασία, την Ινδία, τη Λατινική Αμερική, τον Περσικό Κόλπο. Όποιος μένει στο Ντουμπάι έρχεται άνετα για ένα τριήμερο».
Βαδίζουμε στην Αθηνάς, φτάνουμε στη Βαρβάκειο, κόσμος παντού. Μπροστά μας σκοντάφτει ένας κύριος, πέφτει στο φθαρμένο πεζοδρόμιο – σηκώνεται με τη βοήθεια δύο ανδρών από το παρακείμενο κατάστημα. Μέσα από την αγορά ακούγονται φωνές από τους πωλητές, ένα ζευγάρι Ασιατών τουριστών εξέρχεται με σακούλες στα χέρια. «Είναι μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη – από αγορά έχει αρχίσει να γίνεται τουριστικός προορισμός, έρχεται κόσμος να φάει, να ψωνίσει, να βγάλει φωτογραφίες, γίνεται αξιοθέατο».
Το couleur locale ως άλλος μαγνήτης
Μπαίνουμε στη Σοφοκλέους, κατεβαίνουμε, έργα εξελίσσονται στην πλατεία Θεάτρου, ανακαίνιση σε σειρά κτιρίων αλλού. Ο Στάθης Καλύβας αρχίζει να μιλάει για τη «νέα κατάρα» του κέντρου, που είναι η δυνατή μουσική στα roof gardens – «η ταράτσα είναι μία πληγή». Ρωτάω εάν αυτή η εξέλιξη έχει βοηθήσει στην αντιμετώπιση των ναρκωτικών και των συμμοριών. «Το ότι ανοίγουν ξενοδοχεία και πηγαίνει κόσμος, είναι θετικό. Το να δημιουργείς όμως την ιδέα ότι δεν μένει κανείς εδώ, ότι μπορείς να κάνεις πάρτι και να παίζεις μουσική δυνατά, χωρίς έλεγχο –αν καλέσεις την αστυνομία ούτε καν εμφανίζεται–, αυτό θα προκαλέσει μια κατρακύλα στην ποιότητα του τουρισμού – θα έχεις μόνον ανθρώπους που έρχονται για να παρτάρουν. Δεν θα τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο».
Κατεβαίνουμε την Ευριπίδου, γκρινιάζω για την ποιότητα των πεζοδρομίων, ο συνομιλητής μου σχολιάζει ότι «είναι μέρος της couleur locale», δεν παύει να είναι παγίδα απαντώ, «δίνει όμως την αίσθηση του αυθεντικού» επιμένει.
Ο Στάθης Καλύβας βλέπει μακριά, παρατηρεί και εντοπίζει τις αλλαγές, τοποθετώντας τις σε ένα μελλοντικό πλαίσιο. Μου δείχνει διαρκώς νέα ξενοδοχεία, κτίρια υπό ανακαίνιση ή έτοιμα. Ο τόνος στη φωνή του είναι συγκρατημένα ενθουσιώδης. «Η πορεία είναι ανοδική κι ακόμα δεν έχουν ξεκινήσει μαζικά οι αγορές του μέλλοντος. Υπάρχουν άνθρωποι που ίσως να θέλουν ένα διαμέρισμα στην Αθήνα. Αν είσαι από το Μπαγκλαντές θα μπορούσες να έχεις ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, καθώς είναι Ευρώπη αλλά σου θυμίζει και τη χώρα σου».
Σημειώνω ότι μιλάμε για ένα κέντρο που αλλάζει χωρίς να αλλάζει (με ό,τι συνεπάγεται αυτό) και διερωτώμαι κατά πόσο θα είναι προβληματική η εικόνα για όσους το επισκέπτονται για μικρό χρονικό διάστημα. «Αυτοί που θα μείνουν εδώ είναι νέοι άνθρωποι που κυρίως τους ενδιαφέρει να διασκεδάσουν» τονίζει, υπογραμμίζοντας ότι στην περιοχή υπάρχουν παντού διαμερίσματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Περιπλανιόμαστε στον αστικό λαβύρινθο, οι ήχοι της πόλης έντονοι – σε κάποια σημεία ησυχία, λίγο πιο κάτω... χάος. Παρατηρώ ότι όταν βλέπουμε αλλοδαπούς με βαλίτσες στα στενά κάτω από την Ομόνοια ενδέχεται να είναι τουρίστες κι όχι μετανάστες, ο Καλύβας εντοπίζει ένα ζευγάρι 50χρονων, μάλλον Ισραηλινών, σχολιάζοντας ότι αυτού του τύπου οι άνθρωποι ενθουσιάζονται και απολαμβάνουν τη σαγήνη της πόλης. Μου δείχνει διαρκώς νέα ξενοδοχεία, στεκόμαστε μπροστά σε ένα στην Ευριπίδου. Ήταν εγκαταλελειμμένο, η είσοδός του είναι σε μία στοά. Στην Αθήνα υπάρχουν στοές που παραμένουν άγνωστες για την πλειονότητα.
Gentrification διά του τουρισμού
Στην Κουμουνδούρου, ανοιχτωσιά. Μου μιλάει για projects της περιοχής, για ένα κτίριο της δεκαετίας του ’30 που το έφτιαξαν εκ νέου.
Μπορεί να βρει και να αγοράσει διαμέρισμα εδώ ένας... κανονικός άνθρωπος;
«Όχι.. είναι όλα επενδυτικά. Το κέντρο έχει ήδη αλλάξει φυσιογνωμία, οι ρυθμοί είναι ραγδαίοι, σε 2 χρόνια θα δούμε στην Κουμουνδούρου να κάθονται πολλοί τουρίστες. Εξελίσσεται ένα gentrification διά του τουρισμού» τονίζει ο Στάθης Καλύβας και παρατηρεί ότι η εγχώρια οικονομία δεν δίνει ακόμα τη δυνατότητα ώστε νέοι Έλληνες να αγοράσουν διαμερίσματα και να ζήσουν εδώ, στο κέντρο της Αθήνας, κάτω από την Ομόνοια. «Είναι θέμα ανάπτυξης, αν δεν γίνει θα είμαστε μία οικονομία που θα εξαρτάται από τον τουρισμό».
Λίγο πριν φτάσουμε στην Πειραιώς, μνημονεύω τις εικόνες της πλημμύρας, όταν τα χειμαρρώδη νερά παρέσυραν ανθρώπους στη μέση της Β. Σοφίας.
Είναι ασφαλής πόλη η Αθήνα; ρωτάω δίνοντας έμφαση στις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης. «Αυτό συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, θα τα διαχειριστούμε μέσω της προσαρμογής, θα κάνουμε κάποιες κινήσεις για όσα είναι αντιμετωπίσιμα, άλλα δεν θα γίνουν».
Τριγύρω μας ένα περίεργο όσο και γοητευτικό ψηφιδωτό. «Αυτοί που έρχονται, τρελαίνονται με αυτή την εικόνα, έχει texture, έχει ιδιαίτερη, πολύπλοκη ύφανση. Αν πας σε πόλεις οργανωμένες βλέπεις 2-3 πράγματα, εδώ βλέπεις 150, αυτή η ετερογένεια, σε έναν κόσμο που έχει συνηθίσει σε τόση ομοιογένεια, είναι κάτι αισθητικά το μοναδικό – στο προάστιο της Γερμανίας συνηθίζεις αλλιώς».
Ανεβαίνοντας την Πειραιώς με κατεύθυνση προς Ομόνοια βλέπουμε όλη αυτή την περιοχή να εξελίσσεται. Ο Στάθης Καλύβας επιμένει: «Αν δεν έρθουν να μείνουν Έλληνες, θα γίνει ένα θεματικό πάρκο πολύ ακριβό. Αν δεν υπάρξει ανατροπή αυτής της πορείας θα προσέρχονται μόνον άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για την ιδιαίτερη ποιότητα που διαθέτει τώρα το κέντρο. Αν ομογενοποιηθούν τα κτίρια αυτή η αίσθηση θα χαθεί. Όλα εξαρτώνται από μία οργανική ισορροπία, που για να τη συνεχίσεις πρέπει να φέρεις ντόπιους να κατοικήσουν, φοιτητές, να μετατρέψεις ορισμένα από αυτά τα κτίρια σε εστίες».
Ο μέσος Αθηναίος δεν διαπιστώνει τις εξελίξεις που συμβαίνουν στο κέντρο της Αθήνας. «Σόχο is coming» σημειώνει ο Καλύβας μνημονεύοντας τη συνοικία αυτή του Μανχάταν όπου περιοχές εγκαταλελειμμένες έγιναν πανάκριβες. «Το ιδανικό είναι να έρθει και να μείνει εδώ η μεσαία τάξη, κυρίως νέοι άνθρωποι – να υπάρξει ανάπτυξη».
Συνέντευξη μέσα στη συνέντευξη
Συμφωνούμε και διαφωνούμε ταυτοχρόνως, άρα θα πάρουμε τη βοήθεια του κοινού. Βλέπουμε έναν νέο, αρκετά προσεγμένο τουρίστα να πηγαίνει –τσουλώντας τη βαλίτσα του– προς τον σταθμό του Μετρό. Τον σταματάει ο Καλύβας. Πρόκειται για Ιρλανδό, «είχα έρθει για λίγες μέρες από την Κύπρο πριν από 2 χρόνια και αποφάσισα να ξαναέρθω – μένω για ένα μήνα στα Εξάρχεια, τώρα πάω στη Μύκονο, πήγα Σαντορίνη, Αγκίστρι...».
Ο Στάθης Καλύβας τον βομβαρδίζει με ερωτήσεις: Τι σου αρέσει στην Αθήνα; «Είναι χαοτική αλλά μου αρέσει, δεν έχω νιώσει έτσι σε άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, ο κόσμος είναι καλός, δεν είχα κανένα πρόβλημα, υπάρχει πολλή ιστορία, αρχαία ιστορία. Μου αρέσει όμως και ο κόσμος, αυτό το συναίσθημα, το vibe, είναι δύσκολο να εξηγήσεις αυτό που νιώθεις».
Ο νεαρός Ιρλανδός φεύγει χαμογελώντας και ο επίσης χαμογελαστός –και δικαιωμένος από τα λόγια του περαστικού μας φίλου– συνομιλητής μου λέει: «Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που μιλάει στην ψυχή των ανθρώπων, δεν το καταλαβαίνουμε γιατί είμαστε μόνιμα εδώ, αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η ανάμειξη». Χρειαζόμαστε περισσότερους digital nomads; «Η ευκαιρία δεν είναι οι ψηφιακοί νομάδες, είναι οι άνθρωποι που θα θέλουν να ζουν εδώ γιατί τους αρέσει – αυτοί θα γίνουν οι πρεσβευτές αυτού του πνεύματος».
Βαδίζουμε στο πλάι του σιντριβανιού της Ομόνοιας. «Η πλατεία έχει γίνει αυτό που ήταν παλιά, ένα κέντρο για πληθυσμούς που μπορείς να χαρακτηρίσεις πιο περιθωριοποιημένους: παλιά ήταν οι επαρχιώτες, τώρα είναι οι μετανάστες». Σχολιάζουμε τα ξενοδοχεία, τον κόσμο... «Αυτό που ο Έλληνας βλέπει ως αναρχία, κάποιος από την Ιρλανδία το βλέπει ως ενδιαφέρον».
Πατάμε στην Γ’ Σεπτεμβρίου. O Στάθης Καλύβας πιστεύει πολύ στην αλλαγή της. Παρατηρούμε τον οργασμό της ανοικοδόμησης: νέα ξενοδοχεία, κτίρια ανακαινίζονται, ο δρόμος αλλάζει. Μπαίνουμε στην Πατησίων, βλέπουμε το Μινιόν, το καινούργιο κέλυφος. «Εδώ που δεν υπήρχε τίποτα, θα γίνουν γραφεία και κατοικίες, φαντάσου τη διαφορά που θα κάνει. Τα ξενοδοχεία είναι ήδη γεμάτα, συνέχεια». Μιλάμε με ένα ζευγάρι νεαρών Πολωνών, ήρθαν να δουν την Ακρόπολη, τους άρεσε, αλλά προτίμησαν τα νησιά από το αθηναϊκό χάος. Τώρα χαμογελώ εγώ: Είμαι περίεργος εγώ που θέλω τάξη και δεν μου αρέσουν οι τρύπες στους δρόμους; «Τα πάντα εξαρτώνται από την κανονικότητά σου – ο άλλος που έρχεται από την απόλυτη τάξη θέλει κάτι διαφορετικό, εσύ που ζεις στην αταξία θες μεγαλύτερη τάξη».
Παρατηρούμε τα εγκαταλελειμμένα κτίρια, υπάρχουν πολλά ανεκμετάλλευτα, ο Καλύβας έχει μια καλή ιδέα: «Δεν υπάρχει νομικό καθεστώς που να επιτρέπει την αξιοποίηση των κτιρίων, αυτών που δεν μπορούν να αξιοποιηθούν λόγω κληρονομικών διαφορών ή άλλων λόγων. Υπάρχει ένα νομοσχέδιο που δεν έχει περάσει στη Βουλή, αλλά αν περάσει θα αλλάξει όλη την εικόνα της Αθήνας. Είναι ένας τρόπος απαλλοτρίωσης με χαμηλό ενοίκιο και ανακαίνιση – το παίρνεις από τον ιδιοκτήτη και το αναλαμβάνει ένας επενδυτής. Το αξιοποιεί για μια χρονική περίοδο, που καθιστά συμφέρουσα την επένδυση, και μετά το επιστρέφει στον ιδιοκτήτη φτιαγμένο. Χρειαζόμαστε κάτι τέτοιο».
Διασχίζουμε τον δρόμο μπροστά από το Πολυτεχνείο, γελάω και του λέω: Κάνε εικόνα τους τουρίστες να βλέπουν κάτι τύπους με κουκούλες να πετάνε μολότοφ στα ΜΑΤ, που απαντούν με δακρυγόνα. Live your myth in Greece, κανονικά – ο Καλύβας μένει πιστός στην ιδέα του «τοπικού χρώματος», θεωρεί ότι ακόμα κι αυτή η ιδιαιτερότητα της πόλης είναι κομμάτι της γοητεία της.
Μπροστά από την πύλη του Πολυτεχνείου επιτέλους αρχίζει να γκρινιάζει για κάτι, αλλάζουμε ρόλους. Κάνει λόγο για το «μεγάλο αίσχος του Πολυτεχνείου», για την «εικόνα της εγκατάλειψης», για το ότι ο «κλειστός κήπος δεν επικοινωνεί με την πόλη». Δίκιο έχει... Ακριβώς απέναντί μας, το Ιταλικό Ινστιτούτο. «Λειτουργεί μεν, αλλά είναι μια μαύρη τρύπα, δεν έχει σύνδεση με την πόλη».
Όλα θα λάμψουν προσεχώς
Τι θα κάνουμε με τα γκραφίτι; «Κάθε μέρα να τα καθαρίζουν, είναι ένας μαραθώνιος». Μιλάμε για τα ενοίκια, πόσο ακριβά είναι παντού, λέει ότι πρέπει να σκεφτόμαστε out of the box, συζητάμε για τη ζούγκλα του κέντρου, ο ίδιος θέλει συνέχεια να ρωτάει κόσμο, να «βλέπει» μέσα από τα μάτια τους.
Σταματάμε σε ένα μικρό μαγαζί με ντόπια προϊόντα, αγοράζει μέλι, ρωτάει την ιδιοκτήτρια λεπτομέρειες, του λέει δεν ήταν καλή η χρονιά. Θεωρεί ότι μαγαζιά σαν κι αυτό κάνουν τη διαφορά, «είναι μια πολυτέλεια που δεν την βρίσκεις εύκολα σε μεγάλες πόλεις». Κοντοζυγώνουμε στην Ομόνοια, στη Σατωβριάνδου ρωτάει μια τετραμελή οικογένεια Ασιατών πώς τους φαίνεται η πόλη, δεν απαντούν, βιάζονται, φεύγουν. Λίγα μέτρα πιο κάτω χρήστες ουσιών κάνουν τη δόση τους – είναι λογικό να τους αγχώνει αυτή η εικόνα, να θέλουν άμεσα να τη βγάλουν από το οπτικό τους πεδίο.
Στρίβουμε στη Σωκράτους, η παράδοση που έχουμε φτιάξει περιλαμβάνει στάση στου Κτιστάκη για λουκουμάδες – ο Καλύβας αποκαλεί το μαγαζί «ο ναός». Προχωράμε, τρύπες στους δρόμους, αυτοκίνητα και πεζοί ασφυκτιούν, περνάμε απ’ έξω από το κτίριο του παλιού Εφετείου. «Η εγκατάλειψη του σήμερα είναι η αξιοποίηση του αύριo, δεν υπάρχει περίπτωση αυτά τα κτίρια να μην ξαναλάμψουν». Μου δείχνει όμορφα μα παρατημένα στη μοίρα τους κτίρια, του δείχνω τρύπες και κακοτεχνίες, επιμένει «όλα θα λάμψουν» και δίνει ένα χρονικό πλαίσιο 10 χρόνων.
Χωρίς όραμα και φαντασία
Καθόμαστε στο παραδοσιακό λουκουματζίδικο κι επιτέλους παίρνω ανάσα. Ο Καλύβας περπατάει γρήγορα, με έχει βγάλει νοκ άουτ.
Μοιάζει η Αθήνα με τη Ρώμη; ρωτάω. «Η Ρώμη έχει αδιάκοπη ιστορία, κάτι που δεν έχει η Αθήνα, εκεί βλέπεις όλα τα layers». Και η Ρώμη όμως έχει γίνει Ντίσνεϊλαντ. Η ιταλική πρωτεύουσα είναι πιο προσεγμένη, δεν έχει αυτή την εγκατάλειψη της Αθήνας, ο Καλύβας ρίχνει ιδέα: «Σιγά σιγά όλες οι πόλεις θα βάζουν εισιτήριο, δεν θα μπαίνουν τζάμπα οι τουρίστες. Θα έπρεπε κι εδώ να υπάρχει κατά κεφαλήν φόρος!»
Η συνάντησή μας έγινε πριν από τις εκλογές, ρωτάω ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητες του δημάρχου. «Όλα είναι διευθετήσεις. Το θέμα είναι να υπάρχει ένα όραμα: Τι πόλη θες να κάνεις; Κλειδί είναι η διατήρηση της μίξης χρήσεων. Πώς μπορεί να ενισχυθεί αυτό; Πώς μπορεί να γίνει λόμπι για τα άδεια κτίρια; Υπάρχει έλλειψη φαντασίας».
Πώς θα μπορούσε η Αθήνα να γίνει ιδανική πόλη; «Δεν υπάρχει ιδανική πόλη. Υπάρχει ετερογένεια. Θέλεις όραμα. Ποιος ο χαρακτήρας κάθε γειτονιάς, ποια κατεύθυνση πρέπει να πάρεις για να είναι συμβατή με τον χαρακτήρα της περιοχής – να τα καναλιζάρεις προς μια κατεύθυνση».
Το ηχόχρωμα που μας περιβάλλει είναι από μουσική τζαζ.
Υπάρχει το «ιδανικό» κέντρο της Αθήνας; «Δεν θέλουμε μονοκαλλιέργεια, θέλουμε μίξη χρήσεων. Το 90% επαναχρήσεως και επανακατασκευών είναι ξενοδοχεία και εστίαση. Πρέπει να ενισχυθεί η κατοικία με φοιτητές, νέους, χρειάζονται επιδοτήσεις. Θέλουμε να μένουν και να έρχονται οι Ελληνες στο κέντρο, να μη γίνει μόνον τουριστική περιοχή».
Η πυκνότητα της πόλης σημαίνει ότι τα πάντα είναι κοντά και τα πάντα περπατιούνται. «Οι αποστάσεις στην Αθήνα είναι μικρές για τα δεδομένα των μεγάλων πόλεων. Όλα αλληλοεπηρεάζονται, αν ανοίξουν πολλά ωραία μαγαζιά, θα κάνουν τη διαφορά. Αν ανοίξει ένα χάλια, θα είναι σαν τη μύγα μες στο γάλα».
Ο ολιστικός τρόπος
Ο Στάθης Καλύβας υπογραμμίζει την ανάπτυξη της Κυψέλης. «Έχει πολλά άδεια κτίρια, το housing stock είναι του ’60, θέλει ανακαίνιση. Η απόσβεση του κόστους γίνεται μόνον με υψηλότερα ενοίκια». Γιατί είναι τόσο ακριβά τα ενοίκια; «Γιατί δεν υπάρχει διαθεσιμότητα. Τα τελευταία 15 χρόνια δεν κτίζεται τίποτα και ένα μεγάλο θέμα είναι η ανακαίνιση. Για να ανακαινιστεί θες μίνιμουμ 1.000 ευρώ το τετραγωνικό».
Πάμε και σε ένα από τα αγαπημένα του θέματα, την πολυκατοικία. Καλεί να τη σκεφτούμε με ολιστικό τρόπο, για παράδειγμα να βάλουμε ένα ολόκληρο τετράγωνο σε ανακαίνιση. «Να σκεφτούμε εκτός από την ενεργειακή και τη στατική αναβάθμιση, πώς μπορούμε να αναβαθμίσουμε την ποιότητα. Μπορούμε να ενοποιήσουμε τους ακάλυπτους – αν ρίξεις τα τείχη και φτιάξεις έναν κήπο, αυτομάτως αναβαθμίζεις την ποιότητα και το επίπεδο ζωής. Είναι και ενεργειακό, γιατί φυτεύοντας δέντρα στον ακάλυπτο, χαμηλώνεις τη θερμοκρασία. Μπορούμε να φτιάξουμε κήπους στις ταράτσες κι αυτό είναι ένα ενεργειακό βήμα».
Καταιγισμός προτάσεων: «Φτιάξε μια ομάδα με αρχιτέκτονες, μηχανικούς, ψυχολόγους, νομικούς, να αλλάξεις τους κανονισμούς της πολυκατοικίας, να μη χρειάζεται πλειοψηφία 2/3 για να γίνει η οποιαδήποτε κίνηση, να σταματήσει η αδράνεια. Κανένας δεν τα σκέφτεται αυτά, λες και είμαστε στον αυτόματο πιλότο και δεν γίνεται τίποτα. Όλα είναι doable, πρέπει να καθίσεις και τα σκεφτείς».
Και γιατί δεν τα σκέφτεται κανείς; «Γιατί υπάρχει τρομερό έλλειμμα φαντασίας, οι περισσότεροι άνθρωποι κινούνται με αυτό που ξέρουν, αν τους πεις κάτι διαφορετικό θα πουν: άντε, μωρέ, δεν γίνεται...».
Τελειώσαμε τη βόλτα μας, ανεβαίνοντας την Πανεπιστημίου. Είδαμε τα εν εξελίξει έργα, σχολιάσαμε την αποτυχία του εγχειρήματος του «Mεγάλου Περιπάτου». Και δώσαμε ραντεβού για νέο περίπατο αθηναϊκής παρατήρησης σε 2 χρόνια, ίσως και πιο νωρίς.
Η αρχιτέκτονας Μυρτώ Κιούρτη εξηγεί γιατί η Αθήνα είναι μια όμορφη πόλη
― Είναι η Αθήνα μία πόλη όμορφη; Εσείς έχετε απαντήσει καταφατικά, μία πόλη όμως με τόσες χαίνουσες πληγές, σε τόσα επίπεδα, πώς στα δικά σας μάτια μοιάζει σαγηνευτική;
Ναι, πιστεύω πως η Αθήνα είναι μια πόλη όμορφη. Στην επιστήμη της αρχιτεκτονικής η κρίση περί «Ωραίου» διαφοροποιείται από το «γούστο», δηλαδή «όμορφο» δεν είναι «αυτό που μου αρέσει», είναι αυτό που συνειδητά αποφασίζω, και μάλιστα μετά από έρευνα και μελέτη, πως έχει πολιτισμική αξία για εμένα και τους γύρω μου. Υπό αυτή την έννοια η Αθήνα είναι μια πόλη όμορφη γιατί προσφέρει ένα καλό επίπεδο ζωής στα μεσαία και τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Κρίνω ως άσχημες τις πόλεις που ενώ έχουν εντυπωσιακά, επιδεικτικά κτίρια στο κέντρο τους για τους πάμπλουτους και τους τουρίστες, χωροθετούν τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις σε αβίωτα περίχωρα με τεράστια απρόσωπα συγκροτήματα κατοικιών και αχανείς ελεύθερους χώρους που είναι συνήθως άδειοι. Επίσης εγώ προσωπικά πιστεύω πως η αληθινή ομορφιά δεν βρίσκεται στα οικοδομικά υλικά αλλά στη ζωή των ανθρώπων. Δηλαδή μου φαίνεται πολύ όμορφη η αστική σκηνή μιας οικογένειας που τρώει ένα κυριακάτικο μεσημέρι σε ένα ταβερνάκι, έστω κι αν το τραπέζι τους παραπατάει πάνω στο σπασμένο πεζοδρόμιο. Αντιθέτως μου φαίνεται άσχημη η εικόνα μιας πόλης με υπέροχα πλακοστρωμένα πεζοδρόμια που είναι όμως άδεια από ζωή.
― Τι αλλαγές έχετε παρατηρήσει τα τελευταία χρόνια; Αλλάζει η δομή της ή απλά μεταμφιέζεται το χάος;
Ευτυχώς δεν νομίζω ότι έχει αλλάξει η δομή της Αθήνας. Η δομή της πόλης κινδυνεύει κυρίως αν μειωθεί δραματικά το ποσοστό διασποράς της ιδιοκτησίας μέσα στις πολυκατοικίες. Αν δηλαδή μεγάλοι «παίκτες γης» αγοράσουν σταδιακά εξολοκλήρου πολλά κτίρια μέσα στην πόλη, τότε θα έχουμε μεταμφίεση της Αθήνας. Η εικόνα μπορεί και πάλι να μας θυμίζει τη γοητευτική πληθωρικότητα της σημερινής πόλης όμως αυτό θα είναι ψεύτικο, ένα σκηνικό. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει κάποια τάση επανακατοίκησης του κέντρου. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό πολεοδομικά. Ό,τι παρεμβάσεις και να κάνουμε στις υποδομές και τα κτίρια μιας πόλης, αν τελικά δεν προσελκύσουμε ζωή και συγκεκριμένα κατοίκηση, τότε η πόλη είναι αποτυχημένη και άρα άσχημη.
― Οι μεικτές χρήσεις λέγεται πως είναι αυτές που κάνουν τη διαφορά στην Αθήνα και της δίνουν ένα ιδιαίτερο στίγμα στον χάρτη του urbanism. Ποια είναι η δική σας οπτική σε αυτό και ποια ενδεχομένως η πρότασή σας για μία «επόμενη» ημέρα στην πόλη, που θα την έκανε πιο βιώσιμη, άρα και πιο όμορφη για τον κάτοικό της;
Πράγματι η μίξη των χρήσεων έχει αποδειχτεί στην ιστορία και τη θεωρία της πολεοδομίας σωτήρια γιατί εξασφαλίζει ζωντάνια στην πόλη όλες τις ώρες της μέρας. Θυμηθείτε κέντρα πόλεων εκτός Ελλάδας με κτιρίων γραφείων. Αυτές οι περιοχές το βράδυ γίνονται μέρη απόκοσμα και επικίνδυνα, σαν μαύρες τρύπες μέσα στον αστικό ιστό. Υπό αυτή την έννοια πιστεύω ότι η ιδέα της μετακίνησης των Υπουργείων στο χώρο της Πυρκάλ είναι λάθος. Θα αφαιμάξει το κέντρο από δράσεις και θα ανοίξει τον δρόμο για τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού. Αυτή την ώρα η ανθρωπογεωγραφία του τουρισμού στην Αθήνα είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Οι επισκέπτες, σε σημαντικό ποσοστό άνθρωποι με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, δεν έρχονται μόνο για τον Παρθενώνα αλλά και για τον σύγχρονο αθηναϊκό πολιτισμό. Τι τους μαγνητίζει; Μα ακριβώς η μίξη των χρήσεων που προσφέρει ζωντάνια σε αντίθεση με τις κλινικά καθαρές πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής. Αυτοί οι επισκέπτες έχουν το πολιτισμικό επίπεδο να αναζητήσουν κάτι παραπάνω από τα «τσολιαδάκια» στα περίπτερα ή ένα πιάτο μουσακά. Αγοράζουν προϊόντα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Έχετε παρατηρήσει πόσα μαγαζιά έχουν ανοίξει με Έλληνες σχεδιαστές που πουλούν ρούχα και παπούτσια δικά τους, δημιουργικά κοσμήματα, αντικείμενα εφαρμοσμένων τεχνών όπως χειροποίητα σκεύη αλλά και ιδιαίτερα τυριά, προϊόντα υψηλής γαστρονομίας, τρόφιμα και ποιοτικά κρασιά από μικρούς παραγωγούς που δουλεύουν με μεράκι σε όλη την επικράτεια; Ο «ψαγμένος» αυτός τουρισμός τροφοδοτεί λοιπόν σήμερα ένα ολόκληρο οικοσύστημα δημιουργικών ανθρώπων στην χώρα.
Αν οι καφετέριες και τα ξενοδοχεία διώξουν κάθε άλλη χρήση τότε η Αθήνα θα πάψει να είναι ελκυστική στους επισκέπτες αυτούς. Θα τραβήξει τον τουρίστα που θα περάσει από εδώ μόνο για να βγάλει ινσταγκραμική φωτογραφία και θα πετάξει το τενεκεδάκι από την μπίρα του φεύγοντας. Αυτή την ώρα πάντως ο πιο άμεσος κίνδυνος για το κέντρο είναι τα bar στα δώματα των πολυκατοικιών που παίζουν τη νύχτα μουσική σε εκκωφαντική ένταση. Όπως όλοι ξέρουμε το κέντρο της πόλης κατοικείται κυρίως στους πάνω ορόφους. Μέχρι πρόσφατα η θορυβώδης ζωή της πόλης περιοριζόταν στον δρόμο. Αυτό προστάτευε την κατοίκηση η οποία αναπτυσσόταν πιο ψηλά. Σήμερα η μετατροπή ολόκληρων πολυκατοικιών σε ξενοδοχεία και η χρήση των δωμάτων ως bar με μουσική καθιστά ουσιαστικά αβίωτη αυτή την άνω, προστατευμένη μέχρι πρότινος ζώνη της πόλης. Ήδη κάποιοι κάτοικοι του κέντρου το εγκαταλείπουν. Οι ξενοδόχοι δεν έχουν καταλάβει πως διώχνοντας την κατοικία σκάβουν τον λάκκο τους. Ο μόνος που μπορεί να επέμβει για το καλό όλων είναι το κράτος. Πρέπει κατά τη γνώμη μου άμεσα να απαγορευτεί η μουσική από τον πρώτο όροφο των κτιρίων και πάνω.
* Η Μυρτώ Κιούρτη είναι αρχιτέκτονας, διδάκτωρ ΕΜΠ. Έχει αρχιτεκτονικό γραφείο στην Αθήνα. Στη δουλειά και την έρευνά της συνδέει την Αρχιτεκτονική με την Ψυχανάλυση και τις Κοινωνικές Επιστήμες στοχεύοντας σε έργα που εκφράζουν την ταυτότητα των ανθρώπων που τα κατοικούν και παράλληλα συμβάλουν στην συγκρότηση της μεγάλης συλλογικότητας της πόλης.
Η ιστορία μίας φωτογραφίας
Ζήτησα από την κ. Κιούρτη μία φωτογραφία που την εκφράζει. Μου έστειλε ένα μπαλκόνι: «Την τράβηξα από το παράθυρο του διαμερίσματός μου στο Κολωνάκι, στην οδό Αναγνωστοπούλου. Με αυτή τη φωτογραφία θέλω να δείξω πόση ομορφιά έχουν τα κτίρια όχι ως μορφές αλλά όταν καδράρουν τις ζωές των ανθρώπων».
Στη φωτογραφία όμως φαίνονται τα πρόσωπα των ανθρώπων. Η ίδια θεώρησε σκόπιμο να πάρει άδεια. Κι έτσι, προέκυψε μία ωραία ιστορία: «Θεώρησα πιο ευγενές να ενημερώσω τους κατοίκους του απέναντι μπαλκονιού για τη δημοσίευση της φωτογραφία τους. Δεν γνώριζα κανέναν από την απέναντι πολυκατοικία, έτσι ξεκίνησα ρωτώντας στο μαγαζί του ισογείου. Εκεί όμως γνώρισα τον Yosep από τη Βαρκελώνη που με χαρά άκουσε τι αναζητώ και ξεκίνησε να μου εκθειάζει την Αθήνα: “Here I like it very much” “Why?” τον ρωτάω. “How to describe it… it’s strange… and I don’t know if this is good for you. But for me it is very good. I feel free here! I can do whatever I want! No police, no nothing. And I never feel unsafe! I don’t know how you do it. I believe Greeks are very responsible because there is no one to punish them...”. Μετά από διάφορα ψαξίματα εντόπισα τελικά τηλεφωνικά την οικοδέσποινα του μπαλκονιού, την Ανίτα. “Εγώ ντρέπομαι” μου λέει “για το μπαλκόνι μου, κατεβάζω τις τέντες για να μη φαίνεται ο χαμός”. “Μα τι λέτε τώρα, Ανίτα” της απαντώ, “το μπαλκόνι σας είναι ένας ζωντανός πίνακας ζωγραφικής”. Ενθουσιάστηκε με το compliment, με την ιδέα του ρεπορτάζ και με τη φωτογραφία. Πλέον έχω και επίσημη πρόσκληση να συμμετέχω στον Σύλλογο Πολιτών Κολωνακίου που ασχολείται με την προστασία της καθημερινότητας των κατοίκων της γειτονιάς και συναντιούνται στο πατάρι του Peros το οποίο τους έχει παραχωρηθεί για τα συμβούλιά τους! Κλείσαμε το τηλέφωνο βγαίνοντας στα μπαλκόνια μας για να χαιρετηθούμε από μακριά. Μα τι ωραία πράγματα συμβαίνουν στην πόλη, όταν άνθρωποι όπως εσύ γράφουν για αυτή με αγάπη!»
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show