Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
12°
Η Ανδριανή και ο Άρης Τσέλεπος φτιάχνουν το κρασί των millennials
«Κατεβαίναμε στην Τεγέα για καλοκαίρι όταν είμασταν παιδιά με τον αδερφό μου, και αφήναμε το παιχνίδι στις αλάνες του χωριού, βάζαμε πρόχειρα ρούχα και τρέχαμε στον τρύγο. Κόβαμε σταφύλια, κάναμε διάλειμμα για φαγητό παρέα με τους εργάτες και ουσιαστικά αυτές είναι οι πρώτες μου αναμνήσεις από το οινοποιείο. Δεν είχα φανταστεί οτι θα ασχοληθώ με το κρασί επαγγελματικά και παρόλο που ήταν στην κουλτούρα της οικογένειας και το αγαπούσα ως αναπόσπαστο κομμάτι μου, αποφάσισα να σπουδάσω αυτό που ήθελα από μικρή, ΜΜΕ και να κάνω ένα μεταπτυχιακό στο μάρκετινγκ στην Αγγλία. Όταν επέστρεψα δοκίμασα για λίγο τη ζωή στο οινοποιείο και τότε ήταν που συνειδητοποίησα οτι οι άνθρωποι του κρασιού και το περιβάλλον γύρω του, που για μένα δεν έχει καθόλου ρουτίνα, ήταν αυτό που κατά βάθος πάντα ήθελα». Περιγράφει η 27χρονη Ανδριανή Τσέλεπου. Εδώ και τρία περίπου χρόνια έχει αναλάβει το κομμάτι της επικοινωνίας του οικογενειακού οινοποιείου Τσέλεπος μαζί με τον αδερφό της Άρη, σε θέση παραγωγού πλέον. Τους συνάντησα ένα πρωινό στους αμπελώνες της Μαντίνειας, εκεί που χτυπάει η καρδιά του πανέμορφου κτήματος, με τους πέτρινους μύλους μέσα στα αμπέλια, τα μεγάλα ξύλινα υπαίθρια τραπέζια και το καλό κρασί, που απολαμβάνεις μαζί με καλούς φίλους μια καλοκαιρινή Κυριακή.
Στο Κτήμα Τσέλεπου στις Ρίζες Αρκαδίας, πήγα χάρη σε μια εκδρομή που οργάνωσε η οινόφιλη ομάδα του Winetuned. Ως τότε ποτέ δεν είχα βρεθεί σε έναν αμπελώνα 450 στρεμμάτων στο νοτιανατολικό άκρο του οροπεδίου της Μαντινείας και σε υψόμετρο 750 μέτρων. Η εμβληματική προσωπικότητα του ελληνικού κρασιού Γιάννης Τσέλεπος μαζί με την σύζυγό του Αμαλία, το στήριγμά του από την αρχή του ταξιδιού του (και της οποίας το όνομα έδωσε στα αφρώδη Amalia Brut και Amalia Vintage), γοητευμένοι από το οικοσύστημα της Αρκαδίας και τους χωμάτινους λόφους στις παρυφές του Πάρνωνα, εδώ επέλεξαν να φυτέψουν αμπελώνες και να ιδρύσουν το Κτήμα Τσέλεπου το 1989. Μεγάλωσαν τα παιδιά τους ουσιαστικά μέσα στα αµπέλια, τους έμαθαν ν’ αγαπούν το κρασί και οτιδήποτε νόστιμο παράγει η φύση. Τώρα ο Άρης και η Ανδριανή βρίσκονται στην πιο παραγωγική τους ηλικία και εκπροσωπούν όχι μόνο το οινοποιείο ως η νέα γενιά, αλλά και την φρέσκια «φουρνιά» ελλήνων οινοποιών, που ταξίδεψαν σε οινοποιεία από την μια άκρη του κόσμου ως την άλλη, μελέτησαν πολύ και ετοιμάζονται να εφαρμόσουν τις ιδέες τους στο σύγχρονο εγχώριο οινικό γίγνεσθαι. Μια οικογένεια φιλόξενη, που σε κάνει να νιώθεις σαν να είσαι σπίτι σου. Αυτό είναι και το νόημα στην τελική, το κρασί να φέρνει κοντά τους ανθρώπους, να τους κάνει να ανοίγονται και να λένε τις ιστορίες τους.
Ήταν η διπλωματική στο Πολυτεχνείο στο τμήμα Χημικών Μηχανικών, που έδειξε στον Άρη το επιστημονικό υπόβαθρο του κρασιού και τον οδήγησε στη Καλιφόρνια να σπουδάσει αμπελουργία. Έμεινε για τρία χρόνια κάνοντας τρύγους στην Napa Valley και μετά δούλεψε σε οινοποιείο στην Νέα Ζηλανδία, ώσπου γύρισε με τη σειρά του στην Ελλάδα για να παράγει κρασιά στη Μαντινεία, στη Νεμέα και στη Σαντορίνη.
«Πολλοί πιστεύουν για τα κρασιά των ΗΠΑ, οτι επειδή είναι Αμερικάνοι δεν έχουν το πάθος που έχουν οι Ευρωπαίοι. Αυτό όχι απλώς δεν ισχύει, αλλά εγώ που το έζησα για λίγο εκεί είδα οτι όσοι ασχολούνται το κάνουν επειδή τους ενδιαφέρει η αυθεντική ενασχόληση με το αμπέλι και την φύση και όχι τα χρήματα σε πρώτη φάση. Γι' αυτό και κάνουν εξαιρετική δουλειά. Έτσι σε κάποια θέματα εξοπλισμού είναι ενδεχομένως πιο μπροστά και σίγουρα πιο αυστηροί στα πρωτόκολλα ασφάλειας και υγιεινής σε σχέση με την Ελλάδα. Ο τρύγος πάντως σε κάθε ήπειρο είναι η πιο ζόρικη περίοδος, με ανύπαρκτο σχεδόν ωράριο και συνεχόμενες μέρες δουλειάς απ' τις 7 το πρωί ως τις 2 το βράδυ. Δεν έχεις χρόνο να δεις κόσμο πέρα από όσους συμμετέχουν σε αυτό, οι οποίοι γίνονται οικογένειά σου για όσο διαρκεί. Την εξουθένωση και την γκρίνια διαδέχεται μια πρωτόγνωρη ευχαρίστηση που τελείωσε ο τρύγος αλλά μετά από έναν μήνα για κάποιο λόγο σου λείπει...»
Η επιστροφή στην ελληνική πραγματικότητα μου εξηγούν τα δύο αδέρφια, συνοδεύτηκε με την κοινή συνειδητοποίηση πως παρά τις προσπάθειες για την ανάδειξη του ελληνικού αμπελώνα διεθνώς, η Πελοπόννησος κινείται με σχετικά αργούς ρυθμούς ως προς το οινοτουριστικό κομμάτι.
Η μεγάλη παγκόσμια τάση θέλει τους foodies και τους gastrotravelers να διασχίζουν ηπείρους προκειμένου να γευτούν μια τοπική ποικιλία κρασιού παρέα με παραδοσιακό τυρί του τόπου και χειροποίητο ψωμί. Στις επιλογές τους στην ελληνική χάρτα, η Νεμέα και η Μαντίνεια έχουν τα φόντα για μια θέση ψηλά. Αυτό που χρειάζεται, πέρα από τα καλά οινοποιεία είναι η περιοχή στο σύνολό της, να πληρεί υποδομές που ευνοούν τον οινοτουρισμό και διευκολύνουν τον τουρίστα να συνδέσει τη χώρα με το καλό μεσογειακό κρασί, εκτός από την ρετσίνα και το ούζο.
«Η οικογένειά μας και οι φίλοι μας είναι «κρασάδες», οπότε ταξιδεύαμε ανέκαθεν πολύ και βλέπαμε πως έχει διαμορφωθεί το κομμάτι του οινοτουρισμού αλλά και του γαστροτουρισμού σε διάφορα μέρη του κόσμου. Πριν μια επταετία πήγαμε με τον Άρη στο Μπορντό και τότε ήταν που γεννήθηκε στο μυαλό μου το δικό μου όραμα για τον τόπο μας. Παρατήρησα τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι εκεί έχουν χτίσει με ιδιαίτερη οργάνωση ένα κόνσπετ που συνδυάζει το κρασί με τον πολιτισμό, την γαστρονομία, την φιλοξενία και την αλληλεπίδραση των επισκεπτών. Επιστρέφοντας όμως στην Μαντίνεια συνειδητοποίησα οτι παρόλο που οι Βορειοελλαδίτες έχουν κάνει κινήσεις πάνω σε αυτόν το δρόμο, εμείς στην Πελοπόννησο ήμασταν πίσω. Ακόμα κι αν ο παραγωγός έχει μια εξελιγμένη μονάδα, είναι πολύ δύσκολο να βρεις στην περιοχή το κατάλληλο δίκτυο συνεργατών, με την ίδια φιλοσοφία για την φιλοξενία και τον τουρισμό και όχι ανθρώπους που βλέπουν αυτές τις δράσεις ως ένα επιφανειακό μέσο για να πάρουν τα λεφτά του τουρίστα. Αρκετοί αδυνατούσαν να αποδεχτούν οτι μια τέτοια δράση θα δώσει κέρδος μακροπρόθεσμα, καθώς θα χτίζεται λίγο-λίγο και σταθερά. Έπειτα στην περιοχή δεν έχουν αξιοποιηθεί στο έπακρο οι δραστηριότητες στην φύση που θα μπορούσαν να γεμίσουν την μέρα του οινοτουρίστα, όπως το πιο απλό, οι πεζοπορίες στα γύρω βουνά και οι επισκέψεις στα ποτάμια. Πρέπει να γίνουν λοιπόν βήματα ακόμα αλλά είμαι αισιόδοξη οτι οι νέοι άνθρωποι που ασχολούνται με το κομμάτι αυτό θα βοηθήσουν την κατάσταση, επειδή παίρνουν σχετικά ερεθίσματα από τα social media», μου εξηγεί η Ανδριανή.
Ο Άρης προσθέτει πάνω σε αυτό -όχι απλά ως οινοποιός αλλά και ως μέλος της Ένωσης Οινοπαραγωγών του Αμπελώνα της Πελοποννήσου- οτι οι οινοποιοί είναι ένας από τους κλάδους στην Ελλάδα που έχουν αρκετά καλή σχέση μεταξύ τους και με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να χτίσει η χώρα ένα οινικό brand name τα τελευταία 10 με 20 χρόνια. «Το ελληνικό κρασί έχει την δική του θέση στο εξωτερικό, χάρη στην κοινή προσπάθεια των παραγωγών. Ωστόσο, ενώ στα περισσότερα καλά εστιατόρια του εξωτερικού υπάρχει τουλάχιστον ένα καλό ελληνικό κρασί, στα πιο casual απουσιάζει. Το ίδιο συμβαίνει και στα ράφια αρκετών ξένων σούπερ μάρκετ. Το ελληνικό κρασί έχει εξαιρετική ποιότητα, ο μόνος λόγος που δυσκολεύεται να γίνει παγκόσμια τάση είναι η μικρή ποσότητα που βγάζει η χώρα μας. Άλλωστε όταν οι ποσότητες κρασιού είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένες, ακόμα πιο μικρές είναι και οι ποσότητες του καλού κρασιού. Στους ξένους πάντως η Σαντορίνη και το Ασύρτικο είναι από τα αναγνωρίσιμα κρασιά. Έχει φυτευτεί σε τουλάχιστον δύο ακόμα ηπείρους- Αμερική και Αυστραλία- και στους ψαγμένους κύκλους των οινόφιλων θεωρείται το next big thing.»
Ο ίδιος υιοθετεί τις αρχές του πατέρα του, ότι «τα καλά κρασιά φτιάχνονται στο οινοποιείο και τα μεγάλα κρασιά φτιάχνονται στ’ αμπέλι». Ο μεγάλος Γιάννης Τσέλεπος του έδειξε την γοητεία, τις προκλήσεις και τις δυσκολίες του κρασιού με τρόπο ώστε να μην φανεί ποτέ επιβλητικός και να μην τον τρομάξει το μερίδιο ευθύνης. Και βέβαια του πέρασε το ήθος αλλά και την φιλοσοφία του για το Μοσχοφίλερο και την ανάδειξη των διαστάσεών του σε όλη την Ελλάδα. Ο Άρης βέβαια δεν μπορεί να αντισταθεί σε ένα ποτήρι Κοκκινόμυλο ή Αυλοτόπι μαζί με ένα καλομαγειρεμένο μοσχαρίσιο φιλέτο.
Για να θεωρηθεί τώρα ένα κρασί καλό παίζουν ρόλο πολλά, από την ψυχολογία μέχρι την προσωπική γευστική παλέτα του καθενός, φυσικά και το κατά πόσο πέτυχε το ταίριασμα με το φαγητό.
«Για εμένα ουσία έχει να βγω μια μέρα με την παρέα μου και να απολαύσουμε το κρασί χωρίς πολλή σκέψη», μου λέει η Ανδριανή, για να συνεχίσει: «Να πίνεται εύκολα, να είναι παρείστικο, να μας κάνει να περνάμε καλά χωρίς να είναι απαραίτητα ακριβό. Βλέποντας από τις παρέες μου, οι νέοι εκδηλώνουν μια αδυναμία τελευταία στα ροζέ κρασιά, που είναι πιο ανάλαφρα και πίνονται εύκολα, χωρίς φαγητό, όλες τις ώρες της ημέρας. Σε ένα καλοκαιρινό τραπέζι με θαλασσινά και μικρά ψαράκια με λεμόνι, θα προσέξουν τώρα πια το λευκό παγωμένο κρασί που θα παραγγείλουν. Οι ίδιοι κάποτε μπορεί να επέλεγαν χύμα κρασί, πλέον θα αφιερώσουν λίγη σκέψη παραπάνω με τι θα συνοδεύσουν το γεύμα τους. Για εμένα και τον αδερφό μου, το να λέμε τα νέα μας στο σπίτι ανοίγοντας ταυτόχρονα ένα μπουκάλι κρασί είναι στα αυτονόητα (φυσικά και επειδή θέλουμε συνέχεια να δοκιμάζουμε τα κρασιά που κυκλοφορούν), αλλά το προσεγμένο εμφιαλωμένο κρασί μπαίνει σιγά σιγά στον τρόπο ζωής όλων των νέων, ανεξαρτήτως οινικού background.»
Η άνοδος στα φυσικά κρασιά, αυτά δηλαδή που έχουν υποστεί ελάχιστες κατά το δυνατόν παρεμβάσεις, έδωσε την έμπνευση στα αδέρφια Τσέλεπος για την δημιουργία ενός boutique, βιοκλιματικού οινοποιείου στην περιοχή της Νεμέας, που θα επικεντρωθεί στην μικρή παραγωγή από premium φιάλες, με προσοχή στην οινοποίηση, όπως μαθαίνω από τον Άρη. Το όραμα "απαιτεί" μέσα στα επόμενα 5 χρόνια να αναπαλαιώσουν μια κάναβα στην Σαντορίνη κι έτσι να γίνει ένας δρόμος του κρασιού «Μαντινεία-Νεμέα-Σαντορίνη» στο πλαίσιο ενός οινοτουριστικού project. Προς το παρόν, θα τους βρεις να πηγαινοέρχονται μεταξύ Αττικής και Αρκαδίας καθώς τις μισές μέρες της εβδομάδας μένουν στο οινοποιείο για τις ανάγκες της παραγωγής και για να ξεναγούν τους επισκέπτες στο κτήμα.
*Φωτογραφίες: Aνέστης Παπακωνσταντίνου
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος