Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
14°
Οδοιπορικό στον καταυλισμό Σοφό στον Ασπρόπυργο
Φωτορεπορτάζ από τον καταυλισμό Σοφό στον Ασπρόπυργο - Η καθημερινότητα των τσιγγάνων και οι συνθήκες διαβίωσης
Αφήνουμε πίσω μας την πόλη. Νταλίκες τρέχουν στους στενούς δρόμους και πάνε στα εργοστάσια. Βρισκόμαστε στη Βιομηχανική περιοχή Ασπροπύργου. Ανηφορίζουμε κι άλλο, ώσπου η άσφαλτος σταματάει και αρχίζει ο χωματόδρομος. Το σκηνικό αλλάζει. Καμένα αυτοκίνητα και λόφοι από σκουπίδια γύρω μας. Οι πρώτες παράγκες –φτιαγμένες από παλιές πόρτες, λαμαρίνες και ελενίτ– αρχίζουν να φαίνονται. Αυτά που πετούν στην πόλη, στο Σοφό αποκτούν μια δεύτερη ζωή. Καχύποπτα βλέμματα παρακολουθούν την κάθε μας κίνηση. Σταματάμε σε ένα σημείο στο κέντρο του καταυλισμού και κατεβαίνουμε από το αυτοκίνητο. Αρχίζουν να έρχονται προς το μέρος μας δυο άνδρες φωνάζοντας και ρωτώντας μας από μακριά τι θέλουμε. Εκείνη τη στιγμή βγαίνει από μια παράγκα ο Παναγιώτης. Τους διαβεβαιώνει ότι είμαστε φίλοι του και μας ξέρει. Οι άντρες μόλις το ακούν, μας χαιρετούν και φεύγουν.
Ο Παναγιώτης είναι ένα πολύ αξιόλογο παιδί. Είναι ίσως ο πιο μορφωμένος σε ολόκληρο τον καταυλισμό. Είναι μόλις 17 ετών, αλλά είναι ήδη παντρεμένος και έχει και μια κόρη.
Παναγιώτη, τι δουλειά κάνεις;
Τις περισσότερες φορές βοηθάω τον παππού μου στις λαϊκές. Πάω και για παλιοσίδερα, αλλά πολύ σπάνια. Τώρα θα πάω να μαζέψω ελιές.
Πώς είναι η ζωή στο Σοφό;
Εδώ δεν έχουμε φως και νερό. Όσα πιτσιρίκια πάνε στο σχολείο είναι βρόμικα γιατί δεν υπάρχει νερό να κάνουν μπάνιο. Αντικρίζουν μια μορφή βίας στο σχολείο. Κι εγώ όταν ήμουν στο σχολείο δεν πέρναγα καλά, ειδικά στην αρχή. Θυμάμαι την πρώτη μέρα μού πετάξανε όλα τα βιβλία στον δρόμο κάτι παιδιά – Ρωσοπόντιοι ήταν. Μετά όμως με συμπάθησαν. Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού όλα μου πήγαιναν στην εντέλεια στο σχολείο, δεν είχα αμφιβολίες για το αν θα μείνω. Είχα και πολλούς φίλους και ήταν όλα καλά.
Γιατί το σταμάτησες;
Το σταμάτησα επειδή έκανα οικογένεια. Παντρεύτηκα την Ευαγγελία και δεν μπορούσα να συνεχίσω. Ξέρεις, σε εμάς είναι ντροπή να έχεις κάνει οικογένεια και να πηγαίνεις και σχολείο. Το βλέπουν αλλιώς, ότι πρέπει να συντηρείς την οικογένειά σου. Είναι πολύ δύσκολο και να πηγαίνεις σχολείο και να δουλεύεις.
Βλέπω πολλά αποτυπώματα από θεμέλια σπιτιών που δεν υπάρχουν πια. Ήταν μεγαλύτερος παλιά ο καταυλισμός;
Παλιά υπήρχαν πιο πολλές παράγκες. Οι περισσότεροι φύγανε για μια πιο ωραία ζωή. Αυτό ξεκίνησε από κάποιους θανάτους. Για κάποιο καιρό είχαμε ρεύμα στον καταυλισμό. Όχι κανονικό όμως – το κλέβαμε από τις κολόνες της ΔΕΗ. Μετά από έναν χρόνο, ένα παιδί 18 ετών πήγε να ανέβει σε μια κολόνα για να πάρει ρεύμα και κάηκε. Πέθανε επιτόπου. Ήταν ξάδελφός μου. Τότε βγάλαμε τις κολόνες για να μην το ξαναπάθει κανείς, αλλά μετά δεν μπορούσαμε χωρίς ρεύμα και τις ξαναφέραμε. Λίγο καιρό αργότερα ξανακάηκε άλλος ένας και πέθανε. 25 χρονών ήταν, θυμάμαι. Από τότε δεν ξανασχοληθήκαμε. Έχουμε πάει στο δημαρχείο πολλές φορές για να ζητήσουμε να μας φέρουν έστω νερό, ή τουλάχιστον να φτιάξουν τους δρόμους. Όλα τα αυτοκίνητά μας έχουν διαλυθεί, πάνω από έξι μήνες δεν αντέχει αυτοκίνητο εδώ.
Η δημοτική αρχή ή κάποιος άλλος φορέας έρχεται εδώ;
Όχι. Πολύ σπάνια. Τελευταία φορά που ήρθαν ήταν πέρυσι όταν είχε χιονίσει και είχαμε εγκλωβιστεί. Ήρθαν με μηχανήματα και καθάρισαν τους δρόμους. Αν εγώ μπορούσα να ζητήσω κάτι από τον δήμαρχο, θα του έλεγα να μας φέρει ρεύμα και νερό και να φτιάξει μια παιδική χαρά να παίζουν τα πιτσιρίκια.
Πόσα παιδιά θέλεις να κάνεις;
Δύο, το πολύ τρία. Για τώρα μου φτάνει το ένα. Μετά τα είκοσι θα κάνω άλλο ένα. Με τα πολλά παιδιά είναι δύσκολο να τα φέρεις βόλτα.
Παναγιώτη, βλέπουμε ότι μιλάς πολύ καλά ελληνικά με πλούσιο λεξιλόγιο και έχεις συγκροτημένη σκέψη.
Από μικρός ήμουν έτσι. Μου άρεσε το σχολείο και ο ελληνικός τρόπος ζωής. Δεν ήθελα να ζήσω σαν Ρομά, όπως ζω τώρα δηλαδή. Δεν ήθελα να είμαι σε παράγκα. Ήθελα να έχω τη δουλειά μου και το σπίτι μου.
Μέχρι τι τάξη πήγες στο σχολείο;
Πήγα μέχρι 6η δημοτικού. Αλλά στην 6η δεν πήγαινα πολύ συχνά, κάθε 2-3 μέρες περίπου. Έμαθα όμως να διαβάζω και να γράφω. Έμαθα και λίγα αγγλικά τα οποία τα συνεχίζω ακόμα γιατί είναι απαραίτητα. Τα μαθαίνω μέσα από εφαρμογές στο κινητό. Αν πας στο εξωτερικό για δουλεία, σου χρειάζονται για να μπορείς να επικοινωνείς. Πιστεύω ότι είναι μια χρήσιμη γλώσσα για να μάθεις γιατί συνεννοείσαι όπου κι αν πας στον κόσμο.
Η Ευαγγελία, η γυναίκα του Παναγιώτη, είναι ένα κορίτσι χαμογελαστό με πολύ χιούμορ και γεμάτη ζωντάνια. Μας ντρέπεται λίγο, άλλα είναι πολύ πρόθυμη να ποζάρει στον φακό.
Ευαγγελία, πες μου για σένα.
Είμαι παντρεμένη και έχω ένα παιδί, τη Ζωή. Της δώσαμε το όνομα της πεθεράς μου.
Πόσο χρονών παντρεύτηκες;
Είμαι τώρα 17 και παντρεύτηκα πριν έναν χρόνο. Άρα όταν παντρεύτηκα ήμουν... (υπολογίζει) ήμουν 16.
Ήταν από προξενιό ο γάμος με τον Παναγιώτη;
Όχι. Από το τηλέφωνο! Αγαπηθήκαμε και παντρευτήκαμε. Στην αρχή δεν με ήθελε η πεθερά μου. Πριν ήμουν παντρεμένη με άλλον – με είχαν δώσει αλλού. Αυτός με χτύπαγε. Δεν τον ήθελα καθόλου, δεν τον αγάπαγα. Χωρίσαμε και γύρισα στη μάνα μου. Ευτυχώς δεν κάναμε παιδιά με εκείνον.
Σε ποια ηλικία είναι τα παιδιά όταν κανονίζουν οι γονείς για τον γάμο;
Γύρω στα 12-13.
Αν αυτός που έχουν βρει στην κοπέλα δεν της αρέσει, τι γίνεται;
Η αλήθεια είναι ότι τις πιο πολλές φορές δεν ρωτάνε. Πρώτα κοιτάζει ο πατέρας της κοπέλας να βρει ένα καλό παιδί. Όταν το βρει, θα τα κανονίσουν χωρίς τη δική της άποψη. Αν δεν ταιριάξουν, χωρίζουνε, όπως έκανα κι εγώ. Και μετά ερωτεύτηκα τον Παναγιώτη.
Πώς είναι η ζωή στον καταυλισμό;
Είναι λίγο δύσκολα χωρίς ρεύμα και νερό. Υπάρχει μια βρύση στο βουνό που τρέχει στάλα στάλα και από εκεί μαζεύουμε όλοι νερό. Πριν ήμουν σε πόλη, σε σπίτι στην Αλίαρτο. Εκεί ήταν καλύτερα, αλλά εδώ έχω τον άντρα μου και είμαι καλά.
Πώς βλέπεις τη ζωή σου σε δέκα χρόνια;
Φαντάζομαι θα έχω πεθάνει από γεράματα. Είναι πολλά τα δέκα χρόνια. Πολύ μακριά.
Αποκομμένοι από την πόλη, σε αυτές τις παράγκες ζουν γύρω στα 2.000 άτομα. Οι εικόνες έντονες. Ο Θοδωρής Απειρανθίτης, ο φωτογράφος μας, απαθανατίζει κάθε πρόσωπο και γωνία του καταυλισμού με το σκηνικό να φαντάζει σαν να είναι βγαλμένο από ταινία του Κουστουρίτσα. Ο ήλιος με πείσμα λιώνει ανελέητα τους μουσαμάδες από τις στέγες, και με το πρώτο βοριαδάκι τα ξύλα και οι λαμαρίνες τρέμουν και μοιάζουν έτοιμα να διαλυθούν. Όμως οι τσιγγάνοι επιμένουν και ζουν εκεί. Έχουν άλλη επιλογή άραγε; Σε όλον αυτόν τον παραλογισμό, ζουν και πολλά παιδιά. Τα τσιγγανάκια που βλέπουμε φευγαλέα σε ένα φανάρι να ζητιανεύουν ή να περνούν βιαστικά δίπλα μας με τα μισοδιαλυμένα τους ποδηλατάκια στην πόλη. Τις ώρες τους δεν τις περνούν σε σχολικές αίθουσες, κολυμβητήρια και φροντιστήρια. Το παιχνίδι τους είναι μέσα στα σκουπίδια, εκεί είναι το βασίλειο τους, φτιαγμένο από λάστιχα αυτοκινήτων, ξεχαρβαλωμένους καναπέδες και μπάζα. Δικαιούνται όμως κι αυτά να είναι παιδιά. Έστω και για λίγο. Κι ας τελειώνει η παιδική τους ηλικία απότομα και πριν προλάβουν να την χορτάσουν.
Ο δωδεκάχρονος Μαρίνος είναι ο μικρός αδελφός του Παναγιώτη. Από τις πρώτες κουβέντες που ανταλλάσει κανείς μαζί του, καταλαβαίνει ότι είναι ένα παιδί ιδιαιτέρως έξυπνο και φιλότιμο. Είναι από αυτές τις περιπτώσεις που ξέρεις ότι αν είχε γεννηθεί και μεγαλώσει υπό άλλες συνθήκες, θα είχε διαπρέψει. Μας ξεναγεί στον καταυλισμό και μας υποδεικνύει ποιες παράγκες να αποφύγουμε, όπου οι ένοικοι δεν είναι φιλικοί. Όταν κάποια τσιγγανάκια μας πλησιάζουν και ζητάνε χρήματα, τους φωνάζει να σταματήσουν γιατί τον κάνουν ρεζίλι. Όταν τελειώνει η ξενάγηση, μας λέει για τη ζωή του και τα όνειρά του για το μέλλον.
Γιατί παρότι πας σχολείο δεν ξέρεις να γράφεις και να διαβάζεις;
Δεν πάω πολύ καιρό. Πέρυσι ήταν η πρώτη φορά που πήγα σχολείο, στη Νάξο. Εκεί είχα δάσκαλο τον κύριο Χρήστο και είχα μάθει πολλά πράγματα. Εκεί που με έγραψες εσύ. Δεν θυμάσαι; Που με πήγες και μου έκαναν και όλα τα εμβόλια και έκλαιγα με την ένεση.
Θυμάμαι. Γιατί έφυγες από αυτό το σχολείο;
Εγώ ήθελα να μείνω, αλλά έπρεπε να φύγουμε από τη Νάξο. Καθόμαστε λίγο καιρό σε κάθε νησί. Τώρα πηγαίνω σχολείο στον Ασπρόπυργο, στην 6η. Δεν είναι καλά όμως εδώ, μου φωνάζουν συνέχεια. Κάνω κι εγώ βλακείες όμως. Μια φορά παίζαμε μπουγέλο στο προαύλιο και μας έβαλαν τιμωρία. Εδώ δεν μαθαίνω τίποτα. Με βάζει στο πίσω θρανίο η κυρία, μου δίνει ένα χαρτί και μου λέει να ζωγραφίσω. Οι άλλοι κάνουν κανονικό μάθημα.
Έκανες μάθημα και σε μια βάρκα παλιά!
Α ναι! Ερχόταν εδώ στον καταυλισμό ένας παππούς που έσερνε πίσω από το αμάξι του μια βάρκα, μας έβαζε εκεί και κάναμε μάθημα – ανεβαίναμε με μια σκάλα, θυμάμαι. Ήταν καλός άνθρωπος. Ερχόταν κάθε μέρα. Μας μάθαινε όμως μόνο να μιλάμε, όχι να γράφουμε. Πάει καιρός. Τώρα θα έχει πεθάνει γιατί ήταν πολύ γέρος.
Πόσοι τσιγγάνοι είστε τώρα στο σχολείο σου;
Τέσσερις είμαστε. Όλοι οι άλλοι είναι Ρωσοπόντιοι. Δεν μας κάνουν παρέα αυτοί.
Η μάνα σου γιατί δεν θέλει να πηγαίνεις σχολείο;
Μου λέει «πήγαινε σχολείο και όταν πάρω το χαρτί για το επίδομα θα το σταματήσεις». Η μάνα μου θεωρεί το σχολείο άχρηστο, εγώ όμως θέλω να συνεχίσω. Δεν θα παντρευτώ μικρός για να μπορώ να πηγαίνω. Θα παντρευτώ μεγάλος, 20 χρονών. Όλοι παντρεύονται μικροί, χωρίζουν και έχουν βάσανα. Αν με παντρέψουν, θα συνεχίσω το σχολείο. 5-6 παιδιά θέλω να κάνω και για δουλειά το όνειρό μου είναι να γίνω ταξιτζής.
Την υπόλοιπή σου μέρα τι κάνεις;
Στον καταυλισμό κάθομαι. Μερικές φορές πάω με τον παππού και τη γιαγιά στη λαχαναγορά στο Ρέντη και αγοράζουμε πατάτες, κρεμμύδια ή μελιτζάνες και τα πουλάμε στις λαϊκές.
Οι γονείς σου τι δουλειά κάνουν;
Ο πατέρας μου φτιάχνει καλάθια. Τον χειμώνα τα πουλάει στην Αθήνα. Το καλοκαίρι πάμε σε όλα τα νησιά και τα πουλάμε. Με παίρνουν κι εμένα μαζί. Πάμε Νάξο, Σύρο, Ρόδο, Αστυπάλαια... Καθόμαστε λίγο καιρό σε κάθε νησί.
Είναι ο κανονικός μπαμπάς σου ο Νίκος;
Όχι. Είναι πατριός μου. Ο κανονικός μου μπαμπάς είναι στα Λιόσια. Δεν του μιλάω. Αυτός θέλει να μου μιλήσει, αλλά εγώ δεν τον θέλω. Όταν ήμουν μωρό, χώρισε με τη μάνα μου, με παράτησε έξω από ένα νοσοκομείο κι έφυγε. Μετά πήρε τηλέφωνο τη μάνα μου και της λέει «πήγαινε να βρεις τον γιο σου στο νοσοκομείο». Πήγε εκείνη να με πάρει από ’κει, αλλά δεν με δίνανε. Έπρεπε να κάτσει μαζί μου. Ήθελαν να δουν αν με προσέχει καλά. Μείναμε τρεις μήνες στο νοσοκομείο και μετά ήρθαμε εδώ. Μετά από όλα αυτά δεν θέλω να ξαναμιλήσω στον κανονικό μπαμπά μου.
Πιστεύεις ότι οι τσιγγάνοι κάνουν κάποιο λάθος στον τρόπο που ζουν;
Πιστεύω ότι είναι λάθος να παντρευόμαστε μικροί. Οι γονείς μας δεν το καταλαβαίνουν αυτό, μας παντρεύουν με το ζόρι. Εμένα δεν με έχουν δώσει ακόμα σε κάποια κοπέλα. Ένα άλλο κακό είναι ότι κάποιοι γύφτοι κλέβουν. Σήμερα κλέβουν ένα αμάξι, αύριο άλλο... Αν τους πιάνουν, τους βάζουν μέσα και όταν βγουν το ξανακάνουν. Έτσι βγαίνει σε όλους τους τσιγγάνους το κακό όνομα. Δεν είναι όλοι ίδιοι όμως. Κάποιες οικογένειες δεν κλέβουν, όπως η δικιά μου.
Σας δημιουργεί πρόβλημα αυτή η φήμη;
Ναι, γιατί δύσκολα ο άλλος θα πάρει στη δουλειά του κάποιον Ρομά. Θα νομίζει ότι θα τον κλέψει.
Γιατί πιστεύεις ότι κλέβουν;
Για μαγκιά, ότι και καλά δεν φοβούνται τίποτα. Μετά βέβαια όταν τους πιάνουνε, τους φεύγει η μαγκιά.
Εμείς στον καταυλισμό ξέρουμε εσένα και την οικογένειά σου. Αν πάει κάποιος βόλτα στον καταυλισμό χωρίς να ξέρει κανέναν, τι θα γίνει;
(Γουρλώνει τα μάτια) Θα τον βαρέσουν και θα τον ρωτάνε τι δουλειά έχει εδώ. Μπορεί να του πάρουν και το αμάξι!
Η αστυνομία έρχεται στον καταυλισμό;
Φουλ! Ειδικά αν έχει γίνει στην πόλη ληστεία και έχουν κλέψει κάτι πολύ ακριβό, έρχονται και ψάχνουν να το βρουν στις παράγκες. Πάντα βράδυ έρχονται, στις 03:00-04:00. Όταν όλοι κοιμούνται. Μια φορά μπήκαν σε μια παράγκα και πήραν σηκωτό έναν από το κρεβάτι του την ώρα που κοιμόταν! (γέλια)
Η Βαγγελιώ είναι η γιαγιά του Μαρίνου. Έχει παντρευτεί από τα 13 και την επόμενη χρονιά είχε ήδη γεννήσει το πρώτο από τα πέντε της παιδιά. Σήμερα έχει 15 εγγόνια. Είναι μια γυναίκα της βιοπάλης, δουλεύει ασταμάτητα από μικρή στις λαϊκές και ίσως την έχετε δει σε κάποιον πάγκο να πουλάει την πραμάτειά της. Είναι η τυπική τσιγγάνα με το πηγαίο χαμόγελο και το δυναμικό ταπεραμέντο.
Ποια είναι τα έθιμα του γάμου;
Είναι τρεις μέρες η γιορτή. Πρώτα έχουμε τα κουφέτα. Μετά κρέατα, φαγητά και ρακή – πολλά φαγητά, πολλή μουσική και χορός. Την τρίτη μέρα έχουμε την παρθενιά της νύφης. Κρεμάμε το σεντόνι με τα αίματα έξω από το σπίτι. Άμα δεν έχει παρθενιά η νύφη, την παρατάμε και πάει στον πατέρα της.
Με τη θρησκεία πώς τα πάτε;
Έλληνες είμαστε. Εδώ έξω απ’ το σπίτι έχουμε χτίσει και το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας. Ο Παναγιώτης το έχτισε.
Μίλα μου για το προξενιό.
Αυτό είναι ωραίο. Πες ότι ο εγγονός μου έχει δει μια κοπέλα που του αρέσει. Μου λέει «τράβα, γιαγιά, να μου πάρεις αυτή την κοπέλα που μου αρέσει». Η οικογένεια της κοπέλας μπορεί να μην τον θέλει ή να πει ότι είναι ακόμα μικρή και θα το ξαναδούμε στο μέλλον. Μπορεί όμως και να τα συμφωνήσουμε και να θέλουν τον γαμπρό.
Αν στο ζευγάρι δεν αρέσει να είναι μαζί;
Τους αρέσει, δεν τους αρέσει, θα παντρευτούν.
Υπάρχουν και χρήματα στη μέση;
Ναι. Τα λεφτά τα δίνει η οικογένεια της νύφης στην οικογένεια του γαμπρού. Τα κρατάει η οικογένειά του και όταν μεγαλώσουν, γίνουν 18-19 χρονών, και κάνουν δικό τους σπίτι, τα δίνουν στο ζευγάρι. Αλλά μέχρι να γίνει αυτό, μένουν όλοι μαζί – με την οικογένεια του γαμπρού πάντα.
Ποιος είναι ο αρχηγός της οικογένειας;
Ο άντρας. Ό,τι λέει, πρέπει να γίνεται. Λέω κι εγώ την άποψή μου, αλλά ο άντρας κάνει κουμάντο, έτσι πρέπει.
Τι δεν σου αρέσει στη δική μας ζωή;
Δεν μου αρέσει που οι κοπέλες σας πάνε με δέκα-είκοσι άντρες πριν παντρευτούν. Δεν είναι σωστό αυτό.
Τι σε κάνει ευτυχισμένη;
Όταν βλέπω τα παιδιά μου χαρούμενα.
Αν έπρεπε να αλλάξεις κάτι που έχεις κάνει στη ζωή σου, τι θα ήταν αυτό;
Δεν θα άλλαζα τίποτα. Όλα ίδια θα τα έκανα αν ξαναζούσα. Λάθη έκανα πολλά, αλλά δεν υπάρχει άνθρωπος να μην έχει κάνει λάθη. Αυτή είναι η ζωή.
Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, τα παιδιά μας γέμισαν αγκαλιές και μας κοιτούσαν στα μάτια ρωτώντας πότε θα ξανάρθουμε. Έτρεχαν για δεκάδες μέτρα πίσω από το αυτοκίνητο χαιρετώντας μας ως δείγμα ευγνωμοσύνης που ήρθαμε να τους δούμε. Καθώς το Σοφό ξεμάκραινε, νιώθαμε λίγο πιο σοφοί. Καταλάβαμε ότι όσα θεωρούμε εμείς δεδομένα, για άλλους δεν είναι. Συνειδητοποιήσαμε ότι είναι ακατόρθωτο για ένα παιδί να ξεφύγει από αυτή τη ζωή όταν δεν έχει άλλες προσλαμβάνουσες και κάποιο υγειές πρότυπο. Το μέλλον του μέσα σε αυτή την κλειστή κοινωνία είναι προκαθορισμένο, όσο καλής πάστας άνθρωπος και να είναι. Προσπαθήσαμε να φανταστούμε πώς θα είναι ο Μαρίνος, ο Γιάννης, ο Διονύσης και τα άλλα παιδάκια σε λίγα χρόνια. Μάλλον παντρεμένοι με μερικά παιδιά, μπορεί σε κάποια φυλακή, ίσως και νεκροί από συμπλοκή με την αστυνομία ή από ηλεκτροπληξία προσπαθώντας να κλέψουν ρεύμα. Ένας κόμπος ανεβαίνει στο στομάχι, διώχνουμε αμέσως τις κακές σκέψεις. Δεν θέλουμε να αποδεχθούμε ότι άλλη μια γενιά παιδιών θα πάει χαμένη. Οι λέξεις είναι φτωχές για να περιγράψουν όλα αυτά που νιώσαμε. Σίγουρα θα ξανανέβουμε τους κακοτράχαλους χωματοδρόμους του Σοφού. Γιατί σε αυτή τη θλιβερή γωνιά του κόσμου, παραγκωνισμένοι και απαξιωμένοι από όλους, οι τσιγγάνοι ακόμα χαμογελούν. Χαμογελούν από την καρδιά τους. Αληθινά.
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος