Η Ρεβέκκα Καμχή γράφει για τη γνωριμία της με τον καλλιτέχνη Κωνσταντίνο Κακανιά και για την αναδρομική του έκθεση στην γκαλερί της
- CITY GUIDE
- PODCAST
-
10°
Αμερικανική εξωτερική πολιτική και κοινωνικές τάξεις
Εξωτερική πολιτική ΗΠΑ -7ο μέρος: Η αμερικανική εξωτερική πολιτική και οι κοινωνικές τάξεις
Διαβάστε το πρώτο μέρος «Αμερικανική Γεωγραφία» ΕΔΩ
Διαβάστε το δεύτερο μέρος «Υπάρχει αμερικανική ψυχή;» ΕΔΩ
Διαβάστε το τρίτο μέρος «Αμερικανικός επαρχιωτισμός και αμερικανικός εξαιρετισμός» ΕΔΩ
Διαβάστε το τέταρτο μέρος «Υπάρχουν δύο Αμερικές;» ΕΔΩ
Διαβάστε το πέμπτο μέρος «Ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος μου» ΕΔΩ
Διαβάστε το έκτο μέρος «Ιδεολογίες και φιλοσοφίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής» ΕΔΩ
Αναζητώντας τις «αιτίες» της φτώχειας, βρισκόµαστε σε διανοητικό αδιέξοδο. Η φτώχεια δεν έχει αιτίες· µόνο η ευηµερία έχει αιτίες.
Όπως παντού στον κόσμο, οι ιδεολογίες που επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική στις ΗΠΑ προκύπτουν από την ταξική διαστρωμάτωση, από τις μεταβολές της κι από τη σπουδαιότητα την οποία προσδίδουν οι ηγεσίες στις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Αν, για παράδειγμα, ο Τζο Μπάιντεν απευθύνεται περισσότερο στη μεσαία τάξη, ο Ντόναλντ Tραμπ απευθυνόταν στην εργατική, στους filthy rich, στους One Percenters και στα στρώματα που χαρακτηρίζονται συνήθως με τον υποτιμητικό όρο white trash. Tόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική του πολιτική, καθώς και το συνολικό ύφος άσκησης της εξουσίας ικανοποιούσαν λίγο-πολύ τα κοινωνικά στρώματα από τα οποία είχε εκλεγεί· απευθυνόμενος σε αυτά, όξυνε τις αντιθέσεις με τα υπόλοιπα ―πρόκειται, έτσι κι αλλιώς, για ένα από τα χαρακτηριστικά της δημαγωγίας.
Κοινωνικές τάξεις στις ΗΠΑ
Το ζήτημα της κοινωνικής τάξης είναι πιο περίπλοκο στις ΗΠΑ απ’ ό,τι στην Ευρώπη, μεταξύ άλλων διότι είναι ισχυρότερη η συνιστώσα της «φυλής» και διότι, παρά τις κοινωνικές ανισότητες, η ταξικότητα δεν αναγνωρίζεται ευρέως. Σύμφωνα με την κυρίαρχη ιδεολογία ―αν και δεν μπορούμε να μιλάμε σήμερα για «μία» κυρίαρχη ιδελογία όπως μπορούσαμε πριν από εξήντα ή εβδομήντα χρόνια― η ταξική κινητικότητα καταργεί τα όρια των τάξεων, ενώ, σύμφωνα με την αμερικανική δημοκρατική παράδοση, σημασία έχει τι κάνεις, όχι ποιος είσαι. Αλλά, αν αυτό ίσχυε στον 19ο αιώνα, δεν ισχύει στον 20ό όπου έχει δημιουργηθεί τάξη Νew Money, σνομπ (sine nobilitate), ανάγωγη και κακομαθημένη: το σημερινό Richistan, όπως ονομάζει το σύνολο των θυλάκων των πολύ πλουσίων ο Robert Frank [1], το οποίο περιλαμβάνει το ολιγομελές στρώμα των δισεκατομμυριούχων (το 1% του πληθυσμού) έχει διαλύσει τον μύθο της κοινωνίας χωρίς τάξεις. Αν και η υποτιθέμενη απουσία αριστοκρατικού παρελθόντος διαιωνίζει τη μυθολογία γύρω από τα ταξικά ζητήματα, κανείς δεν φαίνεται να εντυπωσιάζεται από την ύπαρξη του Social Register, του εξαμηνιαίου καταλόγου των μελών της υψηλής κονωνίας, κυρίως των οικογενειών που θεωρούνται Old Money. [2]
Στο μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής ιστορίας υπήρχαν θεσμικά και πολιτιστικά εμπόδια ταξικής κινητικότητας ―φυλετικός διαχωρισμός, αντισημιτισμός, δυσπιστία έναντι των ισπανοφώνων: όλα όσα καθιστούσαν τους WASPs ιδιοκτήτες των ΗΠΑ. Όλα αυτά άλλαξαν μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Την μεταπολεμική ευημερία συνόδευσε η επέκταση των συνταγματικών πολιτικών δικαιωμάτων και η φυσική επέκταση της μεσαίας τάξης, τα χαρακτηριστικά της οποίας θα αναλύσουμε παρακάτω. Είχαν προηγηθεί δύο αιώνες ταξικών διαμορφώσεων που καθόριζαν την αμερικανική κοινωνία και πολιτική: η χώρα ήταν εξαρχής κι από τη φύση της ταξικά κατακερματισμένη. Το ταξικό σύστημα των φυτειών του Νότου με τις οικογενειακές ελίτ συνδεόταν με την παράδοση της ευρωπαϊκής τάξης των γαιοκτημόνων: στον Νότο, μέχρι την κατάργηση της δουλείας, αλλά και για πολλές δεκαετίες αργότερα, ο αστικός πολιτισμός δεν αναπτύχθηκε με τον ρυθμό που αναπτύχθηκε στις βόρειες πολιτείες και η ταξική και φυλετική σύνθεση παρέμεινε συνδεδεμένη με τη γαιοκτησία. Ακόμα και οι έμποροι, οι δικηγόροι και οι γιατροί αγόραζαν γη· πολλοί αγρότες διατηρούσαν μικρά κτήματα με έναν ή δύο σκλάβους ― με λίγα λόγια, το ταξικό πρότυπο στον Νότο έμοιαζε με το ευρωπαϊκό, ενώ στον Βορρά και στη Δύση τα όρια μεταξύ των κοινωνικών τάξεων γίνονταν όλο και πιο εύκαμπτα. Πάντως, στον Νότο, η ανώτερη και η μεσαία τάξη κατείχαν γη, ενώ η εργατική τάξη, που κάποια μέλη της ίσως είχαν ένα κτηματάκι, χωριζόταν σε μικρότερες κατηγορίες: στους λευκούς αυτοαπασχολούμενους αγρότες (yeomen) και στους λευκούς και μαύρους εργάτες γης γύρω από τους οποίους κινούνταν οι τεχνίτες, οι δάσκαλοι και οι ιεραπόστολοι.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο, στον Νότο, η Ανασυγκρότηση και οι νόμοι Jim Crow ήταν δύο βασικές συνιστώσες της διαμόρφωσης των τάξεων. Αυτή η διαδικασία δεν άφησε ανεπηρέαστες ούτε τις βόρειες πολιτείες. Στα δώδεκα περίπου χρόνια της εποχής της Ανασυγκρότησης —από το 1865 μέχρι το 1877 περίπου— αν και ο πληθυσμός των τεσσάρων εκατομμυρίων σκλάβων απέκτησε, θεωρητικά, τα ίδια πολιτικά δικαιώματα με εκείνα των λευκών, το Σύνταγμα και οι ομοσπονδιακοί νόμοι δεν εφαρμόστηκαν στις νότιες πολιτείες οι οποίες ένιωθαν υπό ομοσπονδιακή κατοχή και αντιδρούσαν αναλόγως: το όνειρο της απόσχισης είχε ματαιωθεί, αλλά οι αντικυβερνητικές και ρατσιστικές νοοτροπίες καθυστέρησαν την ενσωμάτωση των μαύρων και εμπόδισαν για σχεδόν έναν αιώνα τη νεωτερική ταξική διαμόρφωση η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη στις υπόλοιπες πολιτείες. Έτσι, στις δεκαέξι νότιες πολιτείες διατηρήθηκε μια underclass που, εκτός των μαύρων πρώην σκλάβων, περιέλαβε τους ακτήμονες λευκούς μέρος των οποίων αποτελούσαν οι ορεσίβιοι χωρικοί (hillbillies), οι white trash και μια σειρά από παραλλαγές αδρανών κοινωνικών στρωμάτων που ήταν συχνά λειτουργικά αναλφάβητα. Αυτή η underclass, που κατέληξε να κατηγορείται περισσότερο για τις ηθικές της ελλείψεις παρά για τις οικονομικές, δεν αναγνώριζε τον εαυτό της σε καμία πολιτική δύναμη: αν και οι λευκοί του Νότου πρόσκειντο στο Δημοκρατικό Κόμμα που ταυτιζόταν με τις νότιες αξίες και τη δουλοκτησία, η underclass έδειχνε αδιαφορία για την κεντρική πολιτική· το μοναδικό της πολιτικό κίνητρο ήταν η αντίθεση στον Βορρά, στους Γιάνκηδες και στους τυχοδιώκτες ’’carpetbaggers’’. Όχι ότι δεν υπήρχαν λευκοί Νότιοι που στήριζαν την Ανοικοδόμηση ―αλλά μερικοί, οι λεγόμενοι scalawags, θεωρούνταν προδότες που συνεργάζονταν με τους Γιάνκηδες για να σχηματίσουν διαφυλετικές ρεπουμπλικανικές πολιτειακές κυβερνήσεις. Πράγματι, οι «Γιάνκηδες» εισήγαγαν προγράμματα ανασυγκρότησης, συμπεριλαμβανομένης της χρηματοδότησης δημόσιων σχολείων, της ίδρυσης φιλανθρωπικών οργανώσεων, της αύξησης των φόρων και της χρηματοδότησης υποδομών στον καθυστερημένο Νότο. Σε αυτή τη χρονική περίοδο ―στην πραγματικότητα, για έναν αιώνα μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο― στις νότιες πολιτείες αναπτύχθηκαν οι τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Κου Κλουξ Κλαν (KKK), η White League και τα Red Shirts που συνδέονταν με την πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος κάτω από τη γραμμή Dixon. Οι νόμοι Jim Crow, που επέβαλαν τον φυλετικό διαχωρισμό ήταν η εκδίκηση του Νότου: στερώντας τα δικαιώματα από τους περισσότερους μαύρους κι από πολλούς φτωχούς λευκούς, συνέχισαν τον Εμφύλιο Πόλεμο με άλλα μέσα ―αυτός ο «πόλεμος» έληξε το 1964-65 με την αποκατάσταση των πολιτικών δικαιωμάτων τα οποία, στη συνέχεια, ευνόησαν τη δημιουργία της μαύρης μεσαίας τάξης και γενικότερα τη μερική ενσωμάτωση του Νότου στον μοντέρνο κόσμο.
Ο ρατσιστικός συντηρητισμός των Νοτίων εμπόδισε την ελεύθερη επιχειρηματικότητα, την εκπαίδευση και την κοινωνική κινητικότητα, ενώ ενίσχυσε τις εκκλησίες των μαύρων που απέκτησαν μεγάλη πολιτική και πολιτιστική δύναμη· δύναμη καθοδήγησης των μαζών. Η μαύρη μουσική κουλτούρα, που είχε συνδεθεί τόσο με τη δουλεία (όπως στα μπλουζ), όσο και με την εκκλησιαστική μουσική (τα γκόσπελ), εμπορευματοποιήθηκε και έγινε αντικείμενο πολιτιστικής οικειοποίησης χωρίς να επηρεάσει την ταξική δυσκαμψία. Παρόμοια δυσκαμψία προκάλεσαν οι προκαταλήψεις εναντίον των Ασιατών μεταναστών, οι οποίοι ωστόσο, παρά τους νόμους αποκλεισμού τους στη δεκαετία του 1880, αναπτύχθηκαν πληθυσμιακά και οικονομικά στη Δυτική ακτή, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της χρυσοθηρίας και της οικοδόμησης των σιδηροδρόμων. Οι Κινέζοι που παρέμειναν στην Αμερική εκδιώχθηκαν από τα στρατόπεδα εξόρυξης και σιδηροδρόμων και περιορίστηκαν στις Chinatowns των μεγαλουπόλεων, όπως συνέβη στο Σαν Φρανσίσκο: η ταξική τους άνοδος ξεκίνησε μετά το 1940 μαζί με εκείνη των Ιαπώνων οι οποίοι, όπως ήταν αναμενόμενο, στη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου θεωρήθηκαν ύποπτοι για αφοσίωση στην παλιά τους πατρίδα ―το εγγενές πρόβλημα της double loyalty έθεσε εμπόδια στην ένταξη και στην κοινωνική άνοδο πολλών εθνικών κοινοτήτων στις ΗΠΑ. Παρ’ όλ’ αυτά, μετά το 1945, η ροή της μετανάστευσης από τις ασιατικές χώρες ―Φιλιππίνες, Ινδία και Κορέα― αυξήθηκε σταθερά, δημιουργώντας μεγάλες κοινότητες στη Δυτική Ακτή με έντονη ταξική ανοδικότητα. Με λίγα λόγια, ο παράγοντας της ταξικής καταγωγής ίσως δεν είχε ιδιαίτερη σημασία για την κοινωνική επιτυχία, είχε όμως ο παράγοντας της φυλής και του χρώματος. Και επηρέασε όλες τις κοινότητες που διαμορφώθηκαν με βάση τη φυλετική καταγωγή, την απόχρωση του δέρματος και τη μητρική γλώσσα.
Το σύστημα των τάξεων άλλαξε δραματικά με την εκβιομηχάνιση, αρχικά στις βορειοανατολικες πολιτείες και στη συνέχεια, σε διάφορους βαθμούς, σε ολόκληρη την επικράτεια: για έναν αιώνα, μέχρι το 1929 σε πρώτη φάση, ξεφύτρωναν καινούργια αστικά κέντρα και αναπτύσσονταν μεγαλουπόλεις με πληθυσμό άνω των 200.000. Η αναδυόμενη κοινωνική δομή του άστεως περιελάμβανε Old Money, New Money, διανοουμένους, επαγγελματίες, white collars και blue collars. Υπήρχε τάση σχηματισμού και συσπείρωσης εθνο-θρησκευτικών ομάδων, όπως Γερμανοί Λουθηρανοί ή Ιρλανδοί Καθολικοί, ενώ φαινόταν ότι στον κόσμο των μεγάλων επιχειρήσεων κυριαρχούσε ο Γιάνκης της Νέας Αγγλίας, ο οποίος, ως WASP, είχε επιτύχει την καλύτερη εκπαίδευση και είχε συμβάλει στη δημιουργία της αμερικανικής υψηλής κοινωνίας.
Ένα από τα διακυβεύματα της εργατικής τάξης ―oι Αμερικανοί blue collars διαφέρουν από την ευρωπαϊκή working class― ήταν η αφομοίωση των μεταναστών η οποία επί έναν αιώνα εκυλισσόταν με την προοπτική του χωνευτηριού. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, η εργατική τάξη συγκεντρωνόταν γύρω από τα συνδικάτα και τη συναινετική ιδέα ότι οι εργαζόμενοι στην παραγωγή εξέφραζαν μια εκδοχή του ρεπουμπλικανισμού παρόμοια με εκείνη της μεσαίας τάξης. Εξάλλου, η μετακίνηση του blue collar στη μεσαία τάξη ήταν επιθυμητή και εφικτή: από αυτή την άποψη, το αμερικανικό όνειρο ευνοήθηκε τόσο από το Ρεπουμπλικανικό κόμμα ως κόμμα των επιχειρηματιών, όσο κι από το σοσιαλιστικό κίνημα στο τέλος του 19ου αιώνα και μέχρι τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο.
Η Προοδευτική εποχή στις ΗΠΑ
Θα σταθώ λίγο στη λεγόμενη Προοδευτική Εποχή (1896–1916) διότι στη διάρκειά της συνέβησαν πολλές ταξικές μεταβολές που επηρέασαν την εξέλιξη της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Σ’ αυτή την εικοσαετία, ενώ προχωρούσε η εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση μαζί με αύξηση της μετανάστευσης και του πληθυσμού, έγιναν μεταρρυθμίσεις με σκοπό τη νομική πλαισίωση των μονοπωλίων, τη βελτιστοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής και διαχείρισης (φορντισμός, τεϊλορισμός) και τη διεύρυνση της δημοκρατίας. Αν και το αμερικανικό όνειρο της ατομικής προόδου, της κοινωνικής ανόδου και της προκοπής βρισκόταν στο απόγειό του, παρατηρήθηκαν έντονα φαινόμενα αυταρχισμού ―η Ποταποαγόρευση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα― και δημαγωγίας: όσο μέρη του πληθυσμού κινούνταν προς τη μεσαία τάξη, τόσο εντεινόταν η κολακεία και η εξύψωση του «μικρού ανθρώπου».[3] Η έννοια της μεσαίας τάξης άρχισε να ορίζεται ως αντίθεση στους πλουσίους και στην αριστοκρατία που εμφορείτο από άκρατο ατομικισμό: όπως μιλάμε σήμερα για τους One Percenters, η μεσαία τάξη μιλούσε για τους Upper Ten, τους 10.000 πλουσιότερους κατοίκους της Νέας Υόρκης. Το Square Deal του Theodore Roosevelt είχε στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής του «μέσου πολίτη» και η εξωτερική του πολιτική επικεντρωνόταν στην αμερικανική ήπειρο με στόχο τη διευκόλυνση του αμερικανικού εμπορίου: η οικοδόμηση της διώρυγας του Παναμά (1904-1914) είναι μια χαρακτηριστική κίνηση των ΗΠΑ στον διεθνή χώρο κατά τη διάρκεια της Προοδευτικής Εποχής. Ο «μέσος πολίτης» του Theodore Roosevelt ενέκρινε τα μεγάλα έργα που βασίζονταν στην επιστημονική πρόοδο και στα οράματα της ευημερίας και της ειρήνης. Στη συνέχεια, την ενίσχυση του ρόλου των βιομηχανικών εργατών και των συνδικάτων ευνόησε η Μεγάλη Ύφεση του 1929 που περιθωριοποίησε μικρούς αγρότες και εργάτες επιβεβαιώνοντας τις ιδέες της αριστεράς περί κυκλικών κρίσεων του καπιταλισμού και επιτακτικής ανάγκης κρατικών ρυθμίσεων. Πράγματι, το 1929, ένα μέρος της νεόκοπης μεσαίας τάξης καταστράφηκε και παρέμεινε κατεστραμμένο μέχρι να αποδώσει καρπούς η πολιτική του New Deal του F. D. Roosevelt: αλλά, η εμπειρία της Μεγάλης Ύφεσης έδειξε στους Αμερικανούς τον εύθραυστο χαρακτήρα της ταξικής τους ανόδου και την πιθανότητα το κοινωνικό ασανσέρ να κατεβαίνει αντί να ανεβαίνει. Παραλλήλως, στα εργατικά στρώματα εντάθηκε η δυσπιστία εναντίον των κεφαλαιοκρατών και της «αργόσχολης τάξης» που περιέγραφε ο Thorstein Veblen το 1899 [4]: αυτή η τάξη θεωρείτο υπεύθυνη για τη Μεγάλη Ύφεση και για τη διαφθορά που είχε προηγηθεί, την οποία κατήγγελλαν οι ερευνητικοί δημοσιογράφοι εις ώτα μη ακουόντων σε όλη τη διάρκεια της Προοδευτικής Εποχής. Οι άγριες επιθέσεις της εργοδοσίας στα κινήματα και στις διεκδικήσεις της εργατικής τάξης μέχρι το 1929 και η στασιμότητα της μαύρης underclass, ιδιαίτερα, όπως είπα, στον Νότο, δημιούργησαν μια ταξική σύνθεση με ιδεολογικές αντιστοιχίσεις που έμοιαζαν με τις ευρωπαϊκές. Το ταξικό τοπίο άλλαξε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, με μαζικές μετατοπίσεις blue collars στη μεσαία τάξη και με αύξηση της κινητικότητας σε ολόκληρη την κοινωνική κλίμακα.
Μέχρι τότε, όσοι χάρασσαν την εξωτερική πολιτική έπαιρναν περισσότερο υπόψη τους την εθνική καταγωγή των πολιτών-ψηφοφόρων και δευτερευόντως την κοινωνική τους τάξη. Στη συνέχεια, οι ηγεσίες προσπαθούσαν να κερδίσουν τη στήριξη της μεσαίας τάξης η οποία επεκτάθηκε και δημιούργησε την κυρίαρχη πολιτική σκέψη και την πολιτιστική παραγωγή των baby boomers. Αυτή τη «μεσοαστική» σκέψη τροφοδότησε ο ηθικός και πολιτιστικός σχετικισμός και κατέληξε σε ιδιοτροπίες όπως η σημερινή woke και cancel culture: κατά κάποιον τρόπο, ο αμερικανικός φιλελευθερισμός έφαγε τον εαυτό του όπως ο σκορπιός τρώει την ουρά του. [5]
Αν και η κοινωνική τάξη παραμένει ασαφής έννοια από κοινωνιολογική άποψη, το εισόδημα [6], το μορφωτικό επίπεδο και το είδος της εργασίας δίνουν πολλές πληροφορίες για την ταξική δομή και η πολιτική τάση είναι ορατή: συχνά, όχι πάντοτε, οι πολύ πλούσιοι έχουν συμφέροντα που σχετίζονται με την εξωτερική πολιτική ―π.χ. εργολάβοι μεγάλων υποδομών που προσβλέπουν να αναλάβουν έργα σε τρίτες χώρες― ενώ η μεσαία τάξη κινείται προς έναν ήπιο οικουμενισμό και τα χαμηλά στρώματα, εκείνα που συνδυάζουν χαμηλά εισοδήματα και χαμηλή μόρφωση (το πολύ, απολυτήριο λυκείου ή κοινοτικού κολεγίου) χωρίζονται σε απομονωτιστές, σε American firsters με έντονη ή λιγότερο έντονη μιλιταριστική διάθεση και σε πολιτικά αδιάφορους, ιδιαίτερα αν ο τομέας τους δεν επηρεάζεται από τις διεθνείς ανταλλαγές των ΗΠΑ. Ένα άλλο στοιχείο που συμπληρώνει την ταξική δομή και διαμορφώνει τις στάσεις στην εξωτερική πολιτική είναι οι διαφορετικές υποκουλτούρες φυλής, εθνικής καταγωγής, θρησκείας, φύλου και πολιτιστικών δραστηριοτήτων (π.χ. υποκουλτούρα hip-hop, υποκουλτούρα πανεπιστημίων γοήτρου, αθλητικές κοινότητες) οι οποίες διατρέχουν όλα τα κοινωνικά στρώματα, που, εκτός από την ανώτερη τάξη, συντίθενται από δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους: στις ΗΠΑ οι κοινωνικές τάξεις σχηματίζουν τόσο μεγάλες κοινωνικές ομάδες ώστε παρουσιάζουν σημαντική ποικιλομορφία στο εσωτερικό τους· οι παρατηρήσεις σχετικά με την πολιτική κουλτούρα μιας δεδομένης κοινωνικής τάξης πρέπει να θεωρείται υπεραπλούστευση. Τούτου λεχθέντος, όπως παντού, στις ΗΠΑ η κοινωνική τάξη επηρεάζει τα πάντα, από τον τρόπο με τον οποίο οι Αμερικανοί μεγαλώνουν τα παιδιά τους και τον τρόπο με τον οποίον ερωτεύονται, μέχρι το χρώμα με το οποίο βάφουν το σπίτι τους. H απόσταση ανάμεσα στους λεγόμενους «γαλαζοαίματους», που συνδυάζουν πλούτο και εξουσία, όπως οι οικογένειες Astor ή Roosevelt, και στους white και black trash είναι, όπως θα περίμενε κανείς, αβυσσαλέα· ωστόσο, στις ΗΠΑ υπάρχει ένα στρώμα χωρίς κληρονομημένο πλούτο που θεωρεί τον εαυτό του δικαιωματικά προνομιούχο: οι ελίτ των επιχειρήσεων δεν είναι μόνο καλύτερα αμειβόμενες από τον υπόλοιπο πληθυσμό· βλέπουν τον εαυτό τους ως την ατμομηχανή της αμερικανικής οικονομίας και κοινωνίας.
ΗΠΑ και ταξική κινητικότητα
Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις και παρά τον μύθο της αμερικανικής εξαιρετικότητας, οι ταξικές μετατοπίσεις στις ΗΠΑ εμφανίζουν αρκετές ομοιότητες με τις ευρωπαϊκές: πριν από την εκβιομηχάνιση, οι γεωργοί ―αυτάρκεις, πολιτικά ανεξάρτητοι μικρογαιοκτήμονες― αποτελούσαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Με τη δημοκρατία του Jefferson, τη δημοκρατία του Jackson και ιδιαίτερα τον νόμο Homestead του 1862 που παρείχε εκατοντάδες χιλιάδες δωρεάν αγροκτήματα, επεκτάθηκαν τα αγροτικά στρώματα τα οποία συρρικνώθηκαν στον ύστερο 20ό αιώνα: οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις ενοποιήθηκαν, οι αγροτικές δραστηριότητες εκμηχανίστηκαν και ένα μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού μετακινήθηκε προς τις πόλεις. Σήμερα, ο αγροτικός τομέας έχει αποκτήσει επιχειρηματικά και βιομηχανικά χαρακτηριστικά και οι εργάτες γης είναι συνήθως καινούργιοι μετανάστες: η ιδιοκτησία και η εκμετάλλευση της γης αντικατοπτρίζουν τη δομή των μεγάλων επιχειρήσεων ―ο αγρότης που κατά τον 19ο αιώνα ζούσε σε ταπεινή αγροικία είτε αναρριχήθηκε σε επιχειρηματία, είτε εξέπεσε σε white trash. Bιώσιμη γεωργία στις ΗΠΑ σήμαινε, και σημαίνει, αγροτική επιχείρηση με οργάνωση μεγάλης κλίμακας. Με λίγα λόγια, οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης ταξινομούνται στην ανώτερη τάξη με τις αντιστοιχίες που μπορεί να έχει αυτή η κοινωνική θέση στις πολιτικές επιλογές: στον Νότο, οι «Plain Folk of the Old South» έγιναν ιδιοκτήτες φυτειών και ύστερα διαχειριστές αγροτικών επιχειρήσεων.
Ένα σχετικά πρόσφατο χαρακτηριστικό της αμερικανικής ταξικότητας είναι η ανασφάλεια της μεσαίας τάξης, που κινδυνεύει να κατακρημνιστεί στο προλεταριάτο. Αυτό οφείλεται, εκτός από την πορεία που έχει πάρει εδώ και μερικές δεκαετίες ο αμερικανικός καπιταλισμός προς μια οικονομία τύπου ρουλέτας, στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση η οποία, με τον πολλαπλασιασμό των μέτριων πανεπιστημίων, έχει καταστήσει την εκπαίδευση αναποτελεσματικό ταξικό σύμβολο. Η ελίτ της Ivy League εξακολουθεί να διατηρεί τη θέση της στην κορυφή, αλλά οι πτυχιούχοι και οι πολυπτυχιούχοι από ΑΕΙ της σειράς μπορούν εύκολα να εκπέσουν τόσο εισοδηματικά, όσο και από την άποψη του κύρους. Αυτή η αβεβαιότητα επηρεάζει τις πολιτικές τους ιδέες είτε προς την πλευρά του συντηρητισμού, είτε προς την πλευρά μιας ιδιότυπης αριστεράς.
Με λίγα λόγια, η ταξική κινητικότητα στις ΗΠΑ είναι ένας μύθος που έχει προστεθεί στους ήδη υπάρχοντες: είναι δύσκολο να αλλάξει κανείς την κοινωνική του τάξη —κυρίως προς τα πάνω αλλά και προς τα κάτω— είναι όμως σχετικά εύκολο να απεγκλωβιστεί από το ταξικό σύστημα ως «Χ άτομο», όπως γράφει o Paul Fussel στο βιβλίο του «Class: A Guide Through the American Status System». [7] Περισσότερο από αλλού, στις ΗΠΑ, υπάρχουν, εκτός τις υποκουλτούρες που προανέφερα, δημογραφικές ομάδες ―όπως οι Bohemians, oι Lifestyles of Health and Sustainability (LOHAS), οι Cultural Creatives [8] ή οι Bobos [9]― οι οποίες αναπτύσσονται εκτός των οικονομικών τάξεων υπό την έννοια ότι δεν συγκεντρώνουν όλα τα οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά μιας συγκεκριμένης τάξης. Όπως και να ’χει, ο μύθος, η πραγματικότητα και η πρόσληψη της αξιοκρατίας συνέβαλαν στην αμερικανική αισιοδοξία η οποία υπερβαίνει τα όνειρα της οικονομικής επιτυχίας, το αποκορύφωμα του οποίου ήταν ο πλουτισμός στην Καλιφόρνια του 19ου αιώνα [10] αλλά στοιχεία του συναντάμε και στη μεταπολεμική περίοδο. Αυτή η οικονομική, ταξική και ψυχική αισιοδοξία περιελάμβανε τη δυνατότητα του ιδιωτικού σπιτιού σε ηλιόλουστο περιβάλλον ―το κατ’ εξοχήν αμερικανικό ειδύλλιο― την απόδραση δηλαδή από την πολυσύχναστη, βρόμικη και επικίνδυνη εσώτερη πόλη αναδείχτηκε σε σύμβολο της αμερικανικότητας και, με τη σειρά της, η «αμερικανικότητα» σφράγισε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Αν κοιτάξουμε την εξωτερική πολιτική στο μικροσκόπιο, η φυγή των λευκών προς τα προάστια ήδη από τη δεκαετία του 1940, εκτός του ότι δημιούργησε έναν νόμιμο ταξικό και φυλετικό διαχωρισμό, επηρέασε με ποικίλους τρόπους τη χάραξη της στρατηγικής και της τακτικής. Οι ταξικές και δημογραφικές αλλαγές που συνέπεσαν και ακολούθησαν τη White Flight επηρέασαν το ύφος άσκησης της πολιτικής, ανέδειξαν τον ρόλο των ελίτ και ως απάντηση σ’ αυτόν ευνόησαν την επάνοδο του λαϊκισμού στις ΗΠΑ.
Ο C. Wright Mills, στο «White Collar: The American Middle Classes» που εκδόθηκε το 1951 περιέγραφε τη διαμόρφωση μιας καινούργιας κοινωνικής τάξης που ονόμαζε «χαρτογιακάδες». Ο Mills ανέλυε τον κόσμο του προηγμένου καπιταλισμού μιλώντας για τη «νοοτροπία του πωλητή», που, κατά γνώμη του, διέπει τις κοινωνικές σχέσεις στη σύγχρονη γραφειοκρατική κοινωνία στην οποία τις χειρωνακτικές δεξιότητες αντικαθιστά η τέχνη του «χειρισμού», της πώλησης και της εξυπηρέτησης. Αν και ο στόχος του βιβλίου του Mills ήταν η περιγραφή ενός καινούργιου τύπου πολίτη με «στρογγυλεμένη, αποδεκτή, αποτελεσματική προσωπικότητα» (προκειμένου να κλείσει τη συμφωνία ή να πραγματοποιήσει την πώληση), συνέπεσε με τις μεγάλες δημογραφικές, ταξικές και χωρικές αλλαγές που άρχισαν μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και συνεχίστηκαν με αυξανόμενη ένταση στις επόμενες δεκαετίες: ο «άνθρωπος με το γκρίζο φανελένιο κοστούμι» ―ήρωας του μυθιστορήματος του Sloan Wilson (1955) και της ομώνυμης ταινίας του Nunnally Johnson (1956)― ήταν ο Αμερικανός που μετατοπιζόταν από την εσώτερη πόλη στα προάστια κι από την παραγωγή των προϊόντων στο πλασάρισμα και στην κατανάλωσή τους. Ο Mills παρατηρούσε την εξέλιξη της αμερικανικής προσωπικότητας στον ευρύ χώρο των πωλήσεων, από όπου λείπουν οι κοινές αξίες και η αμοιβαία εμπιστοσύνη: «η ηθική και η συνθήκη του πωλητή απαιτούν από τους ανθρώπους να προσποιούνται ότι ενδιαφέρονται για τους άλλους προκειμένου να τους χειραγωγήσουν,» έγραφε στο «White Collar: The American Middle Classes», ενώ ολόγυρά του εκτυλισσόταν μια παράλληλη διαδικασία αποξένωσης ―οι Αμερικανοί, κυρίως λευκοί και κυρίως white collars απομακρύνονταν από τη ζωή της γειτονιάς, από το βάδισμα, από το συνοικιακό κατάστημα κι από το πλήθος. Μετακομίζοντας στα προάστια και στο ιδιωτικό σπίτι με τον λευκό φράχτη κέρδιζαν χώρο αλλά όχι χρόνο: οι μετακινήσεις τους με το ιδιωτικό αυτοκίνητο δεν θα αργούσαν να γίνουν μια χρονοβόρα και ενεργοβόρα περιπέτεια.
Στο μεταξύ, η οικονομική ελευθερία, η πλήρης απασχόληση, η τεχνολογία και η γενική αισιοδοξία ευνόησαν τον καταναλωτισμό ―με κύρια καταναλωτικά είδη τα σπίτια και τα αυτοκίνητα― και τη γεννητικότητα. Οι γονείς των baby boomers και στη συνέχεια οι ίδιοι οι baby boomers που αναζήτησαν στέγη στα προάστια έγιναν εκείνο το κοινωνικό στρώμα που ευνοούσε περισσότερο την «πρόοδο», την τεχνολογία, τα δημόσια έργα που εξυπηρετούσαν άτομα, όχι μάζες: καθώς τα αναπτυσσόμενα προάστια ήταν προσβάσιμα μόνο με ιδιωτικά αυτοκίνητα, οι πράσινες, φυλλώδεις συνοικίες και οι πόλεις-δορυφόροι συνδέθηκαν με τους χώρους εργασίας μέσω καινούργιων οδικών δικτύων. [11] Το ιδιωτικό σπίτι —η μονοκατοικία— μαζί με το ιδιωτικό, συχνά «οικογενειακό» αυτοκίνητο, που ήταν σχεδιασμένο για τις πολυμελείς οικογένειες, ενέτειναν την κουλτούρα του ατομισμού. Την ίδια στιγμή, αναπτύχθηκαν πολεοδομικές και οικονομικο-κοινωνικές ουτοπίες ―σχεδιασμένες βιομηχανικές κοινότητες, θρησκευτικά, σοσιαλιστικά, φυσιολατρικά και χίπικα πειράματα κοινοτικής οικονομίας και διαβίωσης [12] ― καθώς και αρχιτεκτονικές θεωρίες όπως εκείνες του Frank Lloyd Wright για την ατομική κατοικία μέσα στην προαστιακή φύση. [13] Επιπλέον, η προαστικοποίηση με όλες της τις συνιστώσες αύξησε τις ενεργειακές ανάγκες: η εξάρτηση των ΗΠΑ από το εισαγόμενο πετρέλαιο είναι αποτέλεσμα αυτής της χωροταξικής διαδικασίας.
H προαστικοποίηση ευνόησε ακόμα περισσότερο τις αυτοκινητοβιομηχανίες, τις κατασκευαστικές εταιρείες και τους εργολάβους τσιμέντου. Η μαζική κατασκευή μονοκατοικιών σήμαινε βαθιές αλλαγές στη χρήση γης ―για παράδειγμα, όταν τελείωσε ο πόλεμος, οι Levitts αγόρασαν γη όπου κάποτε καλλιεργούνταν πατάτες και κατασκεύασαν στο Hempstead Long Island την πρώτη από τις τρεις Levittowns [14]― και στην οργάνωση του χώρου: ο σχεδιασμός των προαστίων και η οικοδόμηση κατοικιών συνοδεύονταν από μια σειρά υπηρεσίες, όπως γήπεδα μπέιζμπολ, πισίνες, εμπορικά κέντρα, σχολεία, πάρκα και εκκλησίες. Η προαστικοποίηση σήμαινε mall-ποίηση του αμερικανικού τοπίου και αλλοίωση τόσο του τόπου όσο και του τρόπου της κατανάλωσης. Τα προάστια πρόσφεραν μια ιδέα βουκολικού ειδυλλίου, κάτι που υπογράμμιζαν τοπωνύμια όπως Elmwood Park, Rolling Meadows, Highland Hills, Woodlawn, Hidden Hills, Rolling Hills, Parkville, Oak Park, Chickasaw Gardens και τα τοιταύτα: αυτά τα περίχωρα των αμερικανικών μεγαλουπόλεων παρείχαν το ασφαλές, καθαρό και φυλετικά διαχωρισμένο περιβάλλον που αναζητούσαν πολλοί Αμερικανοί. Σύντομα, τα προάστια διέβρωσαν τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά της αστικής ζωής, κατάργησαν την αυθόρμητη και τυχαία συνάντηση των ανθρώπων και συνέβαλαν στη δημιουργία ενός οικογενειακού ιδεώδους που κινητοποιείται από μια μορφή απομόνωσης και ανταγωνισμού με τους γείτονες: Keeping up with the Jones. Οι λέσχες, οι συνοικιακοί σύλλογοι, οι ταβέρνες και τα εμπορικά μαγαζάκια, τα παντοπωλεία και τα ψιλικατζίδικα, άρχισαν να παρακμάζουν: εκτός του ότι οι αποστάσεις χώριζαν τους ανθρώπους μεταξύ τους και ο τόπος εργασίας βρισκόταν μακριά από το σπίτι, η διάβρωση των παραδοσιακών λειτουργιών της πόλης και ο διασκορπισμός των πληθυσμών στα προάστια καθυστέρησαν τον τερματισμό του φυλετικού διαχωρισμού ο οποίος αποτελούσε μεταπολεμικό αίτημα και αίτιο κοινωνικής αναταραχής.
Στο βιβλίο της«Death and Life of Great American Cities» (1961)[15] ―ένα εγκώµιο της παραδοσιακής γειτονιάς― η Jane Jacobs περιέγραφε τις πολεοδομικές τάσεις της δεκαετίας του 1950 και τις ταξικές μετατοπίσεις που αντικατόπτριζαν και ευνοούσαν. Οι πολεοδομικές επεμβάσεις εκείνης της εποχής ―αναπλάσεις και οδοποιία― ακολουθούσαν το δόγµα της «ανάπτυξης» (θα εξηγήσω παρακάτω τα εισαγωγικά), της μεμγιστοποίησης της αποτελεσµατικότητας, της διευκόλυνσης της επιχειρηµατικής δραστηριότητας: μέσω αυτού του δόγματος κατεδαφίστηκαν παραδοσιακά κτίρια και ολόκληρες γειτονιές για να ανεγερθούν πολυκατοικίες µαζικής στέγασης και πολυώροφα συγκροτήµατα γραφείων, ενώ ταυτοχρόνως αυτοκινητόδροµοι κατατεμάχισαν τον αστικό ιστό. Οι αυτοκινητόδρομοι ταχείας κυκλοφορίας, οι υπέργειοι κόµβοι και οι πεζοδροµήσεις αλλοίωσαν τη φυσιογνωµία των πόλεων, άδειασαν τις παλιές κοινότητες, δημιούργησαν αστικές ερήμους και ενθάρρυναν την προαστικοποίηση. Η ταξική σύνθεση των μεγάλων πόλεων άλλαξε με αποτέλεσμα στις ημι-εγκαταλελειμμένες εσώτερες πόλεις να συγκεντρώνονται οι φτωχότεροι και να δημιουργούν μονοφυλετικά και μονοταξικά γκέτο. Ο άλλος πόλος, τα προάστια, χαρακτηρίζονταν συχνά από κλινική ευταξία κι από τη µυρωδιά του καινούργιου: η Jane Jacobs παρατηρούσε με ανησυχία το πώς η πολεοδοµική ορθοδοξία, ο «πολεοδοµικός ορθολογισµός» µε αναπλάσεις τις οποίες οι πολιτικοί και οι µηχανικοί σχεδίαζαν µέσα σε γραφεία, δημιουργούσε αφύσικα περιβάλλοντα διαιωνίζοντας τον ταξικό διαχωρισμό. Την πολυμορφία των παραδοσιακών συνοικιών αντικαθιστούσαν αμερικανικές εκδοχές παλιότερων πολεοδομικών ουτοπιών όπως η Garden City του Ebenezer Howard, το περίφηµο πολεοδοµικό σχέδιο που, στα τέλη του 19ου αιώνα, είχε στόχο να σώσει όσους µπορούσαν να σωθούν από την οχλοβοή και τη βροµιά του Λονδίνου.[16] Αν και η Κηπούπολη εφαρµόστηκε κατά γράµµα σε δύο µόνο αγγλικές πόλεις και σε µία αµερικανική (προέβλεπε πόλεις µεγέθους περίπου 30.000 κατοίκων), ενέπνευσε τον σχεδιασµό των πράσινων προαστίων, την αποκέντρωση που φαινόταν αναπόφευκτη µετά τον Β' Παγκόσµιο Πόλεµο: ωστόσο, η οµοιοµορφία, η συµµετρία, ο κοµφορµισµός των προαστίων αντανακλούσαν µια κοινωνία που φαινόταν —και ήταν— υπερβολικά ωφελιµιστική και υλιστική. Αναφέρω την Jane Jacobs και το βιβλίο της για τον θάνατο και τη ζωή των αμερικανικών μεγαλουπόλεων διότι κυκλοφόρησε σε μια εποχή μεγάλων γεωγραφικών, ταξικών και πολιτικών μετακινήσεων οι οποίες, παρά τα κινήματα κατά του φυλετικού διαχωρισμού και εν μέρει εξαιτίας τους, επέφεραν τον θάνατο των κεντρικών πόλεων δημιουργώντας την προαστιακή ευτοπία και ένα ιδεώδες που ενέπνεε την πολιτική: εξαγωγή δημοκρατίας, επιβολή της αμερικανικότητας σε ολόκληρο τον κόσμο, αίσθημα ανωτερότητας. [17]
Έτσι, ενώ από την αρχή της δεκαετίας του 1940 ο de jure φυλετικός διαχωρισμός κρίθηκε αντισυνταγματικός, στο κέντρο των μεγαλουπόλεων παρέμειναν οι φτωχοί, οι Αφροαμερικανοί, οι Λατίνοι και οι χειρώνακτες ενώ πολλοί λευκοί κατέφυγαν στα προάστια για να αποφύγουν τα φυλετικά ενοποιημένα σχολεία και τις πολυφυλετικές γειτονιές. Αυτός ο de facto διαχωρισμός, που δεν επιβαλλόταν μέσω νόμων, συνοδευόταν συχνά από βίαιες εκδηλώσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, όταν οι Αφροαμερικανοί μετακόμισαν σε γειτονιές όπου ζούσαν κυρίως λευκοί, αντιμετωπίζονταν με εχθρότητα· η παρουσία τους μείωνε τις τιμές των ακινήτων: ωστόσο, τέτοιες περιπτώσεις ήταν λίγες· οι Αφροαμερικανοί δυσκολεύονταν να μετακομίσουν στα προάστια λόγω της έλλειψης πρόσβασης σε υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας και σε ιδιωτικά μεταφορικά μέσα που θα τους επέτρεπαν να ζουν έξω από την πόλη και να μετακινούνται στον τόπο εργασίας. Εξάλλου, καθώς σε πολλές γειτονιές των προαστίων, συμπεριλαμβανομένου του Levittown στο Λονγκ Άιλαντ, οι μεσίτες αρνούνταν να πουλήσουν σπίτια σε Αφροαμερικανούς, τα προάστια έγιναν ένας χώρος όπου οι de facto διακρίσεις έθεσαν εμπόδια στους Αφροαμερικανούς να εξασφαλίσουν το δικό τους κομμάτι του αμερικανικού ονείρου, το ιδιόκτητο σπίτι.
Ο John Keats στο βιβλίο του «The Crack in the Picture Window» (1956) [18] πρόβαλε το επιχείρημα ότι η προαστικοποίηση κατέστρεφε τη ιδιαιτερότητα των προσωπικών σχέσεων και της κοινότητας. Ο Keats εντόπιζε τις απαρχές της ανάπτυξης των προαστίων στο νομοσχέδιο GI (ή Servicemen's Readjustment Act) του 1944 και στα οικονομικά κίνητρα που παρείχε στους νεαρούς οικογενειάρχες-καταναλωτές και συνέχιζε αναλύοντας πώς αυτή η χωροταξική αλλαγή ομοιογενοποιούσε την αρχιτεκτονική, τα άτομα, τη σκέψη και τη δράση. Κάπως έτσι φτάσαμε στην ιδέα του «μοναχικού πλήθους» που ανέλυαν το 1950 στο βιβλίο τους «The Lonely Crowd» οι David Riesman, Nathan Glazer και Reuel Denney. [19] Εκείνη την εποχή γινόταν πια φανερό ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν εξελιχθεί σε μια βιομηχανική κοινωνία της μεσαίας τάξης στην οποία υπήρχαν τρεις πολιτιστικοί τύποι: ο παραδοσιακός που ακολουθούσε τα κληροδοτημένα ιδεώδη, ο εσωστρεφής που αναζητούσε την ικανοποίηση με τις δικές του αξίες και ο εξωστρεφής που ήταν έτοιμος να προσαρμοστεί για να κερδίσει την επιδοκιμασία των άλλων. Ο τελευταίος τύπος φαινόταν να κυριαρχεί σιγά-σιγά και να επηρεάζει την πολιτική.
Το 1958, ο John Kenneth Galbraith, στο βιβλίο του «Η κοινωνία της αφθονίας» [20] υποστήριξε ότι η προαστιοποίηση και η απόκτηση υλικών αγαθών υπονόμευαν τις παραδοσιακές αμερικανικές αξίες: το suburbia bashing που παρατηρείται όλο και εντονότερα από τη δεκαετία του 1960 [21] βασίζεται στην ιδέα ότι τα προάστια είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος της λευκής κομφορμιστικής μεσαίας τάξης από τον οποίον «ο άλλος» εξοστρακίζεται και όπου κάτω από τη στιλπνή επιφάνεια της ευταξίας κρύβεται η αγωνία για το κοινωνικό στάτους. Πάντως, αυτό που έχει σημασία για την εξωτερική πολιτική είναι, εκτός από την εξάρτηση από το πετρέλαιο ―την οποία, όπως είπα, επιβάλλει η μαζική χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου― η εμπορευματοποίηση και ομοιογενοποίηση της αμερικανικής κουλτούρας, η οποία διαδίδεται στο εξωτερικό ως soft power.
Μέρος αυτής της εικόνας που εξάγεται στο εξωτερικό θαμπώνοντας τους κατοίκους των φτωχότερων χωρών ήταν για πολλές δεκαετίες η προαστιακή ζωή, η ευρυχωρία, η μονοκατοικία με τον λευκό ξύλινο φράχτη (στην ταπεινή της εκδοχή) ή με τον βραχόκηπο και την πισίνα στην μεσοανώτερη εκδοχή. Σήμερα όμως, η κριτική για τα σπίτια-κουτάκια που βρίσκονται σ’ ένα είδος «πουθενά» απ’ όπου απουσιάζει η κοινή ζωή, αποκτά κάποιο νόημα: η πολιτική γεννιέται στην «πόλη» σε πολλαπλές διασταυρώσεις αντιλήψεων και συμφερόντων, ενώ φαίνεται να πεθαίνει στα προάστια όπου απουσιάζει η ανταλλαγή ιδεών.
Αν και οι μεγάλες επιχειρήσεις και πλουσιότεροι Αμερικανοί είναι εκείνοι που επωφελούνται περισσότερο από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, οι ηγεσίες τείνουν να τη χαράσσουν σύμφωνα με τις πεποιθήσεις και τα όρια που θέτει η μεσαία τάξη η οποία αποτελεί τον κύριο κορμό της αμερικανικής κοινωνίας και ορίζει τι είναι mainstream και τι δεν είναι στην κάθε χρονική στιγμή. Συνήθως, όταν μιλάμε για την αμερικανική κοινή γνώμη εννοούμε τη γνώμη των ανθρώπων των προαστίων ―κι αυτό παρότι το αμερικανικό κοινό ενδιαφέρεται περισσότερο για τη βελτίωση της ζωής στο εσωτερικό ―εκπαίδευση, ανισότητες, εγκληματικότητα― παρά για την παγκόσμια ηγεμονία. Ωστόσο, αυτή η εστίαση στην ατομική ευημερία δεν σημαίνει ότι η «μεσαία τάξη» αδιαφορεί για την επιθετικότητα της Ρωσίας, για την άνοδο της Κίνας ή για την ισλαμική τρομοκρατία. Στο αμερικανικό πολιτικό τοπίο, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, η εξωτερική πολιτική των Δημοκρατικών έτεινε να καθρεφτίζει αυτή τη μεσαία και τη μεσοανώτερη τάξη: αντιθέτως, στο πέρασμα του χρόνου, οι Ρεπουμπλικανοί εκπροσωπούν όλο και περισσότερο τα χαμηλά στρώματα, την αγροτική επαρχία και τους λιγότερο μορφωμένους, κατηγορώντας τους Δημοκρατικούς ως φερέφωνο των ελίτ και του πλουσιότερου μέρους της suburbia. Στη βάση αυτής της κομματικής έντασης βρίσκεται η αντίθεση πόλης-χωριού, η αντίθεση μητροπολιτικής περιοχής, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις συγκροτεί ολόκληρη κομητεία, και μικρής πόλης η οποία περιλαμβάνει μοναχικές αγροικίες και βοσκοτόπια: ο τρόπος ζωής είναι τόσο διαφορετικός μεταξύ αυτών των δύο χώρων ώστε προκύπτει ριζικά διαφορετική πρόσληψη του κόσμου. Θα επιμείνω λίγο περισσότερο στην ανάλυση της σχέσης της κοινωνικής τάξης και του χώρου στις ΗΠΑ διότι πιστεύω ότι οι προεδρίες προσανατολίζονται στις επιλογές διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων τα οποία έχουν διαφορετικές ιδέες για το πώς πρέπει να ασκείται η αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Το 2021, το 83% του αμερικανικού πληθυσμού ζούσε σε αστικά κέντρα ― στις μεγαλύτερες μητροπολιτικές περιοχές το 30% περίπου του συνολικού πληθυσμού κατοικεί στους αστικούς πυρήνες και το υπόλοιπο στα προάστια. [22] Σύμφωνα με το γενικό ταξικό μοτίβο, στις περισσότερες περιοχές της χώρας, τα προάστια συγκεντρώνουν τα μεσοαστικά και ανώτερα στρώματα όπου ωστόσο σήμερα παρατηρείται μικρή μείωση των εισοδημάτων, ιδιαίτερα στις μεσοδυτικές πολιτείες. Εξάλλου, υπάρχουν μεγαλουπόλεις που έχουν χάσει τον αστικό τους πυρήνα κι όπου τα προάστια διαχωρίζονται ταξικά χωρίς τη διαφορά της φυσιογνωμίας άστεως-προαστίου: λόγου χάρη, στο Λος Άντζελες, στο Χιούστον και στο Μέμφις, πόλεις με πολύ μικρό αστικό πυρήνα, υπάρχουν πλούσια, φτωχά και φτωχότερα προάστια. Δηλαδή, όλοι οι κάτοικοι διάγουν «προαστιακό» τρόπο ζωής, αν και σε διαφορετικά οικονομικά επίπεδα. Το κοινό στοιχείο σχετικά με την εξωτερική πολιτική είναι ότι ο αστικός πυρήνας, η παραδοσιακή γειτονιά της Jane Jacobs, ευνοεί την κοινωνικότητα, την ανταλλαγή, άρα το σχετικό ενδιαφέρον για ό,τι συμβαίνει στον κόσμο ―αντιθέτως, η προαστιακή ζωή απομακρύνει τους Αμερικανούς από την ιδέα της κοινότητας και του ανήκειν στον κόσμο.
Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, από τις δημοσκοπήσεις και τις αναλύσεις των ψηφοφοριών, φαίνεται ότι η μεσαία τάξη θα ήθελε οι ΗΠΑ να μοιραστούν την ηγεσία με άλλα έθνη προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή —για την οποία είναι λίγο-πολύ πεπεισμένη— ή τις πανδημίες που ίσως μας περιμένουν. Γενικά, παρότι ίσως δεν είναι οικείος ο όρος της «έξυπνης ισχύος», η μεσαία τάξη κλίνει προς τη συνδυαστική λύση τύπου smart power, ενώ ταυτοχρόνως επιθυμεί την πολιτική προσήλωση στο εσωτερικό. Σημειώνω εδώ ότι, παρά την αντικειμενική ασάφεια του ορισμού της μεσαίας τάξης, οι μισοί Αμερικανοί (γύρω στο 48%) αυτοπροσδιορίζονται ως middle class, το 25% δηλώνουν ότι ανήκουν στην κατώτερη-μεσαία τάξη και το 18% ότι ανήκουν στην ανώτερη μεσαία τάξη, ενώ σχετικά λίγοι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως μέλη της κατώτερης τάξης (8%) ή της ανώτερης τάξης (2%). Βεβαίως, οι επιθυμίες στο εσωτερικό αυτής της φαντασιακής ή πραγματικής μεσαίας τάξης σχετικά με την εξωτερική πολιτική εξαρτώνται κι από άλλους παράγοντες, όπως η ηλικία και η γεωγραφική θέση: υπάρχουν μεγάλες πολιτικές και πολιτιστικές διαφορές, όπως έχουμε πει, ανάμεσα στους κατοίκους των προαστίων της Βοστόνης, για παράδειγμα, και του Χιούστον.
Αν και η μεσαία τάξη μοιράζεται εξίσου σε Ρεπουμπλικανούς και Δημοκρατικούς, πράγμα που επηρεάζει τη στάση τους έναντι της εξωτερικής πολιτικής, υπάρχει συναίνεση ως προς τη σπουδαιότητα της στρατιωτικής ισχύος (ή υπεροχής) για τη διατήρηση της διεθνούς επιρροής των ΗΠΑ και ως προς τον περιορισμό της ισχύος της Ρωσίας και της Κίνας. Λίγο καιρό μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε μια στρατηγική εξωτερικής πολιτικής της «για τη μεσαία τάξη». Για τον πρόεδρο Μπάιντεν, η ενίσχυση της μεσαίας τάξης είναι ένας καλός τρόπος για να επικρατήσει το δημοκρατικό σύστημα μπροστά στον πειρασμό της απολυταρχίας: αν και η ανάγκη να αυξηθεί η αμερικανική ανταγωνιστικότητα έναντι της ανερχόμενης Κίνας και να διατηρηθεί η παγκόσμια ειρήνη έναντι της πολεμοχαρούς Ρωσίας είναι κινητήρια δύναμη γι’ αυτή την προσέγγιση εξωτερικής πολιτικής, η αναζωογόνηση της οικονομίας, της δημοκρατίας, της εκπαίδευσης και των συμμαχιών είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της θέσης των ΗΠΑ στον κόσμο. Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, εκφράζοντας λίγο-πολύ τη μεσαία τάξη, ενσωματώνει αυτά τα εσωτερικά ζητήματα στην εξωτερική της πολιτική: πράγματι, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες έρευνες του Συμβουλίου του Σικάγου ―που προηγήθηκαν ωστόσο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία― φαίνεται ότι οι Αμερικανοί ανησυχούσαν περισσότερο για απειλές εντός των Ηνωμένων Πολιτειών (81%) παρά για απειλές εκτός (19%): η μεσαία τάξη, λόγω αυτής της «μεσαίας» θέσης, θεωρεί πιο επείγουσα την προστασία των θέσεων εργασίας των Αμερικανών εργαζομένων απ’ ό,τι, για παράδειγμα, τη διατήρηση της παγκόσμιας στρατιωτικής υπεροχής και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο που, όπως είπα, αποτελούν αποδεκτούς στόχους της εξωτερικής πολιτικής για την πλειοψηφία του αμερικανικού κοινού. Είναι πολύ πιθανό ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος να έχει προκαλέσει κάποιες μετατοπίσεις στις προτεραιότητες. Πάντως, γενικά μιλώντας, η προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας στο εξωτερικό είναι επιθυμητή αλλά δεν αποτελεί προτεραιότητα: η μεσαία τάξη δείχνει μια καλοήθη τάση για τη βελτίωση της ζωής στο εσωτερικό ―υγειονομική περίθαλψη, την κοινωνική ασφάλιση, υποδομές― ενώ οι αμυντικές δαπάνες, η στρατιωτική και οικονομική βοήθεια στο εξωτερικό και τα διπλωματικά προγράμματα (π.χ. διάδοσης του αμερικανικού πολιτισμού) έρχονται σε δεύτερη μοίρα.
Τούτου λεχθέντος, η πλειοψηφία των Αμερικανών της μεσαίας τάξης είναι υπέρ του περιορισμού των εμπορικών συναλλαγών με την Κίνα, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει μεγαλύτερο κόστος για τις ΗΠΑ· η επιβολή δασμών στα κινεζικά προϊόντα θεωρείται επίσης θετικό βήμα μαζί με τη χρηματοδότηση αναδυόμενων τεχνολογιών με σκοπό το προβάδισμα των αμερικανικών επιχειρήσεων έναντι των ξένων (σύμφωνα με την Έρευνα του Συμβουλίου του Σικάγου του 2021 μόνο το 8% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να έχουν ηγετικό ρόλο στον κόσμο)[23]. Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι, μετά από δεκαετίες πολεμικών εστιών, από το Βιετνάμ στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, οι Αμερικανοί, αν και έχουν κουραστεί από τους πολέμους και επιζητούν μια πιο συγκρατημένη εξωτερική πολιτική, μόνο το 15% είναι υπέρ της μείωσης του μεγέθους του στρατού, ενώ πάνω από το 30% είναι υπέρ της αύξησης και η πλειοψηφία (52%) είναι υπέρ της διατήρησής του στο σημερινό μέγεθος. Επιπλέον, το αμερικανικό κοινό υποστηρίζει ευρέως τη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ: στην Ασία-Ειρηνικό (το 78%), στη Λατινική Αμερική (το 73%), στην Αφρική (το 73%), στην Ευρώπη (το 71%) και στη Μέση Ανατολή (το 68%). Με λίγα λόγια, οι Αμερικανοί τάσσονται υπέρ της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στον κόσμο και μόνον το 28% πιστεύει ότι είναι υπερβολική ή καταχρηστική. Μπορώ να συνεχίσω έτσι με πολλά συμπεράσματα δημοσκοπήσεων, τα συμπεράσματα των οποίων ίσως δεν είναι αξιόπιστα. Φαίνεται πάντως ότι οι διαφωνίες γύρω από την εξωτερική πολιτική είναι περισσότερο ποσοτικές: μήπως το παρακάνουμε στις στρατιωτικές επεμβάσεις; Μήπως χρειάζεται μεγαλύτερη δόση ανθρωπιστικών στόχων και εργαλείων —π.χ. καταπολέμηση της πείνας και παροχή βοήθειας σε θεομηνίες— και μικρότερη δόση στρατιωτικής ισχύος; Μήπως συμφέρει η στενότερη συνεργασία με τους συμμάχους στο ΝΑΤΟ; Πριν από την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, το αμερικανικό κοινό δεν θεωρούσε τους συμμάχους των ΗΠΑ λουφαδόρους και χαραμοφάηδες ―και, παρά την προπαγάνδα αυτής της προεδρίας, στην Έρευνα του Συμβουλίου του Σικάγου το 2020 το 71% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να είναι πιο πρόθυμες να λαμβάνουν αποφάσεις μαζί με τους συμμάχους τους, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι δεν περνάει το δικό τους. Σε όλες αυτές τις δημοσκοπήσεις, το δείγμα είναι πλειοψηφικά «μεσαία τάξη»: η διαφορά της μεσοαστικής νοοτροπίας από τις νοοτροπίες των ανώτερων και χαμηλότερων στρωμάτων ―οι οποίες ταυτίζονται ως προς την πρόσληψη της εξωτερικής πολιτικής― είναι ότι η πλειοψηφία των μελών της μεσαίας τάξης πιστεύει ότι η αμερικανική εξαιρετικότητα εκφράζεται καλύτερα από όσα κάνουν οι ΗΠΑ στο εσωτερικό, παρά με τα σχέδιο ανακατάταξης του κόσμου. Σχεδόν το ήμισυ των ερωτωμένων πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ είναι «εξαιρετική» χώρα λόγω των ιδεωδών που αντιπροσωπεύει. Μόνο το 17% λέει ότι είναι «εξαιρετική» για όσα έχει κάνει για τον κόσμο.
Τι σκέφτονται οι Αμερικανοί για τα επιμέρους ζητήματα της διεθνούς πολιτικής; Λόγου χάρη για τον ρόλο της Ρωσίας στην Ουκρανία; Έχουν γνώμη για το καθεστώς της Βενεζουέλας; Ξέρουν πού πέφτει το Καζαχστάν; Έμαθαν ότι Ρωσία και η Αίγυπτος υπέγραψαν σημαντική συμφωνία όπλων; Οι εξελίξεις σε όλες αυτές τις χώρες μπορούν να τους επηρεάσουν, αλλά στις ΗΠΑ οι ιδιωτικές υποθέσεις δεν αφήνουν χώρο για τη δημόσια ζωή· συχνά, άνθρωποι σε άλλες χώρες σοκάρονται από το πόσο λίγα γνωρίζουν οι Αμερικανοί όχι μόνο για τις διεθνείς υποθέσεις αλλά και τη δική τους πολιτική πραγματικότητα. Πιθανότατα, μια από τις αιτίες αυτής της άγνοιας και της διαφοράς των ΗΠΑ από πολλές ευρωπαϊκές χώρες, είναι ότι στην Ευρώπη το κράτος βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών δραστηριοτήτων που διαμορφώνουν την ιδιωτική ζωή, αλλά αυτό ισχύει λιγότερο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το αμερικανικό κοινό είναι συχνά πιο ενεργό στις δημόσιες υποθέσεις όταν αντιστέκεται στις προσπάθειες του κράτους να αυξήσει την παρουσία του, όπως συνέβη με την απόπειρα μεταρρύθμισης της υγειονομικής περίθαλψης —κάτι αδιανόητο για την Ευρώπη. Όταν τέτοια ζητήματα φαίνονται διευθετημένα, οι Αμερικανοί τείνουν να εστιάζουν την ενέργειά τους στις ιδιωτικές απολαύσεις και στα προσωπικά τους προβλήματα. Σ’ αυτή την απόσταση από τον υπόλοιπο κόσμο παίζει ρόλο, για μια ακόμα φορά, η γεωγραφία: στις χώρες της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, όπου η μια χώρα απέχει από την άλλη μόλις δύο ώρες με το αυτοκίνητο, οι άνθρωποι αποκτούν αναγκαστικά κάποια επίγνωση των εξωτερικών υποθέσεων ― οι Γάλλοι ή οι Ισραηλινοί γνωρίζουν τις δημόσιες και εξωτερικές υποθέσεις όχι απαραιτήτως επειδή είναι πιο εξελιγμένοι από τους Αμερικανούς (ίσως και γι’ αυτό), αλλά επειδή το κράτος είναι σημαντικό στη ζωή τους και οι ξένες χώρες βρίσκονται κοντά στο σπίτι τους. Αν ερωτηθούν για γεγονότα σε πολύ μακρινά μέρη, πιθανότατα να είναι εξίσου αδιάφοροι και ανενημέρωτοι με τους Αμερικανούς.
Όπως έχουμε πει, η γεωγραφία των Ηνωμένων Πολιτειών διαμορφώνει την αμερικανική σκέψη για τον κόσμο: το αμερικανικό ενδιαφέρον είναι κυκλικό· για παράδειγμα, το ενδιαφέρον για το Αφγανιστάν εμφάνισε κάποια ένταση στην αρχή, μετά τη 9/11, αλλά καθώς ο αντίκτυπος της αμερικανικής παρουσίας εκεί φαινόταν αμελητέος, οι περισσότεροι Αμερικανοί το ξέχασαν ― τα αμερικανικά ενδιαφέροντα είναι βαθμονομημένα και ο βαθμός της προσοχής σε κάτι εκτός συνόρων εξαρτάται από την απειλή που ίσως εγείρει και από τη σαφήνεια με την οποία την εγείρει. Για παράδειγμα, μια αριστερή κυβέρνηση στη Βενεζουέλα μπορεί να ανησυχούσε τους Αμερικανούς στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, υπό την έννοια ότι πιθανώς οι Βενεζουελάνοι να εγκαθιστούσαν στο έδαφός τους σοβιετικούς πυραύλους, σήμερα όμως μια αριστερή κυβέρνηση στη Βενεζουέλα μοιάζει μια ακόμα λατινοαμερικανική παραδοξότητα που αποτελεί πρόβλημα της Βενεζουέλας, όχι δικό τους.
Η άγνοια των Αμερικανών είναι συχνά τόσο εξοργιστική ώστε επιτείνει τα αντιαμερικανικά αισθήματα. Αλλά μπορούμε να δούμε το πράγμα και αντιστρόφως: δεν είναι οι Αμερικανοί αποδεσμευμένοι από τον κόσμο· είναι ο κόσμος αποδεσμευμένος από αυτούς. Οι Αμερικανοί, όπως οι Βρετανοί σε παλαιότερες εποχές, χρησιμοποιούν τον όρο «υπερπόντιες» για να περιγράψουν τις εξωτερικές υποθέσεις: αυτό σημαίνει, στο μυαλό τους, ότι τα μεγαλύτερα γεγονότα συμβαίνουν πέρα από τους ωκεανούς· οι ωκεανοί θεωρούνται ένα εμπόδιο που τα καθιστά μέρος ενός μακρινού βασιλείου. Πράγματι, οι τρομοκράτες μπορούν να διασχίσουν τους ωκεανούς, όπως και τα πυρηνικά όπλα, αλλά η Αλ Κάιντα δεν έχει χτυπήσει εδώ και πολύ καιρό και μέχρι πρότινος οι πυρηνικές επιθέσεις δεν θεωρούνταν πιθανές ―άρα, τίποτα από το εξωτερικό δεν φαίνεται να αφορά τις ΗΠΑ. Σήμερα, το 2023, τις αφορά η πολιτική του Βλαντιμίρ Πούτιν και πιθανότατα ενημερώνονται γι’ αυτή περισσότερο από όσο ενημερώνονται για άλλες πτυχές της εξωτερικής πολιτικής. Ίσως δηλαδή, η νεο-ψυχροπολεμική ανισορροπία, κινητοποιεί την ψυχολογία του Ψυχρού πολέμου κατά τον οποίον οι Αμερικανοί έβλεπαν τον εαυτό τους σε έναν υπαρξιακό αγώνα για επιβίωση και κυριαρχία έναντι του κομμουνισμού: η απειλή του πυρηνικού πολέμου ήταν πραγματική και οι συμβατικοί πόλεμοι στην Κορέα και στο Βιετνάμ έδειχναν να τους αφορούν προσωπικά. Το αποτέλεσμα αυτού του ενδιαφέροντος για τον κόσμο ήταν μια εξωτερική πολιτική που σχεδιάστηκε για να διαμορφώσει τα γεγονότα έτσι ώστε να ταιριάζουν στα αμερικανικά συμφέροντα όπως τα αντιλαμβάνονταν οι ηγεσίες και οι ομάδες πίεσης. Στη συνέχεια, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν στρατεύματα στον Παναμά, στη Σομαλία, στη Βοσνία, στο Κόσοβο και στο Κουβέιτ, ενώ το αμερικανικό κοινό δεν έμεινε όσο αδιάφορο νομίζουμε: υπήρχε μια αίσθηση σαφήνειας που υπαγόρευε «να γίνει κάτι». Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η πεποίθηση ότι κάτι έπρεπε να γίνει ήταν ακόμα εντονότερη, αλλά τα τελευταία δέκα χρόνια η σαφήνεια έλειψε με αποτέλεσμα οι Αμερικανοί να ενδιαφέρονται όλο και λιγότερο για τις εξωτερικές υποθέσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ασάφειας ήταν ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία: οι Αμερικανοί δεν είχαν γνώμη· κανείς δεν μπορούσε να έχει γνώμη· δεν υπήρχαν καλοί και κακοί ―παρόμοια άγνοια και αμηχανία επέδειξαν και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής. Το ίδιο παρατηρούμε στην Ευρασία. Αν και οι περισσότεροι Αμερικανοί δυσπιστούσαν για προφανείς λόγους έναντι της Ρωσίας, μέχρι τη ρωσική εισβολή του 2022 ήταν έτοιμοι να στοιχηματίσουν ότι το μέλλον της Ουκρανίας, της Κριμαίας, του Καζαχστάν, της Γεωργίας δεν θα διασταυρωνόταν με την πορεία της ζωής τους. Τα κριτήρια της αμερικανικής εμπλοκής στον κόσμο είναι πολύ αυστηρότερα για το αμερικανικό κοινό από ό,τι για τους πολιτικούς επιστήμονες ―και παρότι γίνεται πολύς λόγος για την αμερικανική παρακμή επειδή οι ΗΠΑ φαίνονται σήμερα λιγότερο πρόθυμες να εμπλακούν απ’ όσο παλαιότερα, δεν πρόκειται τόσο για αδυναμία όσο για αδιαφορία. Ο ανταγωνισμός έχει μεταφερθεί στο εμπόριο, ιδιαίτερα στο εμπόριο με την Κίνα ―αυτό το καταλαβαίνουν οι περισσότεροι Αμερικανοί. Και τόσο η άγνοιά τους για τον κόσμο, όσο και η απουσία σαφήνειας σ’ αυτόν τον κόσμο οδηγούν de facto σε λιγότερο επεμβατική πολιτική. Έχει παρέλθει η εποχή όπου οι ΗΠΑ ήταν πρόθυμες να «πληρώσουν οποιοδήποτε τίμημα, να σηκώσουν οποιοδήποτε βάρος, να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε δυσκολία, να στηρίξουν οποιονδήποτε φίλο, να αντιταχθούν σε κάθε εχθρό, προκειμένου να διασφαλίσουν την επιβίωση και την επιτυχία της ελευθερίας», σύμφωνα με τα λόγια του John F. Kennedy. Μέχρι πολύ πρόσφατα, αυτή η σαρωτική δήλωση ήταν εμβληματική της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ από το 1941. Σήμερα, το αίσθημα των περισσότερων Αμερικανών είναι ότι η ιδιωτική ζωή έχει μεγαλύτερη σπουδαιότητα από τη δημόσια κι ότι τα εσωτερικά προβλήματα έχουν μεγαλύτερη σπουδαιότητα από τη θέση των ΗΠΑ στον κόσμο.
Η ανάδυση των σύγχρονων πολυδισεκατομμυριούχων και οι ανισότητες που προέκυψαν από τον αμερικανικό καπιταλισμό τα τελευταία σαράντα χρόνια δημιούργησαν τέσσερις οπτικές για τις ΗΠΑ· τέσσερα διαφορετικά οράματα. Το πρώτο είναι η «ελεύθερη Αμερική» της ρηγκανομικής: ελεύθερη ως προς την επιχειρηματικότητα και συντηρητική ως προς τα ήθη, φειδωλή στις κοινωνικές υπηρεσίες και πρακτικές. Το δεύτερο είναι, ας πούμε, η «Smart America» της Silicon Valley και των επαγγελματικών ελίτ που βγαίνουν από τα μεγάλα πανεπιστήμια. Το τρίτο είναι η «βαθιά Αμερική»: χωρικοί, ελευθεριακοί και οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ από διάφορα κοινωνικά στρώματα. Και το τέταρτο είναι η «δίκαιη Αμερική», η Αμερική μιας καινούργιας γενιάς αριστερών με προσανατολισμό κατά του καπιταλισμού και της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου. Καθώς καμιά από αυτές τις οπτικές δεν είναι αρκετά ενωτική ώστε να εξασφαλίσει κοινωνική ειρήνη και να μειώσει τις ταραχοποιές ανισότητες, πρέπει να βρεθεί μια εναλλακτική που να συνδυάζει σχετική ισότητα με μια μορφή μη δημαγωγικού πατριωτισμού. Είναι απαραίτητο να ενωθούν οι Αμερικανοί σε μια κοινή εμπειρία. Προς το παρόν, ζουν με την ασταθή ισορροπία Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών στο εσωτερικό των οποίων υπάρχουν πολλαπλές ρήξεις οι οποίες αντανακλώνται στις σχέσεις των ΗΠΑ με τον υπόλοιπο κόσμο και ιδιαίτερα στη σχέση τους με την Ευρώπη και με τη Δύση γενικότερα. Η ιδέα που είχε ο Ρόναλντ Ρέιγκαν για τις ΗΠΑ ανέκοψε μια πορεία προς τη σύγκλιση του αμερικανικού και του ευρωπαϊκού συστήματος: ενίσχυσε τον αμερικανικό ατομικισμό και επέμεινε στο αμερικανικό όνειρο ως το κίνητρο και τον ορίζοντα της ατομικής προσπάθειας. Ο Ρέιγκαν θέλησε να μειώσει το βάρος του κράτους και να τονώσει την παραγωγή με χαμηλούς φόρους και αξιοκρατία: αυτό ήταν και παραμένει εν πολλοίς το ιδανικό των Ρεπουμπλικανών, το οποίο συνοδεύεται από μια αντίληψη μεγέθυνσης του Ατλαντικού, από την αύξηση της απόστασης μεταξύ Αμερικανών και Ευρωπαίων.
Υπάρχει κάποια επικάλυψη με την οπτική της Smart America που επίσης στηρίζεται στην αξιοκρατία (ως ιδέα, όχι ως πρακτική)· στην άριστη αξιοποίηση των ταλέντων. Οι άνθρωποι της Smart America πιστεύουν ότι η προσωπική προσπάθεια και οι ικανότητες πρέπει να ανταμείβονται, αλλά επίσης ότι όλοι οι Αμερικανοί πρέπει να έχουν τις ίδιες, πάνω-κάτω, ευκαιρίες. Άρα, απαιτείται πολιτική θετικών διακρίσεων, έγνοια για την πολυφυλετικότητα στις επιχειρήσεις, σύστημα κοινωνικής υγείας. Όλα αυτά συνδυάζονται με ορισμένες αρχές της Free America: με την πλήρη απελευθέρωση του εμπορίου και της μετανάστευσης. Αν η Free America ταυτίζεται με τον Ρέιγκαν της δεκαετίας του 1980, η Smart America προσεγγίζει τους Κλίντον της δεκαετίας του 1990.
Παρά την κομματική, ιδεολογική και υφολογική αντιπαλότητα μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, υπήρχε επί δεκαετίες η υπόρρητη συναίνεση γύρω από το τι χρειαζόταν η οικονομία: δυναμικό ιδιωτικό τομέα που να οδηγεί στην ανάπτυξη και στην επέκταση του πλούτου σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Αλλά, η Σάρα Πέιλιν και το Tea Party έδειξαν ότι η οπτική της Free America θα διασπώνταν από το εσωτερικό της: με το Tea Party βγήκε στην επιφάνεια ένα χριστιανικό εθνικιστικό-νατιβιστικό αφήγημα σύμφωνα με το οποίο το ελεύθερο εμπόριο, η ελεύθερη μετανάστευση, οι όλο και μεγαλύτερες επιχειρήσεις δεν άλλαξαν προς το καλύτερο τη ζωή των ανθρώπων στις μικρές πόλεις και στις αγροτικές περιοχές. Άρα, κάπου αλλού έπρεπε να αναζητηθεί η λύση. Έτσι, το Tea Party προετοίμασε το έδαφος για τον Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος αντικατέστηκε το παλιό, αισιόδοξο μήνυμα του Ρέιγκαν με ένα ζοφερό, άσχημο και δηλητηριώδες: εκεί που o Ρέιγκαν χαμογελούσε, ο Τραμπ μόρφαζε. Γεννήθηκε η οπτική της βαθιάς Αμερικής που ήθελε να πείσει τους Αμερικανούς ότι όλα πάνε στραβά κι ανάποδα.
Η βαθιά Αμερική, η Real America όπως έλεγε η Σάρα Πέιλιν, ήταν μια εξέγερση στο πλαίσιο του ελευθεριακού πνεύματος, μια εξέγερση προς τον ανορθολογισμό, προς τις φαντασιώσεις και τον φονταμενταλισμό. Εναντίον αυτού του κινήματος, αλλά και της συμπαιγνίας του ρηγκανισμού με τη Smart America, εξεγέρθηκε με τη σειρά της η «δίκαιη Αμερική» που ένωνε τους παλιούς αριστερούς τύπου Μπέρνι Σάντερς με τη νέα γενιά της πολιτικής ορθότητας στην αμφισβήτηση της αμερικανικής αισιοδοξίας. Στα μάτια της αμερικανικής αριστεράς η άποψη ότι αν δουλέψεις σκληρά θα επιτύχεις είναι είτε μια απάτη μεγάλης ολκής, είτε απλώς ξεπερασμένη. Η γενιά μετά τον Κλίντον, οι millennials, ανακάλυψαν ότι τα χαρούμενα όνειρα των γονιών τους, ιδιαίτερα αν ήταν liberals, δεν αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα. Οι millennials υιοθέτησαν ένα διαφορετικό αφήγημα στο οποίο οι Αμερικανοί δεν είναι πια δυναμικά και αγωνιζόμενα άτομα σε μια ατελή αλλά διαρκώς βελτιούμενη κοινωνία: είναι μέλη συγκεκριμένων ομάδων οι οποίες συνθέτουν μια κοινωνία κατακερματισμένη και αυστηρά ιεραρχημένη. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, μερικές ομάδες είναι καταπιεστικές ενώ άλλες είναι καταπιεσμένες και η αέναη σύγκρουση μεταξύ τους δεν έχει διασαλεύσει την ιεραρχία, η ανατροπή της οποίας είναι απαραίτητη για τη «δίκαιη Αμερική».
Αν και με την πρώτη ματιά φαίνεται ότι η «δίκαιη Αμερική» είναι το αντίθετο του τραμπισμού, στην πραγματικότητα απορρέει από το χάσμα των γενεών: οι γονείς των αριστερών millennials συνθέτουν λίγο-πολύ τη Smart America. Εξάλλου, ο πολιτιστικός πόλεμος που εκτυλίσσεται στις ΗΠΑ δεν είναι κάτι καινούργιο, αν και οι baby boomers διέφεραν από τους millennials διότι πίστευαν στο μέλλον και στον εαυτό τους. Και παρότι στην αρχή αρνούνταν τον πλούτο και την άνετη προαστιακή ζωή, οι συνθήκες ευνοούσαν να γίνουν επιθυμητά πολλά από τα ανεπιθύμητα. Αντιθέτως, οι millennials είναι μπλαζέ και η τετραετία του Τραμπ τροφοδότησε ―περισσότερο μέσω της ρητορικής, λιγότερο μέσω των θεσμών― την ερεβώδη εικόνα που έχουν για τον κόσμο και για το μέλλον.
Σ’ αυτό το τοπίο ο Τζο Μπάιντεν δεν μπορεί να ενταχθεί πουθενά. Από άποψη γενιάς είναι κοντά στους Κλίντον, αλλά μοιάζει λιγότερο hip: δεν έχει παρελθόν στις δεκαετίες 1960-70 και μάλλον αντλεί έμπνευση από τον F.D. Roosevelt και τον Τruman, δηλαδή από καλοπροαίρετους προέδρους και από την εποχή των εργατικών συνδικάτων. Αυτή η ιδιότητα μού φαίνεται θετική: νομίζω ότι οι ΗΠΑ χρειάζονταν κάποιον που να μην ταιριάζει στο τοξικό περιβάλλον στο οποίο ζουν οι Αμερικανοί. Ο Μπάιντεν έχει ευαισθησίες του παλιού καιρού όπως ο Bernie Sanders: δεν πρόκειται ακριβώς για τις ίδιες ευαισθησίες. Ο Sanders και η Elizabeth Warren κάνουν λόγο για πάλη των τάξεων όπως η έκανε η αμερικανική αριστερά στη δεκαετία του 1930: κατά τη γνώμη μου, η πάλη των τάξεων είναι σαφώς υγιέστερο και καθαρότερο αφήγημα από εκείνο των μειονοτήτων, των ταυτοτικών ομάδων και των κοινωνικών κατηγοριοποιήσεων βάσει φύλου· επιπλέον, οδηγεί σε υγιέστερες και καθαρότερες αποφάσεις στρατηγικής και τακτικής στην εξωτερική πολιτική.
Από την άλλη πλευρά, αν και ο πατριωτισμός, ιδιαίτερα ο αμερικανικός, συνεπάγεται πλείστες δυσλειτουργίες και ολισθήματα, αν οι ΗΠΑ θέλουν να προχωρήσουν χρειάζονται μια μορφή πατριωτισμού που να βασίζεται στην αλληλεγγύη. Τα μεγάλα διακυβεύματα ―από την αντιμετώπιση της κλιματικής απορρύθμισης μέχρι τη μείωση των ανισοτήτων― απαιτούν, όπως προανέφερα, πίστη στην κοινή αμερικανική εμπειρία. Οι παλαιότεροι μεταρρυθμιστές, σαν τον Horace Greeley, τον Eugene V. Debs, τη Frances Perkins ή τον Bayard Rustin, ένιωθαν ότι αγωνίζονταν για τη χώρα τους, όχι μόνο για μια κοινωνική τάξη ή ομάδα. Aκόμα και ο W.E.B. Du Bois είχε συμπεριληπτικό όραμα, όραμα ενσωμάτωσης και ενότητας. Το πρόβλημα είναι ότι ο σημερινός κατακερματισμός δεν αφήνει περιθώριο για «πατριωτική» δράση: οι Αμερικανοί δεν αγαπούν τη χώρα τους «όπως έχει καταντήσει» και βεβαίως η κάθε ιδεολογική ομάδα βλέπει από διαφορετική σκοπιά αυτή την κατάντια.
Ο Μπαράκ Ομπάμα είχε μια πατριωτική πυξίδα ακριβείας: πρόβαλλε μια θετική εικόνα για τις ΗΠΑ ως μεγάλη χώρα που έχει τα ελαττώματά της αλλά που η ιστορία της τείνει προς όλο και περισσότερη δικαιοσύνη. Αλλά οι Ρεπουμπλικανοί αποφάσισαν να τον αντικαταστήσουν με τον αντι-Ομπάμα· έναν θεοπάλαβο που δεν είχε ούτε την αξιοπρέπεια, ούτε την ικανότητα του Ομπάμα όχι μόνο για να εφαρμόσει τη δημοκρατία αλλά και για να την εξηγήσει. Ίσως περάσει πολύς καιρός προτού αναδειχθεί ένα πρόσωπο σαν τον Ομπάμα με διάθεση να κάνει τους Αμερικανούς λίγο καλύτερους.
Πράγμα που δεν σημαίνει ότι η προεδρία του ήταν επιτυχημένη: ο απολογισμός της είναι εξαιρετικά περίπλοκος. Πιστεύω πάντως ότι αν είχε δικαίωμα να θέσει υποψηφιότητα για τρίτη φορά, θα επανεκλεγόταν μολονότι η επιθυμία του να μην προκαλέσει διχασμό και πόλωση επιδείνωσε τον διχασμό και την πόλωση. Από τη πλευρά του, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα κινήθηκε σε συνωμοσιολογικές θέσεις και ανέβασε τους τόνους σε όλα τα πεδία εναντίον των liberals, ενώ την ίδια στιγμή οι «έγχρωμες» κοινότητες έπεσαν στα νύχια των δημαγωγών και το Δημοκρατικό κόμμα άρχισε να μοιάζει με τους μπολσεβίκους. Ο Μπαράκ Ομπάμα θεωρήθηκε από τους μεν μουσουλμάνος λενινιστής, από τους δε συμβιβασίας και προδότης.
Έτσι, οι τέσσερις οπτικές συνθέτουν σήμερα δυο εχθρικές χώρες στα ίδια σύνορα. Κι όμως, οι Αμερικανοί, είτε είναι δεξιοί, είτε είναι αριστεροί, είτε είναι τεχνοκράτες, είτε αγρότες, μοιράζονται πολλά κοινά χαρακτηριστικά, μερικά από τα οποία συγκροτούν το αμερικανικό στερεότυπο. Σ’ αυτό το στερεότυπο, όπως το έχουμε διαμορφώσει στην Ευρώπη, σπανίως συμπεριλαμβάνεται ένα εθνικό χαρακτηριστικό που ίσως τους βοηθήσει να ξεκολλήσουν από το τέλμα: πιστεύουν όλοι στην ισότητα των ευκαιριών ―στο ότι είναι απαραίτητη για τη δημοκρατία— αν και συχνά διαφωνούν στο πώς ο κάθε πολίτης και η κάθε κοινωνική ομάδα κάνει χρήση αυτής της ισότητας.
Ο Τζο Μπάιντεν έχει μια ευκαιρία να κατευνάσει τα πνεύματα: όχι σαν τον Ομπάμα που προσπαθούσε να πείσει τους Αμερικανούς να συμφιλιωθούν ―έτσι κι αλλιώς, η πειθώ δεν λειτουργεί― αλλά με τον παλιό δοκιμασμένο τρόπο της βελτίωσης των υλικών συνθηκών μέσω της διοίκησης. Αν καταφέρει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να ενισχύσει τα συνδικάτα, να βελτιώσει το σύστημα υγείας, κι όλα αυτά με παράλληλο πάγωμα των φόρων, οι ανησυχίες για την πολυφυλετικότητα και την αποβιομηχάνιση θα μπουν σε δεύτερη μοίρα και οι ΗΠΑ θα μπορούν να συμπεριφέρονται καλύτερα στον κόσμο. Η δημογραφική υποχώρηση των WASPs μαζί με τους κινδύνους της μεταβιομηχανικής οικονομίας αποτελούν αληθινούς φόβους μόνο όταν οι δημοκρατικές αξίες φαίνονται διαβρωμένες: σήμερα, το στοίχημα στις ΗΠΑ δεν είναι η επικράτηση της μίας ή της άλλης φυλής αλλά η επικράτηση της δημοκρατίας έναντι του ολοκληρωτισμού. Έτσι, πολλοί κεντρώοι θεωρούν ιδεώδη ένα συνδυασμό Smart America και «δίκαιης Αμερικής»: πιστεύω ωστόσο ότι στη Smart America δεν υπάρχει αξιοκρατία· όταν είσαι φτωχός έχεις πολύ λίγες πιθανότητες να σπουδάσεις σε πανεπιστήμιο υψηλού γοήτρου. Όσο για τη «δίκαιη Αμερική», το έχω γράψει πολλές φορές, έχει υποκύψει στον πειρασμό του αυταρχισμού όπως συμβαίνει ξανά και ξανά στην ιστορία της αριστεράς. Αυτή η διαστροφή προκαλεί ακροδεξιά ανάκρουση και το φάσμα της δεξιάς εμφανίζεται ως υπέρμαχος όχι μόνο του φιλελευθερισμού αλλά της ελευθερίας εντός και εκτός συνόρων. Σ’ αυτό το περιβάλλον των τμηματικών ταυτοτήτων και των διεκδικήσεων για δικαιώματα, νομίζω ότι ο Μπάιντεν ―η προεδρία του οποίου ίσως είναι εκ των πραγμάτων one off― πρέπει να επικεντρωθεί στη λύση πρακτικών προβλημάτων χωρίς να εμπλέκεται στην ιδεολογική σύγχυση της ταυτοτικής πολιτικής. Για παράδειγμα, η κρατική βοήθεια προς τους «μικρούς» αγρότες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μαύροι, δεν θα έπρεπε να θεωρείται «επίδομα προς τους μαύρους αγρότες» ―δεν έχει καμιά σημασία πόσο μελαχρινός είναι ο αγρότης. Μια τέτοια εσωτερική πολιτική θα καθιστούσε καλοήθη την εξωτερική πολιτική: η σχέση μεταξύ αυτών των δύο δεν πρέπει να υποτιμάται.
Τέλος, νομίζω πως θα βοηθούσε αν ο Τζο Μπάιντεν τόνιζε τι έχει επιτευχθεί στις ΗΠΑ τα τελευταία εξήντα χρόνια: οι millennials που ενδιαφέρονται τόσο για τον ρατσισμό, την αστυνομική βία ή τη βία εναντίον των γυναικών δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται πώς ήταν ο κόσμος του χθες· ποιες είναι οι διαφορές του από τον κόσμο του σήμερα και το πώς οι Αμερικανοί μπόρεσαν, με κόπο, να διευρύνουν τη δημοκρατία τους και σε ορισμένες περιπτώσεις να την εξαγάγουν ή να εμποδίσουν την εγκατάσταση κομμουνιστικών καθεστώτων. Πολλά μένουν να γίνουν κι αν παρατηρείται οπισθοδρόμηση είναι σε σύγκριση με ό,τι περιμέναμε να έχει ήδη συμβεί: πράγματι, η «δημοκρατία των πάντων» έχει, προς το παρόν, αποτύχει και η αμερικανική επιρροή στον κόσμο έχει, προς το παρόν, ατονήσει. Αυτό που ξέρουν οι Αμερικανοί, παρά τη χαρακτηριστική τους άγνοια, είναι ότι το κενό που αφήνει η απόσυρση των ΗΠΑ από διάφορα σημεία ανάφλεξης, θα καλυφθεί από τη Ρωσία ή την Κίνα.
1. Robert Frank, Richistan: A Journey Through the American Wealth Boom and the Lives of the New Rich, Currency, 2008
2. Το Social Register ξεκίνησε κατά τη Χρυσή Εποχή. Το 1887, ο Louis Keller καταλογογράφησε τα ονόματα των κυριών της υψηλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης που οργάνωναν και σύχναζαν σε χορούς και δείπνα, με αποτέλεσμα μια λίστα περίπου 5.000 ατόμων. Ήταν άνθρωποι από εξέχουσες WASP οικογένειες· στην πρώτη έκδοση του Social Register υπήρχε μόνο ένας Εβραίος. Μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η λίστα είχε επεκταθεί σε 26 αμερικανικές πόλεις. Το 1976, όταν ο Malcolm Forbes αγόρασε το Social Register, το 10% των ονομάτων τοποθετούνταν γεωγραφικά στο Μανχάτταν, ιδιαίτερα στην Άνω Ανατολική Πλευρά. Σήμερα, αν και λίγοι δίνουν σημασία στο Social Register —οι διασημότητες της βιομηχανίας του θεάματος και του αθλητισμού έχουν υπερφαλαγγίσει το Old Money— η έκδοση συγκεντρώνει την υποτιθέμενη αφρόκρεμα της κοινωνίας που φοιτά σε πανεπιστήμια γοήτρου και συχνάζει σε λέσχες για λίγους (country clubs, think tanks της ελίτ κτλ). Ο Ντόναλντ Τραμπ πριν από την εκλογή του δεν περιλαμβανόταν στο Social Register. Το μότο του Social Register είναι «πολύ πράσινο (δολάρια), γαλάζιο (αίμα) και λευκό» (υπό την έννοια της άσπιλης φήμης). Βλ. Stephen J. McNamee; Robert K. Miller (2004). The Meritocracy Myth, Rowman & Littlefield. σ. 63.
3. Ο αμερικανικός λαϊκισμός παρουσίαζε πάντοτε τον common man ικανό και άξιο, αλλά θύμα συνωμοσιών των αριστοκρατών, των μεγάλων τραπεζών, Στον σύγχρονο κόσμο, η Μεγάλη Ύφεση προκάλεσε λαϊκιστική αντίδραση τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα κινήματα Tea Party και Occupy Wall Street απορροφήθηκαν τελικά από τα δύο μεγάλα κόμματα, οδηγώντας τα ακόμα πιο μακριά, στη δεξιά και στην αριστερά αντιστοίχως. Το 2016, ένας μη παραδοσιακός υποψήφιος που διεκδικούσε μια λαϊκιστική, αντικαθεστωτική και αντιπαγκοσμιοποιημένη πλατφόρμα κέρδισε την αμερικανική προεδρία.
4. http://moglen.law.columbia.edu/LCS/theoryleisureclass.pdf
5. Βλ. O Allan Bloom, στο βιβλίο του The Closing of the American Mind (1987) είχε προβλέψει την εξέλιξη της οκνηρής ενιαίας σκέψης στα πανεπιστήμια ―τον κατ’ εξοχήν χώρο της μεσαίας τάξης στις ΗΠΑ― αλλά ο συντηρητικός και επιτακτικός του λόγος τον κατέταξε στους αντιδραστικούς. Ο Bloom συνέβαλε στην επιδείνωση των culture wars και της ταυτικής πολιτικής στις ΗΠΑ που δίχασαν τη μεσαία τάξη από την εποχή του Ronald Reagan.
6. Καθώς στις ΗΠΑ, το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού είναι μεγαλύτερο από ό,τι σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων εισοδημάτων επιτρέπει στα νοικοκυριά να αυξάνουν το εισόδημά τους χωρίς να κινούνται υψηλότερα στην επαγγελματική κλίμακα και χωρίς να αποκτούν τίτλους εκπαίδευσης. Η ευνοϊκή οικονομική θέση των νοικοκυριών στα κορυφαία δεκατημόρια είναι σε ορισμένες περιπτώσεις το αποτέλεσμα συνδυασμένου εισοδήματος. Επίσης, αντίθετα από άλλες ανεπτυγμένες χώρες, στις ΗΠΑ η ανώτερη εκπαίδευση αντιστοιχεί σε μεγαλύτερα εισοδήματα: για παράδειγμα, φαίνεται ότι η συντριπτική πλειονότητα των ατόμων με διδακτορικό δίπλωμα συγκαταλέγονται στο 15% των κορυφαίων εισοδημάτων.
7. Summit Books. 1984.
8. Paul H. Ray, Sherry Ruth Anderson, The Cultural Creatives: How 50 Million People Are Changing the World, Crown, 2001
9. David Brooks, Bobos in Paradise: The New Upper Class and How They Got There, Simon & Schuster, 2001
10. Ο πυρετός του χρυσού στην Καλιφόρνια μετά το 1849 είχε ως αποτέλεσμα να ταυτιστεί η «χρυσαφένια πολιτεία» με τη γρήγορη οικονομική επιτυχία. Η Καλιφόρνια θεωρήθηκε ως τόπος νέου ξεκινήματος, όπου η σκληρή δουλειά αμειβόταν με χρήματα και καλή τύχη. Το California Dream εξαπλώθηκε σε ολόκληρο το έθνος ―στη δεκαετία του 1930, οι Okies και οι Arkies εγκατέλειπαν την χρεοκοπημένη Οκλαχόμα και το Άρκανσω που επιπλέον είχαν πληγεί από την ξηρασία για να μεταναστεύσουν στην Καλιφόρνια― και επιβεβαιώθηκε από αλλεπάλληλες επιτυχίες όπως ήταν η εξεύρεση πετρελαιοπηγών, η βιομηχανία του θεάματος, οι επιχειρήσεις αεροδιαστημικής, οι επιχειρήσεις «dot-com» και οι καινοτομίες της Silicon Valley.
11. Το 1944 η Federal Aid-Highway Act προέβλεπε τεράστια ομοσπονδιακή χρηματοδότηση, πάνω από το 90% του προβλεπόμενου κόστους, για την κατασκευή 41.000 μιλίων διαπολιτειακών αυτοκινητοδρόμων οι οποίες μεταμόρφωσαν τόσο το αμερικανικό τοπίο όσο και τον αμερικανικό τρόπο ζωής.
12. Βλ. Utopias, the American Εxperience, ed. Gairdner B. Moment & Otto F. Kraushaar, Metuchen, N.J. : Scarecrow Press, 1980.
13. Βλ. Wright, Frank Lloyd, The Living City. Horizon Press 1958. Το όραμα του FLW, η «Broadacre City» ήταν προαστιακό, ημι-αγροτικό· ο κάθε άνθρωπος, το κάθε νοικοκυριό θα κατείχε γη 40 εκταρίων και θα ζούσε σε μικρές κοινότητες με σιδηροδρομικό σταθμό προκειμένου να πηγαινοέρχεται στο κέντρο της πόλης.
14. Σχεδιασμένες προαστιακές περιοχές Levittowns χτίστηκαν στη Νέα Υόρκη, στην Πενσυλβάνια, στο Νιού Τζέρζι, στο Μέριλαντ και στο Πόρτο Ρίκο.
15. Βλ. http://www.petkovstudio.com/bg/wp-content/uploads/2017/03/The-Death-and-Life-of-Great-American-Cities_Jane-Jacobs-Complete-book.pdf
16. Ebenezer Howard, Garden Cities of To-morrow (1898), Pinnacle Press, 2017
17. Paul Maginn, Katrin B. Anacker, Suburbia in the 21st Century: From Dreamscape to Nightmare?, Routledge Advances in Sociology, 2022
18. Keats, John C., The Crack in the Picture Window, Houghton Mifflin, Company, ΝΥ, 1956.
19. Yale University Press, 2001.
20. The Affluent Society, Houghton Harcourt, 1958.
21. Mερικά παραδείγματα από τον κινηματογράφο είναι τα εξής: «Zabriskie Point» (1970), «The Stepford Wives» (1975, 2004), «The Ice Storm» (1997), «Lawn Dogs» (1997), «American Beauty» (1999), «Revolutionary Road» (2008).
22. Η τάση είναι η μείωση του πληθυσμού των μεγάλων μητροπολιτικών κέντρων και η αύξηση του πληθυσμού των εξώτερων προαστίων (exurbs).
23. Οι Ρεπουμπλικανοί είναι ιδιαίτερα πιθανό να πουν ότι οι πολιτικές πρέπει να επικεντρωθούν στο να διατηρήσουν ή να κατακτήσουν οι ΗΠΑ τη θέση της μοναδικής στρατιωτικής υπερδύναμης. Σχεδόν τα τρία τέταρτα (74%) το λένε αυτό, ενώ μόλις το 23% δηλώνει ότι θα ήταν αποδεκτό μια άλλη χώρα να γίνει εξίσου ισχυρή στρατιωτικά με τις ΗΠΑ. Οι συντηρητικοί Ρεπουμπλικανοί έχουν περισσότερες πιθανότητες από τους μετριοπαθείς και φιλελεύθερους Ρεπουμπλικανούς να πουν ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική πρέπει να θέσει ως προτεραιότητα τη διατήρηση του καθεστώτος της μοναδικής υπερδύναμης (80% έναντι 65%), Αυτή είναι η ξεκάθαρη άποψη της πλειοψηφίας και των δύο ιδεολογικών ομάδων στο GOP. Οι Δημοκρατικοί είναι πολύ πιο διχασμένοι σε αυτό το θέμα. Περίπου οι μισοί (51%) είναι υπέρ της πολιτικής που θα συντηρούσαν τη χώρα στη θέση της μοναδικής στρατιωτικής υπερδύναμης, ενώ το 46% λέει ότι θα ήταν αποδεκτό μια άλλη χώρα να γίνει τόσο ισχυρή στρατιωτικά όσο οι ΗΠΑ. Υπάρχει μεγάλο ιδεολογικό χάσμα μεταξύ των Δημοκρατικών σε αυτές τις απόψεις: το 60% των συντηρητικών και μετριοπαθών Δημοκρατών δίνει προτεραιότητα στη διατήρηση της θέσης της μοναδικής στρατιωτικής υπερδύναμης, ενώ σχεδόν το ίδιο ποσοστό των φιλελεύθερων Δημοκρατών (57%) λέει ότι θα ήταν αποδεκτό ένα άλλο έθνος να συναγωνίζεται τις ΗΠΑ για το καθεστώς υπερδύναμης.
Δειτε περισσοτερα
Μια Θεσσαλονικιά ποιήτρια του Μεσοπολέμου έρχεται πάλι στο προσκήνιο
«Η αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της διάρκειας»
Η Kovacs μιλάει στην Athens Voice λίγες μέρες πριν τη συναυλία της στην Αθήνα
Οι ταινίες, οι αριθμοί, οι αλλαγές, οι διαμάχες
Ένα φαινόμενο που η παρουσία του μεταξύ ψηφιακού κόσμου και αληθινών γειτονιών καταργεί τα όρια μεταξύ κατασκευασμένου και υπαρκτού