Μιλήσαμε με τον φωτογράφο για την τέχνη της φωτογραφίας, τα ασπρόμαυρα και έγχρωμα καρέ και τον ρόλο της τεχνολογίας
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
18°
100 χρόνια Walt Disney: Η ιστορία και ο άνθρωπος πίσω από το θρυλικό στούντιο
Walt Disney: Η ζωή του δημιουργού κινουμένων σχεδίων, επιχειρηματία και παραγωγού ταινιών, και η ιστορία του θρυλικού στούντιο
Η Walt Disney, η εταιρεία παραγωγής ταινιών του ανθρώπου που έχει χαρίσει σε τόσες γενιές ανθρώπων μερικές από τις τρυφερότερες παιδικές τους αναμνήσεις, έκλεισε στις 16 Οκτωβρίου τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της, το 1923.
Ο Αμερικανός δημιουργός κινουμένων σχεδίων, επιχειρηματίας και παραγωγός ταινιών, Γουόλτ Ντίσνεϊ, γεννήθηκε το 1901, στο Σικάγο, από Ιρλανδούς γονείς, σε μια οικογένεια με συνολικά πέντε παιδιά, εκ των οποίων εκείνος γεννήθηκε τέταρτος. Όταν ο Γουόλτ ήταν μόλις πέντε χρονών, η οικογένειά του μετακόμισε σε μια φάρμα στο Μιζούρι, όπου ο θείος του είχε αγοράσει γη. Εκεί ήταν που το ενδιαφέρον του μικρού Ντίσνεϊ στράφηκε για πρώτη φορά στη ζωγραφική, όταν του ζητήθηκε να σχεδιάσει ένα άλογο για έναν γείτονά τους, επί πληρωμή. Η καθημερινότητα μέσα σε μια τόσο μεγάλη οικογένεια, με μικρές ηλικιακές διαφορές μεταξύ τους, αλλά και η ζωή στη φύση, που καλλιέργησε την αγάπη του για τα ζώα, επηρέασαν τον δημιουργικό νέο και διαμόρφωσαν την τόσο χαρακτηριστική πια σε όλους μας αισθητική του.
Όταν η οικογένεια μετακόμισε και πάλι, το 1911, στο Κάνσας Σίτι, ο Γουόλτ γνώρισε τον κόσμο του βοντβίλ, ενός θεατρικού είδους με κωμικά νούμερα, το οποίο υπήρξε εξαιρετικά δημοφιλές εκείνη την εποχή. Από τότε, κιόλας, ο Ντίσνεϊ διέθετε το επιχειρηματικό δαιμόνιο και λίγα χρόνια αργότερα αγόρασε μετοχές μιας εταιρίας ζαχαρωτών, στο Σικάγο, που σύντομα απέκτησαν αξία. Παράλληλα, κάθε Σάββατο, ο Ντίσνεϊ παρακολουθούσε μαθήματα στο Kansas City Art Institute, όπου διδάχτηκε την τέχνη του να σχεδιάζει καρτούν. Η παραγωγική αυτή περίοδος του νεαρού επιχειρηματία σταμάτησε για λίγο, όταν το 1918 θέλησε να υπηρετήσει στον στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών, κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να πολεμήσει κατά των Γερμανών.
Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι επηρέασαν βαθιά την ψυχοσύνθεση του Ντίσνεϊ. Στον Α’ Παγκόσμιο, όπου τελικά υπηρέτησε σαν οδηγός ασθενοφόρου, άρχισε να σκιτσάρει μανιωδώς καρτούν με πολεμική θεματολογία και οι επιρροές του αυτές διαφαίνονται σε όλες τις μεταγενέστερες ταινίες της Disney που έχει επιμεληθεί εκείνος. Το 1919, όταν πια επέστρεψε στο Κάνσας, άρχισε να εργάζεται ως κομίστας για μια διαφημιστική, δείχνοντας για πρώτη φορά το ταλέντο του στο ευρύ κοινό. Στις αρχές της μεσοπολεμικής δεκαετίας του 1920, ο 20χρονος τότε Ντίσνεϊ απέκτησε με δική του εταιρεία που δημιουργούσε κινούμενα σχέδια, κυρίως για διαφημίσεις. Τα καρτούν «Laugh-O-Gram», που πρόβαλλε το γειτονικό του, Newman Theater και είχαν ήδη αρχίσει να αποκτούν κάποιο κοινό, έγιναν σταδιακά οι βασικοί πελάτες του.
Οι σημαντικότερες δημιουργίες, κατά την πρώιμη αυτή περίοδο του Ντίσνεϊ, υπήρξαν ο Όσβαλντ ο Τυχερός Λαγός και τελικά ο Μίκι Μάους, που δημιουργήθηκε για να αντικαταστήσει τον πρώτο, όταν ο επιχειρηματίας ήρθε σε σύγκρουση με τη Universal για τα πνευματικά του δικαιώματα, αφότου ζήτησε μεγαλύτερη αμοιβή. Το ρίσκο που πήρε τότε ο νεαρός Γουόλτ Ντίσνεϊ, αποδείχτηκε σωτήριο, καθώς, αν είχε παραμείνει ένας δημιουργός κινουμένων σχεδίων για τη Universal, δεν θα είχε επενδύσει ποτέ στο πραγματικό του όνειρο.
Η πρώτη ταινία με τον Μίκι Μάους ήταν το «Steamboat Willie» (1928), μια ασπρόμαυρη ταινία μικρού μήκους, σκηνοθετημένη από τον ίδιο και τον Ουμπ Άιγουερκς, μαζί με τον οποίο δημιούργησε το θρυλικό χαρακτήρα. Πρόκειται για το πρώτο καρτούν με σύγχρονο ήχο, το οποίο αναφέρεται σε μια ταινία του κωμικού Μπάστερ Κίτον (το «Steamboat Bill, Jr.», που προβλήθηκε την ίδια χρονιά) και γνωρίζει στο κοινό για πρώτη φορά, όχι μόνο τον Μίκι, αλλά και τη Μίνι Μάους και τον Μαύρο Πιτ, τον κεντρικό ανταγωνιστή του ήρωα, σε όλα τα καρτούν που ακολούθησαν. Μετά την επιτυχία που γνώρισε η ταινία, ακολούθησε μια σειρά ταινιών μικρού μήκους, τα «Silly Symphonies», με μουσική του Καρλ Στάλινγκ.
Συνάπτοντας συνεργασίες με διάφορα κινηματογραφικά στούντιο, όπως την Columbia Pictures και τη United Artists, ο Ντίσνεϊ συνέχισε να δημιουργεί δημοφιλή κινούμενα σχέδια και να εισαγάγει στην ποπ κουλτούρα χαρακτήρες, όπως τον Ντόναλντ Ντακ και τον σκύλο του Μίκι, τον Πλούτο. Αξιοσημείωτη ταινία εκείνης της περιόδου «αναζήτησης» για τον παραγωγό ήταν το «Flowers and Trees» (1932), μια ακόμα ταινία μικρού μήκους, με ανθρωπόμορφα δέντρα, επιχρωματισμένη με τη νέα, τότε, τεχνική, Technicolor, η οποία αποτελεί το πρώτο έγχρωμο καρτούν του σινεμά.
Η πραγματική, βέβαια, εκτόξευση της καριέρας του Ντίσνεϊ ήρθε με την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους της εταιρίας παραγωγής, που πλέον έφερε τη δική του επωνυμία, τη «Χιονάτη και τους Επτά Νάνους» (1938), η οποία γυρίστηκε σε διάρκεια τεσσάρων χρόνων. Η ταινία, βασισμένη στο γνωστό παραμύθι του 19ου αιώνα, των αδελφών Γκριμ, χρησιμοποιεί πολλές πρωτοπόρες για την εποχή τεχνικές για να αφηγηθεί τη γλυκόπικρη ιστορία της ορφανής Χιονάτης, η οποία ζει με τη ζηλόφθονη και κακιά μητριά της που θέλει να τη σκοτώσει για να είναι εκείνη η πιο όμορφη της χώρας. Η Χιονάτη, τελικά, χάρη στην καλοσύνη του κυνηγού που στέλνει η μητριά της να τη σκοτώσει, ξεφεύγει και βρίσκει καταφύγιο σε ένα σπίτι όπου μένουν επτά καλοκάγαθοι (και λιγάκι κωμικοί) νάνοι. Σε πολλές στιγμές της, όπως εκείνη όπου η Χιονάτη χάνεται στο δάσος, η ταινία γίνεται εφιαλτική, κάτι που σίγουρα αποτελούσε καθρέφτη της σκληρής εποχής κατά την οποία γυρίστηκε, όταν δηλαδή στην Ευρώπη ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Μέσα στη γενική θλίψη της δεύτερης αυτής πολεμικής περιόδου για όλη την ανθρωπότητα, στην Αμερική, που ο κόσμος δεν είχε ακόμα συνέλθει από τη Μεγάλη Ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας, ο Ντίσνεϊ έκανε μερικές από τις καλύτερες ταινίες του. Η «Φαντασία» (1940), μια τόσο πρωτοποριακή σύλληψη, που ακόμα και με τα σημερινά μέσα θα ήταν πολύ δύσκολο να εκτελεστεί με τέτοια αρτιότητα, ακολούθησε λίγο μετά την επιτυχία της «Χιονάτης» και αποτελεί συλλογικό έργο διαφόρων δημιουργών και σκηνοθετών. Βασικοί συντελεστές της ταινίας ήταν, εκτός από τον Ντίσνεϊ, ο σκηνοθέτης, Μπεν Σάρπστιν, ενώ όσο αφορά τη μουσική, συντονιστής ήταν ο μαέστρος Λέοπολντ Στοκόφσκι. Η ταινία, που αποτελεί μια σειρά από επεισόδια κινουμένων σχεδίων που συνοδεύουν διαφορετικές κλασικές συνθέσεις, δεν γνώρισε εμπορική επιτυχία αμέσως, έγινε όμως διάσημη στα επόμενα χρόνια.
Παράλληλα με τη «Φαντασία», ο Ντίσνεϊ κυκλοφόρησε μια μεταφορά του παραμυθιού του Κάρλο Κολόντι, «Πινόκιο» (1940) και μόλις ένα χρόνο μετά, την ταινία «Ντάμπο» (1941), για ένα ελεφαντάκι με ασυνήθιστα μεγάλα αυτιά, που γεννιέται σε ένα τσίρκο. Οι δύο ταινίες κινουμένων σχεδίων, σκοτεινές και ταυτόχρονα συγκινητικές, όσο και η εποχή τους, γνώρισαν απήχηση, με παιδιά στρατιωτών και άλλων που έχασαν τους γονείς τους στον πόλεμο, να τα βλέπουν και να ταυτίζονται με τους χαρακτήρες. Εκτός από τα δεκάδες καρτούν που ο Ντίσνεϊ είχε αρχίσει να εισαγάγει στον κοινωνικό διάλογο, υπήρχαν και πολλά τραγούδια από τις ταινίες αυτές που είχαν γίνει στάνταρ της τζαζ ή τα τραγουδούσαν «βεντέτες» της εποχής, για να εμψυχώσουν τους στρατιώτες και τις οικογένειές τους.
Μετά τα χρόνια του Πολέμου, όταν ο κόσμος βίωνε τις δυστυχίες που φέρνουν συγκρούσεις τέτοιας μεγάλης κλίμακας, η οικονομία δεν ήταν καλή και ο Ντίσνεϊ άργησε να σημειώσει καινούργια επιτυχία. Ο «Μπάμπι» (1942), μια εξίσου συγκινητική ιστορία με ένα ελαφάκι που χάνει τη μητέρα του από λαθροκυνηγούς, ήταν η τελευταία επιτυχία του για όλη τη δεκαετία του 1940. Όμως, με την οικονομική άνθιση στη δεκαετία του 1950, αλλά και λόγω της δίψας του κοινού για πιο χαρούμενες ιστορίες με αίσιο τέλος, ο Ντίσνεϊ βρήκε ξανά την όρεξη και το κουράγιο να συνεχίσει τη λαμπρή καριέρα του.
Στη δεκαετία του 1950 που κυκλοφόρησαν επιτυχίες όπως η «Σταχτοπούτα» (1950), η «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» (1951) και ο «Πίτερ Παν» (1953). Εκτός από ταινίες κινουμένων σχεδίων, η Walt Disney κυκλοφόρησε ντοκιμαντέρ, αλλά και ταινίες με ηθοποιούς, όπως το «Νησί των Θησαυρών» (1950) και την «Ιστορία του Ρομπέν των Δασών και των Ανδρών του» (1952). Όμως, ο Ντίσνεϊ, στα τέλη της δεκαετίας, άφησε προς στιγμήν στην άκρη τον κινηματογράφο για να ασχοληθεί με ένα άλλο μεγάλο του όνειρο, την Ντίσνεϊλαντ.
Ως πρότζεκτ, στο μυαλό του επιχειρηματία, η Ντίσνεϊλαντ ήταν πάντα κάτι παραπάνω από ένα μεγάλο λούνα παρκ. Στόχος του ήταν να δημιουργήσει ένα μέρος όπου μικροί και μεγάλοι θα μπορούσαν να περάσουν καλά μαζί, κάτι σαν μια λιγότερο διεστραμμένη εκδοχή της Πόλης των Παιχνιδιών, όπου ο Πινόκιο μεταμορφώνεται σε γάιδαρο, στην ομώνυμη ταινία. Ο Ντίσνεϊ είδε τοποθεσίες, όπως το Γκρίφιθ Παρκ στο Λος Άντζελες όπου θα μπορούσε να χτίσει την ουτοπία του, αλλά, τελικά το πρότζεκτ ξεκίνησε στο Άναχαϊμ, στην Καλιφόρνια, όπου στέκεται μέχρι σήμερα η πρώτη Ντίσνεϊλαντ, που άνοιξε τις πόρτες τις το 1955. Το φιλόδοξο σχέδιο του Ντίσνεϊ, ήδη εξαιρετικά πετυχημένου στο Χόλιγουντ, προκάλεσε τη φήμη πως είχε γίνει μεγαλομανής, ξενίζοντας το κοινό που τον είχε γνωρίσει και αγαπήσει ως δημιουργό κινουμένων σχεδίων.
Καταλαβαίνοντας, μάλλον, πως κάτι τέτοιο είχε αρχίσει να συμβαίνει, κατά τη δεκαετία του 1960, ο Ντίσνεϊ επέστρεψε στη βιομηχανία που γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλη και έφτιαξε ταινίες όπως τη «Μαίρη Πόππινς» (1964), με τη Τζούλι Άντριους και τον Ντικ Βαν Ντάικ, και άλλες, κινουμένων σχεδίων, όπως η «Λαίδη και ο Αλήτης» (1955), η «Ωραία Κοιμωμένη» (1959) και τα «101 Σκυλιά της Δαλματίας» (1961), που παραμένουν κλασικές, εξήντα και πλέον χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία τους.
Στα τέλη της δεκαετίας, ο Ντίσνεϊ (δεινός καπνιστής για όλη του τη ζωή) αρρώστησε με καρκίνο του πνεύμονα και στα τελευταία χρόνια της ζωής του, η μεγαλομανία του επέστρεψε για να μείνει, βάζοντας στον νου του δύο μεγάλα πρότζεκτ, ένα χιονοδρομικό κέντρο και ένα τεραστίων διαστάσεων πάρκο, την «Disney World». Η αρρώστια, τελικά, τον πρόλαβε και ο Ντίσνεϊ πέθανε προτού δει με τα μάτια του κάποιο από αυτά να υλοποιούνται. Εκείνο που χτίστηκε μετά το θάνατό του, ήταν ένα πολύ μικρότερο έργο, το «Walt Disney World Resort», στη Φλόριντα. Η εμμονή του με το όνειρο μιας τέτοιας θηριώδους «ουτοπίας», δημιούργησε τον μύθο πως ο Ντίσνεϊ, πριν πεθάνει, ζήτησε το σώμα του να διατηρηθεί με τη νέα τότε μέθοδο της κρυογονικής, ούτως ώστε οι γιατροί να τον επαναφέρουν όταν βρεθεί θεραπεία για τον καρκίνο, προκειμένου να γίνει καλά και να ολοκληρώσει τα έργα του.
Η τελευταία ταινία που επιμελήθηκε προσωπικά ο Ντίσνεϊ, ήταν το «Βιβλίο της Ζούγκλας» (1967), η ιστορία, δηλαδή, του Μόγλη, ενός παιδιού που μεγάλωσε στη ζούγκλα με γονείς έναν πάνθηρα και μια αρκούδα, βασισμένη στο βιβλίο του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Ύστερα από αυτή την ταινία, το στούντιο, υπό την εποπτεία του αδερφού του Γουόλτ, Ρόι Ντίσνεϊ, προσπάθησε με νύχια και με δόντια να κρατηθεί, κυκλοφορώντας ταινίες όπως οι «Αριστογάτες» (1970). Ο Ρόι σύντομα πέθανε και εκείνος, το 1971, και την Disney ανέλαβε ο γιος του, κυκλοφορώντας μικρότερες επιτυχίες, όπως τον «Ρομπέν των Δασών» (1973). Με την παραίτηση, τελικά, και του Ρόι Τζούνιορ, το 1977, το κενό που δημιουργήθηκε χωρίς κάποιον με το ισχυρό επώνυμο των Ντίσνεϊ στο τιμόνι, η εταιρεία κόντεψε να χρεοκοπήσει, ιδιαίτερα κατά τη δύσκολη δεκαετία που ακολούθησε.
Με τους μεγαλύτερους σχεδιαστές, όπως, για παράδειγμα, τον Ντον Μπλουθ, να αποχωρούν ένας-ένας από τη Disney, εξαιτίας προσωπικών ερίδων και κακής διαχείρισης της επιχείρησης γενικότερα, το στούντιο δεν γνώρισε άλλη επιτυχία, μέχρι την «Αλεπού και το κυνηγόσκυλο», το 1981. Ύστερα ήρθε το «Τρον» (1982), με τον Τζεφ Μπρίτζες, μια ταινία κατά το ήμισυ κινουμένων σχεδίων και κατά το ήμισυ με ηθοποιούς, που γνώρισε επιτυχία χάρη στο μοντέρνο της λουκ· ωστόσο, οι ημέρες της δόξας είχαν γίνει πια παρελθόν. Το «Μαύρο Καζάνι» του 1984 πήρε μέτριες προς κακές κριτικές και η Disney άρχισε να γίνεται δεύτερο όνομα στη βιομηχανία.
Η πραγματική αναβίωση ήρθε στη δεκαετία του 1990, πρώτα με τη «Μικρή Γοργόνα» (1989), που πρόσθεσε την Άριελ στο πάνθεο των Πριγκιπισσών της Disney και στη συνέχεια με την «Ωραία Και το Τέρας» (1991), τον «Αλαντίν» (1992) και βέβαια τον «Βασιλιά των Λιονταριών» (1994), που «έσπασε ταμεία». Η επιτυχημένη αυτή ροή της αρχής της δεκαετίας δεν σταμάτησε, καθώς τις ταινίες αυτές ακολούθησαν η «Ποκαχόντας» (1995), η «Παναγία των Παρισίων» (1996), ο «Ηρακλής: Πέρα από τον μύθο» (1997), η «Μουλάν» (1998) και ο «Ταρζάν» (1999), με το τραγούδι του Φιλ Κόλινς, που κέρδισε Όσκαρ.
Μέσα στη δεκαετία του 1990, όμως, κυκλοφόρησε και μια άλλη ταινία, εξαιρετικά σημαντική για την εξέλιξη της Disney τις επόμενες δεκαετίες: το «Toy Story» (1995). Όντας μια συμπαραγωγή της Disney και της Pixar, η ταινία είναι η πρώτη, γυρισμένη εξολοκλήρου με «computer-animation». Το «Toy Story» κέρδισε το ευρύ κοινό με τη συγκινητική ιστορία των παιχνιδιών του Άντι που ζωντανεύουν όταν εκείνος δεν τα βλέπει και τον προστατεύουν όσο τα προστατεύει κι εκείνος, με το χιούμορ της, με τις διάσημες φωνές των χαρακτήρων (Τομ Χανκς και Τιμ Άλεν) και με το επιτυχημένο της σάουντρακ. Το «Toy Story», που σήμερα έχει άλλα τρία σίκουελ, άνοιξε μεν την πόρτα προς το μέλλον για το στούντιο, αφήνοντας πίσω μια για πάντα το παραδοσιακό «animation».
Η Walt Disney, στα 100 χρόνια της ύπαρξής της έχει περάσει από όλα τα στάδια που θα μπορούσε να περάσει μια επιχείρηση παραγωγής ταινιών. Γλίτωσε τη διάλυση μετά τον θάνατο του ιδρυτή της, τη χρεοκοπία κατά τη δεκαετία του 1980 και ξαναγνώρισε άνθιση, μέχρι που στη δεκαετία του 2000 έγινε ο πραγματικός κολοσσός που είναι σήμερα, με σειρές ταινιών όπως οι «Πειρατές της Καραϊβικής» με τον Τζόνι Ντεπ, οι οποίες της απέφεραν δισεκατομμύρια.
Δειτε περισσοτερα
Τα κοσμήματα με τα γράμματα και την περίτεχνη τέχνη της Charlotte Chesnais
Aγόρια ντυμένα γυναίκες, με εξαιρετικό μπρίο και αριστοτεχνική θηλυκότητα, προσέφεραν ένα εκρηκτικό show
Η καθημερινότητα της πόλης αλλάζει, μαζί και η ζωή μας
Η έκθεση φιλοξενείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, στην Αθήνα
Ιστορικά ντοκουμέντα από το ξέσπασμα εναντίον του δικτατορικού καθεστώτος