Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
Η Μαρία Κάλλας «επιστρέφει» στην Αθήνα
Μαρία Κάλλας: Το «Μουσείο Μαρία Κάλλας» επί της οδού Μητροπόλεως 44 και οι διαδικασίες αποκατάστασης της «Ακαδημίας Λυρικής Τέχνης Maria Callas» στην Πατησίων 61
Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη γέννηση της θρυλικής ντίβας της όπερας, της Μαρίας Κάλλας (1923-1977), της σημαντικότερης ίσως λυρικής τραγουδίστριας του περασμένου αιώνα, της πιο διάσημης Ελληνίδας της εποχής της που εξακολουθεί, 46 χρόνια μετά τον θάνατό της, να έχει εκατομμύρια φίλους και θαυμαστές σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Η Μαρία Κάλλας τιμούσε ιδιαίτερα την Ελλάδα και την ελληνική της καταγωγή και δεν έχανε ευκαιρία να δηλώνει ότι ανήκε στον ελληνικό κόσμο και ότι το αίμα της ήταν ελληνικό, κάτι που δεν μπορούσε να το σβήσει κανένας.
Η Αθήνα ήταν η πόλη που αγάπησε, η πόλη όπου έκανε τις μουσικές της σπουδές και τα πρώτα καλλιτεχνικά βήματα μίας λαμπρής, διεθνούς καριέρας. Ήταν η πόλη, οι κάτοικοι της οποίας την υποδέχονταν θερμά και την αποθέωναν σε κάθε πρωταγωνιστική της εμφάνιση στο Ηρώδειο ή στην Επίδαυρο, που την έκανε να αισθάνεται την «υποχρέωση» να κάνει κάτι γι’ αυτήν, και έφτασε η στιγμή που αυτό έγινε πραγματικότητα.
Το «Μουσείο Μαρία Κάλλας»
Φέτος, η Θεϊκή (la Divina), όπως την αποκαλούσαν, «επιστρέφει» στην Αθήνα, μέσω του «Μουσείου Μαρία Κάλλας», το οποίο θα στεγάζεται σ’ ένα τετραώροφο νεοκλασικό κτίριο 1.070 τ.μ. επί της οδού Μητροπόλεως 44, ιδιοκτησίας του Δήμου Αθηναίων που θα ανοίξει τις πόρτες του μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου. Είναι αφιερωμένο αποκλειστικά στον μαγικό κόσμο της ντίβας, με εκθέματα προσωπικά της αντικείμενα, φωτογραφίες, παρτιτούρες, σπάνια ηχητικά ντοκουμέντα, προερχόμενα όλα από συλλογές ιδιωτών και φορέων.
Η προσπάθεια λειτουργίας ενός μουσείου αφιερωμένου στη θρυλική σοπράνο που καθόρισε την όπερα του 20ού αιώνα και ο εμπλουτισμός του ήταν από τους βασικότερους στόχους του Ελληνικού Συλλόγου Μαρίας Κάλλας - «Maria Callas Greek Society». «O Σύλλογος ιδρύθηκε το 2012 από μία ομάδα μελετητών της ζωής και του έργου της Κάλλας, συλλεκτών ή και απλών θαυμαστών της, στα πρότυπα των αντίστοιχων φορέων που υφίστανται στο εξωτερικό, εδώ και πολλά χρόνια». Σκοπός του Συλλόγου είναι «η προώθηση διεθνώς της ελληνικότητας της Κάλλας, όπως και εθνικώς».
Επίσης, φέτος αρχίζουν οι διαδικασίες αποκατάστασης του εμβληματικού, αλλά επί δεκαετίες εγκαταλειμμένου κτιρίου επί της οδού Πατησίων 61, γνωστού ως Πολυκατοικία Παπαλεονάρδου, σε διαμέρισμα του οποίου έμεινε η Μαρία Κάλλας με τη μητέρα της και την αδελφή της από το 1937 έως το 1945.
Αυτό πρόκειται να αποτελέσει το σπίτι της «Ακαδημίας Λυρικής Τέχνης Maria Callas», που ιδρύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 από την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου, η οποία οραματίστηκε και υποστήριξε σθεναρά την πρότασή της να στεγαστεί η Ακαδημία στο εν λόγω κτίριο.
Σύμφωνα με την κα Παπαντωνίου, αυτό που θα διαφοροποιεί τη συγκεκριμένη Ακαδημία απ’ όλες τις άλλες είναι πως θα προάγει στους σπουδαστές της ένα σύνολο δεξιοτήτων και μέσα από τα επιλεγόμενα μαθήματα θα διδάσκονται όλα τα επαγγέλματα που απαιτούνται για ν’ ανέβει μία παράσταση. Τα μαθήματα δεν απευθύνονται σε αρχαρίους, αλλά σε απόφοιτους κάποιου Ωδείου. Επιθυμία δε της κας Παπαντωνίου είναι η όσο το δυνατόν λιγότερο κρατική παρέμβαση και οι όσο το δυνατόν περισσότερες χορηγίες.
Τον Αύγουστο του 2023, η εταιρία «Ανάπλαση Αθήνας Α.Ε.», που λειτουργεί υπό την εποπτεία του Δήμου Αθηναίων, προκήρυξε ανοικτό δημόσιο διαγωνισμό για την «Αποκατάσταση Κτιρίου Στέγασης Ακαδημίας Λυρικής Τέχνης Maria Callas», έργο προϋπολογισμού 6.869.600 ευρώ. Η χρηματοδότηση γίνεται από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Υποδομές Μεταφορών, Περιβάλλον και Αειφόρος Ανάπτυξη», με ποσοστό δημόσιας δαπάνης 100% και το έργο, σύμφωνα με το εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, θα ολοκληρωθεί σε 24 μήνες.
Η Πολυκατοικία Παπαλεονάρδου θα στεγάσει την «Ακαδημία Λυρικής Τέχνης Maria Callas»
Η εξαιρετικής αρχιτεκτονικής αισθητικής τετραώροφη πολυκατοικία, συνολικής επιφάνειας 1.590 τ.μ., που θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα μεταπολεμικά οικήματα της Αθήνας, έχει μία μακρά και πονεμένη ιστορία. Οικοδομήθηκε το 1925, ως κατοικία του μεγαλέμπορου Στ. Παπαλεονάρδου, από την κατασκευαστική εταιρία «Μπετόν Αρμέ», σε σχέδια του Κωνσταντίνου Κιτσίκη, με έντονες μορφολογικές επιρροές του ευρωπαϊκού ρυθμού Jugendstil. Την επίβλεψη κατασκευής είχε αναλάβει ο πολιτικός μηχανικός Ανδρέας Δρακόπουλος.
Μετά την ξαφνική αναχώρηση της Μ. Κάλλας για τη Νέα Υόρκη, το κτίριο κατοικήθηκε από διάφορους ενοίκους και το 1950 περιήλθε στην ιδιοκτησία του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ). Δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατο της Κάλλας (1989) και επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη, αυτό χαρακτηρίστηκε ως διατηρητέο, ιστορικό και αρχιτεκτονικό μνημείο των νεότερων χρόνων, ενώ για αρκετά χρόνια υπήρξε τόπος κατοικίας άστεγων και τοξικοεξαρτώμενων.
Ο σεισμός του 1999 καθώς και η φωτιά που προκλήθηκε το 2003 από απροσεξία των τοξικομανών, προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στο κτίριο, αλλά η έλλειψη πόρων εκ μέρους του Ν.Α.Τ., εμπόδισε την αποκατάστασή του. Από το 2009 έως το 2013 το κτίριο τελούσε υπό κατάληψη ομάδας αντιεξουσιαστών, ενώ το 2017 περιήλθε στην κυριότητα του Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α) μέσω σύμβασης με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο.
Μαρία Κάλλας: Η ζωή της la Divina
Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πλήρες όνομά της, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Ήταν η δεύτερη κόρη του φαρμακοποιού από το Νεοχώρι Ιθώμης Μεσσηνίας, Γιώργου Καλογερόπουλου και της Ευαγγελίας (Λίτσα) Δημητριάδη, από τη Στυλίδα της Φθιώτιδας, οι οποίοι είχαν μεταναστεύσει στην Αμερική. Ο μοναχογιός τους, Βασίλης, πέθανε σε ηλικία 3 χρονών, λίγους μήνες πριν τη γέννηση της Μαρίας.
Το κραχ του 1929 δεν τους άφησε αλώβητους. Ο πατέρας αναγκάστηκε να κλείσει το φαρμακείο του και να πιάσει δουλειά ως πλασιέ σε μία εταιρία φαρμακοβιομηχανίας, και η νέα αυτή κατάσταση άρχισε να δημιουργεί τριβές στο ζευγάρι. Παρ’ όλα αυτά, η μουσική καλλιέργεια των κοριτσιών, της Υακίνθης (μετά, Τζάκι) και της Μαρίας, έγινε σκοπός της ζωής τους, κυρίως της μητέρας τους.
Λάτρης του λυρικού τραγουδιού, ανακάλυψε από νωρίς το ταλέντο της μικρής της κόρης και αποφάσισε να την κάνει το παιδί θαύμα. Πιέζοντάς την να παίρνει μέρος σε σχολικούς και ραδιοφωνικούς διαγωνισμούς, της στερούσε μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων της παιδικής της ηλικία ‒ κάτι για το οποίο η Κάλλας ποτέ δεν τη συγχώρησε. «Όλα εκείνα τα χρόνια που θα έπρεπε να μεγάλωνα παίζοντας, είτε τραγουδούσα είτε κέρδιζα χρήματα. Όλα όσα έκανα για τους γονείς μου ήταν βασικά καλά και όλα όσα έκαναν εκείνοι για εμένα ήταν βασικά κακά», δήλωνε αρκετά χρόνια αργότερα στο «Time».
Η δε αδυναμία που έδειχνε η μητέρα στη μεγαλύτερη κόρη, την όμορφη, λεπτή και φιλική Τζάκι, εκτός του ότι θορυβούσε τον πατέρα, έκανε την τότε παχουλή, αδέξια και όχι ιδιαίτερα ωραία Μαρία να αισθάνεται μειονεκτικά. Ένιωθε μία πίκρα που σημάδεψε την παιδική της ηλικία και κατέστρεψε ανεπανόρθωτα τις σχέσεις με τη μητέρα της, διογκώνοντας ταυτόχρονα τα προβλήματα ανάμεσα στους γονείς που τελικά οδηγήθηκαν σε διαζύγιο. «Εγώ ήμουν το ασχημόπαπο. Είναι πολύ άσχημο πράγμα να κάνεις ένα παιδί να νιώθει ότι είναι άσχημο και στα αζήτητα», είχε αναφέρει αργότερα σε μια συνέντευξή της κατηγορώντας δημόσια τη μητέρα της.
Μετά τον χωρισμό των γονιών της (1937), επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και την αδελφή της στην Αθήνα, σε διαμέρισμα του 4ου ορόφου μιας πολυκατοικίας της οδού Πατησίων 61. Λόγω της ανεκπαίδευτης ακόμη φωνής της δεν έγινε δεκτή στο Ωδείο Αθηνών, αλλά κατόπιν παράκλησης της μητέρας της την ανέλαβε η δασκάλα μονωδίας του Εθνικού Ωδείου, Μαρία Τριβέλα, η οποία εντυπωσιασμένη από το ταλέντο της, άρχισε να της παραδίδει δωρεάν μαθήματα στο σπίτι της. Τη σύστησε στον Μανώλη Καλομοίρη (ιδρυτή του Εθνικού Ωδείου), ο οποίος με το που την άκουσε να τραγουδά τη δέχθηκε να φοιτήσει στο Ωδείο χωρίς να πληρώνει δίδακτρα.
Ύστερα από σκληρή μελέτη, έδωσε εξετάσεις, πέτυχε στο Ωδείο Αθηνών και γράφτηκε στην τάξη της Ισπανίδας υψίφωνου Ελβίρας ντε Ιντάλγκο, που την εκπαίδευσε άριστα στην τεχνική των ρόλων της ιταλικής ρομαντικής σκηνής. Λόγω των υψηλών επιδόσεών της, αλλά και της οικονομικής δυσχέρειας, της χορηγήθηκε υποτροφία. Με πρόταση της Ιντάλγκο, και κατόπιν συμφωνίας με τον διευθυντή της Λυρικής Σκηνής, κο Κωστή Μπαστιά, προσελήφθη ως χορωδός στη Λυρική Σκηνή με μηνιαίο μισθό 1.500 δρχ., χωρίς όμως την υποχρέωση να συμμετέχει στις δραστηριότητες της χορωδίας. Το ιδιότυπο αυτό συμβόλαιο είχε ως σκοπό την οικονομική της ανακούφιση, ώστε να μπορεί ν’ αφοσιωθεί απερίσπαστη στις σπουδές της.
Η Κάλλας δεν ξέχασε ποτέ αυτή τη χειρονομία και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να εκφράσει την βαθιά της ευγνωμοσύνη. Κατά τη δεύτερή της εμφάνιση στην Ελλάδα (Επίδαυρος, 1960), ως πρωταγωνίστρια στην πρώτη παραγωγή όπερας στο αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, τη «Νόρμα», διέθεσε στην Εθνική Λυρική Σκηνή, διευθυντής της οποίας ήταν ακόμη ο κος Κ. Μπαστιάς, το ποσό της αμοιβής των 15.000 δολαρίων που θα εισέπραττε για τις τρεις παραστάσεις. Όπως δε είχε πει χαρακτηριστικά «θέλω να κάνω για άλλους εκείνο που έκαναν τότε για εμένα».
Την εποχή των μουσικών σπουδών της, η Μαρία περιγράφεται ως παχουλή, άγαρμπη και ατημέλητη, πράγμα που δημιουργούσε πρόβλημα στην εξέλιξή της και έπρεπε να περάσουν αρκετά χρόνια μέχρι να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και να μεταμορφωθεί στην κομψή και γοητευτική πριμαντόνα, με την εκπληκτική φωνητική τέχνη και τις ιδιάζουσες υποκριτικές ικανότητες που μάγευε τους πάντες.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, οι παραστάσεις του Εθνικού και της Λυρικής δίδονταν στο Παλλάς, μια και ήταν το μόνο θέατρο που είχε καταφύγιο. Εκεί ανέβηκε το 1941 η οπερέτα «Βοκκάκιος» του Σουπέ, όπου η Καλογεροπούλου έκανε το επίσημο επαγγελματικό της ντεμπούτο στον μικρό ρόλο της Βεατρίκης. Αν και το εργασιακό κλίμα ήταν λίαν ανταγωνιστικό, η νεαρή Μαρία ανέλαβε τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο στις 27 Αυγούστου 1942, εμφανιζόμενη ως Τόσκα στη όπερα του Πουτσίνι.
Εν τω μεταξύ, η οικογένεια αντιμετώπιζε σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα, με μοναδική πηγή εσόδων τα εμβάσματα που έστελνε από την Αμερική ο Γ. Καλογερόπουλος, και όχι τακτικά. Η Τζάκυ γνώρισε τον Μιλτιάδη Εμπειρίκο της γνωστής οικογενείας, με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά και αυτός συμπαραστάθηκε στις τρεις γυναίκες κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Η δε Λυρική είχε καθιερώσει συναυλίες για να ψυχαγωγούνται τα κατοχικά στρατεύματα και η Μαρία αναγκαζόταν, όπως και οι άλλοι καλλιτέχνες, να τραγουδά για τους στρατιώτες, ενώ η πληρωμή της γινόταν σε τρόφιμα.
Μέχρι το 1945 που αναχώρησε από την Ελλάδα για την Αμερική, πρωταγωνίστησε εκτός από την «Τόσκα», στην «Καβαλερία Ρουστικάνα», στον «Πρωτομάστορα», στον «Φιντέλιο» κ.ά. και έδωσε πολλά ρεσιτάλ.
Ενώ το καλλιτεχνικό της ντεμπούτο έγινε στην Αθήνα, η εδραίωσή της στον διεθνή κόσμο της όπερας άρχισε από τη Βερόνα, όπου γνώρισε τον μαέστρο Τούλιο Σεραφίν, που εκτός από μέντορας υπήρξε μία πατρική φιγούρα γι’ αυτήν. Η πρώτη της εμφάνιση ως Τζοκόντα, έμελλε να είναι σημαδιακή και για ακόμη έναν λόγο. Συστήθηκε με τον Ιταλό και κατά πολλά χρόνια μεγαλύτερό της, πλούσιο, φιλόμουσο βιομήχανο Τζανμπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προσωπική αλλά και επαγγελματική της ζωή.
Παντρεύτηκαν το 1949. Έκτοτε ο Μενεγκίνι εγκατέλειψε τις επιχειρήσεις και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην προώθηση της καριέρας της, η οποία άρχισε να απογειώνεται. Οι ανά τον κόσμο εμφανίσεις της ήταν πυκνότατες και λίαν επιτυχημένες, με το φιλόμουσο κοινό να την υποδέχεται θερμά και τους κριτικούς να εξαίρουν την ερμηνεία της, αλλά και την εντυπωσιακή σκηνική της παρουσία.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της, τραγούδησε 90 περίπου φορές περισσότερες από κάθε άλλο ρόλο, τη Νόρμα, στην ομώνυμη όπερα του Μπελίνι. Η δε Σκάλα του Μιλάνου υπήρξε, για επτά χρόνια, η σκηνή των μεγαλύτερων θριάμβων της σ’ ένα ευρύ φάσμα ρόλων καθώς και συνεργασίας με διάσημους σκηνοθέτες, όπως ο Φράνκο Τζεφιρέλι και ο Λουκίνο Βισκόντι.
Επισκέφθηκε την Ελλάδα για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Αύγουστο του 1957, για ένα ρεσιτάλ (το μοναδικό κατά τη διάρκεια της διεθνούς της σταδιοδρομίας), στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η εμφάνισή της ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και υπήρξε αφορμή για πολιτικές αντιπαραθέσεις, εξαιτίας της υπέρογκης για τα ελληνικά δεδομένα αμοιβής που ζήτησε. Στην πραγματικότητα, είχε προσφερθεί να τραγουδήσει δωρεάν, αλλά η υπεροπτική απάντηση των αρμοδίων, «το Φεστιβάλ δεν έχει ανάγκη από φιλανθρωπίες», την ώθησε να ζητήσει 9.000 δολάρια, ποσό που ήταν η συνήθης αμοιβή της – γεγονός που προκάλεσε «σκάνδαλο» για την καριέρα της.
Έναν μήνα μετά, σ’ ένα πάρτι στο ξενοδοχείο Danielli της Βενετίας, η Αμερικανίδα κοσμικογράφος Elsa Μαxwell, της σύστησε τον μεγιστάνα Αριστοτέλη Ωνάση − συνάντηση που στάθηκε μοιραία για τη ζωή της. Όπως είχε ομολογήσει χρόνια αργότερα ήταν ο μόνος άνδρας που αγάπησε στη ζωή της και κοντά του έγινε μία διαφορετική γυναίκα.
Το 1959 η Κάλλας και ο σύζυγός της δέχθηκαν την πρόσκληση του Α. Ωνάση για κρουαζιέρα με το γιοτ «Χριστίνα», στο οποίο θα παρευρισκόταν μεταξύ άλλων και ο Ο. Τσώρτσιλ. Η κρουαζιέρα αυτή σήμανε την αρχή του θυελλώδους ειδυλλίου της με τον Ωνάση και ταυτόχρονα το τέλος του γάμου της με τον Μενεγκίνι.
Η Κάλλας και ο Ωνάσης υπήρξαν το διασημότερο ελληνικό ζευγάρι του 20ου αιώνα και η κάθε τους εμφάνιση κινητοποιούσε τους παπαράτσι και τροφοδοτούσε για καιρό τις σελίδες των εφημερίδων. Αν και έζησαν έναν παθιασμένο έρωτα, με αρκετά όμως σκαμπανεβάσματα και καβγάδες, η σχέση αυτή δεν είχε την κατάληξη που η πάντα ερωτευμένη Κάλλας επιθυμούσε. Της προκάλεσε πολύ πόνο, ιδιαίτερα όταν ο Ωνάσης παντρεύτηκε την Τζάκυ Κέννεντυ, επιτυγχάνοντας τον στόχο του να γίνει δεκτός στους κύκλους των Κέννεντυ. Παρ’ όλα αυτά, συνέχιζαν να συναντιούνται, σποραδικά, μέχρι τον θάνατό του.
Τρίτη φορά που εμφανίστηκε στον ελληνικό κοινό ήταν το 1961 στην Επίδαυρο, ερμηνεύοντας τη «Μήδεια», μία παράσταση που σημείωσε τεράστια επιτυχία με 15.000 θεατές να ’χουν γεμίσει ασφυκτικά το θέατρο, ενώ η τελευταία της σκηνική εμφάνιση στην Ελλάδα ήταν το 1964 στο Φεστιβάλ Φολκλόρ, στη Λευκάδα.
Η Κάλλας άρχισε από νωρίς ν’ αντιμετωπίζει προβλήματα με τη φωνή της και λόγω αυτού, ν’ αραιώνει τις εμφανίσεις της, σε σημείο που μετά από το 1965 και την παράσταση «Τόσκα» στο Govent Garden δεν ξανατραγούδησε δημοσίως για οκτώ χρόνια. Σ’ εκείνο το διάστημα ασχολήθηκε με την οπερατική σκηνοθεσία, ερμήνευσε τη Μήδεια στην ομώνυμη ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι και παρέδωσε ειδικά μαθήματα οπερατικής τέχνης στη φημισμένη Σχολή Τζούλιαρντ.
Η καριέρα της βρισκόταν πλέον σε πτώση. Η περιοδεία που ξεκίνησε με τον Ντι Στέφανο το 1973 και ολοκληρώθηκε μετά από έναν χρόνο στο Σαπόρο της Ιαπωνίας, εξελίχθηκε σε καλλιτεχνική αποτυχία. Ο θάνατος του Ωνάση το 1975 ήταν καθοριστικό χτύπημα για αυτήν και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για το δικό της τέλος. Κλείστηκε στον εαυτό της και απομονώθηκε στο σπίτι της στο Παρίσι, με μόνη παρέα την πιστή της οικονόμο και τον μπάτλερ της.
Εκεί θα αφήσει την τελευταία της πνοή στις 16 Σεπτεμβρίου 1977.
Σύμφωνα με την επίσημη άποψη, ο θάνατος προήλθε από καρδιακή προσβολή. Ήταν μόλις 54 ετών. Η είδηση, συγκλόνισε τους πάντες. Η αποτέφρωση έγινε στο Παρίσι και δύο χρόνια αργότερα η τέφρα της μεταφέρθηκε, με πρωτοβουλία της φίλης της Βάσως Δεβετζή, στην Ελλάδα και σκορπίστηκε στον Σαρωνικό, όπως η ίδια η Κάλλας επιθυμούσε.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show