Τέχνη κάνουμε για να αφηγηθούμε τον ανθρώπινο πόνο, όχι για να τον προκαλέσουμε
Άλντο Μόρο: Η απαγωγή του και η μετέπειτα δολοφονία του από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες
Είχαν περάσει ήδη τέσσερις ημέρες από το κακό. Τέσσερις ημέρες σοκ, μουδιάσματος, αδιόρατου πένθους. Όλα τα ένιωθες, σε κατέβαλε η αύρα τους, σε διέλυε το βάρος τους. Εκείνη την περίεργη ημέρα, όχι ένα οποιοδήποτε Σάββατο, αλλά το Σάββατο 13 Μαΐου του 1978, όλοι ήταν εκεί.
Aldo Moro: Η απαγωγή, η δολοφονία και η κηδεία του
Στην επιβλητική Βασιλική του San Giovanni στο Laterano, τον Καθεδρικό Ναό της Ρώμης, μια ανάσα από το «άβατο» του Βατικανού. Πλάι στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζοβάνι Λεόνε, δίπλα του ο Πρόεδρος της Βουλής Πιέτρο Ινγκράο, μετά κατά σειράν ο Πρόεδρος της Γερουσίας Αμίντορε Φανφάνι, ο Πρωθυπουργός Τζούλιο Αντρεότι και όλοι οι κορυφαίοι εκφραστές της πολιτικής ζωής της χώρας.
Ο Καρδινάλιος Βικάριος Πολέτι ιερουργεί αγχωμένα, σχεδόν ψιθυριστά. Στο Ναό βρίσκεται ο Θεοτοκιστής Ποντίφικας, ο Άγιος Πατέρας Παύλος ΣΤ'. Ο Πάπας θα διαβάσει μια ομιλία, την οποία θρυλείται ότι την έγραψε με το χέρι του. Η πιο οδυνηρή, η πιο αποκαρδιωτική ομιλία που διαβάστηκε ποτέ από προκαθήμενο της Καθολικής Εκκλησίας. Μια ομιλία χωρίς ίχνος ελπίδας, δίχως την παραμικρή χαραμάδα για εθνική ανάταση.
Δεν έπρεπε να βρίσκεται καν εκεί, το Πρωτόκολλο που ίσχυε για αιώνες απαγόρευε στους Ποντίφικες να παρευρίσκονται σε κηδείες έξω από τα ερμητικά τείχη του Βατικανού. Κι όμως, ο Πάπας Παύλος είναι εκεί, αν και ηττημένος υποφέρει και ξέρει πολύ καλά ότι η παρουσία του επισκιάζει όλες τις υπόλοιπες. Περιστοιχίζεται θαρρείς από αδειανά κοστούμια, γκρι απροσδιόριστους χαρακτήρες που δίνουν την αίσθηση ότι προσπαθούν να επιβιώσουν, να παραμείνουν ζωντανοί σε μια κοιτίδα εξουσίας που δεν υπάρχει πια.
Αν δεν υπήρχε η τραγικότητα του πλαισίου, ο βουβός χαρακτήρας της συγκυρίας, θα μπορούσε κάλλιστα να πρόκειται για σεκάνς από ταινία του Μάριο Μονιτσέλι, από prequel των «Εντιμότατων Φίλων». Ένας εμπαιγμός, μια αδιανόητη φάρσα με σκηνικό μια νεκρώσιμη ακολουθία από την οποία απουσίαζε ο νεκρός.
Ναι, το φέρετρο ήταν άδειο, η σορός του εκλιπόντος δεν βρίσκεται εκεί γιατί ο ίδιος ο νεκρός δεν ήθελε να τελεστεί κηδεία δημοσία δαπάνη, δεν ήθελε κρατικό ή κομματικό περιεχόμενο κατά τον τελευταίο αποχαιρετισμό. «Ούτε Αξιωματούχους, ούτε κόμματα» είχε πει, με τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι και ο ίδιος ήταν μέρος εκείνης της θεσμικής πυραμίδας ως Πρόεδρος των Χριστιανοδημοκρατών και Πρωθυπουργός της χώρας.
Αυτός ο άνθρωπος δολοφονήθηκε από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, τις Brigate Rosse, σε μια περίοδο που -σύμφωνα με τους τρομοκράτες- η Ιταλία «χρειαζόταν μια επίθεση στην καρδιά του κράτους». Με ελάχιστες εξαιρέσεις το πολιτικό σύστημα ήταν αδιάλλακτο και ηρνείτο πεισματικά οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες.
«Το Χριστιανοδημοκρατικό κόμμα είναι γεμάτο μοχθηρία» σημείωνε ο Άλντο Μόρο σε μία από τις πολυάριθμες επιστολές του, «το αίμα μου είναι επάνω τους». Αναφερόταν ακόμη και σε προσωπικούς του φίλους, σε συνοδοιπόρους του για χρόνια ολόκληρα. Ο Τζακανίνι, Γραμματέας του κόμματος, ο Κοσίγκα (τότε υπουργός Εσωτερικών, μετέπειτα Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας) έμειναν άπρακτοι, ανίκανοι να εκπονήσουν οποιοδήποτε σχέδιο, άτολμοι να προτείνουν ένα πλάνο διάσωσης.
Δεν έμεινε μόνον εκεί ο Μόρο. Δεν λυπήθηκε ούτε το υπεράνω υποψίας PCI, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας:
Δεν θα ξεχαστεί ποτέ ότι παρά την ανάγκη για σταθερότητα, παρά την επίπονη προσπάθειά μου να προκύψει κυβέρνηση, το PCI παρέμεινε σε στάσιμα ύδατα. Η δραματική απαγωγή μου, συνέβη καθόσον βρισκόμουν καθοδόν για τη Βουλή, ενώ πηγαίναμε στην Αίθουσα για την ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση.
Χαμένος κόπος, εγκληματική αδράνεια, ενός σύσσωμου πολιτικού συστήματος που ψυχορραγούσε. Είναι σουρεαλιστικό να ξεγυμνώνει την εξουσία ένας από τους κορυφαίους εκφραστές της.
Δεν είχε απαντηθεί ποτέ μέχρι τότε «νεκρική μνήμη». Γι’ αυτό οι παριστάμενοι εκείνη την ημέρα στη Βασιλική του San Giovanni έμοιαζαν όλοι ένοχοι. Δεν παρίστατο ούτε η σύζυγος του Άλντο, η Ελεωνόρα. Δεν ήταν τα παιδιά του. Κανένας πραγματικά κοντινός του άνθρωπος. Μόνο οι ενοχές και το πέπλο τους. Με την απόσταση των ετών, δεν είναι υπερβολή να χαρακτηριστεί περισσότερο σαν κηδεία της Πρώτης Ιταλικής Δημοκρατίας, παρά ως κηδεία του Μόρο. Σίγουρα είναι η μέρα που σηματοδοτεί ανεξίτηλα ένα «πριν» και ένα «μετά» στην πολιτική ιστορία της γείτονος χώρας.
Η αληθινή, η πραγματική κηδεία του Άλντο Μόρο τελέστηκε τρεις μέρες νωρίτερα από το σουρεαλιστικό σκηνικό της Ρώμης. Στις 10 Μαΐου, στην Torrita Tiberina, ένα χωριό 40 χιλιόμετρα έξω από την πρωτεύουσα, σκάρτων οκτακοσίων ψυχών τότε. Αυτό είχε ζητήσει και στη διαθήκη του, αυτό ήθελε, να τον ξεπροβοδίσουν οι λίγοι που τον αγαπούσαν αληθινά, οι μόνοι άξιοι να τον συνοδεύσουν με τις αυθόρμητες προσευχές και τον ειλικρινή πόνο τους.
Ακόμα και ο σκυθρωπός ουρανός, παρά το γεγονός ότι η άνοιξη τελείωνε, έμοιαζε να θέλει να συμπαρασταθεί στο τελευταίο κατευόδιο. Έβρεξε. Για λίγο. Ίσα για να εμπλουτιστεί το σκηνικό και με τα δάκρυα του ουρανού που μαζεύτηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη της μπότας. Ο ιταλικός λαός, ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ήταν πολύ πιο πουριτανός από σήμερα, πολύ πιο κοντά στον καθολικισμό, απείρως πιο ενεργός στα εκκλησιαστικά του καθήκοντα. Κι όμως, εκείνη τη μέρα, τον Άλντο Μόρο τον συγχώρησε. Ακριβώς επειδή εκείνος δεν συγχώρησε τους συντρόφους του, παρότι ένθερμος και ενεργός καθολικός. Τόσο οξύμωρο σχήμα, τόσο τρελό.
Τα «μολυβένια χρόνια» για την Ιταλία
«Μολυβένια Χρόνια» τα είπαν οι Ιταλοί. Anni di Piombo. Ο εύσχημος τρόπος να μην τα χαρακτηρίσουν χρόνια εμφυλίου – έστω ήπιου. Είναι η περίοδος από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Το γεγονός που δεσπόζει σε εκείνη την περίοδο ήταν ακριβώς η απαγωγή και η δολοφονία του Μόρο, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας των πέντε ανδρών της συνοδείας του. Η γενιά που μεγάλωσε και γαλουχήθηκε στην καυτή για τη διεθνή σκηνή 1967-68, η γενιά που πίστεψε ότι η αλλαγή στην κοινωνία είναι εφικτή και υπάρχει «χώρος» για δικαιοσύνη και κοινωνική ισότητα.
Μόνο που δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Τα «μολυβένια χρόνια» για την Ιταλία ήταν μια περίοδος ακραίας βίας που χαρακτηρίστηκε από αλλεπάλληλες τρομοκρατικές επιθέσεις, από σφαγές, από μια κλιμακούμενη εγκαθίδρυση της λεγόμενης στρατηγικής της έντασης, η οποία σχεδιάστηκε από παρεκκλίνοντα κρατικό μηχανισμό και εφαρμόστηκε από ακραίες ομάδες.
Η τρομοκρατική επίθεση στην Piazza Fontana το Δεκέμβριο του 1969 στο Μιλάνο, σηματοδοτεί την αρχή αυτής της μαύρης περιόδου. Μέρα μεσημέρι, στο κέντρο του Μιλάνου, μερικά μέτρα από το Duomo, εξερράγη η βόμβα στο κτήριο της Αγροτικής Τράπεζας (Banca Nazionale dell'Agricoltura) σκοτώνοντας 17 ανθρώπους και τραυματίζοντας 88. Το ίδιο απόγευμα πυροδοτήθηκαν άλλες τρεις βόμβες σε Ρώμη και Μιλάνο, και βρέθηκε ακόμη μία λίγο πριν εκραγεί. Η Ιταλία άφνου βρέθηκε σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, τελούσε υπό καθεστώς απόλυτου τρόμου.
Κανείς δεν είχε διακρίνει τα σημάδια της προοδευτικής ριζοσπαστικοποίησης πολλών εκ των μελών των πολυάριθμων ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, κανείς δεν είχε αντιληφθεί ότι επίκειτο ένοπλος αγώνας. Ειδικά στην περίπτωση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, κανείς δεν περίμενε την απόλυτη εφαρμογή αντάρτικου σε αστικό ιστό. Οι Brigate Rosse δρούσαν παράνομα, λαθραία. Έχοντας την ανάγκη αυτοχρηματόδοτησης δεν δίσταζαν να διαπράττουν ληστείες, απαγωγές, να αναζητούν ακραίες πηγές χρηματοδότησης προκειμένου να ενορχηστρωθεί σωστά το κεντρικό σχέδιο. Έξοδα, πλαστά έγγραφα, ενοίκια, όπλα, υποστήριξη, διαβίωση.
Υπάρχουν ομοιότητες με την πατρίδα μας, δεν είναι αντικείμενο όμως του κειμένου οι παράλληλες δράσεις. Άλλωστε η Ελλάδα την εποχή του Μάη του ’68 και στα πρώτα χρόνια των ‘70s τελούσε υπό το καθεστώς των Συνταγματαρχών και πολύ αργότερα θα μετείχε στον παραλογισμό. Ουσιαστικά λόγω της χούντας «χάσαμε» το πραγματικό πλαίσιο της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, εκ των πραγμάτων δεν είχαμε καν την επιλογή μεταξύ Ατλαντικού και Σοβιετικού μπλοκ. Οι Ιταλοί, όπως κι εμείς λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής θέσης, ανήκε στο ΝΑΤΟ, στη Δύση.
Παρ’ όλα αυτά είχε το ισχυρότερο Κομμουνιστικό Κόμμα σε όλη την Ευρώπη, με έναν ηγέτη ο οποίος γνώριζε πολύ καλά ότι στην πολιτική επιβάλλεσαι μονάχα διά των ιστορικών συμβιβασμών. Η στήριξη του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ στην κυβέρνηση των Χριστιανοδημοκρατικών, η σχέση αλληλοεκτίμησης και σεβασμού με τον Άλντο Μόρο, η προσπάθεια «κανονικοποίησης» και «εκδημοκρατισμού» του PCI (Partito Comunista Italiano) δεν άρεσε καθόλου στις ΗΠΑ και έβρισκε αρνητική ακόμη και τη Σοβιετική Ένωση, μιας και αυτός ο δρόμος της «προοδευτικής δημοκρατίας» ήταν σε πλήρη αντίθεση με τις σοβιετικές θέσεις.
Στις 16 Μαρτίου 1978, η νέα μονοκομματική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Τζούλιο Αντρεότι υποστηριζόμενη και από το PCI, έπρεπε να εμφανιστεί στη Βουλή για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης. Θα ήταν μια από τις ιστορικότερες πολιτικά στιγμές του ιταλικού έθνους, αλλά θάφτηκε στις στάχτες της τραγωδίας της via Fani στη Ρώμη.
Η απαγωγή του Μόρο τη δεδομένη χρονική στιγμή μόνο σύμπτωση δεν ήταν και μόνο τυχαία δεν επελέγη ο Χριστιανοδημοκρατικός πολιτικός από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Η δέσμευση του Άλντο Μόρο προς διευκόλυνση εκείνης της κρίσιμης πολιτικής καμπής και συναίνεσης για τη χώρα, ήταν το casus belli των τρομοκρατών, οι οποίοι διά του επαναστατικού μανδύα και του πολέμου κατά του καπιταλισμού, ήθελαν να παγιώσουν την οργάνωση στο ιταλικό κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι. Το αίτημα που διατυπώθηκε από τον Μορέτι (εκ των πυλώνων της οργάνωσης) ήταν να αναγνωριστούν οι Brigate ως πολιτική οντότητα και να τεθεί ένα πλαίσιο προς διαπραγμάτευση με τη συντεταγμένη πολιτεία.
Στην πραγματικότητα τίποτα από όλες αυτές τις μεγαλοστομίες δεν ίσχυε. Η επιλογή του Μόρο ως θύμα ήταν καιροσκοπική, θα έλεγε κάποιος περιστασιακή. Το αρχικό πλάνο ήταν ο Αντρεότι, αλλά ο τόπος κατοικίας του (τότε) Γερουσιαστή δεν διευκόλυνε το επιχειρησιακό σχέδιο και ειδικά τον τρόπο διαφυγής. Κατόπιν εξετάστηκε το ενδεχόμενο του Αμίντορε Φανφάνι, ο οποίος για ασήμαντους στην ουσία λόγους, επίσης απορρίφθηκε. Ο Μόρο που εν τέλει στοχοποιήθηκε, ήταν «εντός των δυνατοτήτων τους», ακόμα κι αν οι επιμέρους λεπτομέρειες επιζητούσαν έστω έναν υποτυπώδη σχεδιασμό και έναν εύλογο χρόνο προετοιμασίας.
Έπρεπε να βρεθεί ο χώρος που θα κρατηθεί, να εκπονηθεί το σχέδιο διαφυγής, να μελετηθούν οι διάφορες κινήσεις της καθημερινότητάς του και να προσδιοριστούν οι λεπτομέρειες της απαγωγής με το μικρότερο δυνατό κόστος, πάντοτε σε συνδυασμό με την έγκριση του «ακροατηρίου» των Ταξιαρχιών και των ηθικών κωδίκων των συμπαθούντων την οργάνωση Ιταλών, οι οποίοι φερειπείν θα καταδίκαζαν απερίφραστα στην περίπτωση που το σχέδιο περιελάμβανε παιδιά. Γι’ αυτό απερρίφθη η εκκλησία της Santa Chiara στο Rione Pigna (το δημοτικό διαμέρισμα με το Πάνθεον για να γίνει κατανοητό πόσο κεντρικά μιλάμε), όπου κάθε πρωί εκκλησιαζόταν ο Μόρο. Επειδή ακριβώς δίπλα έστεκε το δημοτικό σχολείο και οι ώρες που επισκεπτόταν ο πολιτικός το ναό συνέπιπταν με το πρώτο κουδούνι.
Εν τέλει προκρίθηκε η επιλογή της via Mario Fani στο Quartiere Trionfale, τη γειτονιά του «θριάμβου». Το βράδυ πριν την επίθεση, οι τρομοκράτες φροντίζουν να σκάσουν και τα τέσσερα λάστιχα του φορτηγού του ανθοπώλη, που συνήθως παρκάρει στη στροφή και δυνητικά θα μπορούσε να παρεμποδίσει την διέξοδο διαφυγής. Με τα χρήματα από τα λύτρα της απαγωγής του εφοπλιστή Πιέτρο Κόστα το 1977, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες έχουν αγοράσει στο όνομα της «καθαρής» στο ποινικό της μητρώο, Άννα-Λάουρα Μπραγκέτι, το διαμέρισμα στην via Montalcini, αριθμός 8.
Εκεί η γυναίκα διαμένει σύμφωνα με την αντίληψη γειτόνων και περιοίκων με τον σύντροφό της, Τζερμάνο Μακάρι, ο οποίος στην πραγματικότητα είναι ο επονομαζόμενος «τέταρτος άνθρωπος». Μαζί τους, ο εκ των εγκεφάλων του επιχειρησιακού σχεδίου, Πρόσπερο Γκαλινάρι, ήδη φυγάς και καταζητούμενος από την αστυνομία. Εκεί, στο μικρό αυτό διαμέρισμα θα παραμείνει έγκλειστος για 55 ημέρες ο Άλντο Μόρο, μέχρι τον τραγικό επίλογο της υπόθεσης.
Πράξη πρώτη: η Απαγωγή
Η παρουσίαση της κυβέρνησης Αντρεότι στη Βουλή των Αντιπροσώπων έχει προγραμματιστεί για τις 10 το πρωί της 16ης Μαρτίου 1978. Περίπου μία ώρα νωρίτερα, ο Άλντο Μόρο αναχωρεί από το σπίτι του στη via Forte Trionfale και επιβιβάζεται στο πίσω κάθισμα του αθωράκιστου μπλε Fiat 130, με οδηγό τον ειδικό φρουρό Ντομένικο Ρίτσι. Πλάι στον οδηγό στα μπροστινά καθίσματα ο Αξιωματικός των Carabinieri και επικεφαλής ασφαλείας του πολιτικου, Ορέστε Λεονάρντι. Πίσω από το Fiat του Μόρο, η Alfa Romeo Alfetta, το αυτοκίνητο συνοδείας με επιβαίνοντες τρεις αστυνομικούς: Τζούλιο Ριβέρα, Φραντσέσκο Τζίτσι και Ραφαέλε Ιοτσίνο. Και οι τρεις άνδρες κάτω των 30 ετών.
Ο Μόρο όπως πάντα θα κάνει την παράκαμψη προς την εκκλησία της Santa Chiara, πριν κατευθυνθεί προς τη Βουλή. Στη διασταύρωση των οδών Fani και Stresa, στο τρίλεπτο μεταξύ 9.02 και 9.05, πυροβολισμοί, ουρλιαχτά, όλεθρος. Οι πέντε άνδρες της συνοδείας δολοφονούνται επί τόπου. Ο Μόρο παραμένει σώος και αβλαβής και μεταφέρεται από το υπηρεσιακό Fiat 130 στο κλεμμένο –επίσης μπλε- Fiat 132 των τρομοκρατών. Τα πάντα διήρκησαν 3 λεπτά, η ενέδρα είχε σχεδιαστεί μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας.
Οι 4 δράστες, Βαλέριο Μορούτσι, Φράνκο Μπονισόλι, Πρόσπερο Γκαλινάρι και Ραφαέλε Φιόρε, θα προσπαθήσουν να θολώσουν τα νερά αργότερα στη δίκη, κυρίως με αλληλοσυγκρουόμενες καταθέσεις για να καλύψουν «συντρόφους» τους. Υπολογίζεται ότι στο επιχειρησιακό σχέδιο συμμετείχαν τουλάχιστον 11 μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών, οι τέσσερις που πυροβόλησαν και επτά που εξασφάλισαν την τέλεια εκτέλεση, καλύπτοντας κάθε πιθανό ενδεχόμενο.
Οι τρομοκράτες καραδοκούσαν στη διασταύρωση φορώντας στολές της Alitalia, ο στόχος ήταν να μην κινηθούν υποψίες στους περίοικους. Στη γωνία της via Trionfale με τη via Fani στεκόταν η Ρίτα Αλγκρανάτι, μια εικοσάχρονη κοπέλα με ένα μπουκέτο λουλούδια σφιχτά στο χέρι. Φαινομενικά αθώα, τυχαία παρουσία. Είναι η «τσιλιαδόρος» που δίνει το σήμα για την άφιξη του Μόρο. Στο στενό, παρκαρισμένο δεξιά ένα Fiat 128 με πινακίδες Διπλωματικού Σώματος. Στη θέση του οδηγού ο Μάριο Μορέτι, αρχηγός των Ερυθρών Ταξιαρχιών στην κυψέλη της Ρώμης. Αμέσως μετά παρκαρισμένο ένα ακόμη Fiat 128. Μέσα κάθονται ο Άλβαρο Λογιάκονο και ο Αλέσιο Καζιμίρι. Μετά τη διασταύρωση και τρίτο 128 τούτη τη φορά στραμμένο προς την αντίθετη κατεύθυνση ώστε να μπορεί να «κόψει» το δρόμο αμέσως μετά την εκτέλεση. Στο τιμόνι η Μπάρμπαρα Μπαλτζεράνι.
Η Αλγκρανάτι αφήνει το μπουκέτο να πέσει από τα χέρια της. Όταν τα λουλούδια σκορπίζονται στο έδαφος, ο Μορέτι έχει ξεπαρκάρει και βρίσκεται ακριβώς μπροστά από το αυτοκίνητο του Μόρο. Κόβει ταχύτητα, το δεύτερο 128 επίσης ξεπαρκάρει και πλέον βρίσκεται πίσω από το αυτοκίνητο συνοδείας. Ο Μορέτι φρενάρει βίαια. Το Fiat έχει ήδη «διπλώσει» κλείνοντας το δρόμο και εμποδίζοντας την όπισθεν.
Σιγή, ποδοβολητά, πυροβολισμοί. Βαλέριο Μορούτσι και Ραφαέλε Φιόρε, τρομοκράτες της κυψέλης του Τορίνο, πυροβολούν και σκοτώνουν ακαριαία τον 51χρονο Αξιωματικό Ορέστε Λεονάρντι, πατέρα δυο παιδιών. Στρέφουν τα όπλα στον οδηγό. Τα πυροβόλα μπλοκάρουν. Ο 43χρονος Ντομένικο Ρίτσι είχε κάποια δευτερόλεπτα για ελιγμούς, προσπαθεί να διαφύγει από δεξιά, αλλά ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο τον εμποδίζει. Ο «κόκκορας» του πυροβόλου του Μορούτσι ξεμπλοκάρει. Το αδειάζει στο κορμί του Ρίτσι.
Την ίδια στιγμή, οι Γκαλινάρι και Μπονισόλι (ο δεύτερος προερχόμενος από την κυψέλη του Μιλάνου) αντιμετώπισαν το ίδιο ζήτημα με τα αυτόματα που στόχευαν στους τρεις άνδρες της συνοδείας. Ο Ραφαέλε Ιοτσίνο πρόλαβε να αμυνθεί τραβώντας το υπηρεσιακό του όπλο, δεν κατόρθωσε όμως να καταφέρει τραύμα, διότι οι δύο τρομοκράτες χρησιμοποιούν τα εφεδρικά Smith&Wesson 39 και Beretta M51 με τα οποία τον γαζώνουν.
Υπεύθυνος για τον Μόρο είναι ο Μπρούνο Σεγκέτι. Τον σέρνει στο οδόστρωμα μέχρι τη διασταύρωση όπου περιμένει με τη μηχανή αναμμένη το «Διπλωματικό» Fiat 132 των Μορέτι-Φιόρε. Το αυτοκίνητο απομακρύνεται πολύ γρήγορα ακολουθούμενο από το 128 των Καζιμίρι, Λογιακόνο, Γκαλινάρι. Οι Μπονισόλι και Μορούτσι αφού παίρνουν δυο από τους πέντε χαρτοφύλακες του Μόρο, μπαίνουν στο τελευταίο Fiat μαζεύοντας και την «τσιλιαδόρο» Μπαλτζεράνι, η οποία επίσης έχει τραβήξει όπλο στη διασταύρωση για παν ενδεχόμενο.
Τα αυτοκίνητα των τρομοκρατών διασκορπίζονται στα στενά. Για αντιπερισπασμό προστίθενται δύο ακόμη οχήματα στο σχέδιο διαφυγής: ένα Citroën Dyane και ένα βαν Fiat 850. Στην piazza Madonna del Cenacolo, ο Μόρο μεταφέρεται δεμένος στο βανάκι, στην καρότσα του οποίου υπάρχει μια αυτοσχέδια ξύλινη κάσα, τρόπον τινά ένα ειδικά διαμορφωμένο κλειστό ξύλινο κλουβί. Τα τρία αυτοκίνητα που χρησιμοποιήθηκαν στην ενέδρα εγκαταλείπονται σχεδόν ταυτόχρονα στην παρακείμενη via Licinio Calvo, η Μπαλτζεράνι φεύγει με τα πόδια, οι Μπονισόλι και Φιόρε μπαίνουν στο λεωφορείο για τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό Termini, απ’ όπου φεύγουν απευθείας για Μιλάνο.
Το βανάκι με οδηγό τον Μορέτι βρίσκεται ήδη στο υπόγειο parking του σούπερ μάρκετ Standa, όπου γίνεται και η μεταφορά στο Dyane των Μορούτσι και Σεγκέτι. Στο σημείο βρίσκεται και ο Γκαλινάρι, από τις καταθέσεις όμως δεν προκύπτει ο τρόπος που μετέβη στο σημείο, πιθανόν να τον μετέφερε εκεί έτερος εμπλεκόμενος, εικάζεται ότι ήταν ο Τζερμάνο Μάκαρι. Ο χώρος του parking επελέγη για μην κινηθούν υποψίες κατά τη μεταφορά του «κιβωτίου» το οποίο περιείχε τον Άλντο Μόρο.
Ο Ιταλός πολιτικός μεταφέρεται πια στο πορτ μπαγκάζ του Citroën Ami 8 της Άννα-Λάουρα Μπραγκέτι και από εκεί καταλήγει στη «Λαϊκή Φυλακή» της via Montalcini. Το ρολόι δείχνει 10.10, έχει περάσει μόλις κάτι παραπάνω από μια ώρα. Ο Μόρο είναι τρομαγμένος, σοκαρισμένος και κλειδωμένος σε ένα τυφλό δωμάτιο το οποίο καλύπτεται εξ ολοκλήρου από μια τεράστια βαριά βιβλιοθήκη, όταν ο Μορούτσι καλεί από τον τηλεφωνικό θάλαμο στα κεντρικά γραφεία του Ιταλικού Πρακτορείου Ειδήσεων (ANSA).
Εκδίκηση για την εξοντωτική βία των επίλεκτων του Κοσίγκα – απαγάγαμε τον Άλντο Μόρο
Δεν αποδίδεται στο ακέραιο ο όρος “Teste di Cuoio” που χρησιμοποίησε ο Μορούτσι, φέρτε στο νου κάτι σαν ειδικές δυνάμεις, SWAT, Αντιτρομοκρατική. Είναι ουσιαστικά η πρώτη επιβεβαίωση της πληροφορίας που έχει ήδη γίνει γνωστή στα υψηλά κλιμάκια εξαιτίας της σφαγής στη Via Mario Fani και των δυνάμεων που ήδη βρίσκονταν εκεί.
Το νέο ταξιδεύει με ταχύτητα φωτός. Στη Βουλή τα πρόσωπα αν όχι κάτασπρα, είναι σκυθρωπά. Η ψήφος εμπιστοσύνης ολοκληρώθηκε σε χρόνο ρεκόρ. Κανείς δεν έχει όρεξη για κουβέντες, υπάρχει αυτή η εκκωφαντική σιωπή που διακόπτεται μόνο από ψιθύρους όταν προκύπτει κάτι νέο για την υπόθεση. Δεν υπήρχαν κινητά τηλέφωνα, δεν υπήρχαν εξελιγμένοι τρόποι επικοινωνίας, κι όμως από τις 10.30 η Ιταλία τελεί υπό σοκ. Φοιτητές, εργαζόμενοι, απλός κόσμος συρρέουν αυθόρμητα στο σημείο της σφαγής, συνδικαλιστικές ενώσεις έχουν ήδη προκηρύξει απεργία, ο Γραμματέας της ιταλικής ΓΣΕΕ (CGIL) Λουτσιάνο Λάρα, εκφωνεί τον πρώτο πύρινο λόγο εναντίον στη θηριωδία των τρομοκρατών.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Ιταλών είναι συγκλονισμένοι, ελάχιστοι είναι εκείνοι –υπήρχαν και αυτοί– οι οποίοι πανηγυρίζουν (!) και υποστηρίζουν την ανάγκη για ένοπλη πάλη, κυρίως μέλη των εξωκοινοβουλευτικών άκρων. Στις 10.50, είκοσι λεπτά μετά το πρώτο τηλεφώνημα, έχουμε και το δεύτερο στα κεντρικά γραφεία της ANSA και στο Τορίνο. Αφορά το πρώτο αίτημα των Ερυθρών Ταξιαρχιών, την απελευθέρωση εντός 48 ωρών μελών των Brigate Rosse και λοιπών συντρόφων από μικρότερης εμβέλειας οργανώσεις, τα οποία κρατούνται στις φυλακές εν αναμονή της ολοκλήρωσης της δίκης τους.
Πράξη δεύτερη: Οι 55 ημέρες του Κόνδορα
Μια άλλου τύπου «δίκη» εκτυλίχθηκε τις 55 ημέρες κράτησης του Μόρο στην κρύπτη της οδού Montalcini. Η πολιτική και επικοινωνιακή έκρηξη, τα «μανιφέστα» των Τρομοκρατών, οι επιστολές του Μόρο που απευθύνονταν στους ηγέτες του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, έφεραν σε σύγχυση έναν ολόκληρο λαό. Στο δημόσιο διάλογο εντάχθηκαν όροι και έννοιες μέχρι πρότινος ταμπού για την ιταλική κοινωνία, ξεκίνησαν αδιέξοδες διαμάχες μεταξύ πολιτικών, διανοούμενων, Τύπου και συνδικαλιστικών οργανώσεων σε μια προσπάθεια να επεξηγηθεί το τραγικό συμβάν και να εντοπιστούν τα αίτια του «ένοπλου αγώνα».
Η διχογνωμία για τη «γραμμή» που έπρεπε να κρατηθεί, για τη δημοσιοποίηση των ερευνών της αστυνομίας που υπήρξαν φρενήρεις, η διαφωνία επί των βιαστικών νομοθετημάτων για υποκλοπές και άρση απορρήτου επικοινωνιών οδήγησαν σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση το ίδιο το σύστημα, το οποίο αναγκάστηκε να καταστήσει δημόσιες τις πρακτικές ενός βαθέος κράτους που μέχρι πρότινος ήταν καλά κρυμμένο στο σκοτάδι.
Συλλήψεις αστυνομικών, ανακρίσεις χωρίς παρουσία δικηγόρου, μετάδοση αμφιλεγόμενων πληροφοριών και –τουλάχιστον– συζητήσιμων ερμηνειών και των επιστολών και των αιτιών της απαγωγής του Μόρο. Ο ίδιος ο πολιτικός από τις 30 Μαρτίου έχει παροτρύνει τον Κοσίγκα να διαπραγματευθεί με τους τρομοκράτες διότι «η θυσία αθώων στο όνομα μιας εντελώς αφηρημένης αίσθησης δικαίου υπό καθεστώς έκτακτης ανάγκης, είναι απαράδεκτη». Οι εφημερίδες επέμεναν ότι η επιστολή γράφτηκε υπό καθεστώς τρομακτικής πίεσης, ότι επρόκειτο για μια αντίδραση που ήταν προϊόν εκβιασμού.
Γεγονός είναι ότι κυβέρνηση και Χριστιανοδημοκράτες ουδέποτε μπήκαν σε διαδικασία να συνδιαλλαγούν με τους τρομοκράτες, τακτική που επικροτήθηκε σχεδόν από όλα τα κόμματα, πλην των εξτρεμιστών και κάποιων μεμονωμένων αντιφρονούντων όπως ο κομμουνιστής Τερατσίνι, ο σοσιαλδημοκράτης πρώην Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Τζουζέπε Σάραγκατ και ο κατέχων το αξίωμα Τζιοβάνι Λεόνε, οι οποίοι εμφανίζονταν πρόθυμοι να υποστηρίξουν αποδόσεις χάριτος ειδικά σε μικρότερα «ψάρια» των Ερυθρών Ταξιαρχιών, τύπου Λεονάρντο Σιάσια και Αλμπέρτο Μοράβια. Η κατάσταση είναι κάτι παραπάνω από δραματική.
Στις 16 Απριλίου με την προκήρυξη υπ’ αριθμόν 6, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ανακοινώνουν στον ιταλικό λαό ότι η «Λαϊκή Δίκη» του Μόρο ολοκληρώθηκε και ο πολιτικός καταδικάστηκε εις θάνατον.
Η κοινωνία παγώνει, ο Πάπας ζητά γονυπετής από τους άνδρες των Ερυθρών Ταξιαρχιών να απελευθερώσουν τον Μόρο άνευ όρων. Αρνούνται. Το τελευταίο νήμα ελπίδας συνδέεται με κάποιες δράσεις από τη Διεθνή Αμνηστία και την εθνική Caritas, η Ιταλία μοιάζει να έχει συνθηκολογήσει με την ιδέα όχι εκκλήσεων και παρακλήσεων, αλλά με την εκπόνηση συγκεκριμένου σχεδίου απελευθέρωσης του πολιτικού. Ο Μπετίνο Κράξι «κανονικοποιεί» πολιτικά την άρση οποιωνδήποτε διαπραγματεύσεων και την αναγκαιότητα δράσεων. Το ζήτημα πλέον ξεφεύγει από τα εθνικά πλαίσια.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Κουρτ Βάλντχαϊμ απευθύνει έκκληση προς τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών να απελευθερώσουν τον Άλντο Μόρο, ακριβώς στο χρονικό σημείο που το εγχώριο εγκάρσιο κόμμα της σταθερότητας έχει αποφασίσει να κινηθεί επιχειρησιακά. Σε διεθνές και διπλωματικό επίπεδο, η επιλογή Βάλντχαϊμ εκλαμβάνεται ως πολιτική αναγνώριση των τρομοκρατών. Όλο αυτό το δραματικό πλαίσιο ενόσω η άμμος του πολιτικού στερεύει στην κλεψύδρα των τρομοκρατών.
Έρχεται η «περίεργη» Προκήρυξη 7, στην οποία ουσιαστικά ανακοινώνεται προς όλους τους αποδέκτες ο θάνατος (η «αυτοκτονία» αυτολεξεί) του Μόρο και παρατίθενται οι οδηγίες/εντολές για εύρεση της σορού του «στο λασπωμένο βυθό της Duchessa», της λίμνης του Ριέτι. Η προκήρυξη είναι γραμμένη σε εντελώς διαφορετικό ύφος από τις προηγούμενες, μοιάζει διαφορετική, «χαλκευμένη», εγείρει ακόμη και υποψίες γνησιότητας. Παρόλα αυτά εκατοντάδες άνδρες των Αρχών έχουν σπεύσει στη λίμνη και αναζητούν το πτώμα. Όσο οι ώρες και οι ημέρες περνούν, αμφισβητείται ολοένα και πιο έντονα η γνησιότητα της προκήρυξης των τρομοκρατών. Η κοινή γνώμη έχει χωριστεί στα δυο, σε εκείνους που υιοθετούν το περιεχόμενο της προκήρυξης και σε όσους την αμφισβητούν, ακόμα και δημόσια. Αλαλούμ και απόλυτη διχοτόμηση.
Δύο ημέρες αργότερα αποστέλλεται η «πραγματική» προκήρυξη υπ’ αριθμόν 7. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες αποδεικνύουν ότι ο Μόρο είναι ακόμη ζωντανός και κατηγορούν ευθέως τον Τζούλιο Αντρεότι ως υποβολέα της πλαστής προκήρυξης. Το τελεσίγραφο στους Χριστιανοδημοκράτες είναι διάρκειας 48 ωρών. Το αίτημα σταθερό: ανταλλαγή του απαχθέντος και κρατούντος Μόρο με απροσδιόριστο αριθμό πολιτικών κρατουμένων-μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Οι μέρες περνούν, διαπραγμάτευση εξακολουθεί να μην υφίσταται.
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες επανέρχονται με νέα προκήρυξη στην οποία για πρώτη φορά αναγράφονται ονόματα 13 κρατουμένων. Η προκήρυξη εστάλη 25 Απριλίου, ημερομηνία ιδιαίτερα συμβολική για το ιταλικό έθνος, μιας και συμπίπτει με την Εθνική εορτή. Την ίδια μέρα το 1945 διαλύθηκε η Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία και συνελήφθη ο Μπενίτο Μουσολίνι. Για τους Ιταλούς είναι η Γιορτή της Απελευθέρωσης, το θυμικό παίζει πάντοτε το ρόλο του στην πολιτική και αυτό το γνωρίζουν καλά και οι θεσμικοί παράγοντες και οι τρομοκράτες.
Σε όλο το μεσοδιάστημα οι επιστολές του ίδιου του Μόρο ρέουν κανονικά. Συνολικά συνέγραψε και απηύθυνε 86 επιστολές, οι οποίες όσο περνούσε ο καιρός λάμβαναν ολοένα και περισσότερο χαρακτήρα πολιτικής διαθήκης. Καμία από τις επιστολές δεν κατορθώνει να φέρει έστω ένα βαθούλωμα στο γρανιτένιο και άτεγκτο μέτωπο της μη διαπραγμάτευσης. Η οικογένεια του Μόρο έχει ξεπεράσει τα όρια της απόγνωσης, απελπισμένα καλεί τους Χριστιανοδημοκράτες να αντιμετωπίσουν την ευθύνη της μη υποχώρησης μέσω επιστολής που δημοσιεύεται στην Corriere della Sera:
Το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών και ολόκληρη η Εθνική Αντιπροσωπεία οφείλει να γνωρίζει ότι η επιλογή της πλήρους ακινησίας και της άρνησης κάθε πρωτοβουλίας επικυρώνει τη θανατική ποινή.
Ενόσω οι έρευνες της αστυνομίας και της αντιτρομοκρατικής εντείνονται και αρκετές φορές εκφεύγουν του δημοκρατικού πλαισίου, οι Ερυθρές Ταξιαρχίες «απαντούν» με επιθέσεις σε ολόκληρη τη χώρα. Η μπότα στενάζει, ο Πάπας πολλαπλασιάζει τις παρεμβάσεις του, ο χρόνος κυλά αδυσώπητα. Οι τρομοκράτες έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται ότι δεν υπάρχουν περιθώρια διαπραγμάτευσης, μήτε χρόνος για αναδίπλωση.
Η αλήθεια είναι ότι ο χρόνος ξεκίνησε να μετράει αντίστροφα από εκείνη την ψευδή προκήρυξη 7, όταν έστω και με αυτόν τον τρόπο εισήχθη τη δημόσια σφαίρα και συζήτηση η ιδέα του νεκρού Μόρο. Το σοκ πλέον θα ήταν μικρότερο, η ιταλική κοινωνία είχε ήδη μπει στη διαδικασία να αντιμετωπίσει ψυχικά, πνευματικά και πολιτικά το ενδεχόμενο του νεκρού Άλντο. Πολλά χρόνια αργότερα αποκαλύφθηκε το πρόσωπο που συνέταξε εκείνη την προκήρυξη, επρόκειτο για συνεργάτη της διαβόητης συμμορίας της Ρώμης, της φοβερής Banda della Magliana. Τα κίνητρα ωστόσο παραμένουν άγνωστα, με επικρατέστερη θεωρία στην Ιταλία, ότι επρόκειτο για συνεργασία των κακοποιών με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες προκειμένου «να μπει ένα τέλος στον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι πιθανές ομολογίες και παραθέσεις ιστορικών γεγονότων από τον Μόρο». Το ημερολόγιο πια δείχνει 6 Μαΐου.
Πράξη τρίτη: Ο Θάνατος
Προκήρυξη υπ’ αριθμόν 9, συνταχθείσα την 6η Μαΐου 1978:
Όσον αφορά την πρότασή μας για ανταλλαγή πολιτικών κρατουμένων, ώστε να ανασταλεί η ποινή και να αποφυλακιστεί ο Άλντο Μόρο, δεν έχουμε παρά να καταγράψουμε τη σαφή άρνηση της κυβέρνησης και του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Ολοκληρώνουμε λοιπόν τη μάχη που ξεκίνησε στις 16 Μαρτίου, εκτελώντας την ποινή στην οποία καταδικάστηκε ο Άλντο Μόρο.
Είναι σαφές ότι έχει χαθεί και η τελευταία ρανίδα ελπίδας, πολλώ δε σωτηρίας.
Ο Τζουλιάνο Σπατσάλι, δικηγόρος και εν συνεχεία συνήγορος πολλών εκ των μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών (με ό,τι αυτό συνεπάγεται), σχολιάζει πριν και μετά την ακροαματική διαδικασία, ότι όλοι εμείς δεν έχουμε παρά να αναρωτηθούμε ποιος εν τέλει ήθελε πραγματικά το Μόρο ζωντανό.
Η απάντηση είναι κανένας. Ούτε οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, ούτε η Democrazia Cristiana, ούτε οι μυστικές υπηρεσίες. Μόνο η σύζυγος και τα παιδιά του ήθελαν τελικά τον Μόρο ζωντανό.
Τα επόμενα δύο εικοσιτετράωρα είναι ημέρες αναμονής. Μέρες σκοτεινές, σιωπηλές, απ’ εκείνες που δεν λένε να περάσουν. Η κοινωνία είναι βουβή, η σιωπή της κόβεται με το μαχαίρι. Στα σπίτια απ’ άκρη σ’ άκρη θαρρείς κι ακούγεται ο ίδιος ψίθυρος, αιωρείται η ίδια αγωνία.
Ξημερώματα 9 Μαΐου ο Άλντο Μόρο δολοφονείται.
Με τη φτηνή δικαιολογία ότι «αλλάζουμε κρησφύγετο», μεταφέρεται στο υπόγειο γκαράζ της via Montalcini, τον βάζουν να ξαπλώσει στο πορτ μπαγκάζ ενός κόκκινου Renault 4 που είχε κλαπεί προηγουμένως και αφού τον καλύπτουν με μια κουβέρτα, τον πυροβολούν. Σκοτώνεται ακαριαία. Εν συνεχεία, ο 25χρονος Τζερμάνο Μακάρι μαζί με τον άνθρωπο που πάτησε τη σκανδάλη, τον 32χρονο επικεφαλής των Ερυθρών Ταξιαρχιών της Ρώμης, Μάριο Μορέτι, οδηγούν το Renault μέχρι το κέντρο και το εγκαταλείπουν στη via Caetani, έναν δρόμο συμβολικά πολύ κοντά τόσο στα κεντρικά γραφεία του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος, όσο και σε εκείνα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Στις 12 και μισή το μεσημέρι, ο Βαλέριο Μορούτσι τηλεφωνεί σε έναν εκ των έμπιστων συνεργατών του Μόρο, τον Φραντσέσκο Τρίτο, για να του αναθέσει, «εκπληρώνοντας μία από τις τελευταίες επιθυμίες του προέδρου», το θλιβερό καθήκον να ενημερώσει την οικογένεια για το σημείο που θα βρουν τη σορό.
Η διάδοση της είδησης λαμβάνει χαρακτήρα χιονοστιβάδας. Διασπείρεται αμέσως παρά το επικοινωνιακά αδόκιμο της εποχής και πολλοί πολιτικοί σπεύδουν άμεσα στο σημείο που είναι εγκαταλελειμμένο το κόκκινο Renault. Σε μερικά λεπτά γίνεται γνωστό ότι ο αρμόδιος Υπουργός Κοσίγκα έχει ήδη υποβάλλει την παραίτησή του. Μέσα στον ορυμαγδό, η σύζυγος και τα παιδιά του Μόρο απαιτούν να γίνουν σεβαστές οι επιθυμίες του εκλιπόντος σχετικά με κρατικές κηδείες, διαδηλώσεις και δημόσιες τελετές:
Η οικογένεια μένει σιωπηλή και ζητά σιωπή. Η ιστορία θα κρίνει τη ζωή και τον θάνατο του Άλντο Μόρο
Κοντά μισό αιώνα αργότερα και εξακολουθεί να υπάρχει θόρυβος, αλλά στην ουσία σιωπή. Είναι τόσα τα σκοτεινά σημεία, τόσο μη γενναιόδωρη η ιστορία που δεν αρκούν ούτε τα βιβλία, ούτε οι (πολλές) ιταλικές ταινίες, ούτε οι σειρές, όσο σύγχρονα κι αν παρουσιάζονται, όσο ωμά κι αν παρατίθενται κάποια από τα γεγονότα.
Δεν υπάρχουν αποδείξεις, ούτε αποχρώσες ενδείξεις για οποιαδήποτε παρέμβαση των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών, πολλώ δε της Σοβιετικής Ένωσης ή των Ηνωμένων Πολιτειών σε ολόκληρο το νήμα της απαγωγής, της κράτησης και της εκτέλεσης του Μόρο. Το μοναδικό «πειστήριο» είναι η περίφημη «Προκήρυξη 7» που ήταν ψευδής. Δεν φέρονται να εμπλέκονται ούτε η μαφία, ούτε η camorra, ούτε η ‘ndrangheta, εν αντιθέσει με το λαϊκό αίσθημα της εποχής. Όλα τα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών κατά τις ανακρίσεις και τις καταθέσεις τους, παραδέχτηκαν και επέμειναν ότι αυτενεργούσαν, «τα έκαναν όλα μόνοι τους».
Σκιές αφήνουν μονάχα οι αόριστες καταθέσεις αυτόπτων και αυτήκοων μαρτύρων, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι άκουσαν τους δολοφόνους να μιλούν σε ξένη γλώσσα και είδαν δύο άνδρες να τρέπονται σε φυγή επιβαίνοντες σε μια μηχανή αγνώστου ταυτότητος. Αμφιβολίες εγείρονται και για την αναπαράσταση του πλάνου διαφυγής από τη Via Fani και για το γεγονός ότι ο Mόρο παρέμεινε αιχμάλωτος για 55 ημέρες μόνο στη Via Montalcini, διότι βρέθηκε άμμος στα ρούχα του, άγνωστο πώς και από πού.
Η έλλειψη επιχειρησιακής ετοιμότητας από τη συνοδεία του είναι εύκολα επεξηγήσιμη, μιας και εκείνους τους καιρούς η εκπαίδευση αστυνομικών και ειδικών φρουρών ήταν το λιγότερο ανεπαρκής και τα πρωτόκολλα ασφαλείας πολύ χαλαρά. Η ασφάλεια και η προστασία των πολιτικών προσώπων εθεωρείτο «προνομιούχος» μετάθεση, δίχως ουσιαστικές υπηρεσιακές ευθύνες – το ίδιο ίσχυε και στα μέρη μας όπως διαπιστώθηκε με λίγα χρόνια καθυστέρηση. Η φρουρά ήταν ανεπίγνωστη, το ενδεχόμενο απαγωγής δεν είχε καν εξεταστεί ως πιθανό σενάριο.
Προϊόντος του χρόνου και λόγω του σοκ που προκλήθηκε σε ολόκληρο το σύστημα, αποκαλύφθηκαν και οι εσωτερικές έριδες μεταξύ των μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Δεν συμφωνούσαν όλοι στη «λύση» της δολοφονίας, αλλά οι αρχές και η αντιτρομοκρατική υπηρεσία δεν κατηύθυναν την έρευνα προς μια τέτοια οδό, γιατί εξ ορισμού δεν υιοθετούσε καμία πληροφορία προερχόμενη από το παρακράτος. Πάντοτε υπάρχουν κάποια στοιχεία ή πληροφορίες που φτάνουν στις Αρχές με ασυνήθιστο ή και ανακριβή τρόπο. Το ζήτημα είναι η αξιολόγηση και η κατηγοριοποίησή τους. Πώς και από ποιους. Εάν ορισμένες από τις αντικρουόμενες και φαινομενικά αναξιόπιστες πληροφορίες είχαν εξεταστεί πιο σοβαρά, ίσως τα πράγματα και η ιστορία να είχαν γραφτεί διαφορετικά.
Αυλαία: Séance
Εκείνα τα δύσκολα χρόνια εμείς είχαμε ακόμα το θαυματουργό «Νερό του Καματερού». Στην Ιταλία έκανε θραύση ένα θέαμα που ευδοκίμησε στην ελληνική τηλεόραση πολλά χρόνια αργότερα. Στην πάντα αμφίσημη και «ελαφριά» ιταλική τηλεόραση της φανφάρας, έκανε θραύση ο «πνευματιστής» που λύγιζε τα κουτάλια, γυρνούσε τα ρολόγια με τη σκέψη και επικοινωνούσε με το υπερπέραν. Ήταν πολύ διαδεδομένη η εκπομπή στην Ιταλία, είχε γίνει talk of the town, το είχαν βρει παιχνίδι τα παιδιά, γενικότερα υπήρχε μια φρενίτιδα που οφειλόταν λίγο στην ημιμάθεια, λίγο στην ευπιστία, λίγο σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε θεωρίες συνομωσίας ή λαϊκά «ψεκασμούς».
Σκεφθείτε το ίδιο πράγμα εν έτει 1978 να το διακηρύττει και να το δημοσιοποιεί αξιότιμος κατά τα άλλα καθηγητής από το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια. Ήταν 2 Απριλίου του 1978 όταν ο Αλμπέρτο Κλο οργάνωσε ένα γεύμα με καλεσμένους συναδέλφους του καθηγητές με τις οικογένειές τους, στο εξοχικό του σπίτι στο λόφο του Τζαπολίνο, λίγο έξω από την πόλη της Μπολόνια. Στο τραπέζι κάθονται συνολικά δώδεκα ενήλικες, όλοι κάτω των 40 ετών. Είναι μαζί με τα παιδιά τους, η εικόνα παραπέμπει σε οικογενειακό συμπόσιο του ιταλικού νότου. Η μέρα είναι βροχερή και εμπόδισε τον Κλο να περιποιηθεί τους καλεσμένους του στον όμορφο και ειδικά διαμορφωμένο κήπο, αλλά και στο βιαστικά ειδικά διαμορφωμένο σαλόνι κανείς δεν παραπονείται.
Η ατμόσφαιρα είναι ευχάριστη, το φαγητό υπέροχο, το κρασί ρέει και η ομήγυρη διασκεδάζει και αποφασίζει να κοπιάρει τον μεγάλο και τρανό «πνευματιστή» της τηλεόρασης. Το σκηνικό αφού απομακρύνονται τα παιδιά, πολύ γρήγορα καταλήγει στο κλασσικό «πιατάκι» της συνεδρίας για επικοινωνία με τα πνεύματα και επαφή με τη μετά θάνατον ζωή. Τοποθετείται στο τραπέζι ένας μεγάλος πίνακας στον οποίο βρίσκονται όλα τα γράμματα της αλφαβήτου, αριθμοί και οι δυο σαφείς αποκρίσεις: ναι και όχι.
Οι κυρίες και οι κύριοι είναι με το δάχτυλο γύρω από το «πιατάκι» και περιμένουν ένα αφυπνισμένο πνεύμα να το κάνει να κινηθεί για να σχηματιστεί μια λέξη με νόημα. Ουδείς εκ των παρευρισκόμενων έχει πάρει το παιχνίδι στα σοβαρά, ούτως ή άλλως τα παιδιά είναι στο ίδιο δωμάτιο και παίζουν τα δικά τους παιχνίδια, γελούν, φωνάζουν, μιλούν δυνατά. Ένας καθηγητής πολιτικών επιστημών ρίχνει την ιδέα να «κληθούν» τα πνεύματα του Δον Λουίτζι Στρούτσο (κληρικός και επιφανής αντιφασίστας πολιτικός, γνωστός για τη σθεναρή δράση του απέναντι στο καθεστώς Μουσολίνι) και του Τζόρτζιο Λα Πίρα (καθολικιστής, πρώην δήμαρχος της Φλωρεντίας και επιφανές στέλεχος του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών που είχε πεθάνει έναν χρόνο νωρίτερα).
Οι ερωτήσεις δεν αργούν να επικεντρωθούν στο μεγάλο ζήτημα της επικαιρότητας, στην απαγωγή του Άλντο Μόρο. Τα γράμματα στην αρχή διαδέχονται το ένα το άλλο, χύμα, σχηματίζοντας λέξεις δίχως νόημα. Η επόμενη ερώτηση είναι «ο τόπος που κρατείται ο πρώην Πρωθυπουργός δυο εβδομάδες μετά την απαγωγή του». Και οι 13 παρευρισκόμενοι ενήλικες, όλοι καθόλα σοβαροί και αξιοσέβαστοι, ορκίζονται ότι χωρίς κόλπα και χωρίς απάτη από κανέναν τους, στο «πιατάκι» σχηματίζονται τρεις λέξεις: Μπολσένα, Βιτέρμπο και Γκραντόλι.
Τη Μπολσένα, τη γραφική πόλη με την πανέμορφη λίμνη στην επαρχία του Βιτέρμπο στο βόρειο Λάτιο (την περιφέρεια που έχει πρωτεύουσα τη Ρώμη) την γνωρίζουν όλοι. Κανείς ωστόσο δεν έχει ξανακούσει για το Γκραντόλι. Ίντερνετ, κινητά τηλέφωνα, gps και άμεση πρόσβαση στην πληροφορία για αναζήτηση και επιβεβαίωση δεν υπάρχουν εκείνη την εποχή. Ένας από τους συνδαιτημόνες σηκώνεται και πάει να φέρει τον οδικό και γεωγραφικό χάρτη από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.
Δώδεκα ζευγάρια μάτια ψηλαφίζουν τον απλωμένο χάρτη επάνω στο τραπέζι και ανακαλύπτουν ότι στο Βιτέρμπο, πλάι στη λίμνη Μπολσένα επί του επαρχιακού δρόμου 74, υπάρχει ένα χωριό ονόματι Γκραντόλι. Η ομήγυρη παγώνει, οι καθηγητές και οι σύζυγοί τους κοιτάζονται μεταξύ τους, αναρωτιούνται μεγαλόφωνα και με ένα στόμα λένε ότι «δεν είναι πλέον πλάκα» και «όποιος το κάνει δεν είναι σωστό».
Ο μοναδικός που κρατά το στόμα του κλειστό είναι ένας καθηγητής οικονομικών επιστημών και βιομηχανικής πολιτικής, με εξαίρετες σπουδές στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου, κατόπιν στο London School of Economics και εν τέλει στο Stanford, ο οποίος αργότερα θα εξελιχθεί σε εξέχουσα προσωπικότητα του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών και θα υπηρετήσει το ιταλικό έθνος από πλείστες υπουργικές θέσεις και δύο φορές θα εκλεγεί πρωθυπουργός της Ιταλικής Δημοκρατίας οδηγώντας την στο ευρώ: ο Ρομάνο Πρόντι.
Ο μετέπειτα Μωυσής της ιταλικής Κεντροαριστερής Συμμαχίας, ο δημιουργός της «Ελιάς» που έκανε το Μπερλουσκόνι να καταρρεύσει, είναι ο άνθρωπος, ο οποίος δυο ημέρες μετά από εκείνο το μεταφυσικό περιστατικό στο λόφο του Τζαπολίνο, είπε ψιθυριστά με σκυμμένο το κεφάλι στον πρώην υπουργό Τζακανίνι, τις λεπτομέρειες για το Γκραντόλι του επαρχιακού δρόμου 74, πλάι στη λίμνη Μπολσένα στην επαρχία του Βιτέρμπο. Με τη διαφορά ότι πρόσθεσε και μια ακόμα λεπτομέρεια: ένα απομονωμένο σπίτι με κελάρι.
Στις μαρτυρίες που διαδέχθηκαν η μία την άλλη καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών και σε όλες τις (πολλές) δίκες που διεξήχθησαν, αυτοί οι δώδεκα άνθρωποι κράτησαν αυτολεξεί τις καταθέσεις τους και επαναλάμβαναν τα ίδια πράγματα που διαβάσατε παραπάνω. Δεν παρουσιάστηκε ούτε μια διαφορετική εκδοχή, το μοναδικό στοιχείο που τέθηκε εν αμφιβόλω ήταν η λεπτομέρεια του «επαρχιακού δρόμου 74» ο οποίος μπορεί επάνω στη σύγχυση να προήλθε από την ένδειξη στο χάρτη.
Οι μυστικές έρευνες στο Γκραντόλι δεν έφεραν αποτέλεσμα, αλλά μερικές ημέρες αργότερα, 18 Απριλίου του 1978, ανακαλύπτεται κυριολεκτικά κατά λάθος -σωλήνας είχε αφανή διαρροή και πλημμύρισε το διαμέρισμα- γιάφκα των Ερυθρών Ταξιαρχιών στη Ρώμη. Επί της οδού Γκραντόλι, αριθμός 96. Δεν ήταν η «Λαϊκή Φυλακή» του Άλντο Μόρο, αλλά το κρησφύγετο του εκτελεστή του, Μάριο Μορέτι, όπου διέμενε με τη Μπάρμπαρα Μπαλτζεράνι. Από αυτή την ανακάλυψη οδηγήθηκαν οι Αρχές στο ξετύλιγμα του μίτου και ταυτοποιήθηκε και συνελήφθη ο εγκέφαλος της δολοφονίας του Μόρο, Μάριο Μορέτι.
Καθαρά από σύμπτωση δεν βρέθηκαν μέσα, είχαν απλώς φύγει νωρίς το πρωί, αλλά στο διαμέρισμα υπήρχαν πάρα πολλά στοιχεία τα οποία αργότερα αποδείχτηκαν πολύτιμα στις έρευνες για τον εντοπισμό των ενόχων. Αφήνοντας κατά μέρος αξιόπιστες ή μη θεωρίες συνομωσίας, ασχέτως της επίσημης εκδοχής της αστυνομίας περί «ηθελημένης διαρροής από τις ίδιες τις Ερυθρές Ταξιαρχίες προκειμένου να βρεθεί το κρησφύγετο», η σύμπτωση μεταξύ του ονόματος της οδού (η οποία μεταξύ άλλων οδηγεί στο Βιτέρμπο) και της «πνευματικής συνεδρίας» στο λόφο της Μπολόνια, προκαλεί ακόμα και σήμερα ατέρμονες συζητήσεις και εικασίες στην Ιταλία.
Απομονώνοντας την τελευταία συλλαβή του Γκραντό-λι (Grado-li στα ιταλικά) σχηματίζεται ο λατινικός αριθμός LI, δηλαδή το 51, αριθμητικό σχήμα που χρησιμοποιείται από τον Τεκτονισμό ως ενδεικτικό της υψηλότερης ιεραρχικής βαθμίδας, ήτοι στον Μορέτι. Το σκεπτικό δεν οδηγεί πουθενά και είναι ανώφελο να ξεκαθαρίζουμε τα αυτονόητα, είναι ενδεικτικό ωστόσο για το πόσο η τραγική ιστορία του Μόρο έχει ερευνηθεί και εξεταστεί στη βάση τουλάχιστον συζητήσιμων εικασιών, αυθαίρετων συμπερασμάτων και αλμάτων λογικής.
Όλα αυτά λόγω εποχής, περιορισμού αποδεικτικών στοιχείων και μιας απίθανης διάχυσης πρώιμων fake news προτού καν επινοηθεί ο όρος. Υπάρχει ωστόσο καταγεγραμμένη ανεπίσημη κατάθεση της συζύγου του Μόρο, Ελεωνόρας, η οποία μετά την άκαρπη έρευνα στο Γκραντόλι τον Απρίλιο, ζήτησε από τον αξιωματικό να εξακριβωθεί εάν υπάρχει δρόμος με αυτή την ονομασία στη Ρώμη. Εκ του αποτελέσματος τεκμαίρεται ότι η εξακρίβωση δεν έγινε ποτέ.
Πέρα από υποθέσεις, μεταφυσικές αναζητήσεις και λοιπά συνομωσιολογικά σενάρια, η εκδοχή που μοιάζει η πλέον αξιόπιστη με την απόσταση των ετών είναι ότι εκείνη η «συνεδρία» και η πληροφορία από το υπερπέραν ήρθε ηθελημένα, ακριβώς με το συγκεκριμένο τέχνασμα. Απευθείας από την πηγή. Ίσως κάποιος εκ των καθηγητών να είχε λάβει την πληροφορία ως φήμη, ίσως κάποιος από τους τότε πολύ ενεργούς φοιτητές στο ευρύτερο «περιβάλλον της ακροαριστεράς» και του «ένοπλου αγώνα» στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, να είχε μεταφέρει σε κάποιον καθηγητή του την ύπαρξη της γιάφκας της οδού Γκραντόλι. Διότι η λεπτομέρεια που «δένει» το σενάριο είναι η διαμάχη εντός των Ερυθρών Ταξιαρχιών, σχετικά με την αναγκαιότητα της δολοφονίας του πολιτικού που υποστήριζε ο επικεφαλής Μορέτι.
Escamotage το αποκαλούν οι Ιταλοί, και το κόλπο με το «πιατάκι» εντάσσεται ακριβώς στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Η άλλη εξήγηση είναι ότι ουδέποτε έγινε η Séance στο Τζαπολίνο και οι δώδεκα εμπλεκόμενοι είχαν γνώση της πληροφορίας/φήμης από πριν και συμφώνησαν μεταξύ τους να επιμείνουν σε αυτή την τρελή εκδοχή. Ωστόσο τα πράγματα συνέβησαν, το γεγονός παραμένει και στέκει εκεί ανεξήγητο και «παράξενο» μισό αιώνα μετά.
Η δολοφονία του Μόρο και εκείνη του κομμουνιστή εργάτη, Γκίντο Ρόσα λίγους μήνες αργότερα, αντέστρεψαν πλήρως το κλίμα και τη στάση σύσσωμης της ιταλικής κοινωνίας απέναντι στις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Η απόπειρα εναντίον του καθηγητή Φάουστο Κουότσολο εν ώρα εξεταστικής μέσα στο Πανεπιστήμιο, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο ιταλικός λαός και κυρίως οι νέοι άνθρωποι γύρισαν την πλάτη στις Brigate Rosse, ενώ η διάσπαση που γεννήθηκε με την υπόθεση του Άλντο Μόρο και την απόφαση της δολοφονίας του, οδήγησε στη βραχύβια μετεξέλιξη [Ερυθρές Ταξιαρχίες - Μαχόμενο Κομμουνιστικό Κόμμα (BR-PCC)]. Η πολιτεία θέσπισε νόμους, «πριμοδότησε» τους μετανοούντες που επρόκειτο να βοηθήσουν τις Αρχές όπως ακριβώς έκανε με τη μαφία και τους λεγόμενους pentiti και τα στόματα ξεκίνησαν να κελαηδούν. Η δράση έφθινε, τα μέλη λιγόστεψαν και η χρηματοδότηση ήταν ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα βαθμηδόν να σβήσουν και να κλειδωθούν στα μαύρα συρτάρια της ιταλικής ιστορίας.
Η θυσία του Άλντο Μόρο δεν πήγε χαμένη, παρά το σκοτάδι σε όλες τις πτυχές της. Η κοινωνία στο τελικό ταμείο βγήκε πιο συμπαγής, πιο δημοκρατική, πιο ενωμένη. Με τις παθογένειες της κάθε εποχής, με τα προβλήματα, τις ανορθογραφίες και τα παράδοξά της. Δύσκολο θέμα συζήτησης ακόμη και σήμερα στη μπότα. Τα βλέμματα θα χαμηλώσουν, κάποιες φωνές θα σπάσουν, οι μεγαλύτεροι θα βγάλουν και έναν βαρύ αναστεναγμό. Όλοι με κάποιον τρόπο ξέρουν, έχουν ακούσει, έχουν διαβάσει, έχουν δει, έχουν ψάξει, διότι ως ιστορικό γεγονός παραμένει κορυφαίο και κεφαλαιώδες για τη σύσταση και τη συνοχή του ιταλικού κοινωνικού ιστού.
Ένα τραγικό συμβάν σίγουρα παραποιημένο λόγω της πολιτικής και κοινωνικής κεφαλαιοποίησης, σίγουρα διαλυμένο από τη δύναμη των αληθινών και των ψευδών πληροφοριών που το συνοδεύουν, σίγουρα παραμορφωμένο από τον τρόπο έκφρασης του εκάστοτε στόματος που το μεταφέρει στο επόμενο στόμα. Είναι όμως εκεί και υπενθυμίζει διαφορετικά πράγματα στην ψυχή του καθενός.
Είναι απίθανο να επιλυθεί αυτό το μυστήριο, ίσως και να μην χρειάζεται πια. Ιστορικά παραμένει στο ημίφως, όπως δεκάδες γεγονότα που σημάδεψαν την παγκόσμια σκηνή και δεν αποσαφηνίστηκαν ποτέ, δεν αποκαλύφθηκαν ποτέ στην ολότητά τους, ίσως επειδή η ίδια η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να τα αποδεχθεί. Γιατί ορισμένες φορές, κάποιες πτυχές της ιστορίας δεν γράφονται, αλλά σβήνονται από τους παρόντες.
Δειτε περισσοτερα
Η έκθεσή της Terra Cognita είναι ένα προσκύνημα σε άγνωστους τόπους
Η θρυλική Blondie ξεκίνησε πρόσφατα μία συνεργασία με τη μάρκα ένδυσης Wildfang, η οποία εστιάζει στη δημιουργία ενδυμάτων χωρίς φύλο και με δυναμικό, ασυμβίβαστο ύφος
Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show