Τα περίπτερα της Αθήνας και η ιστορία τους
Βόλτα στην πλατεία Μοναστηρακίου και στην άγνωστη ιστορία της
Η πλατεία Μοναστηρακίου, μία κεντρικότατη πλατεία της Αθήνας, στις παρυφές της Ακρόπολης, αποτελεί συνοπτικό αφήγημα της ιστορίας της πόλης. Αρκεί να σταθεί κάποιος στο κέντρο της και να αφήσει το βλέμμα του να περιπλανηθεί στα κτίρια που την περιβάλλουν. Τέσσερα κτίσματα, το κάθε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα μίας χρονικής περιόδου, δηλώνουν με την παρουσία τους το πέρασμα των ρωμαϊκών (Βιβλιοθήκη του Αδριανού), βυζαντινών (Ι.Ν. Κοίμησης της Θεοτόκου-Μοναστηράκι), οθωμανικών (Τζαμί Τζισταράκη) αλλά και νεότερων χρόνων (νεοκλασικό κτίριο σταθμού του ΗΣΑΠ/Μετρό). Χαρακτηριστικό της πλατείας είναι το πολύχρωμο λιθόστρωτο που καλύπτει, σαν χαλί, την επιφάνειά της και οι ροές οι οποίες σχηματίζονται και συμβολίζουν όλες τις διαφορετικότητες που ζουν στην Αθήνα.
Η πλατεία Μοναστηρακίου και η ευρύτερη συνοικία οφείλουν το όνομά τους στο υποκοριστικό-χαϊδευτικό που έλαβε το 1868 το «Μεγάλο Μοναστήρι της Παντάνασσας» (καταλάμβανε τη σημερινή πλατεία Μοναστηρακίου και έφτανε μέχρι την οδό Αγίας Ειρήνης), το οποίo γνώρισε πολύ μεγάλη άνθηση κατά την Τουρκοκρατία, αλλά με το πέρασμα των χρόνων παρήκμασε, έχασε την αίγλη και την τεράστια περιουσία του, και από «Μεγάλο Μοναστήρι» υποβαθμίστηκε ουσιαστικά και λεκτικά σε «Μοναστηράκι». Ο ενοριακός ναός που βρίσκεται σήμερα πάνω στην πλατεία, η «Κοίμησης της Θεοτόκου», το «Μοναστηράκι», ήταν το καθολικό (κεντρικός ναός) της μονής και το μόνο κτίσμα που απέμεινε απ’ αυτήν.
Η πλατεία είχε κατά καιρούς και άλλα ονόματα, όπως «Πλατεία της Παλιάς Στρατώνας», λόγω των ομώνυμων φυλακών που ήταν κοντά, ή «Πλατεία Αδριανού», λόγω της γειτνίασής της με τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού. Ήταν γνωστή και με την επωνυμία «Στις Καρότσες», μια και εκεί έκαναν πιάτσα οι περισσότεροι αμαξάδες της Αθήνας. Άλλη ονομασία, πιο… νόστιμη και γευστική, ήταν το «τζιερτζίδικα», όνομα που προέρχεται από το «τζιέρι» που στα τούρκικα σημαίνει συκώτι, σπλάχνα, μια και υπήρχαν εκεί πολλά ταβερνάκια που σέρβιραν τέτοιους μεζέδες, όπως του Τασούλα, στην οδό Άρεως 1. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας η περιοχή του Μοναστηρακίου αποτελούσε τη μικρογραφία μιας τυπικής οθωμανικής πόλης με την αγορά –η οποία ήταν ταυτόχρονα εμπορικό και διοικητικό κέντρο–, τα μαγαζιά, το σεράι του Βοεβόδα, τους χώρους προσευχής, το ιεροσπουδαστήριο (Μεντρεσές), τα λουτρά, τα καφενεία, τα χάνια και τα πανδοχεία, καθώς και κατοικίες της ανώτερης τάξης. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα ρωμαϊκά χρόνια μέχρι και τα χρόνια του Όθωνα, το εμπορικό αλλά και το πολιτικό κέντρο της Αθήνας ήταν σχεδόν πάντα κάτω από την Ακρόπολη και η ζωή της αγοράς συνδεόταν άρρηκτα με τη ζωή της πόλης.
Η αγορά της Τουρκοκρατίας ξεκινούσε από τους Αέρηδες και έφτανε μέχρι τον τοίχο της Βιβλιοθήκης του Αδριανούο (σημερινή οδός Άρεως) και τους γύρω από την πλατεία δρόμους, με την οδό Ηφαίστου. Εκτός από την εβδομαδιαία αγορά (Σταροπάζαρο) στην πύλη της Αρχέτιδος Αθηνάς (Πάνω και Κάτω Παζάρι), όπου τα προϊόντα απλώνονταν πάνω σε πάγκους στους δρόμους (όπως περίπου γίνεται στις σημερινές λαϊκές αγορές), υπήρχε και η μόνιμη, με τα εμπορεύματα μέσα σε μικρά μαγαζιά, με σκέπαστρο στην είσοδο. Η αγορά, ήταν ένα από τα πιο ζωντανά σημεία της πόλης και συγκέντρωνε καθημερινά «εκπροσώπους» και από τις 4 κοινωνικές τάξεις (άρχοντες, νοικοκυραίοι, παζαρίτες και ξωτάρηδες) της τότε πολυπολιτισμικής κοινωνίας της Αθήνας, πράγμα που συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση, στα χρόνια της οθωνικής εποχής.
Η τάξη των παζαριτών αποτελείτο από εμπόρους και βιοτέχνες οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε 8 μέχρι 12 ρουφέτια ή συνάφια, δηλαδή συντεχνίες. Τα επαγγέλματα ήταν κλειστά και το κάθε ένα είχε τους δικούς του κανονισμούς, συνθηματική γλώσσα, ορολογία αλλά και άγιο προστάτη. Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο της Λίζας Μιχελή «απ’ τις πιο σημαντικές συντεχνίες ήταν οι μεταξουργοί (καζάζηδες), οι βυρσοδέψες (ταμπάκηδες), οι οπλοποιοί (τουφεξήδες), οι σιδηρουργοί (ντεμερτζήδες), οι κατασκευαστές μαγγανιών (μαγγαναρέοι)».
Το άνοιγμα της πλατείας έγινε όταν η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους (1834), χαράχθηκαν οι οδοί Ερμού, Αθηνάς και Πανδρόσου, προεκτάθηκε από το Θησείο ο ατμήλατος σιδηρόδρομος Αθηνών-Πειραιώς και στις 17 Μαΐου του 1895 εγκαινιάστηκε το νεοκλασικό κτίριο του Σταθμού με το αρχικό όνομα «Μοναστήριον». Ο σταθμός έχει κατασκευαστεί επί της κοίτης του ποταμού Ηριδανού, τμήματα της οποίας είναι ορατά και πάνω από την πλατεία αλλά και από τον ειδικά διαμορφωμένο χώρο εντός του σταθμού. Όπως λέει το τραγούδι του Γιώργου Αλτή: «Κάτω στο Μοναστηράκι/και στις ράγες του μετρό/αν κατέβεις θα τον έβρεις/τον αρχαίο Ηριδανό. Κάτω στο Μοναστηράκι/και σε τούνελ σκοτεινό/έχουνε φυλακισμένο/τον αρχαίο ποταμό».
Δίπλα από τον σταθμό αρχίζει η οδός Ηφαίστου, όπου παλιά ήταν συγκεντρωμένα τα σιδεράδικα, και η περιοχή, η οποία έφτανε μέχρι την έξοδο της πόλης, στην Πόρτα του Μοριά ή Γυφτόπορτα, ήταν γνωστή ως τα «Γύφτικα». Όπως διαβάζουμε στο βιβλίο της Λ. Μιχελή, «τα Γύφτικα είχαν αρχικά δημιουργηθεί από Γύφτους που μετακινήθηκαν απ’ την Αίγυπτο στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα λίγο πριν την Τουρκοκρατία». Μετά την ανέγερση του σταθμού, η εμπορική οδός Ηφαίστου, η οποία άρχιζε από τον Άγιο Φίλιππο και έφτανε μέχρι την πλατεία της Μητρόπολης, διχοτομήθηκε. Το ανατολικό τμήμα αυτής ονομάστηκε «Πανδρόσου» (από την κόρη του Κέκροπα, Πάνδροσο) και το δυτικό παρέμεινε «Ηφαίστου».
Στην οδό Πανδρόσου δημιουργήθηκαν πολλά τσαρουχάδικα, που έδωσαν το όνομά τους σ' ένα τμήμα της περιοχής. Σήμερα, στην οδό Ηφαίστου ή στην οδό Πανδρόσου δεν υπάρχουν οι βιοτέχνες ή τα εργαστήρια των περασμένων ετών, παρά ελάχιστα, και στα περισσότερα μαγαζιά πωλούνται, κοσμήματα, σουβενίρ, είδη λαϊκής τέχνης, αντίγραφα μουσειακών εκθεμάτων, ρούχα, χειροποίητα σανδάλια, δερμάτινα είδη κ.ά. Από την οδό Ηφαίστου αρχίζει το «Fleat Market» και κάθετα σ' αυτήν υπάρχουν σοκάκια γεμάτα παλαιοπωλεία, παλαιοβιβλιοπωλεία ή δισκοπωλεία, παράδεισος για τους φανατικούς του είδους, οι οποίοι μπορούν να περάσουν ώρες ψάχνοντας μανιωδώς στις σκονισμένες κούτες ή τα ράφια για να ξετρυπώσουν πραγματικούς θησαυρούς – σπάνια βιβλία, περιοδικά, αφίσες, ή δίσκους βινυλίου.
Τη νότια πλευρά της πλατείας Μοναστηρακίου κοσμεί η τρίκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική της Κοίμησης της Θεοτόκου Μοναστηρακίου, η Παναγιά Παντάνασσα (η βασίλισσα των πάντων) ή Αθηνιώτισσα, το Μοναστηράκι, όπως συνηθίζεται να ονομάζεται, πρώην καθολικό του Μεγάλου Μοναστηριού. Ως προς τη χρονολογία ανέγερσης του ναού διίστανται οι απόψεις των ιστορικών και έτσι τοποθετείται μεταξύ 8ου και 11ου αιώνα μ.Χ. Συγκεκριμένες πληροφορίες για την ίδρυση και τη σύσταση της γυναικείας Μονής της Παντάνασσας δεν έχουν βρεθεί. Αλλά, σύμφωνα μ' έναν πατριαρχικό συγίλλιο του 1678, η Μονή υπήρχε στα χρόνια της Φραγκοκρατίας, ως «γυναικείον καταγώγιον», δηλαδή μονή γυναικών, ιδιοκτησίας ενός εύπορου Αθηναίου, του Νικολάου Μπονεφαντζή, ο οποίος τη δώρισε στη Μονή Καισαρινής και έγινε μετόχι αυτής.
Η μονή της Παντάνασσας, κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, γνώρισε μεγάλη οικονομική άνθηση. Είχε τεράστια ακίνητη περιουσία από οικόπεδα αλλά και μικρομάγαζα τριγύρω της τα οποία μίσθωνε σε εμπόρους και αυτά αποτελούσαν τον κυριότερο οικονομικό της πόρο. Επίσης, διέθετε πολλά υφαντήρια και αργαλειούς, και οι μοναχές αλλά κι οι άπορες και απροστάτευτες γυναίκες που φιλοξενούντο εκεί, διδάσκονταν την τέχνη του αργαλειού και προμήθευαν το Παζάρι με αμπάδες – χοντρά υφάσματα. Η Παντάνασσα ήταν μία από τις 24 εκκλησίες που σώθηκαν, σε σύνολο 129 που υπήρχαν στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, στα χρόνια που ακολούθησαν την απελευθέρωση. Μετά τις ανασκαφές του 1885 έχασε ένα μεγάλο μέρος από τα κτίσματά της και μετά την ανακαίνισή της το 1890 αλλά και το κτίσιμο του σιδηροδρομικού σταθμού το 1895, αλλοιώθηκε η αρχική της μορφή και ο χώρος γύρω από αυτήν. Στην Παντάνασσα υπηρέτησε μεταξύ 1881-1895 ο Άγιος Νεκτάριος και συχνά έψαλλαν εκεί οι «Άγιοι των γραμμάτων» Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Στον ναό διασώζονται πολλά κειμήλια, και παλιές εικόνες από εκκλησίες που κατεδαφίστηκαν μετά την Επανάσταση του 1821. Έχει αγιογραφηθεί από τον Σπυρίδωνα Χατζηγιαννόπουλο και στο τέμπλο έχει φορητές εικόνες του Φώτη Κόντογλου. Το ογκώδες καμπαναριό, που είχε προκαλέσει αντιδράσεις ως προς την αισθητική του, χτίστηκε το 1911 στη θέση του παλαιότερου που υπήρχε εκεί, κτίσεως του 1890.
Στο βόρειο μέρος της πλατείας βρίσκεται το Τζαμί του Τζισταράκη, γνωστό και ως Κουρσουνού Τζαμί (μολυβδοσκέπαστο) ή το τζαμί του «Κάτω Παζαριού» ή του «Κάτω Σιντριβανιού» (λόγω του μαρμάρινου σιντριβανιού που βρισκόταν μπροστά του), το οποίο κτίστηκε το 1759 από τον βοεβόδα Μουσταφά Αγά (Τζισταράκη) και είναι το μοναδικό επισκέψιμο τζαμί της Αθήνας. Λέγεται ότι το τζαμί συνδέεται με το γκρέμισμα, κατ’ εντολή του Τζισταράκη, της δέκατης έβδομης κολώνας του Ναού του Ολυμπίου Διός, προκειμένου να προμηθευτούν ασβέστη για το μαρμαροκονίαμα των τοίχων του τζαμιού. Στον βανδαλισμό της κολώνας αποδόθηκε, τόσο από τους Έλληνες όσο και από τους Τούρκους, η επιδημία της πανούκλας που έπληξε την Αθήνα εκείνη τη χρονιά, γιατί σύμφωνα με μια δοξασία που επικρατούσε, κάθε αρχαία κολώνα που πέφτει απελευθερώνει και μια συμφορά που είναι από κάτω της και αυτό φέρνει «θανατικά» στους κατοίκους της. Ο Τζισταράκης τιμωρήθηκε από τον Πασά του Ευρίπου, έχασε τον τίτλο του και διώχθηκε από την πόλη. Το τζαμί αυτό λειτουργούσε στον επάνω όροφο μίας τετράγωνης οικοδομής.
Στο ισόγειο υπήρχαν από τότε μαγαζάκια και το τέμενος ήταν στο πάνω επίπεδο του κτιρίου. Διέθετε μία μεγάλη αίθουσα προσευχής με το εντυπωσιακό μιχράμπ στην ανατολική της πλευρά, διακοσμημένο με υπέροχη ζωγραφική διακόσμηση και επιγραφές. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους το τζαμί άλλαξε πολλές χρήσεις και έγινε στρατώνας, φυλακή, αποθήκη, ακόμη και αίθουσα χορού προς τιμή του βασιλιά Όθωνα τον Μάρτιο του 1834. Αναστηλώθηκε το 1915 από τον αρχιτέκτονα και αρχαιολόγο Αν. Ορλάνδο και από το 1918 έως το 1973 ήταν η πρώτη στέγη του Μουσείου Ελληνικών Χειροτεχνημάτων. Το 1966 ο χώρος διαμορφώθηκε αναλόγως προκειμένου να προσευχηθεί εκεί ο έκπτωτος Σαουδάραβας Βασιλιάς Ιμπν Σαούντ. Σήμερα λειτουργεί ως παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης.
Δίπλα στο τζαμί του Τζισταράκη, στην οδό Άρεως, ο τοίχος της ρωμαϊκής Βιβλιοθήκης του Αδριανού, με την εντυπωσιακή κορινθιακή κιονοστοιχία, καθώς και τα σημαντικά ερείπια του χώρου, αποτελούν μία ένδειξη του λαμπρού ιστορικού παρελθόντος της Αθήνας και των μεγαλοπρεπών αρχιτεκτονημάτων της.
Η Βιβλιοθήκη ήταν ένα υπέροχο οικοδόμημα, ορθογώνιας κάτοψης, διαστάσεων 122 x 82 μ., με «εκατό κίονες φρυγίου λίθου, ορόφω τε επιχρύσω και αλαβάστρω λίθω», όπως την περιγράφει ο Παυσανίας και οργανώνεται γύρω από μία εσωτερική αυλή. Κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό γύρω στο 132 μ.Χ. και χρησίμευε σαν πνευματικό κέντρο της εποχής της. Στους χώρους της, εκτός από τα ιστορικά και φιλολογικά βιβλία, φυλάσσονταν κρατικά αρχεία, φιλοξενούντο φιλοσοφικές σχολές και γινόντουσαν διαλέξεις και μαθήματα. Η Βιβλιοθήκη καταστράφηκε από την επιδρομή των Ερούλων το 267 μ.Χ. και αμέσως μετά ενσωματώθηκε στο υστερορωμαϊκό τείχος, αποκτώντας φρουριακό χαρακτήρα. Ο προστατευόμενος χώρος της Βιβλιοθήκης, στα χρόνια του Μεσαίωνα αλλά και στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας που ακολούθησαν, αποτελούσε το διοικητικό, εμπορικό και πνευματικό κέντρο της Αθήνας, ένα από τα πιο νευραλγικά σημεία της πόλης.
Τον 5ο αιώνα μΧ. στο μέσον της αυλής της Βιβλιοθήκης, κτίστηκε από την Αθηναϊδα-Ευδοκία (σύζυγο του Θεοδοσίου Β΄) ένας μεγαλοπρεπής μαρμάρινος ναός, το Τετράκογχο (κτίριο με κεντρική τετράγωνη αίθουσα με κόγχες στις τέσσερις πλευρές της), αφιερωμένος στην Παναγία, που θεωρείτο η πρώτη χριστιανική Μητρόπολη της Αθήνας. Δυστυχώς, η εκκλησία είχε την ίδια τύχη με τη Βιβλιοθήκη και καταστράφηκε από τους Αβαροσλάβους γύρω στα 580 μ.Χ. Αρκετά χρόνια αργότερα (αρχές 7ου αιώνα), οι Αθηναίοι έκτισαν πάνω στα ερείπια μία μικρότερη τρίκλιτη βασιλική, τη Μεγάλη Παναγιά, αλλά κι αυτή καταστράφηκε από φωτιά τον 11ο αιώνα. Στις αρχές του 12ου αιώνα, μία τρίτη μονόκλιτη βασιλική, με μικρό τρούλο αθηναϊκού τύπου, κτίστηκε πάνω στα αποκαΐδια της Μεγάλης Παναγιάς. Όμως, οι ταλαιπωρίες της εκκλησίας αυτής, της αρχαιότερης της πόλης, δεν σταμάτησαν εκεί. Άρχιζε σιγά-σιγά να μοιάζει ότι βυθίζεται μπροστά από τα νεότερα κτίρια που την περιέβαλλαν και έτσι την ονόμασαν «βυθισμένη Παναγιά», μια και μετά την απελευθέρωση μόνο ο τρούλος και η βάση του ξεχώριζαν πάνω από την επιφάνεια της γης. Ο κύκλος ζωής της Μεγάλης Παναγιάς έκλεισε οριστικά με τη μεγάλη φωτιά που ξέσπασε στις 9 Αυγούστου του 1884 η οποία στο διάβα της αποτέφρωσε καταστήματα, κτίρια, μνημεία, που βρίσκονταν μέσα στον χώρο της Βιβλιοθήκης. Σήμερα, ο επισκέπτης της Βιβλιοθήκης μπορεί να διακρίνει ανάμεσα στα χαλάσματα του Τετράκογχου το υπέροχο ψηφιδωτό δάπεδο, καθώς και τους κίονες που διασώζονται.
Η Μεγάλη Παναγιά δεν ήταν η μόνη χριστιανική εκκλησία στον χώρο της Βιβλιοθήκης, μια και ήταν συνηθισμένο να κτίζουν ναούς πάνω ή δίπλα σε αρχαία μνημεία για να «εξαγνίσουν» τον χώρο από την «ειδωλολατρία». Και απόδειξη αυτού είναι ο μικρός βυζαντινός ναός, αφιερωμένος στους Ταξιάρχες, γνωστός ως «Ασώματοι στα Σκαλιά» ή «Στα Παλιά», κτισμένος το 1295 ακριβώς δίπλα στον εξωτερικό διατηρημένο δυτικό τοίχο της Βιβλιοθήκης. Ανήκε στην οικογένεια Χαλκοκονδύλη η οποία το επισκεύασε το 1577. Σήμερα το μόνο που έχει απομείνει είναι μερικά λείψανα τοιχογραφιών πάνω στον ρωμαϊκό τοίχο. Το εκκλησάκι αυτό, ένα από τα πιο γνωστά μνημεία της πόλης, αποτελούσε ένδειξη αναγνώρισης μεταξύ των Αθηναίων που είχαν ξενιτευτεί, μετά την ομαδική φυγή του 1688, κατά τη διάρκεια του βενετο-τουρκικού πολέμου. Κατά μήκος δε του τοίχου της Βιβλιοθήκης (σημερινή οδός Άρεως) ήταν το λαχανοπάζαρο, κάτω από πυκνές κληματαριές.
Ανατολικά της Βιβλιοθήκης, πάνω σ’ έναν πύργο, τοποθετήθηκε το 1814 ένα κρουστικό ρολόι, το οποίο δώρισε ο αρχαιοκάπηλος λόρδος Έλγιν στους Αθηναίους για να εξιλεωθεί, κατά κάποιο τρόπο, μετά την υφαρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα. Έφερε επιγραφή στα λατινικά που σήμαινε «Θωμάς, Κόμης του Έλγιν, στους Αθηναίους εδώρισε ωρολόγιον και οι Αθηναίοι πολίτες το έστησαν το 1814». Ο πύργος με τα 4 ρολόγια (ένα σε κάθε πλευρά) έγινε το σήμα κατατεθέν της αγοράς και σύμφωνα μ’ αυτό ρύθμιζαν οι Αθηναίοι τα ρολόγια τους. Γύρω του μαζεύονταν, συχνά, φτωχόπαιδα, αλήτες και άλλα χαμίνια της γειτονιάς, που δημιουργούσαν διάφορα προβλήματα στην περιοχή και έμειναν γνωστοί ως οι «μάγκες του ρολογιού». Αυτά τα παιδιά ήταν η αφορμή που ιδρύθηκε η «Σχολή Απόρων Παίδων του Παρνασσού», με σκοπό να τα βοηθήσει να μορφωθούν και να ενταχθούν αργότερα στην κοινωνία. Στα οθωνικά χρόνια, ο πύργος είχε μετατραπεί, προσωρινά, σε φυλακές. Οι δείκτες του ρολογιού σταμάτησαν την 9η Αυγούστου του 1884, με τη μεγάλη φωτιά της αγοράς και σήμερα μέρη του μηχανισμού του και η επιγραφή του βρίσκονται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο.
Στη ΝΔ πλευρά της Βιβλιοθήκης υπήρχε το παλάτι (σεράι) του Βοεβόδα της Αθήνας. Ήταν το ψηλότερο σπίτι της πόλης, ιδιοκτησίας της οικογένειας των Μπενιζέλων. Στου Όθωνα τα χρόνια... «το Μοναστηράκι/Βαυαροί χωροφυλάκοι/μες στην αντηλιά/χορεύουν μπρος στον βασιλιά/συρτάκι», μια και το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας - καζάρμα - των βαυαρικών στρατιωτικών μονάδων και εκεί οφείλεται το όνομα, «Παλιά Στρατώνα», των θρυλικών φυλακών, χωρητικότητας 800 κρατουμένων που λειτούργησαν εκεί. Οι φυλακές, αλλά και ένας διευθυντής της, ο Ιωάννης Καπετανάκης, είχαν γίνει στίχοι σε πολλά τραγούδια της εποχής καθώς και νούμερα σε επιθεωρήσεις. Το κτίριο κατεδαφίστηκε το 1932.
Κοντά στην πλατεία χαράχθηκαν οι πρώτοι δρόμοι της Αθήνας, η Αιολική οδός (Αιόλου) και η Ερμαϊκή οδός (Ερμού). Εκτός των άλλων, η πλατεία ήταν και συγκοινωνιακός κόμβος της πόλης, μια και αποτελούσε τη φυσική αφετηρία του δρόμου προς τον Πειραιά, διαδρομή που γινότανε από το τέλος του 1836 με το αλογοκίνητο «Παντοφορείο». Εκεί έκαναν πιάτσα οι περισσότεροι αμαξάδες της Αθήνας, ένα από τα πιο προσοδοφόρα επαγγέλματα της εποχής και ένας επαγγελματικός κλάδος που, λόγω των ξένων επισκεπτών με τους οποίους ερχόταν σε επαφή, επηρεάστηκε από νωρίς ενδυματολογικά από το δυτικό τρόπο ντυσίματος.
Τον 19ο αιώνα το Μοναστηράκι ήταν η πύλη εισόδου στην Αθήνα και εκεί κατέφθαναν οι επαρχιώτες που ερχόντουσαν για δουλειές ή και για εγκατάσταση και γι’ αυτό στην περιοχή υπήρχαν χάνια (π.χ. «Η Ελευσίς», χαμηλά στην οδό Ερμού), ταβερνάκια και καφενεία. Μία από τις πρώτες επιχειρήσεις εστίασης, η ταβέρνα των αδελφών Σιγάλα, ιδρύθηκε το 1879 ακριβώς πάνω στην πλατεία και για πολλά χρόνια υπήρξε κέντρο διανοούμενων. Από το 1980 ανήκει στον Σπύρο Μπαϊρακτάρη και εξακολουθεί να είναι το ίδιο δημοφιλής και πολυσύχναστη.
Η φωτιά του 1894 αποτέφρωσε τα περίπου 100 μαγαζιά του Παζαριού που βρισκόντουσαν εντός και εκτός του τετραγώνου της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, με αποτέλεσμα να κριθεί αναγκαίο να καθαριστεί ο χώρος από τα αποκαϊδια και να δοθεί, για ανασκαφές, στην Αρχαιολογική Εταιρεία, αλλάζοντας έτσι εντελώς η φυσιογνωμία της περιοχής. Το αγοραστικό κοινό της Αθήνας μετατοπίζεται προς άλλες συνοικίες και στο Μοναστηράκι αρχίζει να ανθίζει το εμπόριο μεταχειρισμένων ειδών (ρούχα, παπούτσια, αντικείμενα οικιακής χρήσης), μια και οι πελάτες της αγοράς ήταν χαμηλού οικονομικού εισοδήματος.
Σήμερα, στο Μοναστηράκι και στην ευρύτερη περιοχή, η ανατολίτικη επίδραση εξακολουθεί να είναι εμφανής καθώς και η αύρα της αθηναϊκής Αρχαίας Αγοράς. Η συνοικία, σε απόσταση αναπνοής από εμβληματικά αξιοθέατα της πόλης, δίπλα στην πανέμορφη Πλάκα και τον βράχο της Ακρόπολης να δεσπόζει πάνω απ' αυτήν προσφέροντας υπέροχη θέα από τα περισσότερα καφέ και εστιατόρια της περιοχής, διατηρεί τον πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα και είναι ένα ζωτικό και πολυσύχναστο σημείο της Αθήνας, πόλος έλξης για τους κατοίκους της και για τους τουρίστες.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιοχάλας Θανάσης, Καφετζάκη Τόνια. ΑΘΗΝΑ. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογετεχνία. Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 2012.
- Ενισλείδου Μ. Χρήστος π.Θ., Η ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ - ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ - Εκδοση τη ευγενεί φροντίδι του αιδεσιμωτ. Πρωτοπρεσβυτέρου ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤΕΦ. ΔΗΜΙΔΗ, Προϊσταμένου του ιερού Ναού Παντανάσσης Αθηνών, Αθήνα, 1966.
- Μιχελή Λίζα. Η ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΑΝΩΝΥΜΩΝ. Περιήγηση στα πλατώματα τους μαχαλάδες και τις γειτονιές της Παλιάς Αθήνας, Εκδόσεις ΔΡΩΜΕΝΑ, Αθήνα
- Μιχελή Λίζα. ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ. Απ'το Σταροπάζαρο στο Γιουσουρούμ. Εκδόση Εταιρείας Ελληνικού Λογοτεχνικού & Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα, 1984.
- Σκουμπουρδή Αρτεμις. ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ - ΠΛΑΚΑ. Οι γειτονιές των θεών. Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα, 2016.
ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Κεντρική φωτογραφία άρθρου: © Γιώργος Μητρόπουλος
- Facebook page Η ΑΘΗΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
- Facebook page Η μηχανή του χρόνου
- Παζάρι της Αθήνας. Από το site του Μουσείου Μπενάκη
- Πύργος με το ΡολόΙ του Ελγιν. Από το site Η μηχανή του χρόνου
- Πύργος με το Ρολόϊ του Ελγιν. Από το site του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.
Δειτε περισσοτερα
Ρωτήσαμε 10 προσωπικότητες από τους χώρους των τεχνών, των βιβλίων, της πολιτικής και της ακαδημαϊκής ζωής να μας μιλήσουν για τα τρία βιβλία που διάβασαν και αγάπησαν περισσότερο μέσα στο 2024. (Έχουμε κι ένα έξτρα. Κι είναι, φυσικά, ποίηση.)
Μόλις κυκλοφόρησε το λεύκωμά της με τον τίτλο «Ατελιέ καλλιτεχνών- χάος και έμπνευση»
Ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Χρήστος Μάστορας, το χαστούκι που του έδωσε, οι ταινίες, οι μύθοι του και πόσο σοκαριστικό είναι όταν απομυθοποιούνται
40+ νέα πρόσωπα που ξεχωρίσαμε τη φετινή χρονιά και πιστεύουμε ότι θα συζητηθούν το νέο έτος
Η λειτουργία του ονείρου μέσα από μια εντυπωσιακή εγκατάσταση