Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Αριστείδης Παγκρατίδης: «Μανούλα μου, είμαι αθώος»
Ένας θεσσαλονικιώτικος εφιάλτης που καθήλωσε το πανελλήνιο, ένα θρίλερ της δεκαετίας του ’60 με προεκτάσεις σε όλο το πολιτικοκοινωνικό φάσμα της χώρας. Στις 20 Ιανουαρίου του 1959, δύο αιμόφυρτα σώματα σε αφασία ανασύρονται από το δάσος του Σέιχ Σου. Το έγκλημα κινητοποιεί το μεγαλύτερο ανθρωποκυνηγητό στα χρονικά της μεταπολεμικής Ελλάδας και ταυτόχρονα την πλέον αναπόδεικτη καταδίκη δολοφόνου κατά συρροήν. Πόση από την γκρίζα ζωή της πόλης κρύβεται κάτω από τα θολά νερά αυτής της μυστηριώδους ιστορίας; Υπόθεση Παγκρατίδη, 1968 – 2023. Μισόν αιώνα και πλέον μετά την εκτέλεση του “δράκου του Σέιχ Σου”, αναμοχλεύουμε τα γεγονότα και τη μυθοπλασία μιας ολόκληρης εποχής.
Η Θεσσαλονίκη των τελών της δεκαετίας του ’50 έχει ανάγκη από έναν δολοφόνο κατά συρροήν. Πόλη-ανίσχυρο σμήνος, κινούμενη στο δικό της κυκλοθυμικό ρυθμό, τροφοδοτείται από δεισιδαιμονίες και εμφυλιοπολεμικά κατάλοιπα, απρόθυμη να αποκτήσει συνείδηση και ενιαία κοινωνική υφή. Ήδη από τα χρόνια του ’20 μαίνεται η ψιθυρολογία γύρω από το “στοιχειό του Βάντζου”, του φαντάσματος της έφηβης καλλονής που αναδύεται από το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας, για να πλευρίσει θαμώνες παρακείμενου εξοχικού κέντρου. Η προϊστορία αυτή γρήγορα βρίσκει ρεαλιστική διέξοδο μέσα από μία σειρά περιστατικών.
Μάρτιος 1957: Καθηγήτρια του Αμερικανικού Κολεγίου δέχεται επίθεση με πέτρα και απόπειρα βιασμού στο δάσος του Σέιχ Σου. Τελικά σώζεται χάρη στη διέλευση περαστικών. Οκτώβριος 1958: Σύζυγος απόστρατου αξιωματικού μέσα σε ταξί - σεξουαλικό ραντεβού με το σοφέρ υπό το ρομαντικό δείλι του Σέιχ Σου. Επίθεση με πέτρες από άγνωστο, καθώς ο εραστής αφήνει το πίσω κάθισμα, για να ξαναπεράσει στο τιμόνι. Ο οδηγός σωριάζεται ημιθανής` συμπλοκή της γυναίκας με το δράστη και ταυτόχρονη έκκληση σε βοήθεια` ο άγνωστος σπεύδει να εξαφανιστεί. Νοέμβριος 1958: Επίθεση σε νεαρό ζευγάρι, πιστή αντιγραφή των προηγουμένων, και πάλι στο δάσος του Σέιχ Σου. Των υποθέσεων προΐσταται ο αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης Νίκος Μουσχουντής, γνωστός ακροδεξιός αλλά και λαοφιλής διώκτης του εγκλήματος με άνετη πρόσβαση στα στέκια του υποκόσμου. Ο Μουσχουντής πρώτος εξυφαίνει τη θεωρία του “δράκου”. Παρά την κατεστραμμένη υγεία και την άρρωστη καρδιά του, επιμένει, μετά το τέλος της υπηρεσίας του, να περιπολεί καθημερινά με ένα τζιπ της αστυνομίας το δάσος του Σέιχ Σου. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας περιπολίας ο καταβεβλημένος αστυνομικός διευθυντής πεθαίνει...
Έτσι πέρασε εκείνο το φθινόπωρο. Στο φόντο του προκατασκευασμένου εφιάλτη, πολιτικά γεγονότα και νεκροφιλικές υπομανίες παραμονεύουν -είναι νωρίς για όλα αυτά. Η Θεσσαλονίκη αμπαρώνεται, το Σέιχ Σου ερημώνει, η έκτακτη έκδοση επιχαίρει.
Εφημερίδα “Μακεδονία”, 21 Ιανουαρίου 1959: “Σκοτεινόν παραμένει το χθεσινόν διπλούν έγκλημα του Σέιχ Σου. Άγνωστοι εθρυμμάτισαν τα κεφάλια ζεύγους ερωτευμένων […]. Παραμένουν άγνωστοι οι δράσται και τα ελατήρια”. Ένας νέος -ο κυρίως- κύκλος αίματος ανοίγει. Η ιστορία: Τα θύματα είναι ο 33χρονος λεβητοποιός Αθανάσιος Παναγιώτου και η συνομήλικη φίλη του Ελεονώρα Βλάχου. Βαριά τραυματισμένοι, σε αφασία και οι δύο, σώζονται, γιατί η παγωνιά διακόπτει τη φοβερή αιμορραγία τους. Τα ρούχα της Βλάχου είναι ξεσκισμένα, απ’ το λαιμό ως την κοιλιά. Στο έδαφος βρίσκονται σκόρπια διάφορα μικροαντικείμενα.
6 Μαρτίου 1959: Το έγκλημα της Μίκρας. Περαστικός φορτηγατζής ανακαλύπτει τα πτώματα του ίλαρχου Κωνσταντίνου Ραΐση, 31 χρονών, παντρεμένου, πατέρα τριών παιδιών, που υπηρετούσε στην 20ή Μοίρα Τεθωρακισμένων, και της κατά δέκα χρόνια μικρότερης ερωμένης του Ευδοξίας Παλιογιάννη. Η “Μακεδονία”: “Διπλό κακούργημα συνεκλόνισε την Θεσσαλονίκην […]. Περισσότεροι του ενός οι δράσται. Ενώ εψυχορράγη, η νέα εβιάζετο υπό των κακούργων […]. Ο ίλαρχος επάλαισε απεγνωσμένα με τους στυγερούς δράστες”. Ο “Ελληνικός Βορράς”: “Εις αναβρασμόν η πόλις […]. Άγνωστοι κακοποιοί, προφανώς ανώμαλοι και διεφθαρμένοι ψυχικώς, οι δράσται”. Ευρήματα και στοιχεία: Πρώτον. Η εκδοχή των δύο δραστών θεωρείται δεδομένη από την αστυνομία και τον ιατροδικαστή. Τα πτώματα μεταφέρθηκαν, χωρίς να συρθούν, σε απόσταση οχτώ μέτρων (της κοπέλας) και 28 (του λοχαγού). Δεύτερον. Βρέθηκαν αποτυπώματα, τα περισσότερα αιματοβαμμένα, στο γυμνό στήθος της Βλάχου, στης οποίας “… τα ανοικτά σκέλη υπάρχουν ίχνη πελμάτων και γονάτων ατόμου γονατίσαντος διά διενέργειαν πράξεως σεξουαλικής”. Τρίτον. Το δείγμα αίματος ενός από τους δράστες. Τέταρτον. Η μαρτυρία δύο Θεσσαλών φαντάρων (του Γιώργου Πατούνη και του Γιώργου Χονδροδήμου), οι οποίοι γυρόφερναν την περιοχή και συναντήθηκαν με το ζευγάρι.
Προκύπτουν τα εξής ερωτήματα: Πώς βρέθηκε η χακί κλωστή, η οποία δεν ταίριαζε με τα ρούχα των θυμάτων, στον προφυλακτήρα του αυτοκινήτου του Ραΐση; Γιατί ο λοχαγός πέθανε με τον αναπτήρα κρατημένο στην αριστερή παλάμη του; Μήπως προσπάθησε να προσφέρει φωτιά σε κάποιον γνωστό; Γιατί οι δύο φαντάροι, οι οποίοι υπηρετούσαν στη Σχολή Πολέμου της Θεσσαλονίκης, σε απόσταση δυο τριών χιλιομέτρων από τον τόπο του εγκλήματος, αντιφάσκουν στις ομολογίες τους; Το πρόχειρο πόρισμα: Οι φαντάροι διέπραξαν τους φόνους. Ο εύλογος συλλογισμός: Κανείς δεν τα βάζει με το στράτευμα τη δεκαετία του ’60. Η υπόθεση παραμένει ανεξιχνίαστη…
3 Απριλίου 1959 (Κατάθεση υπαλλήλου του Δημοτικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης Φανής Τσαμπαζή): “Γύρω στις 7 το βράδυ της ημέρας εκείνης, ενώ βρισκόμουνα στη βρύση του αυλόγυρου του νοσοκομείου μαζί με μια συνάδελφό μου, πήρε το μάτι μου μια σκιά να κινείται σε μια κοντινή συστάδα δέντρων. Φώναξα ‘ποιος είναι κει;’, έριξα μια δυο πέτρες, αλλά δεν πήρα απάντηση. Η συνάδελφός μου με ειρωνεύτηκε: ‘Όλο σκιές φαντάζεσαι’, μου είπε. Λίγο μετά, μαζί με τη συνάδελφό μου κατευθυνθήκαμε προς το σπιτάκι του εγκλήματος, όπου βρήκα μόνη την Πατρικίου να γευματίζει και να ετοιμάζεται να κοιμηθεί. Καθίσαμε μια ώρα μαζί της κουβεντιάζοντας, έως ότου τέλειωσε την υπηρεσία της και η αδελφή μου, που υπηρετούσε ως προϊσταμένη στο ίδιο νοσοκομείο, οπότε γύρω στις 9 φύγαμε αφήνοντάς την μόνη. Έφαγα μαζί με την αδελφή μου κι άλλες συναδέλφους και, κατά τις 10, αποφάσισα να πάω να κοιμηθώ στο σπιτάκι. Επειδή φοβόμουνα, προσφέρθηκε η αδερφή μου να με συνοδεύσει. Δεν ήθελα να την βάλω σε κόπο, γι’ αυτό της είπα να με παρακολουθεί απλώς από μακριά, χωρίς να έλθει μαζί μου. Έτσι κι έγινε. Όταν πλησίασα στο σπιτάκι, είδα ότι υπήρχε μέσα φως. Σκέφτηκα ότι δεν θα είχε κοιμηθεί ακόμα η Πατρικίου και φώναξα στην αδερφή μου να φύγει, γιατί δεν συνέβαινε τίποτα. Μόλις έφτασα στο σπιτάκι και θέλησα ν’ ανοίξω την πόρτα, ένιωσα το πόμολο να μένει στα χέρια μου. Με μια απλή ώθηση, η πόρτα υποχώρησε. Μπήκα στο δωμάτιο και τότε βρέθηκα αντιμέτωπη μ’ έναν άντρα 24 με 26 χρονών, που στεκόταν όρθιος στη μέση του δωματίου. Μόλις μ’ αντίκρισε, με ύφος σίγουρο για τον εαυτό του, μου είπε: ‘Και τώρα, εσύ τι θέλεις εδώ;’. Πριν μου μιλήσει, η πρώτη μου εντύπωση ήταν ότι επρόκειτο για κάποιον γνωστό κάποιας συναδέλφου, γιατί τίποτα το εγκληματικό δεν παρουσίαζε η όλη εμφάνισή του. Με ένα βλέμμα που έριξα στο δωμάτιο, είδα τα αίματα στο δάπεδο και το κρεβάτι. Η φίλη μου έλειπε, κατάλαβα λοιπόν αμέσως περί τίνος επρόκειτο. Έκανα να φύγω από την ανοιχτή πόρτα, καλώντας συγχρόνως σε βοήθεια, αλλά δεν πρόφτασα παρά ν’ ακούσω την αδελφή μου -φαίνεται πως δεν είχε μπει στο δωμάτιό της- να φωνάζει: ‘Μη φοβάσαι, ερχόμαστε’. Ο δολοφόνος με πρόλαβε στο πλατύσκαλο του δωματίου, μ’ άρπαξε από το μπράτσο, μ’ έβαλε μέσα και με μια σπρωξιά μ’ έριξε χάμω. Αστραπιαία, αντελήφθην ότι στο δεξί του χέρι κρατούσε μια μεγάλη πέτρα, έτοιμος να με χτυπήσει. Παρά τη ζάλη μου από το πέσιμο, πρόλαβα, από ένστικτο μάλλον, να χώσω το κεφάλι μου κάτω από ένα κρεβάτι που βρισκόταν δίπλα. Ένιωσα την πέτρα να με χτυπά στην ωμοπλάτη. Αισθάνθηκα συγχρόνως τις κλωτσιές του δολοφόνου στα πόδια και το σώμα μου. Φαίνεται όμως ότι ο δράστης κατάλαβε ότι έρχονταν προς το σπίτι η αδελφή μου και άλλοι. Κι ενώ εγώ βρισκόμουν σχεδόν αναίσθητη στο δάπεδο, εκείνος μ’ ένα άλμα δρασκέλισε τα τέσσερα σκαλιά του δωματίου κι εξαφανίστηκε στο σκοτάδι”.
Περνάνε τέσσερα χρόνια που δεν φωτίζονται από συλλήψεις. Το 1963 η Θεσσαλονίκη χρειάζεται έναν δολοφόνο κατά συρροήν περισσότερο από ποτέ. Κοινή γνώμη, Τύπος και αστυνομία αρνούνται να αναγνωρίσουν ότι οι φόνοι είναι ανόμοιοι μεταξύ τους, άρα η θεωρία του “δράκου” δεν ευσταθεί. Το Σέιχ Σου χρησιμεύει ως τόπος αμαρτωλών ραντεβού και πεδίο αναψυχής μανιακών. Έχει άνετη πρόσβαση από το κέντρο. Δέντρα και θάμνοι καμουφλάρουν τη δράση. Το Σέιχ Σου ανοίγει φωλιές, εκεί όπου το σεξ και ο ζόφος είναι το παραπέτασμα καπνού για μια πραγματικότητα ακόμη πιο δολερή. Καύσωνας 43 βαθμών επίκειται σε συνδυασμό με τη δολοφονία Λαμπράκη. Υπόθεση: Τελικά το Σέιχ Σου είναι καλό -προσφέρεται ως εναλλακτικό περιβάλλον εγκλήματος και μέσον μαζικής χειραγωγίας.
Οι βρόμικοι πρωταγωνιστές: Δεξιό παρακράτος και κομμουνιστοφάγοι μπάτσοι. Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Μήτσου, επιθεωρητής Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος, πανίσχυρος παράγοντας σε ολόκληρη την περιοχή. Συνταγματάρχης Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης. Αντισυνταγματάρχης Μιχαήλ Διαμαντόπουλος, υποδιευθυντής Αστυνομίας. Ταγματάρχης Κωνσταντίνος Δόλκας, διοικητής Εθνικής Ασφαλείας. Όλοι τους εμπλεκόμενοι στις έρευνες για την υπόθεση του “δράκου” και με ένα πιεστικό καθήκον για το βράδυ της 22ης Μαΐου 1963: Να συντονίσουν επιτυχώς το μποϊκοτάζ της νόμιμης συγκέντρωσης των “Φίλων της ειρήνης”, με κύριο ομιλητή το βουλευτή Ε.Δ.Α. Γρηγόρη Λαμπράκη. Στην υπηρεσία των μεγαλοαστυνομικών: οργανωμένοι παρακρατικοί της Θεσσαλονίκης, αποτελούμενοι από μπράβους, δοσίλογους, ανώμαλους, κλέφτες, παιδεραστές, υπό την ανοχή δύναμης 180 αντρών της χωροφυλακής. Στις 22:00 μ.μ. ο Λαμπράκης συνοδευόμενος από όμιλο υποστηρικτών του διασχίζει πεζός τη διασταύρωση Ερμού-παρόδου Σπανδώνη…
“Θεσσαλονίκη”, Πέμπτη 23 Μαΐου: “Ο Λαμπράκης βουλευτής της Ε.Δ.Α. ψυχορραγεί εις το νοσοκομείον της ΑΧΕΠΑ. Η επιστήμη δεν ελπίζει ότι δύναται να σωθή”.
Θεσσαλονίκη, 23 (Reuters): “Ανεκοινώθη εκ της αστυνομίας ότι οι βουλευταί του αριστερού κόμματος της Ε.Δ.Α. κ.κ. Γρηγ. Λαμπράκης και Γεωρ. Τσαρουχάς ετραυματίσθηκαν σοβαρώς κατά την διάρκειαν συγκρούσεως μεταξύ αριστερών και δεξιών στοιχείων. Αι ταραχαί έλαβον χώραν εις κεντρικήν οδόν της Θεσσαλονίκης, κατ’ αυτάς δε ετραυματίσθηκαν ελαφρώς έτερα 20 άτομα. Τα επεισόδια προκλήθηκαν κατά την διάρκειαν συγκεντρώσεως ‘διά την ειρήνην’ οργανωθείσης υπό των αριστερών”.
Η ανακοίνωσις της Αστυνομίας: “Η διεύθυνσις της αστυνομίας Θεσ/νίκης, εν σχέσει προς τα επεισόδια τα λαβόντα χώραν τας βραδυνάς ώρας της χθες, έξωθεν των γραφείων του Δ.Κ.Σ., ανακοινοί τα κάτωθι: 500 περίπου οπαδοί της επιτροπής Δ.Υ.Ε. συνεκεντρώθησαν εις την αίθουσαν του Δ.Κ.Σ. επί της διασταυρώσεως των οδών Βενιζέλου-Ερμού. Οι ομιληταί των τοποθετήσαντες, παρά την σύστασιν της αστυνομίας, μεγάφωνον εις παράθυρον της αιθούσης, ηκούοντο εντόνως από τας χιλιάδας των κατ’ αυτήν την ώραν διερχόμενων πολιτών. Πολλαί εκατοντάδες εκ τούτων αγανακτήσαντες εκ των εκ της αιθούσης μεταδιδομένων συνθημάτων, συνεκρότησαν αντισυγκέντρωσιν προ της αιθούσης του Δ.Σ.Κ. και ήρξαντο αποδοκιμάζοντες με ανάλογα συνθήματα τους εν τη αιθούση συγκεντρωμένους. Επηκολούθησαν μικροσυμπλοκαί […]. Τελικώς η τάξη αποκατεστάθη […]. Ατυχώς, οι οργανωταί της συγκεντρώσεως δεν απεδέχθησαν την αστυνομικήν πρότασιν, περί αποχωρήσεώς των διά λεωφορείων, αποχωρήσαντες πεζή εν μέσω προστατευτικής αστυνομικής ζώνης. Ενώ ούτως απεχώρουν οι συγκεντρωθέντες, αυτοκίνητον τρίκυκλον, αιφνιδίως εμφανισθέν εκ της παρόδου Σπανδωνή και οδηγούμενον υπό του Κοτζαμάνη Σπυρίδωνος, κατοίκου Θεσ/νίκης, παρέσυρε τον κατ’ εκείνην την στιγμήν μετ’ άλλων προ της παρόδου ευρεθέντα βουλευτήν Πειραιώς κ. Λαμπράκην και ετραυμάτισε τούτον σοβαρώς. Αστυνομικά όργανα τη συνδρομή και πολιτών κατεδίωξαν τον τραπέντα εις φυγήν οδηγόν και τον συνέλαβον”. Εκ της διευθύνσεως αστυνομίας.
Δηλώσεις του υφυπουργού των Εσωτερικών. Αθήναι, 23: “Ο υφυπουργός των εσωτερικών κ. Δαβάκης αναφερόμενος εις τα σημειωθέντα εις Θεσ/νίκην αιματηρά επεισόδια […] εξέφρασεν την λύπην του δι’ αυτά και προσθέτει ότι των ανακρίσεων επελήφθη η δικαστική αρχή, το πόρισμα των οποίων και αναμένει. Εις ην περίπτωσιν, ως ετόνισεν ο κ. Δαβάκης, διαπιστωθούν ευθύναι εις την αστυνομικήν αρχήν, θα επιβληθούν ανάλογες κυρώσεις”.
Η Ένωσις Κέντρου: “Διά της ανακοινώσεως η οποία θα εκδοθεί το Κέντρον θα καταγγείλει την κυβέρνησιν ήτις διά των πρακτόρων της οργανώνει πολιτικάς δολοφονίας, όταν μάλιστα προηγουμένως και οι αστυνομικαί αρχαί είχον ειδοποιηθεί περί της συγκεντρώσεως και ήχον ζητήσει παρ’ αυτών όπως λάβουν μέτρα προστασίας”.
“Θεσσαλονίκη”, Δευτέρα 27 Μαΐου 1963: “Ο Λαμπράκης απέθανε την 1 και 22΄ πρωινήν. Μεγάλαι δυνάμεις στρατού και ολόκληρη η χωροφυλακή ετέθησαν σε επιφυλακήν. Σπαρακτικαί σκηναί εξετυλίχθησαν εις τον χώρον του νοσοκομείου της ΑΧΕΠΑ. Ενετάθησαν από της 3ης πρωινής τα έκτακτα μέτρα εις Θεσσαλονίκην. Αγανάκτησις εις το πανελλήνιον, διαμαρτυρίαι, ψηφίσματα”.
Αριστείδης Παγκρατίδης του Χαραλάμπους και της Ελένης, γεννηθείς εις Λαγκαδίκια Θεσσαλονίκης, 24 ετών, άγαμος, της Β΄ δημοτικού, χριστιανός ορθόδοξος. Κίναιδος, ενεργητικός ομοφυλόφιλος, τρόφιμος αναμορφωτηρίου, ηδονοβλεψίας, κλέφτης, πότης, περιστασιακός μαστούρης. Ένα πεντάχρονο αγόρι που βλέπει να σφάζουν τον πατέρα του μπροστά στα ίδια του τα μάτια, ένα πεντάχρονο καχεκτικό αγόρι που εξασφαλίζει την τροφή του από τα θελήματα της γειτονιάς και που οι άλλοι το “έκαναν ό,τι ήθελαν”. Η παρακατιανή θέση του τον συνοδεύει μέχρι το θάνατό του. Σε ηλικία δώδεκα ετών γίνεται το βρόμικο πανί που χρησιμοποιεί ένας παιδεραστής χημικός, για να ξεσπά τις ορμές του: Ο Απόστολος Λύτης πρώτος ασελγεί στον έφηβο επί του ποσού των 50 δραχμών. Ο Παγκρατίδης δεν ηδονίζεται από την παθητική ομοφυλοφιλική πράξη, αλλά και δεν την αποφεύγει, όποτε αδυνατεί να εργαστεί στα οικεία του λεμονάδικα, στο πρακτορείο Χαλκιδικής ή στο “γύρο του θανάτου”. Αρσενική πόρνη του λιμανιού, εκδίδεται στις βάρκες των ψαράδων, στα βουνά ή στα εβραϊκά μνήματα για 20 δραχμές ή ακόμη και για ένα πιάτο φαγητό. Οι γυναίκες του αρέσουν, αλλά “οι γυναίκες θέλουν λεφτά κι αυτός ποτέ του δεν είχε”. Αγράμματος και φοβητσιάρης, ανίκανος να εκτιμήσει σωστά ή να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, καλείται κάποτε να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του αιμοσταγούς παρανοϊκού σε μια κωμωδία σαχλή: Την υπόθεση Σέιχ Σου. Συλλαμβάνεται στις 7 Δεκεμβρίου του 1963. Η κατηγορία: απόπειρα βιασμού.
Οι γυναίκες του αρέσουν, αλλά “οι γυναίκες θέλουν λεφτά κι αυτός ποτέ του δεν είχε”.
Σαββατόβραδο: Ο Παγκρατίδης φεύγει νωρίς από τη δουλειά του (το λούνα παρκ του Πρόδρομου Χαλεπλή) και πηγαίνει κατευθείαν σε μια ταβέρνα της πλατείας Δικαστηρίων. Πρόθεσή του: σεξ και πιοτό. Επί ένα εξάωρο κάθεται εκεί πίνοντας συντροφιά με άλλους τέσσερις άντρες και μια κοπέλα. Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα, πηγαίνουν στην Εγνατία για πατσά. Πίνουν κι άλλο. Κάποιος προθυμοποιείται να τον πάει σπίτι του. Ο κάποιος είναι παθητικός ομοφυλόφιλος. Πείθει τον Παγκρατίδη να τον ακολουθήσει στο πατρικό του, αλλά την τελευταία στιγμή τον διώχνει, φοβούμενος μην ξυπνήσουν οι γονείς του. “Ήταν τόσο μεθυσμένος, όταν έφευγε”, καταθέτει αργότερα, “ώστε εγώ του φόρεσα τα παπούτσια που είχε βγάλει, για να μην κάνει θόρυβο”. Έξω στο δρόμο, ο Παγκρατίδης δεν ξέρει τι να κάνει. Η ώρα κοντεύει τέσσερις. Κρυώνει.
Σκέφτεται να πάει στο λιμάνι, αλλά απορρίπτει την ιδέα. Τέτοια ώρα και σ’ αυτή την κατάσταση, θα τον τσιμπήσουν για αλητεία. Μια ολονυχτία συσσωρευμένης πόσης μπουκώνει το μυαλό του με τρελές δυνατότητες. Έχει ακούσει για τις τροφίμους του ορφανοτροφείου “Μ. Αλέξανδρος”. Ξέρει πως, αν καταφέρει να πηδήξει το μαντρότοιχο, πιθανότατα θα βρει κάποια, για να πλαγιάσει απόψε. Μπαίνει στο κτίριο από ένα ανοιχτό παράθυρο στο ισόγειο. Ανεβαίνει στο χολ του δευτέρου πατώματος. Πλησιάζει μια ανοιχτή πόρτα που φωτίζεται και βλέπει έναν μεγάλο θάλαμο, όπου κοιμούνται κοπέλες. Σε αυτό το σημείο είναι πια τόσο λιώμα, ώστε αδυνατεί να ανακαλέσει τους αρχικούς συνειρμούς που τον οδήγησαν εκεί. Πέφτει στο πρώτο άδειο κρεβάτι που βρίσκει μπροστά του και κοιμάται. Η τρόφιμος Δέσποινα Νικολαΐδου ξυπνά αναστατωμένη από το ροχαλητό του. “Τι θέλεις εδώ;” τον ρωτά. “Μη φοβάσαι, θα φύγω”, της απαντάει και απομακρύνεται χωρίς να την πειράξει. Η Νικολαΐδου ξυπνά δυο τρία άλλα κορίτσια και τις λέει ότι ένας άντρας είναι μέσα στο κτίριο, όμως αυτές την περιγελάνε: “Στον ύπνο σου τον είδες. Άσε μας να κοιμηθούμε”. Λίγα λεπτά αργότερα, ακούγονται ουρλιαχτά από το αναρρωτήριο. Η δωδεκάχρονη Αικατερίνη Σούρλα εμφανίζεται τρομαγμένη με ανακατεμένα μαλλιά και ξεσκισμένη πιτζάμα, φωνάζοντας πως ένας άντρας “ήρθε στο κρεβάτι, για να της κάνει κακά πράγματα”. Στο μεταξύ, ο Παγκρατίδης έχει ήδη πηδήξει από τη βεράντα, δρασκελίζει το μαντρότοιχο και τρέχει. Στο δρόμο συμπλέκεται με έναν εισπράκτορα λεωφορείου. Ξεφεύγει. Ο εισπράκτορας τηλεφωνεί στο “100” και καταγγέλλει το περιστατικό. Ο Παγκρατίδης φτάνει στο σπίτι του και πέφτει για ύπνο. Στις 5 το πρωί, ένας υπομοίραρχος τον συλλαμβάνει. Οδηγείται ξανά στο ορφανοτροφείο, όπου, ενώπιον εισαγγελέα και αξιωματικών ομολογεί την πράξη του. Από δω και πέρα, ανήκει στην Ασφάλεια.
Το 1963 πλησιάζει προς το τέλος του με φουριόζικη ειδησεογραφία: Ο Κένεντι δολοφονείται (“η τραγικότερη στιγμή του 20ού αιώνος”), ο Σινάτρα απαγάγεται από νεαρούς γκάγκστερ, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον λαμβάνει διαζύγιο στο Μεξικό, ο Καραμανλής ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την καταρρέουσα κυβέρνησή του και να φύγει στο Παρίσι. Απομένουν εννέα μέρες μέχρι την εντολή του εισαγγελέα για επανασύλληψη των Μήτσου, Καμουτσή, Διαμαντόπουλου, Καπελώνη για ηθική αυτουργία στο φόνο του Λαμπράκη. Το βάρος της ξηλωμένης, εξευτελισμένης αστυνομικής ηγεσίας είναι δυσβάσταχτο για την πόλη. Μια δραστική ασπιρίνη πρέπει να βρεθεί. Οι αρμόδιοι ανασυνθέτουν τον τρόμο του Σέιχ Σου, αναμειγνύουν τα χαρακτηριστικά των εγκλημάτων και σχηματίζουν ένα σχετικά πειστικό πλάνο του Παγκρατίδη. Του βάζουν λεζάντα: “Δράκος”. Ιατροδικαστικές αβλεψίες, ατελείς καταθέσεις, ανεπαρκή στοιχεία, ανολοκλήρωτες έρευνες: τρελές υποθέσεις σ’ ένα τρελαμένο περιβάλλον. Έτσι προκύπτουν πολλές δυνατότητες. Απομένει μία ομολογία.
Επικεφαλής των ανακρίσεων τίθενται οι: διοικητής Ασφαλείας Τζαβάρας, ταγματάρχης Σταθουλόπουλος, μοίραρχος Χαρίτος, υπομοίραρχος Κλωνάρης. Συμμετέχει επίσης ως επόπτης ανακρίσεως ο αντιεισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθανασόπουλος (μετέπειτα υφυπουργός), καθώς και ο εμπλεκόμενος στην υπόθεση Λαμπράκη ιατροδικαστής Καψάσκης. Ο ψυχίατρος Αγαπητός Διακογιάννης διατάζει εγκεφαλογράφημα στον Παγκρατίδη και σκιαγραφεί το κατάλληλο ψυχοβιολογικό περίγραμμα του “δράκου”: ανώμαλος, τοξικομανής, διψομανής, πότης, αλήτης. “Ψυχοπαθητικό άτομο με πολλές διαστροφές”. Η ανακριτική μέθοδος: πείνα, δίψα, κρύο. Τα βράδια τον βάζουν να στέκεται όρθιος στο γραφείο του υποδιοικητή, δίπλα στη σόμπα. Ψήνεται, ιδρώνει, διψάει, τα πόδια του πονάνε φρικτά. Παρακαλά να τον αφήσουν να βγάλει τα παπούτσια του, αλλά κι αυτό του το απαγορεύουν. Συχνά σωριάζεται λιπόθυμος, αλλά τον ξανασηκώνουν. Κατά τα ξημερώματα τον πετάνε στο παγωμένο κρατητήριο με μοναδικό σκέπασμα μια υγρή κουβέρτα. Την τέταρτη ημέρα, κι ενώ οι εφημερίδες αρχίζουν ν’ αναρωτιούνται (“Καθημερινή”: “Ο δράκος που δεν είναι δράκος;”, “Έθνος”: “Εξιλαστήριον θύμα ο Παγκρατίδης;”), ο κατηγορούμενος ομολογεί -“εντελώς αβιάστως” - ότι “ίδιες πράξεις έχει ενεργήσει και κατά το παρελθόν”.
Πώς πέφτει σ’ αυτό το σφάλμα; Ασφαλώς ο Παγκρατίδης έχει κάποιες ικανότητες, κατέχεται από το γονίδιο της επιβίωσης, αλλά δυστυχώς στερείται της διορατικότητας να ξεπεράσει τα ηλίθια όνειρά του: “Είσαι μικρός, ομολόγησε και θα σε γλιτώσουμε με δυο χρόνια στην Κασσάνδρα”, του υπόσχεται ο εισαγγελέας Παπαντωνίου. Είναι Τρίτη 10 Δεκεμβρίου. Πλησιάζει Σάββατο, όταν ο εισαγγελέας θα ζητήσει την επανασύλληψη των Μήτσου και Σία. Την Κυριακή η Θεσσαλονίκη ξυπνά με το πρωτοσέλιδο της “Μακεδονίας”: “Ο δράκος ωμολόγησε τα φοβερά εγκλήματα και απεκάλυψε συγκλονιστικάς λεπτομερείας. Ανεπαρέστησε με μεγάλην απάθειαν: 1ον. Την επίθεσιν κατά του ζεύγους Παναγιώτου Βλάχου εις Σέιχ Σου. 2ον. Την δολοφονίαν του ιλάρχου Ραΐση και της Παλαιογιάννη. 3ον Την δολοφονίαν της ραπτρίας του Δημοτικού Νοσοκομείου”.
Ακολουθούν: Εισαγγελική απαγόρευση για οποιαδήποτε δημοσίευση σχετικά με την υπόθεση Παγκρατίδη. Προδικασμένες ετυμηγορίες πενταμελούς εφετείου (Κάθειρξη εννέα ετών για την απόπειρα βιασμού στο ορφανοτροφείο και “τετράκις εις θάνατον” για τα εγκλήματα του Σέιχ Σου. Παραλείπονται να εξετασθούν: δακτυλικά αποτυπώματα, ομάδα αίματος, πατημασιές του εγκλήματος της Μίκρας, καθώς και αποτυπώματα και τρίχες του δράστη από το έγκλημα του νοσοκομείου.) Παλλαϊκή συμπάθεια για τον καταδικασθέντα. Παραπομπή 31 κατηγορουμένων για την παράλληλη υπόθεση Λαμπράκη. Συγκρούσεις Αμερικανών - Βιετναμέζων στο Ντα Ναγκ. Χούντα και ηθικόφρονες πρακτικές. Τέλος το σχετικό πρωτοσέλιδο της “Μακεδονίας”. 17 Φεβρουαρίου 1968: “Εις τον τόπον των στυγερών εγκλημάτων ο Παγκρατίδης εξετελέσθη εις το Σέιχ Σου. ‘Μανούλα μου, είμαι αθώος’, ήταν οι τελευταία λέξεις του. Εννιά χρόνια έπειτα από τη διάπραξη των φοβερών εγκλημάτων και δύο από την καταδίκη του τετράκις σε θάνατο από το πενταμελές εφετείο Θεσσαλονίκης, ο Αριστείδης Παγκρατίδης εξετελέσθη χθες την αυγήν, στις 7.06 ακριβώς στο Σέιχ Σου, στο μέρος που συνδέθηκε με το όνομά του”.
17 Φεβρουαρίου 1968: “Εις τον τόπον των στυγερών εγκλημάτων ο Παγκρατίδης εξετελέσθη εις το Σέιχ Σου. ‘Μανούλα μου, είμαι αθώος’, ήταν οι τελευταίαι λέξεις του”
Η εποχή του τρόμου ήρθε και έφυγε, ωστόσο ο κόσμος ποτέ δεν έχει πάψει να ανακαλεί την υπόθεση Παγκρατίδη, ως μια πιθανή στημένη ανακριτική πλάνη σε βάρος ενός αξιολύπητου εξαθλιωμένου, γενετικά προγραμματισμένου για τον πάτο. Η Ιστορία χαμογελάει αυτάρεσκα: Κέρδισε το μεγαλύτερο, διαχρονικό μερίδιο του εφιάλτη.
Δειτε περισσοτερα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού
Η έναρξη της εμπορικής λειτουργίας θα ανοίξει νέους ορίζοντες για τη μεταλλευτική βιομηχανία της χώρας
Πείνα και εκπόρνευση; Μητέρα - προαγωγός; Άγνωστοι σύζυγοι και εραστές; Ναρκωτικά και παιχνίδια εξουσίας;