Καθεδρικός Ναός Αγ. Διονυσίου: Η μακρά και περιπετειώδης ιστορία του
Ελλαδα

Καθεδρικός Ναός Αγ. Διονυσίου: Η μακρά και περιπετειώδης ιστορία του

Μπήκαμε στον ναό με αφορμή το 2ο Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής
125052-280643.jpg
Έλενα Ντάκουλα
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ιερός Καθολικός Καθεδρικός Ναός Αγ. Διονυσίου του Αρεοπαγίτου: Η ιστορία του ναού

Το 2ο Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής που οργανώθηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή και πραγματοποιείται από τις 28 ως τις 30 Απριλίου σε εκκλησίες, συναυλιακούς χώρους, αλλά και σε τοπόσημα της πόλης συνήθως κλειστά για το ευρύ κοινό, άνοιξε την Κυριακή το μεσημέρι την αυλαία του στον Καθολικό Καθεδρικό Ναό της Αθήνας, με τη συναυλία In saecula saeculorm που παρουσίασαν οι Ειρήνη Αναστασίου, Σπύρος Αρκούδης και Γεώργιος Κρίμπερης.

Ο επιβλητικός χώρος πλημμύρισε από τον ιερατικό και μεγαλοπρεπή ήχο του εκκλησιαστικού οργάνου, τη μουσική από την τρομπέτα και το τρομπόνι, προσφέροντας στους ακροατές μια κατανυκτική, μυσταγωγική εμπειρία, απόλυτα εναρμονισμένη με το πνεύμα των ημερών.

Ο Ιερός Καθολικός Καθεδρικός Ναός Αγ. Διονυσίου του Αρεοπαγίτου

Ο επιβλητικός Καθολικός Καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, έχει μία μακρά και περιπετειώδη ιστορία. Στα μέσα του 19ου αιώνα η μοναδική εκκλησία των καθολικών της Αθήνας βρισκόταν κοντά στους Αέρηδες, στην Πλάκα, αλλά λόγω μεγέθους δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει τις θρησκευτικές ανάγκες των ξένων διπλωματών, των βαυαρών αυλικών και ευρύτερα όλων των καθολικών της πόλης. Η ανέγερση, λοιπόν, ενός μεγαλύτερου ναού ήταν επιτακτική ανάγκη. 

Ο Επίσκοπος της Σύρου, Λουδοβίκος-Μαρία Βλάγκης, ανέθεσε στον Εφημέριο των καθολικών της Αθήνας, τον Κωνσταντίνο Σαργολόγου, να βρει το κατάλληλο οικόπεδο. Πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί την έκπληξη του Εφημέριου όταν άκουσε τον βασιλιά Όθωνα να του λέει αυτό να είναι «μακριά... έξω από την πόλη, εκεί που αρχιτέκτονές του σχεδίαζαν, πάνω στα χαρτιά ακόμα, ένα μεγάλο βουλεβάρτο, την οδό Πανεπιστημίου, που ήταν ακόμη, ρέμα στα πόδια του Λυκαβηττού!»

Στην ίδια θέση είχε προταθεί, από τον Στ. Κλεάνθη, να χτιστεί η Μητρόπολη των Αθηνών, αλλά η Ορθόδοξη Εκκλησία την είχε απορρίψει, λόγω του ότι η περιοχή ήταν απόμερη. Παρ’ όλα αυτά, ο Όθωνας ήταν σίγουρος ότι στο σημείο εκείνο θα γινόταν το κέντρο της νέας πόλης. Ο ιερωμένος πείστηκε και η αγορά ενός οικοπέδου, εκτάσεως 6.000 τετραγωνικών πήχεων, που βρισκόταν ακριβώς πάνω στο ρέμα και ήταν ιδιοκτησίας του Σταμάτη Κλεάνθη, πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1847. Το τίμημα ήταν 17.000 δρχ., εκ των οποίων οι 9.000 δρχ. δόθηκαν την ημέρα της αγοραπωλησίας και τα υπόλοιπα (8.000 δρχ.) ρυθμίστηκαν σε 6 μηνιαίες δόσεις. Προκειμένου να γίνει η αποπληρωμή του χρέους, αλλά και ν’ αρχίσει η οικοδόμηση του ναού, εστάλησαν προσκλήσεις προς όλες τις καθολικές οργανώσεις της Ευρώπης και της Αμερικής, ζητώντας τη συνδρομή τους. Θερμός υποστηρικτής της όλης προσπάθειας ήταν ο πρέσβης της Αυστρίας στην Ελλάδα, Prokesch Osten. Ο δε γλωσσομαθής ιερέας Γεώργιος Πρίντεζης, είχε σταλεί στην Ευρώπη –όπου παρέμεινε τρία χρόνια (1851-1854)– προς ευόδωση των εράνων.

Ο Όθων ανέθεσε την εκπόνηση των σχεδίων στον Βαυαρό αρχιτέκτονα Leo von Klenze (1784-1864), ο οποίος θεωρείται ο σημαντικότερος αρχιτέκτων του νεοκλασικισμού. Ο Klenze σχεδίασε μία μεγαλοπρεπή, τρίκλητη βασιλική νεοαναγεννησιακού ρυθμού, με πρότυπο την εκκλησία του Αγίου Βονιφατίου του Μονάχου. Aξιζει να σημειωθεί ότι αυτό υπήρξε το μοναδικό δείγμα της αρχιτεκτονικής του Κlenze στην Αθήνα, ενώ άλλες προτάσεις και σχέδιά του για την πόλη δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. 

Ο ναός θεμελιώθηκε με επισημότητα τον Μάιο του 1853, παρουσία εκπροσώπων του παλατιού, του διπλωματικού σώματος και πολλών πιστών. Την επίβλεψη των έργων ανέλαβε ο αρχιτέκτων Λύσανδρος Καυταντζόγλου. 

Τα χρήματα των εισφορών γρήγορα εξαντλήθηκαν, με αποτέλεσμα η οικοδόμηση να σταματήσει για αρκετά χρόνια, ενώ παράλληλα συνεχίζονταν οι προσπάθειες για εξεύρεση των απαιτούμενων πόρων. Λέγεται ότι, εν μέρει, η απροθυμία δωρητών οφειλόταν στο γεγονός ότι τα πομπώδη σχέδια του Κλέντσε δεν άρεσαν στους καθολικούς των Αθηνών. Ζητήθηκε από τον Λ. Καυταντζόγλου να κάνει ορισμένες αλλαγές σ’ αυτά και το αποτέλεσμα ήταν μία εκκλησία με «ήρεμον και αξιοπρεπή εμφάνισιν, ενηρμονισμένην εις το αρχιτεκτονικόν ύφος του Αθηναϊκού κλασσικισμού» όπως αναφέρει ο Κ. Μπίρης.

Λόγω οικονομικής δυσπραγίας, η οικοδόμηση σταματούσε και συνεχιζόταν μόλις συγκεντρωνόταν ένα αξιόλογο χρηματικό ποσό. Το 1875, ο βαθιά θρησκευόμενος Ιωάννης Σερπιέρης, ο οποίος είχε αγοράσει το σχεδόν απέναντι από τον ναό οικόπεδο για να χτίσει το μέγαρό του, έκανε μια μεγάλη δωρεά που αποδείχθηκε καθοριστική για την αποπεράτωση της εκκλησίας.

Ο ναός εγκαινιάστηκε το 1887, 34 χρόνια μετά τη θεμελίωσή του. Μια φαρδιά μαρμάρινη σκάλα οδηγεί στα προπύλαια με τους κίονες και τις καμάρες και στο βάθος αυτών ανοίγονται οι τρεις πύλες της εισόδου στην εκκλησία, με την κάθε είσοδο ν’ ανταποκρίνεται στις τρεις ζώνες της βασιλικής (κεντρική και τις δύο πλευρικές). Το μήκος από την πύλη μέχρι την αψίδα είναι 38 μ., ενώ το πλάτος 24 μ. Το δάπεδο του ναού είναι στρωμένο με πλάκες από πεντελικό μάρμαρο, τοποθετημένες ρομβοειδώς, σύμφωνα με το σχέδιο του Λ. Καυταντζόγλου, ενώ η οροφή του κλίτους αποτελείται από 84 λευκά φατνώματα με χρυσό διάκοσμο.

Ο εσωτερικός χώρος του Καθολικού Καθεδρικού Ναού Αγίου Διονυσίου και ο διάκοσμος

Από τα ωραιότερα στολίδια του εσωτερικού χώρου είναι οι 16 μονόλιθες κολώνες από πράσινο μάρμαρο Τήνου, οι οποίες είχαν μεταφερθεί από το νησί με γαλλικό πολεμικό πλοίο, μετά από μεσολάβηση της Γαλλικής Πρεσβείας και προορίζονταν για την Αίθουσα του Θρόνου, στα Ανάκτορα. Στην πορεία, τα σχέδια των Ανακτόρων τροποποιήθηκαν από τον Γκέρντερ στο απλούστερο, και έτσι αυτές έμειναν αχρησιμοποίητες, μέχρι που αποφασίστηκε να στολίσουν τον ναό του Αγίου Διονυσίου.

Η μεγάλη τοιχογραφία που καλύπτει το ημιθόλιο της αψίδας του Ιερού, ιστορεί τη «Δόξα του Αγίου Διονυσίου» και είναι έργο του Gulielmo Bilancioni, ο οποίος μαζί με τον κληρικό αγιογράφο Λουδοβίκο Πετί, είχαν αναλάβει τον ζωγραφικό διάκοσμο του ναού. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακοί οι τοίχοι της αψίδας, ζωγραφισμένοι με χρυσό και πορφυρό χρώμα, που δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για κάποιο παραπέτασμα.

Το Ιερόν διαχωρίζεται από το κεντρικό κλίτος μ’ ένα μαρμάρινο κιγκλίδωμα σε σχέδιο του Λ. Καυταντζόγλου, ενώ αριστερά και δεξιά βρίσκονται δύο άμβωνες, δωρεά του αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκου Ιωσήφ, όταν επισκέφτηκε την Αθήνα το 1869. Η Αγία Τράπεζα και το Ιερό Αρτοφόριο είναι κατασκευασμένα από κόκκινο και πράσινο μάρμαρο με ορειχάλκινες διακοσμήσεις, και υπεράνω αυτής βρίσκεται η μεγάλη εικόνα του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, πλαισιωμένη από κολώνες και αέτωμα από πεντελικό μάρμαρο. Η εικόνα τοποθετήθηκε εκεί την ημέρα των εγκαινίων του ναού, στις 4 Οκτωβρίου 1865.

Τα οκτώ παράθυρα, στο αριστερό και δεξί κλίτος της εκκλησίας, κοσμούνται από υπέροχα βιτρώ, ύψους 4 μ. περίπου και πλάτους 1.5 μ., που απεικονίζουν αγίους. Αποτελούν δωρεά του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου και έχουν φιλοτεχνηθεί στο βασιλικό εργαστήριο του Μονάχου.

Στο ξύλινο υπερώο πάνω από την είσοδο είναι τοποθετημένο το εκκλησιαστικό όργανο, δωρεά των Φραγκισκανών μοναχών της Ρόδου, κατασκευασμένο από τον οίκο Mascioni στην πόλη Varese της βόρειας Ιταλίας. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Δαλέζιος Ευγένιος, «Ο Εν Αθήναις Καθεδρικός Ναός του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου 1865-1965», Αθήνα, 1965
  2. Γιοχάλας Θανάσης, Καφετζάκη Τόνια, «ΑΘΗΝΑ. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία», Εκδ. Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ, Αθήνα 2013.

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

  • saintdenis.gr

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

Δειτε περισσοτερα