Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
15°
Αριστοτέλης Ωνάσης: Ο άνθρωπος και οι επιχειρήσεις του
Αριστοτέλης Ωνάσης: Αποσπάσματα από το νέο βιβλίο «Ιστορία των Επιχειρήσεων Ωνάση 1924-1975» που σκιαγραφούν το πρόσωπο και τον επιχειρηματία.
Το Ίδρυμα Ωνάση και το σημαντικό Αρχείο Ωνάση
Οι μεγάλοι οργανισμοί και οι επιχειρήσεις προσδιορίζονται από την προσωπικότητα του ιδρυτή τους. Το ίδιο, έως έναν βαθμό, ισχύει και για ολόκληρα κράτη. Το Ίδρυμα Ωνάση αποτελεί καλό παράδειγμα αυτής της ιστορίας. Προσδιορίζεται από τον χαρακτήρα και τις επιλογές του Αριστοτέλη Ωνάση και, μάλιστα, θέλοντας ο ίδιος να του δώσει συμβολικά την ονομασία του γιου του: το Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης συνεχίζει όχι μόνο την ιστορία του ονόματος αλλά διατηρεί και το ίδιο δαιμόνιο που διακατείχε τον ιδρυτή του.
Η εικόνα του Αριστοτέλη Ωνάση, στη συλλογική συνείδηση, ορίζεται περίπου ως ενός εξαιρετικά επιτυχημένου επιχειρηματία που διατήρησε ακέραια και υπερήφανα την καταγωγή του, είχε δυναμική κοινωνική παρουσία καθώς και μία ζωή με έντονο το στοιχείο της τραγικότητας. Ιδανικό υλικό για ιστορίες και μυθεύματα που ξεπηδούν συνέχεια και κυρίως έχουν να κάνουν με τις γυναίκες της ζωής του, τη Μαρία Κάλλας, την Τζάκι-Ο, την κόρη του Χριστίνα και την εγγονή του Αθηνά αλλά και τον τραγικό θάνατο του Αλέξανδρου. Το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφικής παραγωγής που αφορά τον Ωνάση σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο, ασχολείται με το lifestyle και την προσωπική του ζωή. Η λάμψη του έδωσε τροφή σε χιλιάδες άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, δεκάδες βιβλία, δημοσιογραφικά, βιωματικά, φωτογραφικά, τα περισσότερα από τα οποία είναι αμφιβόλου ποιότητας. Ελάχιστα δημοσιογραφικά κείμενα θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι διακρίνονται από κάποιον βαθμό εγκυρότητας.
Ένα μεγάλο κενό όμως στην ιστορία του Ωνάση ήταν η καταγραφή της επιχειρηματικής του δράσης, της καινοτομίας και της ρήξης που έφερε το δαιμόνιό του στη ναυτιλία και σε άλλους κλάδους. Το κενό αυτό έρχεται να το καλύψει η καθηγήτρια Ναυτιλιακής και Οικονομικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και Διευθύντρια του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας Τζελίνα Χαρλαύτη, μαζί με την ομάδα ερευνητών που οργάνωσε. Πρώτο μέλημά τους ήταν η καταγραφή και οργάνωση του Αρχείου Ωνάση του οποίου τη συγκέντρωση επιμελήθηκε εδώ και χρόνια ο Πρόεδρος του Δ.Σ. Ιδρύματος Ωνάση, Αντώνης Σ. Παπαδημητρίου. Ως νέος δικηγόρος αρχικά -και δεξί χέρι του Αριστοτέλη Ωνάση- και αργότερα από άλλες θέσεις είχε συνείδηση της σημασίας να διατηρηθούν όσα τεκμήρια διασώθηκαν από τον χρόνο.
Πριν λίγο καιρό, το Ίδρυμα Ωνάση παρουσίασε την Ιστορία των Επιχειρήσεων Ωνάση 1924-1975, ένα ξεχωριστό βιβλίο που κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και καταγράφει με επιστημονική ακρίβεια το επιχειρηματικό ταξίδι του Αριστοτέλη Ωνάση. Το βιβλίο στηρίζεται στο Αρχείο Ωνάση και αποτυπώνει με τον πιο έγκυρο και εμπεριστατωμένο τρόπο την πεντηκονταετή λειτουργία ενός πολυεθνικού επιχειρηματικού ομίλου που δημιουργήθηκε από τον διασημότερο εφοπλιστή του 20ου αιώνα, με εταιρείες σε 3 ηπείρους και 14 χώρες και δραστηριότητες σε όλο τον πλανήτη. Πάνω απ’ όλα, πρόκειται για ένα εμβληματικό έργο που φιλοδοξεί να χαρτογραφήσει την πολυσχιδή οικονομική δράση του Αριστοτέλη Ωνάση: από τη ναυτιλία στην Ολυμπιακή Αεροπορία, στο Olympic Tower της Νέας Υόρκης και σε άλλες, πολλές επενδύσεις.
Μέσα από αποσπάσματα του βιβλίου, προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε το πορτρέτο του μυθικού αυτού Έλληνα.
«Μεγάλωσα πλούσιο αρχοντοελληνόπουλο στην Τουρκία...»
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης είναι ο διασημότερος εφοπλιστής του 20ού αιώνα, ο άνθρωπος που ενσαρκώνει το πρότυπο του μεγιστάνα εφοπλιστή, το σύμβολο της ελληνικής επιχειρηματικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Την 1η Ιανουαρίου 2000 το κύριο άρθρο του περιοδικού Lloyd’s List είχε τίτλο «Γίγαντες που άλλαξαν την εικόνα της ναυτιλίας», και στις φωτογραφίες που το συνόδευαν δέσποζε εκείνη του Αριστοτέλη Ωνάση. Ο εφοπλιστικός όμιλος τον οποίο ίδρυσε ο Αριστοτέλης Ωνάσης κατά τον Μεσοπόλεμο καθόρισε την πορεία της παγκόσμιας και της ελληνικής ναυτιλίας στον 20ό αιώνα.
Εκτός των θαλάσσιων μεταφορών, ο Αριστοτέλης Ωνάσης επένδυσε επίσης στις εναέριες μεταφορές, δημιουργώντας μία από τις ελάχιστες, την εποχή εκείνη, ιδιωτικές εταιρείες αεροπορικών γραμμών στον κόσμο με παγκόσμια δικτύωση, την Ολυμπιακή Αεροπορία, η οποία, εκτός των άλλων, σφράγισε την ανάπτυξη του τουρισμού στην Ελλάδα. Στις αρχές του 1970 διέθετε έναν εμπορικό στόλο 80 πλοίων χωρητικότητας 2,5 εκατομμυρίων κοχ που όργωνε τους ωκεανούς και έναν αεροπορικό στόλο 30 αεροσκαφών μεταφορικής δυναμικότητας τριών εκατομμυρίων επιβατών ετησίως που όργωνε τους αιθέρες, 240 εταιρείες που λειτουργούσαν σε 12 χώρες και τρεις ηπείρους, με περίπου 10.000 εργαζόμενους σε στεριά και θάλασσα. Η περιουσία του το 1975 εκτιμήθηκε σε 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια (αγοραστικής αξίας 2020). Το 1975, έτος του θανάτου του, ο Ωνάσης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ιδιοκτήτες δεξαμενόπλοιων στον κόσμο.
Εκείνο που χαρακτήριζε τον Ωνάση ήταν η ετοιμότητά του να εγκαταλείπει εγχειρήματα που τα αξιολογούσε ως μη κερδοφόρα ή προβληματικά. Προσπάθησε να μπει στην αγορά πετρελαίου με μια προκλητική συμφωνία με τη Σαουδική Αραβία, κίνηση που τον έφερε σε ευθεία αντιπαράθεση με τις μεγάλες εταιρείες πετρελαίου και την Κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών. Προσπάθησε να μπει στην αγορά της φαλαινοθηρίας, με αποτέλεσμα να στραφούν εναντίον του όλες οι φαλαινοθηρικές ναυτιλίες. Προσπάθησε να επενδύσει στα ναυπηγεία Harland & Wolff στην Ιρλανδία, τα οποία δεν ήταν σε θέση να αγοράσει, όπως ήθελε κατά τη δεκαετία του ‘70. Προσπάθησε να επενδύσει σε ένα τεράστιο διυλιστήριο πετρελαίου στην Ελλάδα, γνωστό ως έργο «Ωμέγα», κατά την περίοδο της ελληνικής δικτατορίας, αλλά απέσυρε τελικά το σχέδιό του. Επένδυσε σε μία μικρή ελβετική τράπεζα χωρίς ιδιαίτερη κερδοφορία. Από την άλλη πλευρά, ασχολήθηκε με την επιτυχημένη οικοδόμηση μιας διεθνούς αεροπορικής εταιρείας, της Ολυμπιακής Αεροπορίας, η οποία από το 1956 μέχρι το τέλος της, αναδείχθηκε σε σημαντική διεθνή αεροπορική εταιρεία, σημείο αναφοράς της ελληνικής τουριστικής ανάπτυξης. Η εταιρεία όμως δεν απέφερε ποτέ κέρδη στον δημιουργό της, ο οποίος εντέλει την πούλησε, πριν από τον θάνατό του, στο ελληνικό κράτος.
Οι επιτυχίες του όμως ήταν πολύ περισσότερες από τις αποτυχίες του. Από την άλλη πλευρά, η επιτυχία δεν φέρνει πάντα την αποδοχή. Χρειάστηκε να περάσουν τρεις δεκαετίες για να γίνει αποδεκτός από το ερμητικά κλειστό ελληνικό εφοπλιστικό κύκλωμα, παρά την εξ’ αγχιστείας συγγένειά του, από το 1946, με μία από τις ηγετικές μορφές του ελληνικού εφοπλισμού, τον Σταύρο Λιβανό.
«Μεγάλωσα πλούσιο αρχοντοελληνόπουλο στην Τουρκία», έγραφε ο Αριστοτέλης Ωνάσης το 1947. «Δεν υπάρχει τίποτα το μυστηριώδες, τονίζω δε αυτό διότι δεκάδες κακοηθέστατων και αθλίων συναδέλφων μού σέρνουνε τα πάντα. ‘’Τι έκαμε πριν μπει στη δουλειά μας; Πώς έπιασε τα πρώτα του χρήματα; Τι μυστήρια μετήλθε και επηγγέλθη;’’ Ε, λοιπόν απαντώ: Σημαίνων έμπορος ήτο ο πατήρ μου. Παρά την Μικρασιατικήν καταστροφήν, του έμεναν η πιστωτική του υπόστασις και ολίγα κεφάλαια». Ο Αριστοτέλης Ωνάσης αποτύπωνε την αλήθεια στον πρώτο δημοσιευμένο λόγο του το 1947.
Από τους Ωνάνογλου στους Ωνάση
Ο «Αρίστος» για τους δικούς του, μεγάλωσε σε μία μεγάλη και εύπορη εμπορική οικογένεια της κοσμοπολίτικης και πολυεθνικής Σμύρνης, η οποία καταγόταν από τη Μουταλάσκη της Καππαδοκίας, μία κωμόπολη κοντά στην Καισάρεια. Η μητέρα του πέθανε όταν ο Αρίστος ήταν μόλις 6 ετών. Ο παππούς του Χαράλαμπος Ωνάσογλου ήταν εύπορος κτηματίας και έμπορος και διετέλεσε δημογέροντας στη Μουταλάσκη όπου υπήρχε και γειτονιά που ονομαζόταν “Ωνασή μαχαλλεσί”. Και οι επτά γιοί Ωνάσογλου, όπως συνηθιζόταν για όλα τα νεαρά άρρενα μέλη των εύπορων οικογενειών των κωμοπόλεων της Καππαδοκίας, μετανάστευσαν ασχολούμενοι με το εμπόριο στη Σμύρνη, όπου και εξευρωπάισαν το όνομά τους αλλάζοντάς το σε Ωνάση. Την ευμάρεια της οικογένειας και την υιοθέτηση δυτικών αστικών προτύπων μαρτυρούν και οικογενειακά πορτρέτα όπου οι άντρες εμφανίζονται με ευρωπαϊκή φορεσιά: κοστούμι, παπιγιόν, γιλέκο και χρυσή αλυσίδα ρολογιού.
Το πρώτο του κεφάλαιο ο Αριστοτέλης το συγκέντρωσε σε συνεργασία με τον πατέρα του, τον θείο του και τα δύο από τα πρώτα ξαδέρφια του, ενώ στην πορεία της ζωής του συνεργάστηκε στενά με οκτώ πρόσωπα από τον οικογενειακό και συγγενικό του περίγυρο.
Όταν ξέσπασε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος όλοι οι αδελφοί Ωνάση ενεπλάκησαν στην τροφοδοσία του ελληνικού στρατού. Λίγες μέρες πριν την επέλαση των κεμαλικών στρατευμάτων τα αδέρφια Σωκράτης και Όμηρος Ωνάσης προμήθευσαν «22.000 τεμάχια εσώρρουχα προς διανομήν εις τους στρατιώτας μας. Ηγοράσαμεν 140.000 πακέτα σιγαρέττα και εργαζόμεθα προς κανόνισιν της διανομής».
Κατά την καταστροφή, όλη η οικογένεια Ωνάση είχε καταφέρει να διαφύγει στη Λέσβο αλλά στη Σμύρνη είχε παραμείνει ο νεαρός Αριστοτέλης με τον πατέρα του. Πολλά έχουν γραφτεί για το πώς διέφυγαν από τη Σμύρνη με διάφορες διαστρεβλώσεις και μυθοπλασίες που φαίνεται να τις τροφοδότησε και ο ίδιος ο Αριστοτέλης επινοώντας μάλλον τις πιο υπερβολικές και δραματικές ιστορίες για την περίοδο εκείνη σε διάφορες συνεντεύξεις στον Τύπο και στους βιογράφους του. Ο ίδιος έγραφε τα εξής:
«Τι έγινε τον Σεπτέμβριο του 1922 είναι γνωστό. Μαζί με ενάμισυ εκατομμύριο ψυχές, το ήμισυ της οικογενείας μου επλήρωσε με το αίμα της τον φόρον της εθνικότητος την οποίαν σεις μου αρνείσθε. Και άλλοι μεν απηγχονίσθησαν, άλλοι εκάησαν ζωντανοί και άλλο ετυφεκίσθησαν. Γιατί;Διότι μέλη της οικογενείας μου έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλον στην εθνικήν άμυναν. Εγώ ο ίδιος εφυλακίσθην, ασφαλώς δε θα κατέληγα σε κρεμάλα, εάν δεν εδραπέτευα με την βοήθειαν του Αμερικανού υποπροξένου και αφού γλύτωσα από τις σφαίρες του καταδιώκοντός μου περιπόλου, συναποκομίζων σοβαρά ποσά και στοιχεία της εθνικής Μικρασιατικής αμύνης δια να μοιρασθούν κατ’αναλογίαν εις τους δικαιούχους, κατεστραμμένους τότε πρόσφυγας εν Ελλάδι που είχαν συνεισφέρει εν Σμύρνη. Από άρχοντες κατέληξαν να κατοικήσουν τα διαμερίσματα της υπηρεσίας μιας πολυτελούς επαύλεως στην Κηφισιά, και παιδί τότε θυμάμαι που μας έλεγαν ότι ήτο η βίλλα πλούσιου εφοπλιστού με πολλά καράβια, μεταξύ των οποίων και ένα που το λέγανε ‘Βασιλική’».
Μια νέα ζωή
Τα μέλη της οικογένειας Ωνάση φθάνοντας στην Αθήνα ξεκίνησαν νέα ζωή. Λόγω της ενασχόλησής τους στη Σμύρνη με το διεθνές εμπόριο και τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες, τα αδέρφια Σωκράτης και Όμηρος Ωνάσης διέθεταν επιχειρηματική ευελιξία, κινητικότητα, εμπορική πίστη και συναλλαγματικές που μεταφέρονταν εύκολα. Η συνεννοημένη μετάβαση των νεαρών της οικογενείας, του Αριστοτέλη Ωνάση τον Σεπτέμβριο του 1923, του Νίκου Κονιαλίδη τον Αύγουστο του 1924 και του Κωνσταντίνου Κονιαλίδη τον Ιούνιο του 1929, στη Λατινική Αμερική βοήθησε στην ανάπτυξη του οικογενειακού επιχειρηματικού δικτύου μεταξύ Πειραιά, Μπουένος Άιρες και Μοντεβιδέο.
Μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια, από το 1925 μέχρι το 1932, ο Αριστοτέλης Ωνάσης με τον πατέρα του Σωκράτη και τον θείο του Όμηρο και τους αδελφούς Κονιαλίδη έστησαν μία εύρωστη εμπορική επιχείρηση με εξαγωγές ελληνικών καπνών στην Αργεντινή και γενικό εμπόριο στην Ουρουγουάη. Ο Αριστοτέλης δημιούργησε και δική του επιχείρηση βιοτεχνίας τσιγάρων στο Μπουένος Άιρες. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1932 έγινε ο αρχηγός της οικογένειας. Συντηρούσε τις αδερφές του, τις θείες του, στήριζε τα πρώτα ξαδέρφια του και κάποιες πρώτες εξαδέλφες και εξαδέλφους μέχρι τον δικό του θάνατο το 1975. Σε όλη του τη ζωή ακολούθησε το πατριαρχικό μοντέλο διοίκησης της επιχείρησης και της οικογένειας.
Αριστοτέλης Ωνάσης: Οι τέσσερις περίοδοι μιας συγκλονιστικής επιχειρηματικότητας
Ο «Αρίστος» Ωνάσης για χρόνια δεν είχε ξεκαθαριστεί αν γεννήθηκε στη Σμύρνη ή τη Θεσσαλονίκη, στις 21 Σεπτεμβρίου ή στις 20 Ιανουαρίου του 1900 ή του 1906, αφού και ο ίδιος άφησε την αμφιβολία αυτή να αιωρείται. Είναι τα ταραγμένα νεανικά χρόνια που άφησαν το αποτύπωμά τους. Όταν έφυγε από τη Σμύρνη είχε έγγραφα που έγραφαν ότι είναι γεννημένος το 1906 για να μπορέσει να φύγει ως ανήλικος στην Ελλάδα, και με αυτή τη χρονολογία γέννησης ταξίδεψε με προσωρινό διαβατήριο στην Αργεντινή το 1923. Για να ανοίξει το γραφείο της οικογενειακής επιχείρησης στο Μπουένος Άιρες το 1924 έπρεπε να φαίνεται ενήλικος, και γι’ αυτό δήλωσε ως χρονολογία γέννησης το 1900. Για να μην πολιτογραφηθεί, μάλιστα, ως Τούρκος, δήλωσε ως τόπο γέννησης τη Θεσσαλονίκη. Στον τάφο του στον Σκορπιό αναγράφεται ως ημερομηνία γέννησης η 21η Ιανουαρίου 1906, ημερομηνία την οποία υιοθετεί το Ίδρυμα Ωνάση.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, έχοντας σπουδάσει στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, γνώριζε σίγουρα καλά, εκτός από ελληνικά και τουρκικά, γαλλικά και αγγλικά. Η διδασκαλία ξένων γλωσσών στις εμπορικές σχολές ήταν απαραίτητο εργαλείο μάθησης σε μια πολυπολιτισμική και πολύγλωσση πόλη όπως η Σμύρνη. Η παιδεία του Αριστοτέλη -καλλιγραφία, ορθογραφία, γνώσεις αρχαίας και νεότερης ιστορίας, ευχέρεια στην έκφραση- αποτυπώνεται στις χειρόγραφες και δημοσιευμένες επιστολές του. Στην πορεία της ζωής του χρησιμοποιούσε με μεγάλη ευχέρεια τέσσερις γλώσσες: την ελληνική, την αγγλική, τη γαλλική και την ισπανική. Παρόλο που δεν ακολούθησε ανώτερες σπουδές, φαίνεται να συνέχισε την αυτομόρφωσή του μέχρι το τέλος της ζωής του, όπως μαρτυρεί η πολύ σημαντική προσωπική του βιβλιοθήκη με τα γεμάτα σημειώσεις βιβλία.
Η επιχειρηματική πορεία του Αριστοτέλη Ωνάση καλύπτει πέντε δεκαετίες, από το 1924 μέχρι το 1975. Τα πρώτα χρόνια της επιχειρηματικής του δραστηριότητας στο Μπουένος Άιρες (1924-1932) ανέπτυξε τις εμπορικές επιχειρήσεις του με όχημα το οικογενειακό επιχειρηματικό δίκτυο. Τότε συγκέντρωσε τα πρώτα του κεφάλαια με την εισαγωγή και επεξεργασία ελληνικών καπνών και άλλων ειδών. Η περίοδος αυτή κλείνει με τον θάνατο του πατέρα του το 1932.
Στην επόμενη περίοδο (ως το 1946) ο Αριστοτέλης Ωνάσης εισέρχεται στη ναυτιλία και εδραιώνεται ως εφοπλιστής πλοίων ξηρού και υγρού φορτίου, με έδρα των επιχειρήσεών του το Μπουένος Άιρες, το Μοντεβιδέο και τη Νέα Υόρκη (όπου και έζησε τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου). Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από τις διαμάχες του τόσο με τους Έλληνες της Αργεντινής όσο και με τη διεθνή ομάδα των Ελλήνων εφοπλιστών που ήταν εγκατεστημένοι στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στον Πειραιά.
Η τρίτη περίοδος (1946-1958) είναι εκείνη της απογείωσής του, καθώς συγκροτεί έναν στόλο 60 πλοίων και καθιερώνεται ως εφοπλιστής διεθνούς διαμετρήματος. Στο τέλος εκείνης της περιόδου, η οποία χαρακτηρίστηκε από τις συγκρούσεις του με την αμερικανική κυβέρνηση και τα πετρελαϊκά συμφέροντα σε παγκόσμιο επίπεδο, μετέφερε την έδρα της εταιρείας του στην Ευρώπη, στο Μόντε Κάρλο, και απέκτησε παγκόσμια φήμη.
Στην τέταρτη φάση της πορείας του (1959-1975) γίνεται αδιαμφισβήτητα ο μεγαλύτερος εφοπλιστής δεξαμενόπλοιων στον κόσμο, με στόλο 80 πλοίων. Πρότυπο μεγιστάνα, μέλος του διεθνούς τζετ-σετ της εποχής, περνάει πλέον τον περισσότερο χρόνο του μεταξύ Μόντε Κάρλο, Γαλλίας και Ελλάδας, και στη θαλαμηγό του “Χριστίνα”. Ύστερα από την απόκτηση της Ολυμπιακής Αεροπορίας, η Αθήνα γίνεται το τρίτο κέντρο διαχείρισης των επιχειρήσεών του και η Ελλάδα εν γένει ο τόπος διαμονής του μέχρι τον θάνατό του. Στην Ελλάδα είχε επενδύσει σε ακίνητη περιουσία αγοράζοντας τον περίφημο Σκορπιό, το νησί του απέναντι από το Νυδρί της Λευκάδας και δίπλα στο νησί της Ιθάκης, από την οποία προέρχονταν σχεδόν όλοι οι ναυτικοί του. Ήταν τα χρόνια του “ελληνικού ναυτιλιακού θαύματος”. Μετά το 1973 η ελληνόκτητη ναυτιλία κατακτά την πρώτη θέση στον κόσμο και κατέχει το 15% του παγκόσμιου στόλου. Αξίζει να επισημανθεί ότι τη θέση αυτή τη διατηρούν οι Έλληνες εφοπλιστές μέχρι σήμερα. Τον νέο δρόμο που άνοιξε ο Αριστοτέλης Ωνάσης ακολούθησαν με επιτυχία και άλλοι Έλληνες εφοπλιστές, είτε νέοι, όπως ο Σταύρος Νιάρχος, είτε παραδοσιακοί όπως ο Σταύρος Λιβανός, οι αδελφοί Κουλουκουντή, οι υιοί Πέτρου Γουλανδρή, οι υιοί Ν. Γουλανδρή και ο Κώστας Λαιμός.
Η «σύζυγος» και η «ερωμένη»
Ο ίδιος ο Ωνάσης αρεσκόταν να λέει: «Η ναυτιλία είναι η σύζυγός μου, η αεροπορία η ερωμένη μου». Η Ολυμπιακή Αεροπορία εκτέλεσε την πρώτη της πτήση στις 6 Απριλίου 1957 από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη με αεροσκάφος DC-3. Μέχρι το 1966, οι Ολυμπιακές Αερογραμμές είχαν ξεκινήσει τις πρώτες υπερατλαντικές πτήσεις τους στην Αμερική, το 1968 στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής και το 1972 στο Σύδνεϋ της Αυστραλίας. Η αεροπορική εταιρεία “Ωνάση” όπως την έλεγαν, απέκτησε γρήγορα φήμη για την άνεση, την πολυτέλεια και την αισθητική της. Οι στολές των πληρωμάτων και των αεροσυνοδών είχαν την υπογραφή διάσημων σχεδιαστών μόδας, ενώ οι επιβάτες έτρωγαν με χρυσοποίκιλτα μαχαιροπίρουνα. Τις πρώτες στολές σχεδίασε ο διάσημος Έλληνας μόδιστρος στο Παρίσι Jean Dessès που από τη δεκαετία 1940 έως τη δεκαετία του 1960 διατηρούσε πελατεία από το διεθνές τζετ σετ επηρεάζοντας την ευρωπαϊκή μόδα · βοηθοί του μεταξύ άλλων ήταν ο Guy Laroche και ο Valentino. Δέκα χρόνια μετά, οι στολές των αεροσυνοδών της Ολυμπιακής Αεροπορίας που προσγειώθηκαν για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το 1966 είχαν σχεδιαστεί από την Coco Chanel, έπειτα από τον Pierre Cardin (1969) και το 1971 από τον Έλληνα σχεδιαστή Γιάννη Τσεκλένη. Ο Ωνάσης σίγουρα γνώριζε πώς να κάνει διεθνές μάρκετινγκ για να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου. Το 1975 ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν ίσως ο μεγαλύτερος εργοδότης Ελλήνων σε παγκόσμιο επίπεδο, απασχολώντας στις επιχειρήσεις του περίπου 10.000 εργαζόμενους.
Η εκχώρηση της Ολυμπιακής Αεροπορίας στο ελληνικό κράτος σηματοδότησε την αρχή ενός νέου κεφαλαίου για τις εθνικές αερομεταφορές. Στη δημόσια σφαίρα, τα κίνητρα της απόφασης για αυτή την εκχώρηση, έχουν συνδεθεί με τον ξαφνικό θάνατο του Αλέξανδρου, γιου του Ωνάση στις 23 Ιανουαρίου 1973, σε αεροπορικό δυστύχημα. Ο υιός και διάδοχος του Αριστοτέλη Ωνάση είχε εμπλακεί δυναμικά στην Ολυμπιακή Αεροπορία και ο θάνατός του δεν ήταν δυνατό να αγνοηθεί.
Η «Ωνασιάδα»
Το 1946 ο Αριστοτέλης Ωνάσης είχε αιτηθεί την αγορά 14 φορτηγών πλοίων ξηρού φορτίου τύπου Λίμπερτι από τους Αμερικάνους και 7 δεξαμενόπλοιων με κρατική εγγύηση. Δεν πήρε κανένα. Αποκλείστηκε σκοπίμως από την ελληνική κρατική επιτροπή του Υπουργείου Ναυτιλίας που εισηγήθηκε και για τις δύο αγορές. Τότε ήταν που ξέσπασε και έγραψε την «Ωνασιάδα».
Εκείνη την εποχή, ο 42χρονος Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν αρραβωνιασμένος με την Τίνα, κόρη του Σταύρου Λιβανού, την οποία παντρεύτηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1946. Η είδηση του γάμου τους δημοσιεύτηκε στους New York Times και στη μεγάλη δεξίωση που παρατέθηκε στο γνωστό νεοϋορκέζικο ξενοδοχείο Plaza παρευρέθηκε η αφρόκρεμα του ελληνικού εφοπλισμού. Θα φανταζόταν κανείς ότι πλέον ο Αριστοτέλης Ωνάσης ήταν ένα επισήμως αποδεκτό μέλος της ελληνικής εφοπλιστικής κοινότητας της Νέας Υόρκης, της Ελλάδας και του Λονδίνου. Και όμως. Εννέα μήνες μετά τον γάμο του, στον Σεπτέμβριο του 1947, ο Ωνάσης ήταν έξαλλος εναντίον όλων των καλεσμένων του και τού ίδιου του πεθερού του και έγραψε μία μνημειώδη επιστολή. Σε αυτήν αποκαλύπτονται όλες του οι προσπάθειες να αναπτύξει τις δραστηριότητές του ως Έλληνας εφοπλιστής σε συνεργασία και υπό την προστασία του ελληνικού κράτους.
Η «Ωνασιάδα» όπως την αποκάλεσαν, είναι το μοναδικό δημοσιευμένο γραπτό κείμενο του Αριστοτέλη Ωνάση, όσο ήταν εν ζωή. Αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία για την ίδια του τη ζωή, την επιχειρηματική του δράση και τις απόψεις του σε μια εποχή που ακόμα δεν είχε γίνει διάσημος. Αποκαλύπτει τις σχέσεις του, εκτός των άλλων, με το «κατεστημένο» του ελληνικού εφοπλισμού που ήρθε αυτός ως νεόφερτος να διαταράξει. Το κείμενο υποβλήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1947 ως υπόμνημα/ανοιχτή επιστολή στον Πρόεδρο των Ελλήνων Εφοπλιστών στη Νέα Υόρκη Μανώλη Κουλουκουντή και διακινήθηκε «δια χειρός» σε διάφορα αντίτυπα σε δακτυλόγραφη μορφή στους ελληνικούς εφοπλιστικούς κύκλους. Δημοσιεύτηκε έξι χρόνια αργότερα από την εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ των Αθηνών σε δώδεκα συνέχειες με τον τίτλο «Η ναυτιλία μας μετά τον πόλεμον και η δράσις των Ελλήνων εφοπλιστών. Μία εξιστόρησις αγνώστων και καταπληκτικών γεγονότων, από τον δαιμόνιον Έλληνα εφοπλιστήν κ. Ωνάσην».
Ο λόγος του Ωνάση στο Υπόμνημα θυμίζει τον καταγγελτικό λόγο των αντιπολιτευτικών εφημερίδων και των Ελλήνων κομμουνιστών ναυτεργατών της εποχής εναντίον του εφοπλιστικού κατεστημένου και όχι μόνο. Η «Ωνασιάδα», όπως την αποκάλεσε Άγγλος δημοσιογράφος των Times, αναφέρει ελάχιστα ονόματα. Επινοεί όμως διάφορα καυστικά παρατσούκλια για συγκεκριμένους εφοπλιστές, αποκαλώντας τους «σκυλόψαρα», «ουλαμάδες Ελληνικής Ναυτιλίας», «οι Χριστόφοροι Κολόμβοι της Παναμαϊκής σημαίας», ο «Δαλάι Λάμας» (εννοώντας τον πεθερό του Σταύρο Λιβανό) κ.α.
Ο Ωνάσης απειλεί να ξεσκεπάσει όσα συμβαίνουν στα ενδότερα ενός επιχειρηματικού κλάδου. Ο τρόπος γραφής του Υπομνήματος αναδεικνύει έναν άνετο και ευφυή χειρισμό της ελληνικής γλώσσας. Ο λόγος του Ωνάση είναι χειμαρρώδης, παθιασμένος και ενίοτε συναισθηματικός. Ενδιαφέρουσες είναι οι συχνές αναφορές στην αρχαία ελληνική ιστορία και γραμματεία, την οποία φαίνεται να κατέχει καλά. Διαθέτει ακόμα γλαφυρή αίσθηση της σάτιρας και αναφέρεται απαξιωτικά στην ταπεινή καταγωγή των Ελλήνων εφοπλιστών που προέρχονται από μικρά χωριά μικρών νησιών – ίσως για να τονίσει την αντίθεση με τον ίδιο, που κατάγεται από την κοσμοπολίτικη Σμύρνη- οι οποίοι, πλουτίζοντας, έγιναν αρχοντοχωριάτες:
«Ως εκ θαύματος λοιπόν, μετατρέπονται οι τσιγγάνοι εις Λόρδους. Η σεντίνα μετατρέπεται εις αλαβάστρινον πισίναν στην Κηφισσιά, το ματσακόνι εις μπαστούνι του γκολφ… η κατσίκα του νησιού εις μυροβόλον Pekinois απ’το Παρίσι, το τσεμπέρι της γυναίκας μας εις καπέλλο της Caroline Reboux, ο γάιδαρος του νησιού εις αγγλικό καθαρόαιμο στο Long Champs»
Η «Ωνασιάδα» περιέχει ακόμα και μερικές εξαιρετικά εμπνευσμένες προτάσεις, που όσο κι αν έχουν αλλότρια κίνητρα, καταδεικνύουν και οικονομικό όραμα. Προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση 23 τρόπους για την εξασφάλιση του ελέγχου του διεθνούς στόλου των εφοπλιστών και την παγίωση του δεσμού τους με την Ελλάδα. Πολλά από αυτά που έγραψε τότε πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα μετά από 20, 40 ή και 80 χρόνια.
Κοινωνική δικτύωση, οι γυναίκες, τα σπίτια και το «Χριστίνα»
Τον Αριστοτέλη Ωνάση χαρακτήριζε μία απίθανη παγκόσμια κινητικότητα. Κατά γενική ομολογία, διέθετε χαρισματική προσωπικότητα, με ιδιαίτερο ταλέντο να χτίζει κοινωνικές δικτυώσεις με τη διεθνή ελίτ της εποχής του. Ανέπτυξε στενές φιλικές σχέσεις με επιφανείς επιχειρηματίες, διπλωμάτες, αρχηγούς κρατών, επιφανείς πολιτικούς, αριστοκράτες και καλλιτέχνες που τον έφερναν διαρκώς στα πρωτοσέλιδα. Τέλος, ένας οξυδερκής και φιλόδοξος επιχειρηματίας επιλέγει συντρόφους που θα τον στηρίξουν στην επιτυχία του ή/και θα επεκτείνουν το επιχειρηματικό και κοινωνικό του δίκτυο. Οι δύο πρώτες γυναίκες της ζωής του Ωνάση, η Νορβηγίδα Ingeborg Dedichen και η Ελληνίδα Τίνα Ωνάση, προέρχονταν από κορυφαίες εφοπλιστικές οικογένειες.
Η δεύτερη σχέση και πρώτη του σύζυγος ήταν η Αθηνά Λιβανού, γνωστή ως Τίνα, που προερχόταν από την ελληνική εφοπλιστική “αριστοκρατία”. Ο πατέρας της Σταύρος Λιβανός, από τη Χίο, συγκαταλεγόταν στους πέντε μεγαλύτερους Έλληνες εφοπλιστές από τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Όταν παντρεύτηκαν εκείνη ήταν μόλις 17 ετών και ο Ωνάσης είχε πατήσει τα 40. Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Αλέξανδρο, που γεννήθηκε το 1948 στην Αθήνα και τη Χριστίνα, που γεννήθηκε το 1950 στη Νέα Υόρκη. Ενδιαφέρον είναι ότι ο Ωνάσης δεν έλαβε ποτέ καμία προίκα από τον γάμο του με την κόρη Λιβανού αν και ο γάμος έγινε για να σφραγίσει την “επίσημη” είσοδό του στην ελληνική εφοπλιστική οικογένεια. Με τον γάμο αυτό έγινε και εξ αγχιστείας συγγενής με τον Σταύρο Νιάρχο ο οποίος είχε παντρευτεί την άλλη κόρη του Σταύρου Λιβανού, την Ευγενία, αδελφή της Τίνας. Η συγγένεια δεν εξομάλυνε τον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο επιχειρηματιών.
Η τρίτη σχέση του με τη διασημότερη Ελληνίδα καλλιτέχνιδα, τη Μαρία Κάλλας, εκτόξευσε τη δημοτικότητά του και προκάλεσε διεθνές σκάνδαλο γιατί ήταν και οι δύο διάσημοι και παντρεμένοι. Η σχέση τους προκαλούσε σμήνη φωτογράφων και δημοσιογράφων και κράτησε 9 χρόνια (1959-1968) μια και εμφανίζονταν πια ως ζευγάρι σε δημόσιες εκδηλώσεις, καθελκύσεις πλοίων κλπ, ενώ η Κάλλας εμφανίζεται ως μόνιμη καλεσμένη στο “Χριστίνα” όπως φαίνεται από τα ημερολόγια της θαλαμηγού, μέχρι το 1968.
Η τέταρτη σχέση του και δεύτερη σύζυγος, η Jackie Bouvier-Kennedy, χήρα του Προέδρου των ΗΠΑ John Kennedy, ήταν διάσημη και είχε χαρακτηριστεί ως η πιο κομψή γυναίκα του κόσμου και “Βασίλισσα της Αμερικής”. Γνωρίστηκαν φιλικά σε κρουαζιέρα στο “Χριστίνα” το 1964 όπου ήταν προσκεκλημένη, και παντρεύτηκαν το 1968. Εκείνη ήταν 39 ετών κι εκείνος 64. Ο γάμος τους διήρκεσε μέχρι τον θάνατο του Ωνάση το 1975. Ενδιαφέρον είναι ότι και μετά τον θάνατό του η Jackie διατήρησε το όνομά του, κυκλοφορώντας ως Jackie Onassis, γνωστή πλέον ως «Jackie-O».
Από την avenue Foch στο «Χριστίνα»
Ο Ωνάσης τα πρώτα 33 χρόνια της επιχειρηματικής του ζωής δεν είχε δικό του σπίτι, βρισκόταν διαρκώς εν κινήσει, όπως και σε όλη της διάρκεια της ζωής του. Από το 1923, όταν μετανάστευσε στο Μπουένος Άιρες, μέχρι το 1956, όταν αγόρασε το διαμέρισμα στο Παρίσι, δεν είχε στην ιδιοκτησία του ακίνητο, διαμέρισμα ή σπίτι. Ζούσε κυρίως σε πολυτελή ξενοδοχεία και σε ενοικιαζόμενα πολυτελή επιπλωμένα διαμερίσματα ή φιλοξενούνταν σε σπίτια δικών του. Όταν ταξίδευε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1920, έμενε στον Πειραιά, στο σπίτι του πατέρα του, και μετά, στη δεκαετία του 1930, στο Κολωνάκι, στο διαμέρισμα της αδερφής του Άρτεμης και του γαμπρού του Θεόδωρου Γαροφαλίδη. Αν και “κοσμογυρισμένος”, ήταν 50 ετών όταν αγόρασε τη θαλαμηγό «Χριστίνα» που έγινε στην ουσία το πλωτό του σπίτι, στο οποίο φιλοξένησε και δεξιώθηκε ορισμένες από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής του. Αυτό ήταν πρωτοποριακό για την εποχή του: ανέδειξε ένα είδος αναψυχής στο παγκόσμιο σκηνικό που απογειώθηκε με τον μαζικό τουρισμό μετά τη δεκαετία του 1970, τις κρουαζιέρες και τις διακοπές στα ελληνικά νησιά, στη Μεσόγειο και την Καραϊβική. Στα 56 του αγόρασε το πρώτο του «ακίνητο», το διαμέρισμα στην Avenue Foch 88 στο Παρίσι και στα 57 του, το 1961, αγόρασε το νησί Σκορπιός και τη νησίδα Σπάρτη απέναντι από το Νυδρί της Λευκάδας, καθώς και τα σπίτια στη Γλυφάδα και το Λαγονήσι.
Το «Χριστίνα» με ολοκαίνουργια και απαστράπτουσα όψη, μεταμορφωμένο στην πληρέστερη θαλαμηγό της εποχής του από τον Γερμανό ναυπηγό αρχιτέκτονα Pinnau, απέπλευσε από το Κίελο για το παρθενικό του ταξίδι στις 9 Ιουλίου 1954 με Γερμανό καπετάνιο, με 12 επιβάτες και με πλήρωμα 45 Γερμανούς ναυτικούς. Οι επιβάτες ήταν η οικογένεια του Αριστοτέλη Ωνάση, φίλοι του και στενοί συνεργάτες.
Στο «Χριστίνα» συνέβη και η διάλυση της σχέσης του Ωνάση με τη σύζυγό του Τίνα Λιβανού. Το καλοκαίρι του 1959, ο Ωνάσης ήταν ερωτευμένος με πάθος με τη Μαρία Κάλλας και την είχε προσκαλέσει μαζί με τον σύζυγό της και πολλούς άλλους διάσημους πολιτικούς και καλλιτέχνες να περάσουν μαζί, στη θαλαμηγό, μέρος των καλοκαιρινών τους διακοπών. Όταν, κατά τη διάρκεια της κρουαζιέρας, η Τίνα Λιβανού αντιλήφθηκε την απιστία του συζύγου της με την Κάλλας, δεν δίστασε να εγκαταλείψει τη θαλαμηγό βάζοντας τέλος στον γάμο τους έπειτα από 12 χρόνια.
Οι άνθρωποι του Ωνάση
Στη ναυτιλιακή αγορά του Πειραιά είναι ευρέως γνωστό ότι ο Ωνάσης αντιπροσώπευε ένα ξεχωριστό πρότυπο εργοδότη στον εφοπλιστικό κόσμο. Γραπτές μαρτυρίες λένε ότι “Η αίσθηση ήταν πως ήταν ένας αληθινός άνθρωπος, ένας από μας, που έπαιζε το ρόλο του αφεντικού”. Ήταν κοινή αντίληψη ότι “ο Ωνἀσης είναι κύριος, πληρώνει καλά και σέβεται τους ανθρώπους που δουλεύουν γι’ αυτόν”. Η αμεσότητα των σχέσεών του, από τον απλό ναυτικό στα καράβια μέχρι τα υψηλότερα στελέχη του, ήταν παροιμιώδης.
Το 1995 ο Στέλιος Παπαδημητρίου, κορυφαίο στέλεχος της επιχείρησης και ο κύριος συνεχιστής του, ανέφερε σε ομιλία του ότι ο Ωνάσης “είχε μία αφάνταστη σαγήνη, ελκυστικότητα, θέρμη και ικανότητα επικοινωνίας με τους άλλους”. Παράδειγμα της σχέσης διαρκείας που ενέπνευσε ο Ωνάσης στις επιχειρήσεις του με τους ανθρώπους του είναι ο ναυτικός Χρήστος Τριάντης, θαλαμηπόλος στα δεξαμενόπλοια του Ωνάση, καταγόμενος από την παραλιακή κωμόπολη Μύτικας της Αιτωλοακαρνανίας στο Ιόνιο, 11 μίλια από την Ιθάκη. Όταν πέθανε το 2000, το φέρετρό του, κατόπιν ρητής επιθυμίας του, τυλίχτηκε με τη σημαία των Επιχειρήσεων Ωνάση για να θυμίσει σε όλους, στο τελευταίο του ταξίδι, ότι ήταν “άνθρωπος του Ωνάση”.
Καθώς ο στόλος του Ωνάση απογειωνόταν κατά τη δεκαετία του 1950, η ανάγκη για πληρώματα έγινε επιτακτική. Δόθηκε έτσι η δυνατότητα να απορροφηθεί μεγάλος αριθμός Ιθακήσιων αρχιπλοιάρχων αλλά και ανεκπαίδευτων ναυτικών που προσλαμβάνονταν με ευθύνη των Ιθακήσιων αρχιπλοιάρχων και τη “σιωπηρή ανοχή αποδοχή της πλοιοκτησίας”, προσφέροντας κοινωνικό έργο σε ένα νησί που το μάστιζε η μετασεισμική ανέχεια και δυστυχία. Ναυτικοί “άναυτοι” βρήκαν διέξοδο στη θάλασσα, και “κουτσοί και στραβοί στον ‘Άγιο Ωνάση’” όπως έλεγαν εκείνη την εποχή στα βαπόρια της εταιρείας. Έτσι έγινε η ταύτιση του Ωνάση με το “Θιάκι”, που απέκτησε τον δικό του ναυτότοπο. Τα πλοία του Ωνάση έγιναν “θιακά” και οι Θιακοί τα θεωρούσαν δικά τους.
Η πολυτέλεια των νεότευκτων δεξαμενόπλοιων του Ωνάση ήταν συγκλονιστική για τους Ιθακήσιους ναυτικούς. Τα πλοία διέθεταν “άριστη ξενοδοχειακή υποδομή… Την εποχή της στέρησης και της ανέχειας” όπου στην Ελλάδα πρωινό ήταν ο καφές και το τσιγάρο, “το πρωινό περιλάμβανε κατ’επιλογήν ή και συλλήβδην πόριτζ, κορν-φλέικς, αυγά τηγανητά με μπέικον, χαμ ή λουκάνικα, βούτυρα, μαρμελάδες, χυμούς”. Ατελείωτα ανέκδοτα κυκλοφορούσαν για τις συμπεριφορές των νέων και παλιών ναυτικών στα καινούργια πλοία.
Στα πλοία του Ωνάση “υπήρχε η πολύ καλύτερα αμειβόμενη και σταθερή, αλλά και υπερωριακή ή έξτρα εργασία, υπήρχε το καλό, σερβιρισμένο φαγητό, το σαπούνι ‘λουξ’, το τσιγάρο ‘κάμελ’, οι επαγγελματικές ανελίξεις αλλά και το μηνιαίο έμβασμα κι ό,τι άλλο συνεπαγόταν ο οργανωμένος τρόπος ζωής”. Έτσι, ο Ωνάσης έχτισε μία επιχειρηματική κουλτούρα. Οι ναυτικοί του ήταν υπερήφανοι για την επιχείρησή τους, γιατί ήταν “οι άνθρωποι του Ωνάση”. Το αφεντικό πλήρωνε καλά, είχε όμως και μεγάλες απαιτήσεις. Οι διαταγές από το Μόντε Κάρλο ήταν “άψογη εμφάνιση, γρήγορη και αποτελεσματική διαδικασία στα λιμάνια, καλή συντήρηση, τις παραμέτρους γενικά του ‘καλού ονόματος’”.
Στο Νυδρί της Λευκάδας ο Αριστοτέλης Ωνάσης “θωρεί ακίνητος” τον Σκορπιό φορώντας τα γνωστά γυαλιά και έχοντας ριγμένο στον ώμο το σακάκι του. Για τους Λευκαδίτες που του έστησαν το άγαλμα το 2001 είναι ο τοπικός ήρωας που έκανε τον τόπο τους παγκόσμια γνωστό. Ο Σκορπιός για αυτούς και τους Ιθακήσιους θα είναι πάντα το νησί του Ωνάση.
* Το βιβλίο της Τζελίνας Χαρλαύτη “Ιστορία των Επιχειρήσεων Ωνάση 1924–1975 Ίδρυμα Ωνάση – Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών-ΙΤΕ” κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης (www.cup.gr)
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show