Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
17°
Οι κυβερνήσεις των ηττημένων
Στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα, 1967 - 1974: Το πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας από το 1874 - Πώς φτάσαμε στο στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
Όταν στις 29 Ιουνίου του 1874 η εφημερίδα «Καιροί» δημοσίευε το άρθρο του Χαρίλαου Τρικούπη με τίτλο «Τις πταίει», η ελληνική πολιτική ιστορία απέκτησε ένα από τα πλέον ακλόνητα σημεία αναφοράς για τη σταδιακή της μετάβαση στην εποχή ισχύος της «Αρχής της Δεδηλωμένης». Σημειωτέον, ο Τρικούπης προφυλακίστηκε για ένα 24ωρο εξ αιτίας εκείνου του άρθρου, καθότι κατήγγειλε τον Βασιλέα Γεώργιο τον Α΄ ότι παρέκαμπτε συστηματικά το Κοινοβούλιο και διόριζε υπουργούς και κυβερνήτες της αρεσκείας του.
Επρόκειτο για τη λεγόμενη «θεωρία του κηπουρού», μιας και μέχρι τότε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, ο Βασιλιάς είχε τη δυνατότητα να διορίζει όποιον θέλει ακόμα και στον πρωθυπουργικό θώκο, παρακάμπτοντας εντελώς τη λαϊκή ετυμηγορία και συνεπώς την εθνική αντιπροσωπεία.
Εκείνο το «Τις πταίει» υπέκρυπτε μεν την αγωνία και την ανησυχία του Τρικούπη για την κοινωνική και οικονομική κρίση, αποτέλεσε όμως και το έναυσμα για μια ατέρμονη συζήτηση περί κουλτούρας αυτοδυναμίας, ψήφου ανοχής, κυβερνήσεων συνεργασίας συγγενών ή μη ιδεολογικών σχηματισμών, θεσμικών εκπτώσεων και διαρκούς μάχης επιβολής προσωπικού και μη μεγαλοϊδεατισμού.
Κι αν στην Ευρώπη το φαινόμενο του μειοψηφικού κοινοβουλευτισμού άνθισε λόγω των συναινέσεων, στην Ελλάδα τέτοια φαινόμενα ευδοκίμησαν μονάχα κατά τις περιόδους τεχνικών ή μη κρίσεων και ιστορικών επιταγών ανάγκης για «εθνική ενότητα». Και η ιστορία επαναλαμβανόμενη διδάσκει ότι τις περισσότερες φορές αντί για καθαρές λύσεις εθνικής ενότητας, προέκυπτε ένα αέναο παιχνίδι εξουσίας.
Η πρώτη Κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου
Μετά το «Κίνημα στο Γουδί» και την κατάρρευση του δικομματισμού, το 1910, ο 46χρονος Ελευθέριος Βενιζέλος «εισβάλλει» στην πολιτική σκηνή του τόπου. Επιστρέφοντας από την Ελβετία, πραγματοποιεί μια ιστορική ομιλία στην πλατεία Συντάγματος στις 5 Σεπτεμβρίου εμμένοντας στην άποψή του περί αναγκαιότητας Αναθεώρησης του Συντάγματος. Μια εβδομάδα αργότερα παραιτείται η κυβέρνηση Δραγούμη και ο Βασιλιάς αναθέτει στον Βενιζέλο το σχηματισμό κυβέρνησης, την πρώτη επί της ουσίας Κυβέρνηση της Ελλάδας που έλαβε ψήφο ανοχής και όχι εμπιστοσύνης.
Ενοχλημένος ο Βενιζέλος, ζήτησε άμεσα να διαλυθεί η Βουλή και να προκηρυχθούν νέες εκλογές προκειμένου να συγκληθεί η Β’ Αναθεωρητική Βουλή, παραμένοντας ουσιαστικά στην εξουσία για μια εβδομάδα. Οι εκλογές διενεργούνται στα τέλη Νοεμβρίου του 1910 και ο Βενιζέλος, εκμεταλλευόμενος και την αποχή των παραδοσιακών κομμάτων πλην Ζαΐμη, κερδίζει τις 260 σε σύνολο 362 εδρών. Η νίκη του ήταν συντριπτική.
Στις 8 Ιανουαρίου του 1911 συνέρχεται η νέα Αναθεωρητική Βουλή και σε χρόνο ρεκόρ ολοκληρώνει το έργο της αναθεώρησης, ψηφίζοντας ορισμένες πολύ αξιόλογες διατάξεις για την προοδευτική εξέλιξη της χώρας. Την 1η Ιουνίου του 1911 το νέο Σύνταγμα τίθεται σε ισχύ και ο λαός στις επόμενες εκλογές επιβραβεύει το ανορθωτικό θεσμικό έργο του Ελευθέριου Βενιζέλου, αναδεικνύοντας το «Κόμμα Φιλελευθέρων» ως νέα μεγάλη δύναμη στην πολιτική ζωή του τόπου.
Ο Βενιζέλος είχε κατορθώσει να εξαφανίσει τον παλαιό δικομματισμό, συνθέτοντας τρόπον τινά την πολιτική ιδεολογία του Τρικούπη με στελέχη προερχόμενα από το Δηλιγιάννη. Οι εκλογές του 1912 σήμαναν την οριστική αποκοπή από τις πεπαλαιωμένες συντηρητικές δυνάμεις του προηγούμενου αιώνα που εκπροσωπούσαν το φανατισμό, τη φαυλοκρατία και το τεχνητό μίσος.
Αυτά τα φαινόμενα δεν άργησαν να επανεμφανιστούν στην πολιτική ζωή της χώρας, μιας και το 1926 υπήρχαν οι «βενιζελικοί και οι αντιβενιζελικοί», γεγονός που οδήγησε στην κυβέρνηση συνεργασίας Ζαΐμη, η οποία παρέμεινε στην εξουσία κάτι λιγότερο από ενάμιση χρόνο. Πολύ λιγότερο παρέμεινε στην εξουσία η επίσης «αντιβενιζελική» κυβέρνηση Συνασπισμού του Τσαλδάρη το 1932, ενώ η κυβέρνηση Δεμερτζή του ’35 ακόμα λιγότερο, μιας και μετά το θάνατό του ανέλαβε ο Αντιπρόεδρός του Ιωάννης Μεταξάς, επιβάλλοντας τη δικτατορία του Αυγούστου του 1936.
Εξαιρουμένων των βραχύβιων μεταπολεμικών κυβερνήσεων (το ’44 και το ’46) που ήταν ούτως ή άλλως απελευθερωτικού χαρακτήρα και «ειδικού σκοπού», η ίδια η ιστορία απέδειξε ότι η χώρα ήταν αδύνατον να ομονοήσει και να πορευθεί σύσσωμη προς μια κατεύθυνση. Όλα εκείνα τα στοιχεία που εμφανίστηκαν στις αρχές του αιώνα και κορυφώθηκαν με την εκλογική αναμέτρηση του 1910, φάνηκε τελικά ότι εμπεριέχονται στο dna μας.
Το τοπίο στη μετεμφυλιακή Ελλάδα
Μετά τις πολεμικές καταστροφές, κύρια προτεραιότητα της χώρας έγινε η παραγωγική ανασυγκρότηση, η αναπτυξιακή οικονομική πολιτική και η κατά το εφικτό αποστρατικοποίηση. Η Ελλάδα είχε απόλυτη ανάγκη από υποδομές, ομαλό εφοδιασμό και πέρασμα στην εκβιομηχάνιση. Αυτό προσπάθησε και η κυβέρνηση συνασπισμού του Σοφοκλή Βενιζέλου το 1950 και η κυβέρνηση (επίσης συνασπισμού) Πλαστήρα που τη διαδέχτηκε το 1951, μέχρι τη συντριπτική νίκη του Συναγερμού στις Εθνικές Εκλογές.
Η Ελλάδα είχε πάψει να διαθέτει ισχυρή αστική τάξη, είχε μετατραπεί αναγκαστικά σε ένα δημοσιοκεντρικό κράτος και εκεί ακριβώς επικεντρώθηκε και η τρόπον τινά παλινόρθωση. Δημόσια έργα, οδικό δίκτυο, γέφυρες, κτίρια, εξηλεκτρισμός, η χώρα έμοιαζε με εργοτάξιο. Η δραχμή βαθμηδόν ισχυροποιήθηκε, ο πληθωρισμός κρατήθηκε χαμηλά, η βιομηχανική παραγωγή σημείωνε ρεκόρ ανάπτυξης. Ταυτόχρονα ωστόσο δέσποζε στην κοινωνία μια πολύ έντονη αντιπαράθεση εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα, κατάλοιπο ασφαλώς του πολύ πρόσφατου και οδυνηρού πολέμου.
Είναι άγνωστο τι θα συνέβαινε στη χώρα δίχως την αμερικανική βοήθεια και το σχέδιο Μάρσαλ, τα οποία απέφεραν περισσότερα από 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας την Ελλάδα των Βαλκανίων μια υπολογίσιμη δυτική οικονομία, ειδικά συνυπολογίζοντας την ευαίσθητη γεωγραφική της θέση. Μόνο για το διάστημα 1950-51, οι δαπάνες για να ξανασταθεί η χώρα στα πόδια της άγγιξαν τα 2μισι δισ. δραχμές. Η σταδιακή αποχώρηση των Αμερικανών από τη χρηματοδότηση οδήγησαν στην πρόσκαιρη ύφεση του ’53 και έγιναν ορατά τα πραγματικά ζητήματα της ελληνικής κοινωνίας. Η υπόθεση Μπελογιάννη έχει συγκλονίσει τον τόπο, το κλίμα στην κοινωνία παραμένει διχαστικό, στα όρια του μίσους.
Στον κοινωνικοπολιτικό στίβο, μόλις το 1952 με τον περίφημο νόμο 2159 δόθηκε το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι στις γυναίκες και στις αναπληρωματικές εκλογές του Ιανουαρίου του 1953, η δικηγόρος με καταγωγή από το Βόλο, Ελένη Σκούρα του Ελληνικού Συναγερμού (Αλέξανδρος Παπάγος) γίνεται η πρώτη Ελληνίδα βουλευτής. Ταυτόχρονα, η ΕΠΕΚ του Πλαστήρα φυλλορροούσε και το παραδοσιακό Κέντρο οδηγούνταν με μαθηματική ακρίβεια στην εξαφάνιση, αφού το απορροφούσαν μαζικά ο Συναγερμός και η ΕΔΑ.
Ο επικεφαλής των Φιλελευθέρων, Σοφοκλής Βενιζέλος, καλεί τον Απρίλιο του ’53 τον Γεώργιο Παπανδρέου και επί της ουσίας τον χρίζει «συναρχηγό». Κύριο μέλημα του κέντρου ήταν να αποτραπεί η πόλωση «κομμουνιστών και δεξιάς» και να αποκτήσει η χώρα μια δυνατή εναλλακτική. Ο νέος εκλογικός νόμος του Μαρτίου του ’54 βρίσκει το Γεώργιο Παπανδρέου μόνο αρχηγό των «Φιλελευθέρων», ενώ την ΕΠΕΚ έχει αναλάβει ο Παπαπολίτης και ο θάνατος του Στάλιν (4 Μαρτίου του 1953) έχει επιτρέψει στην ΕΔΑ να γίνει πολύ πιο ευέλικτη πολιτικά και να επιδιώξει συνεργασίες.
Το ΚΚΕ αποδέχεται την πρόταση του Δημοκρατικού Κόμματος Εργαζόμενου Λαού (ΔΚΕΛ), ίσως της πρώτης καθαρής σοσιαλδημοκρατικής έκφρασης στην Ελλάδα, υπό τον Γεώργιο Καρτάλη και επιτυγχάνεται η περίφημη «συνεργασία των έξι σημείων». Στις δημοτικές εκλογές του ’54 γίνεται αντιληπτό πως ο πολιτικός χάρτης επρόκειτο να αλλάξει ριζικά στην Ελλάδα.
Το «κεντροαριστερό» μέτωπο κερδίζει τους οκτώ από τους έντεκα μεγαλύτερους δήμους στη χώρα. Στην Αθήνα ο φιλελεύθερος Παυσανίας Κατσώτας, στον Πειραιά ο συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ Δημήτριος Σαπουνάκης και στη Θεσσαλονίκη ο Μηνάς Πατρίκιος του ΔΚΕΛ. Οι επιτυχίες της ΕΔΑ εντείνουν τα μέτρα κατά των κομμουνιστών, παρά το γεγονός ότι ο Παπάγος προσπαθεί να μετριάσει τις εντυπώσεις. Ο Παπανδρέου μοιάζει άτολμος, αδύναμος να αποφασίσει εάν και σε ποιον θα προσχωρήσει και ο Σοφοκλής Βενιζέλος επιστρέφει άρον άρον στο προσκήνιο.
Τον Απρίλιο του 1955 ιδρύεται η «Φιλελεύθερη Δημοκρατική Ένωσις», στην οποία προσχωρούν άμεσα 24 Βουλευτές και οι συσχετισμοί στη Βουλή αλλάζουν άρδην. Το νεοσύστατο κόμμα γίνεται Αξιωματική Αντιπολίτευση και φαντάζει έτοιμο να εκμεταλλευτεί τις εσωτερικές έριδες στον Συναγερμό. Η διαφωνία Παπάγου-Μαρκεζίνη, η ήττα στις δημοτικές εκλογές και ο ελλοχεύων κίνδυνος στο Κυπριακό, οδηγούν σε αλυσιδωτούς κλυδωνισμούς.
Ο «αναμορφωτής της οικονομίας» Μαρκεζίνης παραιτείται, τον ακολουθούν ο Παυσανίας Λυκουρέζος, ο Παναγιώτης Σιφναίος, ο Θάνος Καψάλης, ο Βασίλειος Παπαγιάννης, όλοι τους πολιτικοί φίλοι του Μαρκεζίνη. Μόλις μια διετία μετά τον εκλογικό θρίαμβο, ο Συναγερμός περνάει την ισχυρότερη κρίση από ιδρύσεώς του. Τα προβλήματα υγείας του Παπάγου οδηγούν στην επιλογή δύο Αντιπροέδρων (Κανελλόπουλος και Στεφανόπουλος), κίνηση που μαρτυρά και προτίμηση στη διαδοχή του Στρατάρχη.
Τω μεταξύ, ο Μαρκεζίνης ιδρύει το Φεβρουάριο του ’55 το Κόμμα των Προοδευτικών και τον Μάρτιο ο Παπάγος αποχωρεί για την Ελβετία λόγω βαριάς επιδείνωσης της υγείας του. Όταν επέστρεψε και μέχρι το θάνατό του τον Οκτώβριο, η Ελλάδα ουσιαστικά ήταν ακέφαλη σε μια από τις κρισιμότερες καμπές του Κυπριακού. Τα Σεπτεμβριανά του ’55, η καταστροφή του Ελληνισμού της Πόλης με το πογκρόμ και η επερχόμενη βαθύτατη κρίση, έθεσαν το παλάτι ενώπιον της κρίσιμης επιλογής για το μέλλον της χώρας.
Η ίδρυση της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης και το περίφημο «Τριφασικό»
Για την επόμενη μέρα επελέγη ένας νέος και επιτυχημένος Υπουργός του Συναγερμού, ο Υπουργός Δημοσίων Έργων Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο πολιτικός που κρίθηκε ικανός να διαδεχθεί τον Παπάγο και να ανασυγκροτήσει το συντηρητικό χώρο, έχοντας την αποστολή να αναλάβει το βαρύτατο κόστος μιας συμβιβαστικής λύσης στο Κυπριακό. Παρότι ο Παπάγος πριν πεθάνει υποδεικνύει ως διάδοχο τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησής του και Υπουργό Εξωτερικών, Στέφανο Στεφανόπουλο, η κυβέρνηση παραιτείται και τα Ανάκτορα «δείχνουν» Καραμανλή.
Υπό βαρύτατο κλίμα και την Αντιπολίτευση να εκτοξεύει κατηγορίες περί συνταγματικής και κοινοβουλευτικής εκτροπής, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής σχηματίζει την πρώτη του κυβέρνηση αναλαμβάνοντας σημειολογικά το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης, δίδοντας το Υπουργείο Εξωτερικών στον Σπύρο Θεοτόκη. Μια εβδομάδα μετά τον θάνατο του Παπάγου και παρά τις αρχικές αντιρρήσεις, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του Συναγερμού παρέχει στον Καραμανλή την πολυπόθητη ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή.
Είναι μια από τις κρισιμότερες καμπές στην ιστορία της χώρας, με το πολιτικό σκηνικό ασταθές, το κλίμα δυσμενές και τα Σεπτεμβριανά να έχουν πληγώσει βαθύτατα τον ελληνισμό. Ο Καραμανλής αποφασίζει να πορευτεί υπηρετώντας το δικό του όραμα, στα τέλη του 1956 οι πολιτικοί κρατούμενοι είχαν περιοριστεί στους 3μισι χιλιάδες και η Αριστερά τηρούσε στάση αναμονής. Νωρίτερα, είχε ψηφιστεί ο νέος εκλογικός νόμος και είχε ιδρυθεί η Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις, η γνωστή μας ως ΕΡΕ.
Με τις ευλογίες του παλατιού και των Αμερικανών ξεκίνησε η προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας νέας πολιτικής τάξης πραγμάτων, αποκομμένης πλήρως από την Ελλάδα του προπολεμικού Διχασμού, αλλά πλήρως εξαρτώμενης από τις μετεμφυλιακές παθήσεις της. Στην ΕΡΕ προσχώρησαν αρκετά στελέχη από το Κόμμα Φιλελευθέρων, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Γρηγόριος Κασιμάτης, αλλά ο προσανατολισμός του νέου φορέα παρέμεινε στα στενά όρια του συντηρητισμού.
Οι εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου του 1956 είναι ιστορικής σημασίας, αφού είναι οι πρώτες κατά τις οποίες ψηφίζουν και οι γυναίκες. Απέναντι στον νέο, φιλόδοξο και χαρισματικό Καραμανλή, τέθηκε ένας ετερόκλητος πολιτικός συνασπισμός που περιελάμβανε όλο το Κέντρο και ακουμπούσε μέχρι την ΕΔΑ. Βενιζέλος, Τσαλδάρης, Παπαπολίτης, Παπανδρέου, Μπαλτατζής, Καρτάλης, Σβώλος, συνασπίστηκαν ως «Δημοκρατική Ένωσις» για να αντιμετωπίσουν εκτός από το συντηρητικό μέτωπο, ένα από τα πιο περίεργα εκλογικά συστήματα στη σύγχρονη πολιτική ιστορία.
Το λεγόμενο «τριφασικό» σύστημα ήταν πλειοψηφικό με περιορισμένη εκπροσώπηση της μειοψηφίας και τρεις διαφορετικές μεθόδους εκλογής των βουλευτών με υψηλότατα όρια για είσοδο στη Βουλή. Οι Περιφέρειες και οι έδρες υπολογίστηκαν βάσει της απογραφής του 1940, δόθηκαν ιδιαίτερες διευκολύνσεις σε στρατιωτικούς και δημοσίους υπαλλήλους και ίσχυσε διαφορετικό σύστημα ανά Περιφέρεια. Πλειοψηφικό στις Περιφέρειες που εξέλεγαν έως τρεις έδρες, πλειοψηφικό αλλά με περιορισμένη κλιμακούμενη εκπροσώπηση στις Περιφέρειες έως δέκα έδρες, αναλογικό στις μεγάλες Περιφέρειες με πριμοδότηση των δυο πρώτων κομμάτων. Για να αναχαιτιστεί η ΕΔΑ και ενδεχόμενοι συνασπισμοί που θα εμπόδιζαν την εκλογή της ΕΡΕ, ετέθησαν σκόπιμα κατώτατα όρια στα ποσοστά ανά περιφέρεια: 15% για τα κόμματα και 25% για τους συνασπισμούς κομμάτων.
Αναμφίβολα, πρόκειται για μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες εκλογικές αναμετρήσεις στην πολιτική ιστορία του τόπου και σίγουρα για την πρώτη φορά που η πόλωση χτύπησε κόκκινα στο κοινωνικό θερμόμετρο. Οι εκλογές του ’56 ήταν οι πρώτες «απόλυτου δικομματισμού» μετά τον Εμφύλιο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και η ιδιαιτερότητά τους έγινε σαφής και στα αποτελέσματα:
Ψήφισαν 3.379.445 εγγεγραμμένοι, με 3.364.361 έγκυρα ψηφοδέλτια, σύμφωνα με τα οποία, ο συνασπισμός της Δημοκρατικής Ενώσεως έλαβε ποσοστό 48,15% και η ΕΡΕ 47,38%. Βάσει του περίπλοκου «τριφασικού» εκλογικού συστήματος, η Δημοκρατική Ένωση έλαβε 132 έδρες και η ΕΡΕ 165, συνεπώς διέθετε την πλειοψηφία και την εντολή να σχηματίσει Κυβέρνηση. Λίγες μόνο ημέρες μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος, η Βασίλισσα Φρειδερίκη γράφει στον Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών, Στρατηγό Μάρσαλ: «Φτάσαμε στο χείλος της αβύσσου, κοιτάξαμε μέσα, αισθανθήκαμε τρομερό ίλιγγο και αποτραβηχτήκαμε την τελευταία στιγμή».
Η εποχή Καραμανλή
Υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα της πρώτης κυβέρνησης Καραμανλή δεν ήταν «ο κομμουνιστικός κίνδυνος» όπως θρυλείται, αλλά το αδιέξοδο στο Κυπριακό, παράλληλα με την αναγκαιότητα παραμονής της Ελλάδας στο λεγόμενο «δυτικό κόσμο». Γι’ αυτούς τους λόγους η χώρα ακολούθησε για πρώτη φορά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, με ανοίγματα και σε χώρες επιρροής της ΕΣΣΔ, αλλά και την ίδια τη Σοβιετική Ένωση.
Η ανεπίσημη επίσκεψη του Σοβιετικού Υπουργού Εξωτερικών Ντμίτρι Σεπίλοφ στην Αθήνα, η επίσκεψη Καραμανλή στο Βελιγράδι και η αναθέρμανση των σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, η στάση της χώρας εναντίον της αγγλογαλλικής επέμβασης στην κρίση του Σουέζ, έφεραν για πρώτη φορά την Ελλάδα στο διπλωματικό προσκήνιο. Στο βάθος πάντοτε υπήρχε το Κυπριακό και το τρωθέν κύρος της Βρετανικής υπεροχής στη Μεγαλόνησο και το διεθνές προσκήνιο.
Ο Καραμανλής επισκέφθηκε τις ΗΠΑ, έγινε δεκτός από τον Πρόεδρο Αϊζενχάουερ, υποστήριξε αυτοπροσώπως την ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ και μίλησε ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης. Η Ελλάδα απέρριψε το «Σύνταγμα Ράντκλιφ», επέμεινε στην προσφυγή της στον ΟΗΕ και το Φεβρουάριο του ’57 εκδόθηκε η Απόφαση που πρόκρινε την «ειρηνική, δημοκρατική και δίκαιη λύση» στο Κυπριακό. Μετά τον αποτρόπαιο απαγχονισμό του δεκαεπτάχρονου μαθητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη που συγκλόνισε τη χώρα, οι Άγγλοι αποφασίζουν την απελευθέρωση του Μακαρίου και 17 Απριλίου του 1957 ο Μακάριος προσγειώνεται στην Αθήνα εν μέσω αδιανόητης παλλαϊκής υποδοχής.
Οι σχέσεις Καραμανλή-Ανακτόρων έχουν διαταραχθεί, ο Πρωθυπουργός έχει πάψει να χαίρει της εκτιμήσεως του Θρόνου – ειδικά της Φρειδερίκης. Η απόρριψη του αιτήματος της αύξησης της βασιλικής χορηγίας, η υπέρ το δέον «ηγετική» παρουσία του Καραμανλή και η δημοφιλία του, η ευθεία ρήξη του με τον Βασιλικό Γραμματέα, Χαράλαμπο Ποταμιάνο, καθώς η μετακόμιση της βασιλικής οικογένειας από την Ηρώδου Αττικού στη βίλα στο Ψυχικό, δεν έγιναν ποτέ αποδεκτά από το Παλάτι. Οι Εκλογές του ’58 αναμένονταν με πολύπλευρο και ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Η ΕΔΑ Αξιωματική Αντιπολίτευση
Όπως προαλείφετο, ο συνασπισμός της «Δημοκρατικής Ενώσεως» διαλύθηκε πολύ σύντομα και τα κόμματα της αντιπολίτευσης υποχρεώθηκαν σε νέες αναδιπλώσεις και συμμαχίες. Αρχής γενομένης από την αναβίωση του «Κόμματος των Φιλελευθέρων» που προήλθε από τη συνεργασία Σοφοκλή Βενιζέλου και Γεωργίου Παπανδρέου τον Μάρτιο του 1957, κατά τις ημέρες που υπογράφεται στη Ρώμη η συνθήκη ίδρυσης της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας για την οποία ο Καραμανλής δείχνει ιδιαίτερη ζέση και εξαιρετικό ενδιαφέρον. Την ίδια περίοδο, η 6η Ολομέλεια του ΚΚΕ, έχοντας λάβει τη θετική γνώμη του 20ου Συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, αντικαθιστά το Ζαχαριάδη με τον Κώστα Καλογιάννη και αποκτά σημαντική αυτονομία. Είναι η περίοδος που «τρέχουν» όλα τα μέτωπα με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Η απήχηση της ΕΔΑ διευρύνεται, το αντιδυτικό κλίμα στη χώρα λόγω του Κυπριακού αυξάνεται και η αλλαγή του εκλογικού νόμου σε ενισχυμένη αναλογική, εμφανίζουν για πρώτη φορά την «ανησυχία» για άνοδο της ΕΔΑ σε Αξιωματική Αντιπολίτευση, δηλαδή δυνητικά μελλοντική κυβέρνηση. Μπροστά στον κίνδυνο, συντελείται η «ανταρσία» κατά του ευρωπαϊστή Καραμανλή, με πρωταγωνιστές τους Γεώργιο Ράλλη και Παναγιώτη Παπαληγούρα, οι οποίοι πιθανώς υποκινούμενοι από το παλάτι και τον αμερικανικό παράγοντα, προσδοκούσαν σε ανατροπή του και σε μια κυβέρνηση ενδεχομένως ευρείας συνεργασίας.
Την παραίτηση των δυο κορυφαίων Υπουργών ακολουθούν δεκατρείς αποχωρήσεις βουλευτών της ΕΡΕ και ο Καραμανλής χάνει τη «δεδηλωμένη». Ο Πρωθυπουργός μεταβαίνει άμεσα στα Ανάκτορα, παραιτείται και ζητά τη διεξαγωγή εκλογών από την υπηρεσιακή κυβέρνηση Γεωργακόπουλου, η οποία έχει την αποστολή να ψηφιστεί από τη Βουλή ο νέος εκλογικός νόμος της ενισχυμένης αναλογικής πριν οδηγηθεί η χώρα στις κάλπες.
Ο Καραμανλής στις εκλογές της 11ης Μαΐου του 1958 θριαμβεύει συνθλίβοντας τα λοιπά δεξιά και κεντροδεξιά κόμματα, λαμβάνοντας 41,16% και 171 έδρες. Η μεγάλη έκπληξη ωστόσο έρχεται από την ΕΔΑ, η οποία λαμβάνει το απροσδόκητο ποσοστό του 24,42% και με τις 79 έδρες είναι Αξιωματική Αντιπολίτευση. Το Κέντρο που διασπάστηκε σε ΠΑΔΕ και «Κόμμα Φιλελευθέρων» περιορίζεται στις 46 συνολικά έδρες και λαμβάνει το μήνυμα αποδοκιμασίας από τον ελληνικό λαό.
Ο αποκλεισμός λόγω κοινωνικών φρονημάτων, η στάση της Δύσης στο Κυπριακό, οι μέθοδοι καταπίεσης που διατηρούνταν στο αυταρχικό μέρος του κράτους, οι παρακρατικοί μηχανισμοί, η πρόσφατη πικρία της ήττας στον εμφύλιο, οι τάσεις ρεβανσισμού και η αδυναμία συνεννόησης των ηγετών του Κέντρου, είχαν χωρίσει τη χώρα και πάλι σε δυο στρατόπεδα.
Καθ’ όλη την τριετία της δεύτερης κυβέρνησης Καραμανλή, αναζωπυρώνονται οι πληγές του εμφυλίου. Στο παρακράτος ανθεί ο ΙΔΕΑ, ενισχύεται η δύναμη της ΚΥΠ, επαναλαμβάνεται ολοένα και περισσότερο ο «κομμουνιστικός κίνδυνος». Στις δημοτικές εκλογές του ’59 κυριαρχεί μεν η ΕΡΕ, στους τρεις μεγάλους δήμους ωστόσο εξελέγησαν υποψήφιοι του Κεντρώου χώρου, υποστηριζόμενοι και από την ΕΔΑ: στην Αθήνα ο Άγγελος Τσουκαλάς, στη Θεσσαλονίκη ο Ιωάννης Παπαηλιάκης, στον Πειραιά ο Παύλος Ντεντιδάκης.
Ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο του 1960, η Κύπρος ανακηρύσσεται επίσημα ανεξάρτητο κράτος και παύει να τελεί υπό βρετανική κυριαρχία. 30 Μαρτίου του 1961 ο Καραμανλής επιτυγχάνει την ιστορική συμφωνία ένταξης στην ΕΟΚ, η οποία υπογράφεται επίσημα τον Ιούλιο του ιδίου έτους και τίθεται σε ισχύ από 1η Νοεμβρίου του 1962. Τη συμφωνία επικυρώνουν όλα τα κόμματα εκτός από την ΕΔΑ.
«Η συμφωνία συνδέσεως της Ελλάδος με την μεγάλην ευρωπαϊκήν οικογένειαν είναι πρωτίστως πράξις πολιτική» τονίζει ο Καραμανλής και έχει δίκιο. Δίχως τη συμφωνία και τη διάταξη του άρθρου 72 που περιέγραφε την προπαρασκευή της πλήρους ένταξης της Ελλάδας, τα πάντα μπορεί να ήταν διαφορετικά. Αυτή ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του Καραμανλή, παρά το γεγονός ότι η οκταετία του υπήρξε η εποχή των μεγάλων αλλαγών στις υποδομές της χώρας και επέτρεψε την καθολική αύξηση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων.
Στο σύγχρονο κόσμο σημασία έχουν τα νούμερα και τα νούμερα των διακυβερνήσεων Καραμανλή είναι αμείλικτα: αύξηση του ΑΕΠ με μεγαλύτερους ρυθμούς από την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη, ετήσια αύξηση ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος 6,5%, αύξηση κατά κεφαλήν εισοδήματος 5,5%, ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου 22,5%, μικρές μονάδες βιομηχανίας, ραγδαία ανάπτυξη, η οποία διαμόρφωσε νέα καταναλωτικά πρότυπα.
Πληγές της χώρας η μετανάστευση – κυρίως στη Βόρειο Ελλάδα – οι διαμορφωθείσες κοινωνικές ανισότητες, η απώλεια ανθρώπινων πόρων και η μεγάλη σκιά του παρακράτους. Ήδη από το 1959 φάνηκε να αναβιώνουν πρακτικές και συνήθειες των εμφυλιοπολεμικών χρόνων που η Ελλάδα προσπάθησε τόσο πολύ να ξεχάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Εμπρησμοί, συλλήψεις, κυνηγητά, μυστικά και ψέματα.
«Βία και Νοθεία»
Η συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου τον Σεπτέμβριο του 1961, συμπίπτει με την προκήρυξη των Εθνικών Εκλογών του 1961. Το νέο κόμμα που ανακοινώνεται ουσιαστικά προέρχεται από τη συγχώνευση επτά + ενός κομματικών σχηματισμών. Σοφοκλής Βενιζέλος, Παπανδρέου, Μπαλτατζής, Στεφανόπουλος, Παπαπολίτης, Τσιριμώκος, Κατσώτας και τελευταίος ο Μαρκεζίνης, συμφώνησαν να κατέλθουν ως ενιαίο κόμμα στις εκλογές με επικεφαλής της πρωτοεμφανιζόμενης συντονιστικής επιτροπής τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Τη χώρα οδηγούν στις εκλογές ο εκλεκτός του Θρόνου, Αντιστράτηγος Κωνσταντίνος Δόβας μαζί με τον «εχθρό» του Καραμανλή, Χαράλαμπο Ποταμιάνο. Η προεκλογική περίοδος είναι πιο τεταμένη από ποτέ, λίγο αργότερα θα αποκαλυφθεί στη Βουλή η ύπαρξη του σχεδίου «Περικλής», σύμφωνα με το οποίο ο κύριος στόχος των εκλογών του ’61 ήταν η συρρίκνωση της ΕΔΑ και η νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου έκανε λόγο για «άσκηση ψυχολογικού πολέμου, κατά την οποία οι Κυανοί (εθνικόφρονες) αντιμετωπίζουν τους Κίτρινους (αριστεροί), με στόχο την πτώση του κομμουνιστικού ποσοστού κάτω του ορίου του 20%». Οι δολοφονίες Βελδεμίρη και Κερπινιώτη τον Οκτώβριο του 1961 φέρονται να προέρχονται αμφότερες από υπηρετούντες το σχέδιο «Περικλής». Οι εκλογές της 29ης Οκτωβρίου πλέον διεξάγονται υπό πολεμικό κλίμα.
Τελικώς, ψήφισαν 4.640.512 ψηφοφόροι και επί των 4.620.751 εγκύρων, η ΕΡΕ έλαβε 50,81% και 176 έδρες, η Ένωση Κέντρου 33,66% και 100 έδρες και το Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο Ελλάδος (ΠΑΜΕ) 14,63% και 24 έδρες. Το ΠΑΜΕ ήταν και ο συνασπισμός της ΕΔΑ, με Πρόεδρο τον Πασαλίδη. Η Αντιπολίτευση δεν παραδέχθηκε ποτέ το εκλογικό αποτέλεσμα, ονόμασε τις εκλογές του ’61 «βίας και νοθείας» και κατήγγειλε δεκάδες περιπτώσεις άσκησης βίας στα εκλογικά τμήματα της επαρχίας, όπου και παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη μετατόπιση ψήφων προς το πρώτο κόμμα.
Ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος για το μέγεθος της αλλοίωσης, η ανάλυση από κορυφαίους εκλογολόγους έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ακόμη κι αν δεν υπήρχαν οι επεμβάσεις, η ΕΡΕ θα κέρδιζε τις εκλογές, με ποσοστό πέριξ του 45-46% το οποίο δεν θα παρείχε ωστόσο την επιτευχθείσα ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Ο Παπανδρέου αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ΕΡΕ ως νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, κατήγγειλε τα αποτελέσματα ως προϊόν βίας και νοθείας και κήρυξε τον «ανένδοτο αγώνα» επίσημα στη Βουλή τη 14η Νοεμβρίου του 1961. Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης στις 5 Δεκεμβρίου έγιναν ενώπιον των βουλευτών της πλειοψηφίας, των Προοδευτικών και εννέα διαγραφέντων βουλευτών της Ένωσης Κέντρου.
Το πρώτο δεκαήμερο του 1962 από κοινού οι βουλευτές της ΕΚ και της ΕΔΑ καταθέτουν πρόταση παραπομπής των μελών της υπηρεσιακής κυβέρνησης στο Ειδικό Δικαστήριο βάσει του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Η πρόταση απορρίπτεται από την πλειοψηφία. Τον Μάιο κατατίθεται πρόταση δυσπιστίας, η συντομότερη στα χρονικά σε νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της χώρας. Η πρόταση απορρίπτεται με 88 ψήφους υπέρ της πρότασης δυσπιστίας και 179 κατά. Είναι άνοιξη του ’62 και εξακολουθούν να υπάρχουν 1.359 πολιτικοί κρατούμενοι, το πνεύμα του εμφυλίου καλά κρατεί και συντηρείται επειδή εξυπηρετεί και τις δυο πλευρές.
23 Ιουλίου του ’62, το Συμβούλιο Επικρατείας αποδέχεται ότι «κατέστη πασίδηλο πως η κομμουνιστική ανταρσία έχει λήξει». Ο Παπανδρέου απευθύνει πολιτικά μηνύματα προς το παλάτι, «προειδοποιεί» ότι η νεολαία της Ελλάδος είναι μαζί του και καλεί το βασιλιά να παρέμβει, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι σχέσεις του Καραμανλή με τα Ανάκτορα είναι στο χειρότερο δυνατό σημείο.
Η κόντρα του Καραμανλή με τη Φρειδερίκη
Ο ακήρυκτος πόλεμος της Φρειδερίκης με τον Καραμανλή καλά κρατεί και η επιστολή του Πρωθυπουργού στον Βασιλιά καθιστά για πρώτη φορά το μέγεθος του προβλήματος δημόσιο. Ο Καραμανλής ζητά από το Στέμμα να επιδείξει «προσοχή» λόγω της ευαίσθητης γεωγραφικής θέσης της χώρας, μεταξύ άλλων στηλιτεύει την αντίληψη περί «μεγαλοπρέπειας» αντιπαραβάλλοντας απλότητα και λιτότητα, κατακρίνει τα συχνά ταξίδια στο εξωτερικό, ζητά τα κείμενα των λόγων να λαμβάνουν τρόπον τινά κυβερνητική προ-έγκριση και τέλος ακουμπάει το τεράστιο ζήτημα των δαπανών του Στέμματος εις βάρος του Δημοσίου.
Η απάντηση του Παύλου θα δείξει τεράστια ενόχληση, ο Βασιλιάς σε αυστηρό ύφος υπαινίσσεται ότι «ουδείς γνωρίζει τον ελληνικόν λαόν κάλλιον εμού» και καλεί τον Πρωθυπουργό να «καθίσει στη θέση του». Ο Καραμανλής όχι μόνο δεν κάθεται στη θέση του, αλλά υποβάλλει την παραίτησή του επικαλούμενος δομικές διαφωνίες με τον Βασιλέα, την οποία Παύλος δεν την κάνει αποδεκτή.
Ο «ανένδοτος» αποκτά κι άλλον απρόσμενο σύμμαχο και γίνεται προσφιλής ακόμα και στις λαϊκές βάσεις της παραδοσιακής βασιλόφρονος δεξιάς. Η κυβέρνηση για να τιθασεύσει αντιδράσεις και διαδηλώσεις που ολοένα και πληθαίνουν, συγκροτεί ειδικά τάγματα στη Χωροφυλακή και προσπαθεί να συσπειρώσει τους δυσαρεστημένους βασιλόφρονες ψηφοφόρους της, τη στιγμή που στο Παλάτι εξυφαίνεται «τρίτη λύση» με παρασκηνιακές επαφές ανακτορικών με τους Σοφοκλή Βενιζέλο και Παναγιώτη Πιπινέλη.
Ο Παπανδρέου και η Ένωση Κέντρου ανακοινώνουν ότι αρνούνται να λάβουν μέρος στην όποια «ζύμωση» και απορρίπτουν συνάμα και την πρόσκληση συμμετοχής στην Αναθεώρηση του Συντάγματος που προτείνει ο Καραμανλής. Σε μεγάλη συγκέντρωση στην πλατεία Κλαυθμώνος τέλη Ιανουαρίου του 1962, ο Παπανδρέου καλεί το Βασιλιά να αποκαταστήσει το παραβιασθέν Σύνταγμα και να εναρμονιστεί με τη θέληση του λαού.
Η ΕΔΑ στηρίζει σιωπηρά και μη τον ανένδοτο, αλλά δεν τάσσεται ποτέ ανοικτά υπέρ της Ένωσης Κέντρου, επειδή γνωρίζει πολύ καλά ότι η μετεξέλιξη σε ένα δίπολο σχήμα δεν την εξυπηρετεί. Το Φεβρουάριο του ’63 καταθέτει βέβαια τη δική της πρόταση δυσπιστίας, η οποία επίσης απορρίπτεται με 173 ψήφους της πλειοψηφίας, σε μια διαδικασία κατά την οποία ο καταθέτων την πρόταση (ΕΔΑ) απείχε της ψηφοφορίας μαζί με την Ένωση Κέντρου.
Λίγες ημέρες μετά, ο Καραμανλής καταθέτει στη Βουλή την πρόταση βαθιάς τομής για την Αναθεώρηση του Καταστατικού Χάρτη της χώρας. ΕΔΑ και Ένωση Κέντρου και πάλι απείχαν με συνέπεια να μην συμπληρώνεται το όριο των 2/3 για την Αναθεώρηση του Συντάγματος. Η όποια προσπάθεια για επαναπροσδιορισμό της πολιτικής και επανατοποθέτηση της συντηρητικής παράταξης πέφτει στο κενό, αφού η Βουλή διαλύεται μετά τη συντριπτική υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη.
Η Δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη
Αγνοώντας τις κυβερνητικές βουλές και την απαγόρευση της κυκλοφορίας, ο Λαμπράκης αποφασίζει να συμμετέχει στην πορεία Ειρήνης τον Απρίλιο του ’63, μαζί με αρκετά στελέχη του «Μπέρναρντ Ράσελ». Συλλαμβάνεται όπως και οι Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Κατράκης, Αλέκος Αλεξανδράκης, Μίνως Αργυράκης κ.ά., αλλά το ίδιο βράδυ αφήνονται ελεύθεροι. Η κατάσταση είναι ήδη έκρυθμη από την προηγούμενη ημέρα και το επεισόδιο Αμπατιέλου-Φρειδερίκης στο Λονδίνο, με τον Καραμανλή να εκλιπαρεί τη Βασίλισσα να ματαιώσει το ταξίδι της.
Ο Λαμπράκης στις 25 Απριλίου ταξιδεύει στο Λονδίνο, προσπαθεί να μεσολαβήσει για να γίνει δεκτή η Αμπατιέλου από τη Βασίλισσα, αλλά ο υπασπιστής του διαμηνύει ότι η Φρειδερίκη δεν πρόκειται να τον δεχτεί. Ο Λαμπράκης αποχωρεί άπρακτος από το Λονδίνο, προειδοποιεί όμως με δηλώσεις του ότι «η βασίλισσα με την πολιτική της οδηγείται στον όλεθρο».
22 Μαΐου ο Λαμπράκης είναι στη Θεσσαλονίκη και μαζί με τον Αθανάσιο Ρηγόπουλο θα μιλήσουν σε συγκέντρωση της Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη. Διαμένει στο «Κοσμοπολίτ», Βενιζέλου και Ερμού γωνία, απέναντι από το οποίο βρίσκονται τα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος όπου θα πραγματοποιηθεί τελικά η συγκέντρωση για τους «Φίλους της Ειρήνης», αντί για το «Πικαντίλυ» στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, επί της Αριστοτέλους.
Τα μέτρα προστασίας και λόγω της αλλαγής διεξαγωγής του τόπου της συγκέντρωσης είναι ελλιπέστατα, ο Λαμπράκης διασχίζοντας το δρόμο έχει ήδη δεχτεί χτυπήματα στο κεφάλι και καταγγέλλει σχέδιο δολοφονίας του. Το κτίριο των γραφείων του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος είναι περικυκλωμένο από παρακρατικούς. Ο αστυνομικός διευθυντής Ευθύμιος Καμουτσής καλεί τους διαδηλώνοντες να αποχωρήσουν επιβιβαζόμενοι σε ειδικά λεωφορεία για να σβήσει η ήδη αναμμένη φωτιά. Ο Λαμπράκης και οι υπεύθυνοι της συγκέντρωσης αρνούνται.
Ο Λαμπράκης συνοδευόμενος από τον δικηγόρο Σύλλα Παπαδημητρίου αποφασίζει να διασχίσει τη μικρή απόσταση μέχρι το «Κοσμοπολίτ» με τα πόδια, όταν ένα τρίκυκλο πέφτει επάνω σε εκείνον και την παρέα του. Ο Μανώλης Χατζηαποστόλου, εκ των συνοδών του Λαμπράκη, πηδά στην καρότσα που οδηγεί ο Σπύρος Γκοτζαμάνης και παλεύει με τον Εμμανουηλίδη, σεσημασμένο εγκληματία, καταδικασθέντα για βιασμό, παιδεραστία και άλλα βαριά ποινικά αδικήματα.
Ο Γκοτζαμάνης σταματά το τρίκυκλο και χτυπάει τον Χατζηαποστόλου με γκλομπ, συλλαμβάνεται από τον διερχόμενο Υποδιοικητή της Πυροσβεστικής. Ο Λαμπράκης κείτεται ματωμένος στο έδαφος. Μεταφέρεται άμεσα στο ΑΧΕΠΑ όπου θα αφήσει την τελευταία του πνοή τη νύχτα της 26ης προς 27η Μαΐου. Η είδηση σκάει σαν βόμβα και συγκλονίζει τη χώρα.
Ο Παπανδρέου καταγγέλλει ευθέως τον Καραμανλή ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας, με τον Πρωθυπουργό να αντικρούει μαινόμενος τις κατηγορίες και να διατάσσει ανακρίσεις. Η επιμονή του νεαρού τότε Ανακριτή, Χρήστου Σαρτζετάκη, μετέπειτα Προέδρου της Δημοκρατίας η Δικαιοσύνη φέρνει εις πέρας την πολύ δύσκολη υπόθεση φωτίζοντας τις πτυχές της. Επισήμως δεν αποδόθηκαν ποτέ πολιτικές ευθύνες, αλλά η δήλωση του Παπανδρέου περί «ηθικού αυτουργού» αναγκάζει τον Καραμανλή να πει ότι «ο Γεώργιος Παπανδρέου δια την σημερινήν του δήλωσιν θα εντρέπεται εις όλην του τη ζωή».
Η Κυβέρνηση των 50 ημερών
Υπό αυτό το ζοφερό κλίμα, η κυβέρνηση Καραμανλή αντέχει μόλις μερικές μέρες ακόμα. Στις 11 Ιουνίου παραιτείται με αφορμή ένα ακόμα βασιλικό ταξίδι στο Λονδίνο και ζητά το διορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης που θα οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Ο Παπανδρέου από την άλλη ζητά ακρόαση από τον Παύλο. Στην επαφή του με τον Βασιλιά, προτείνει κυβέρνηση ακόμα και με επικεφαλής τον Κανελλόπουλο. Ο Βασιλιάς επιθυμεί «πολιτική κυβέρνηση πλειοψηφίας».
Ο Παύλος ορίζει τελικά υπηρεσιακό Πρωθυπουργό τον Παναγιώτη Πιπινέλη, ευνοούμενο του ιδίου και των Ανακτόρων εν γένει. Ο Καραμανλής αναχωρεί για την Ελβετία και τυπικά διατηρεί την αρχηγία της ΕΡΕ. Του κόμματος ηγούνται οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Παναγής Παπαληγούρας και Κωνσταντίνος Ροδόπουλος.
Η κυβέρνηση Πιπινέλη τελικά δεν είναι ούτε υπηρεσιακή ούτε πολιτική, είναι κάτι ενδιάμεσο. Θα εμφανιστεί ενώπιον της Βουλής, θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από την ΕΡΕ και ψήφο ανοχής από το Σοφοκλή Βενιζέλο. Η Ένωση Κέντρου επιλέγει ξανά να αποχωρήσει από την ψηφοφορία. Παύλος και Φρειδερίκη αναχωρούν σαν να μην συμβαίνει τίποτα για το Λονδίνο τον Ιούλιο, όπου και αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς αντιδράσεις και για πρώτη φορά δέχονται διαμαρτυρίες για καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Λίγες ημέρες μετά, στις 16 Ιουλίου προφυλακίζονται οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας Λαμπράκη, την επομένη ο Πιπινέλης καταθέτει τροποποίηση του εκλογικού νόμου της ενισχυμένης αναλογικής και 30 Ιουλίου παραπέμπονται σε υπηρεσιακά ανακριτικά συμβούλια οι αξιωματικοί της Χωροφυλακής που εμπλέκονται στην υπόθεση Λαμπράκη. Οι εκλογές ορίζονται για την 3η Νοεμβρίου του 1963, αφού προηγουμένως ψηφιστεί ο τροποποιημένος εκλογικός νόμος.
Ο Παπανδρέου πιέζει για αντικατάσταση της κυβέρνησης Πιπινέλη με αιτιολογία τη διεξαγωγή αδιάβλητων εκλογών με απλή αναλογική, ειδάλλως απειλεί ότι θα απέχει από τη διαδικασία. Ο Βενιζέλος διαφωνεί, φτάνει στα πρόθυρα διαγραφής από το κόμμα, αλλά τελικά η Ένωση Κέντρου ακολουθεί σταθερή γραμμή και απέχει από την ψηφοφορία του εκλογικού νόμου. Ο Καραμανλής σε μια έσχατη προσπάθεια σύγκλισης προτείνει μέσω Πιπινέλη αναβολή στο Βασιλιά, σχηματισμό Κυβέρνησης με μέλη της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου, αλλά ο Παύλος απορρίπτει την πρόταση και συγκαλεί έκτακτη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών στα Ανάκτορα.
Στη σύσκεψη κλήθηκαν όλοι, εκτός από τον αρχηγό της ΕΔΑ, Ιωάννη Πασαλίδη. 29 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση Πιπινέλη παραδίδει στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Μαυρομιχάλη και η αίσθηση που εντυπώνεται στο εκλογικό σώμα είναι πως «πέρασε» του Παπανδρέου. Ο Αρεοπαγίτης νέος υπηρεσιακός Πρωθυπουργός λαμβάνει μέτρα αφοπλισμού των ΤΕΑ (Τάγματα Εθνικής Ασφαλείας), αντικαθιστά τους νομάρχες με Εισαγγελείς του Αρείου Πάγου και προσωρινά τους Αρχηγούς της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας.
Στις κάλπες προσέρχονται 5.662.995 Έλληνες και Ελληνίδες, η Ένωση Κέντρου λαμβάνει 42,04% και 138 έδρες, η ΕΡΕ 39,37% και 132 έδρες, η ΕΔΑ 14,35% και 28 έδρες και το Κόμμα των Προοδευτικών 3,73% και 2 έδρες. Η Ένωση Κέντρου είναι πρώτο κόμμα, αλλά δεν διαθέτει την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης ΕΚ-ΕΔΑ προσέκρουε σε κυρίαρχες αντιλήψεις και στην γνωστή απέχθεια του Παπανδρέου για το ΚΚΕ, συνεπώς η χώρα για πρώτη φορά αντιμετώπιζε το φάσμα της ακυβερνησίας.
Ο Παύλος, διαισθανόμενος το έλλειμμα, αναθέτει στον Παπανδρέου το σχηματισμό κυβέρνησης στις 4 Νοεμβρίου του 1963, χωρίς να ζητήσει τη σύγκληση της Βουλής. Η ΕΡΕ καταγγέλλει το Παλάτι για εύνοια, αλλά οι διαρροές από την ΕΔΑ κάνουν λόγο για στήριξη της κυβέρνησης Παπανδρέου και εξασφάλιση της «δεδηλωμένης». Ο Παπανδρέου συγκροτεί την πρώτη του κυβέρνηση και προτείνει τον Ηλία Τσιριμώκο για Πρόεδρο της Βουλής. Ο Τσιριμώκος εκλέγεται με ψήφους της ΕΚ και της ΕΔΑ.
Στη διανομή των Υπουργείων γίνεται σαφές ότι έχει λόγο και το Παλάτι, μιας και το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης διατηρεί ο εκλεκτός του Παύλου, Στρατηγός Δημήτριος Παπανικολόπουλος και Υφυπουργός Εσωτερικών – υπεύθυνος για τη Δημόσια Τάξη, παραμένει ο Στρατηγός εν αποστρατεία Γεώργιος Παναγιωτόπουλος. Η νέα κυβέρνηση υπόσχεται εκδημοκρατισμό, δωρεάν Παιδεία και αποφυλακίζει 400 από τους εναπομείναντες 979 πολιτικούς κρατούμενους ως κίνηση καλής θέλησης προς την ΕΔΑ.
Παρέμεινε στην εξουσία 50 ημέρες, ρυθμίζοντας χρέη των αγροτών, διπλασιάζοντας τις αποδοχές των δικαστικών και κυρίως βάζοντας τέλος στο μετεμφυλιακό κλίμα. Ο Παπανδρέου ωστόσο επέμενε να αρνείται να συνεργαστεί με τον Πασαλίδη και στο μυαλό του είχε εξ αρχής τη διεξαγωγή νέων εκλογών. Μετά την αποχώρηση Καραμανλή από το προσκήνιο την 9η Δεκεμβρίου και την ανάληψη της ηγεσίας της ΕΡΕ από τον Κανελλόπουλο, ο Παπανδρέου μοιάζει ο μοναδικός παίκτης στο τραπέζι.
Ο Παπανδρέου προχωρά σε αλλαγή ηγεσίας στις Ένοπλες Δυνάμεις, αναλαμβάνει ο ίδιος το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και -επιτέλους- στις 16 Δεκεμβρίου ανοίγει τη Βουλή. Η κυβέρνηση όντως λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης με τις ψήφους της ΕΔΑ (167 υπέρ – 130 κατά), ο Παπανδρέου όμως είναι και πάλι αρνητικός στο ενδεχόμενο εξάρτησης από την ΕΔΑ και οδηγεί τη χώρα σε νέες εκλογές, όπου είναι βέβαιο ότι θα εκλεγεί πανηγυρικά.
Η τελευταία προσφυγή στις κάλπες
Ο Παύλος αναθέτει για το τυπικό διερευνητική εντολή στον Κανελλόπουλο, ο αρχηγός της ΕΡΕ την επιστρέφει άπρακτος και παραμονή πρωτοχρονιάς του ’64 ορίζεται η υπηρεσιακή κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Οι εκλογές θα διεξαχθούν στις 16 Φεβρουαρίου του 1964. Ο αιφνίδιος θάνατος του Σοφοκλή Βενιζέλου δέκα μόλις ημέρες πριν τις εκλογές και η γνωστοποίηση της βαρύτατης ασθένειας του Παύλου είναι οι δυο αστάθμητοι παράγοντες που δεν καθόρισαν το αποτέλεσμα των εκλογών, αλλά προσημείωσαν το μέλλον της Ελλάδας.
Αμέσως μετά την είδηση του θανάτου του Σοφοκλή Βενιζέλου, κυκλοφόρησαν οι πρώτες φήμες περί στρατιωτικού πραξικοπήματος, το οποίο στην πραγματικότητα απείχε μόλις τρία χρόνια. Η Ένωση Κέντρου θριαμβεύει στις εκλογές, συνεπικουρούμενη από τη «διάθεση» της ΕΔΑ να βοηθήσει στην απόκτηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η ΕΔΑ κατεβάζει υποψηφίους μόνο σε 31 εκλογικές περιφέρειες και στις «κρίσιμες» καλεί τους ψηφοφόρους της να στηρίξουν τους υποψηφίους της Ένωσης Κέντρου.
Εν τέλει, κατά την εκκαθάριση προκύπτει ότι ψήφισαν 4.598.839 άνθρωποι, πάνω από ένα εκατομμύριο λιγότεροι σε σχέση με τις εκλογές του Νοεμβρίου. Το ποσοστό της ΕΚ αγγίζει το 53% (52,72%) και καταλαμβάνει 171 έδρες, η ΕΡΕ περιορίζεται στις 107 που της προσδίδει το 35,26% και η ΕΔΑ μένει με τις υπόλοιπες 22 έδρες που αντιστοιχούν στο 11,8%. Στη νέα Βουλή εισέρχονται πολλά νέα πρόσωπα, ανάμεσά τους ο Ανδρέας Παπανδρέου, γιος του Προέδρου της ΕΚ και πρωτεύσας βουλευτής στην Αχαΐα με 26.833 σταυρούς.
Πλέον εκτός από τις παραδοσιακές πολιτικές οικογένειες και τους «βαρώνους», η ΕΚ διέθετε και εκπροσώπους από τη γενιά του «ανένδοτου» και το ρεύμα του ’63. Το ρεύμα του Ανδρέα θα καθυστερήσει λίγο να εμφανιστεί, αφού έπρεπε να προηγηθεί η βασιλική εκτροπή και η αποστασία. Ο λαός επιζητούσε κοινωνική δικαιοσύνη, πολιτική ελευθερία, ριζικές αλλαγές. Πιθανόν ορισμένες από αυτές να συνέβαιναν, εάν δεν εξέπνεε ο Βασιλιάς Παύλος στις 6 Μαρτίου του 1964.
Η άνοδος του νεαρού και άπειρου Κωνσταντίνου στον θρόνο σε ηλικία 24 ετών, η συγκλονιστική επιρροή της μητέρας του Φρειδερίκης στις αποφάσεις του και η ρήξη του Γεωργίου Παπανδρέου με το παλάτι, οδήγησαν και πάλι στην εκτροπή και τον προθάλαμο της σκοτεινής περιόδου, κατά την οποία η δημοκρατία οδηγήθηκε στο απόσπασμα.
Η τελική πορεία προς το πραξικόπημα του 1967
Ο Παπανδρέου, προκειμένου να διατηρήσει τις εσωκομματικές ισορροπίες, προχωρά σε μια ετερογενή κυβέρνηση, αφήνοντας εκτός νυμφώνος ιστορικά στελέχη. Τοποθετεί τον γιο του Ανδρέα στο Υπουργείο Προεδρίας, αποκλείοντας από το κυβερνητικό σχήμα προσωπικότητες όπως ο Τσιριμώκος και ο Παπαπολίτης, αλλά η επιλογή που προκαλεί την περισσότερη δυσαρέσκεια είναι η τοποθέτηση του Πέτρου Γαρουφαλιά στο κρίσιμο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Ο Γαρουφαλιάς είναι προσωπικός φίλος του Πρωθυπουργού και ιδιαιτέρως αρεστός στο Παλάτι και η κίνηση του Παπανδρέου γίνεται δεκτή με ανακούφιση στα Ανάκτορα. Στελέχη της ΕΚ δεν διστάζουν να τοποθετηθούν στον Τύπο, οι πιο γενναίοι εκφράζονται μέσα στο Κοινοβούλιο. Αποθέωση του καιροσκοπισμού και επιβράβευση της τακτικής «εκπηδήσεως εκ του παραθύρου» προκειμένου να παραγκωνιστούν επιφανή στελέχη της παράταξης και να αλλοιωθεί ο δημοκρατικός χαρακτήρας της, γράφει η Αθηναϊκή στις 24 Φεβρουαρίου του 1964, επικαλούμενη κυβερνητικές (!) πηγές.
Η έντονη δυσαρέσκεια των βουλευτών γίνεται σαφής κατά την εκλογή του Προέδρου της Βουλής Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα, όταν χρειάστηκε επαναληπτική εκλογή, μιας και τριάντα βουλευτές δεν υπερψήφισαν τον εκλεκτό του κόμματός τους. Ο Παπανδρέου δηλώνει αγανακτισμένος και με θλίψη ανακοινώνει ότι οι βουλευτές του μετέτρεψαν τους θριαμβευτές των εθνικών εκλογών σε βορά στη χλεύη των ηττημένων.
Αμέσως μετά προχωρά στη διαγραφή Τσιριμώκου και Παπαπολίτη, κίνηση πανικού την οποία θα ανακαλέσει πολύ σύντομα πιεζόμενος από τις εξελίξεις. Η κυβέρνησή του τελικά λαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής με 168 ψήφους, σε σύνολο 187 παρόντων, μιας και ως είθισται ΕΡΕ και Προοδευτικοί αποχώρησαν από τη διαδικασία. Οι βουλευτές της ΕΔΑ δήλωσαν «παρών», σε μια επίσης σημειολογική πολιτικά κίνηση.
Το δεύτερο κυβερνητικό ρήγμα έρχεται με την αποχώρηση του Γεωργίου Μαύρου τον Απρίλιο. Ο Μαύρος αναλαμβάνει τη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας και στο Υπουργείο Συντονισμού τοποθετείται ο Στέφανος Στεφανόπουλος με Αναπληρωτή τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την οικονομία, ενώ το Κυπριακό μαίνεται και η Τουρκία απειλεί με μονομερή στρατιωτική παρέμβαση.
Εν μέσω προεκλογικής περιόδου για τις δημοτικές εκλογές και ενόσω ο υποψήφιος δήμαρχος (προερχόμενος από την ΕΡΕ) Γεώργιος Πλυτάς, εκφωνεί τον λόγο του, ομάδα νεαρών με επικεφαλής το συγγραφέα Ρένο Αποστολίδη εισβάλλει στη Βουλή και ακολουθεί συμπλοκή με βουλευτές και υπαλλήλους του Κοινοβουλίου. Συλλαμβάνονται 32 άτομα και παραπέμπονται με αυτόφωρη διαδικασία βάσει του περίφημου νόμου 4000 περί τεντιμποϊσμού.
Ο Πρωθυπουργός, στη συνεδρίαση που επαναλαμβάνεται το ίδιο βράδυ αργά, κάνει λόγο για βέβηλους βαρβάρους και δέχεται σωρηδόν πυρά από την Αντιπολίτευση, η οποία κατηγορεί την κυβέρνηση για «άνεμο αναρχίας στην κοινωνία». Η ΕΡΕ αποχωρεί από την αίθουσα εν μέσω δριμύτατων επεισοδίων, στο δικαστήριο η εισβολή στη Βουλή αποδίδεται στην ΕΚΟΦ και η κυβέρνηση προβαίνει στην άμεση διάλυση των «νομιμοφανών» οργανώσεων.
Ο Παπανδρέου, για να αντιμετωπίσει το βαρύ κλίμα, προετοιμάζει ανασχηματισμό και τον Ιανουάριο του 1965 «διορθώνει το λάθος» τοποθετώντας τον Τσιριμώκο στο Υπουργείο Εσωτερικών, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων. Ακολουθεί η αποσχιστική κίνηση Παπαπολίτη και 12 ακόμη βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, οι οποίοι μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις πείθονται να ανακαλέσουν «για το καλό της παράταξης».
Ο Παπανδρέου, παλαιάς κοπής πολιτικός, διοικεί με συγκεντρωτικό τρόπο την Ένωση Κέντρου, η εφημερίδα Ελευθερία τον κατηγορεί ότι οι μέθοδοί του είναι δικτατορικές και καταργεί την Κοινοβουλευτική Ομάδα και το ίδιο του το Υπουργικό Συμβούλιο. Εκδότης της Ελευθερίας είναι ο Πάνος Κόκκας, στενός φίλος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, τότε Υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης Παπανδρέου.
Η εύνοια του Γεώργιου στον γιο του Ανδρέα, η ακτινοβολία και η λαϊκή απήχηση του τελευταίου και οι φήμες ότι οι Αμερικανοί δεν τον συμπαθούν, δημιουργούν σε χρόνο ρεκόρ έναν απροσδόκητο δελφίνο για τη διαδοχή του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Ανδρέας έχει ριζοσπαστικές θέσεις, μιλάει ανοιχτά για επιρροή της CIA στην ΚΥΠ και αρκετές φορές κατακρίνει άλλους Υπουργούς της κυβέρνησης του πατρός του.
Το κλίμα σε Τύπο και Κοινοβουλευτική Ομάδα είναι ασφυκτικό για τον Ανδρέα, ο οποίος τελικά αναγκάζεται σε παραίτηση μήπως και αποφορτιστούν οι εσωκομματικές αντιπαραθέσεις. Η πορεία του είναι αυτόνομη πολιτικά, είναι βέβαιο ότι διαθέτει φιλοδοξίες και «ενοχλεί». Ήδη από τις αρχές του ’65 έχει γίνει σαφές στους πολιτικούς κύκλους ότι επέρχεται σύγκρουση. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ενημερώνει την αμερικανική πρεσβεία για ενδεχόμενη ανατροπή της κυβέρνησης, ο Κανελλόπουλος δεσμεύεται ότι θα στήριζε οποιαδήποτε κυβέρνηση «στελεχών της ΕΚ που θα ανέτρεπαν τον αρχηγό τους».
Στις 5 Φεβρουαρίου, η πλειοψηφία των βουλευτών της ΕΚ στηρίζει την πρόταση της ΕΔΑ για σύσταση προανακριτικής Επιτροπής με θέμα την ενδεχόμενη παραπομπή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Ειδικό Δικαστήριο. Οι κατηγορίες που βαραίνουν τον πρώην Πρωθυπουργό αφορούν διαχειριστικές ανωμαλίες στη ΔΕΗ. Η πρόταση γίνεται δεκτή με 146 ψήφους υπέρ και 131 κατά. Είκοσι έξι βουλευτές της ΕΚ διαφοροποιούνται εμπράκτως. Στις 17 Ιουνίου του 1965, όταν επρόκειτο να διεξαχθεί η τελική ψηφοφορία στην Ολομέλεια για οριστική παραπομπή του Καραμανλή στο Ειδικό Δικαστήριο, ο Παπανδρέου υποστηρίζει από βήματος την παραγραφή.
Η ΕΡΕ καταγγέλλει τη διαδικασία και τη χαρακτηρίζει στίγμα στην πολιτική ιστορία της χώρας. Η επίθεση στον Καραμανλή εξελίχθηκε σε προσωπικού χαρακτήρα, γεγονός που κοστίζει στον Παπανδρέου την αξιοπιστία ολόκληρης της Ένωσης Κέντρου και τον αναγκάζει να δημοσιοποιήσει από βήματος το σχέδιο «Περικλής» του 1961. Ο Παπανδρέου με την κίνηση αυτή πίστεψε ότι έκανε τον σωστό πολιτικό ελιγμό, έπληξε όμως θανάσιμα τις σχέσεις του με το Παλάτι.
Στην τελευταία, όπως αποδείχτηκε, συνάντηση με το Βασιλιά, ζητείται από τον Πρωθυπουργό να αποστρατευθεί ο Αντιστράτηγος Δουκάκης, συντάξας το πόρισμα για το σχέδιο «Περικλής». Η ελληνική κυβέρνηση τελούσε υπό ανακτορική εποπτεία, πιθανώς υποκινούμενη από τον αμερικανικό παράγοντα. Ο Παπανδρέου προχωρά σε νέο ανασχηματισμό, τοποθετεί τον Ανδρέα στο Υπουργείο Συντονισμού και στη θέση του αποβιώσαντος Λούκη Ακρίτα στο Υπουργείο Παιδείας, τοποθετεί τον Γεώργιο Μυλωνά.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου σχολιάζει ότι η επιστροφή του στο υπουργικό συμβούλιο ήταν στρατηγικό λάθος, αφού έριξε λάδι στη φωτιά της αντιπαπανδρεϊκής υστερίας και ανακίνησε τη συζήτηση του νεποτισμού, της οικογενειοκρατίας και της «κληρονομικότητας» στην αρχηγία του κόμματος. Οι Αμερικανοί διπλωμάτες εντείνουν τη δραστηριότητά τους στην Αθήνα, η CIA εισβάλλει στο πολιτικό παιχνίδι.
Η αποστασία
Κρίση στο στράτευμα, ανακρίσεις για τον ΑΣΠΙΔΑ, ρήξη στις σχέσεις Βασιλιά Πρωθυπουργού, φήμες, κατασκοπία και δηλητηριασμένη κοινή γνώμη. Ο Κωνσταντίνος βρίσκεται στο Μον Ρεπό αναμένοντας τον τοκετό της Άννας-Μαρίας, όταν ο Παπανδρέου του ζητά το Διάταγμα της αντικατάστασης Γαρουφαλιά στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Ο Παπανδρέου εκδηλώνει την πρόθεση να αναλάβει ο ίδιος το Υπουργείο, αλλά ο Κωνσταντίνος δεν εκδίδει το Διάταγμα.
Η ρήξη είναι προ των πυλών και οι απόψεις στην κοινωνία ποικίλλουν. Είτε για να μην εμπλακεί σε ατέρμονες συζητήσεις είτε για να προστατέψει το γιο του είτε για να καλύψει την παράταξή του από την εξέλιξη των ανακρίσεων για τον ΑΣΠΙΔΑ είτε για όλους αυτούς τους λόγους μαζί, ο Παπανδρέου δεν μπορούσε να δράσει ως Πρωθυπουργός.
Ο Κωνσταντίνος αποστέλλει τις τρεις περίφημες διαδοχικές επιστολές που εξωθούν τελικά τον Πρωθυπουργό σε παραίτηση. Ο Παπανδρέου κατηγορείται ότι υποθάλπει εν εξελίξει συνωμοσία, ότι εγείρει ζήτημα συνταγματικής τάξεως και «προτρέπεται» να μην αναλάβει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Ο Πρωθυπουργός υπερασπίζει τον εαυτό του υπενθυμίζοντας στο Βασιλιά το πολίτευμα της χώρας, ως ένδειξη καλής θέλησης μεταβαίνει στην Κέρκυρα προκειμένου να συγχαρεί τον Κωνσταντίνο για τη γέννηση της Αλεξίας και εξερχόμενος δηλώνει ότι υπήρξε «πλήρης αρμονία απόψεων», δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι η κρίση ξεπεράστηκε.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα συγκαλεί έκτακτο υπουργικό συμβούλιο, θέτει το ζήτημα διαγραφής του -απόντα- Πέτρου Γαρουφαλιά και την επόμενη ημέρα ο εκλεκτός του παλατιού διαγράφεται. Η τρίτη επιστολή με τη «νουθεσία» να μην προχωρήσει στην ανάληψη του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, παραδίδεται προσωπικά από τον Χαΐδά στο Καστρί και θα προκαλέσει την έντονη αντίδραση του Παπανδρέου.
Παρά τις εκκλήσεις του Μητσοτάκη, του Τσιριμώκου, του Μπακατσέλου και λοιπών επιφανών στελεχών της Ένωσης Κέντρου, ο Παπανδρέου παραμένει ανένδοτος στην πρόθεση ρήξης με τον Κωνσταντίνο και δεν υποχωρεί. Προαναγγέλλει την παραίτησή του επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να είναι Πρωθυπουργός υπό απαγόρευση.
Στις 7 το βράδυ της 15ης Ιουλίου του 1965 πραγματοποιείται η τελευταία συνάντηση Παπανδρέου – Κωνσταντίνου στην Ηρώδου Αττικού. Διαρκεί μόνο δέκα λεπτά, όσα χρειάζονται για να επιβεβαιωθεί η ολική ρήξη μεταξύ και των δυο αδιάλλακτων πλευρών. Πριν καν κατατεθεί εγγράφως η παραίτηση του Παπανδρέου, ορκίζεται Πρωθυπουργός ο μέχρι πρότινος Πρόεδρος της Βουλής, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας.
Διαδοχικά οι Νόβας, Στεφανόπουλος, Τσιριμώκος, αποτυγχάνουν να λάβουν την έγκριση των βουλευτών της ΕΚ, ο πρώτος με αποδοκιμασίες στη Βουλή, ο δεύτερος σε συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της ΕΚ και ο τρίτος παρά τη στήριξη από 98 βουλευτές της ΕΡΕ. Εν μέσω ταραχών στους δρόμου της πρωτεύουσας και υπόγειων διαπραγματεύσεων, ο Στέφανος Στεφανόπουλος σχηματίζει κυβέρνηση 17 Σεπτεμβρίου του 1965 και πέντε ημέρες αργότερα αποκτά και την ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή, με ψήφους μελών της ΕΡΕ, της ΕΚ και τη στήριξη των Προοδευτικών του Μαρκεζίνη.
Η «κυβέρνηση των αποστατών» αντέχει μέχρι την 21η Δεκεμβρίου του 1966, όταν και ανατρέπεται από τον Κωνσταντίνο σε συμφωνία με τον αρχηγό της ΕΡΕ Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον επανακάμψαντα αρχηγό της Ένωσης Κέντρου, Γεώργιο Παπανδρέου. Μόνο αίτημα και των δύο ο διορισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης για διεξαγωγή εθνικών εκλογών.
Τα αληθινά και πλήρη αίτια της κρίσης δεν έγιναν ποτέ γνωστά, ταλαιπωρούν ακόμα τους πολιτικούς αναλυτές και χορεύουν τις εκδοχές της ιστορίας. Η φθορά του κοινοβουλευτισμού ωστόσο υπήρξε ανεπανόρθωτη και ραγδαία, τα μεγαλύτερα τμήματα του πληθυσμού απογοητεύτηκαν πλήρως από το πολιτικό προσωπικό, έχασαν πάσα εμπιστοσύνη στους θεσμούς και τη σημασία της εντολής τους. Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ, Ηλίας Ηλιού, είχε προειδοποιήσει από βήματος Βουλής για την κρισιμότητα της κατάστασης και το ιστορικό χρέος όλων: «ευρισκόμεθα στην απαρχή εφαρμογής σχεδίου προς προπαρασκευήν του εδάφους δι' ανωμάλους λύσεις». Την 21η Απριλίου του 1967 δικαιώθηκε.
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος