- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Da capo: Το τέλος σηματοδοτεί μια νέα αρχή
«Καμιά φορά… ο θάνατος ανοίγει τον δρόμο στη ζωή. Κι αυτό σας το λέει ένα πιάνο που για δεκαπέντε χρόνια πίστευε πως είχε νεκρωθεί…»
Δεκαπέντε χρόνια ήμουν μόνο. Δεν είχα βγάλει μιλιά. Η τελευταία φορά που ακούστηκε ο ήχος της φωνής μου ήταν όταν με πρωτοφέρανε στο σπίτι. Τα χέρια που με άγγιξαν ήταν άγαρμπα, γι’ αυτό και ακούστηκα παράφωνο. Επέμεναν, όμως… Συχνά πυκνά με ακουμπούσαν και με χτυπούσαν. Στην αρχή διστακτικά και όσο περνούσε ο καιρός όλο και πιο νευρικά. Λες κι έφταιγα εγώ που αυτά δεν ήξεραν πώς να με ακουμπήσουν, πώς να με κάνουν να ηχήσω μελωδικά στο αυτί τους. Έναν χρόνο υπέμεινα αυτό το μαρτύριο… Μέχρι που μια μέρα –έτσι ξαφνικά– με εγκατέλειψαν. Με άφησαν εκεί να στέκομαι με την πλάτη στον τοίχο. Δεν μου έδιναν πια καμία σημασία. Όλοι τους. Με απέκλεισαν από τον κόσμο τους. Πού και πού με ξεσκόνιζαν και με γυάλιζαν για να μην ενοχλώ και τα μάτια τους. Αρκετά είχα κουράσει τα χέρια και τ’ αυτιά τους.
Το συνήθισα… Με τον καιρό όλα τα συνηθίζουν οι άνθρωποι… κι εγώ μαζί τους. Μόνο κάποια βράδια που επικρατούσε απόλυτη ησυχία, εκκωφαντική, μ’ έπιανε κι εμένα το παράπονο! Άλλα είχα ονειρευτεί όταν με έφεραν εδώ. Ήθελα ν’ ακουστώ, να σκορπίσω χαρά με τις μελωδίες μου, να νιώθω ν' αλαφρώνει το πνεύμα τους και να γεμίζει η ψυχή τους. Γι’ αυτό ήμουν φτιαγμένο. Όχι για τη σιωπή και το σκοτάδι. Όχι για να γεμίζω τη ματαιοδοξία τους. Δεν ήμουν τίποτ’ άλλο παρά ένα ακόμη ακριβό απόκτημα γι’ αυτούς, που κοσμούσε το σαλόνι τους. Δεν τους ένοιαζε που δεν ακουγόταν η φωνή μου. Τους αρκούσε να με έχουν εκεί, βουβό…
Μέχρι που μια μέρα έφυγε απ’ τη ζωή και ο τελευταίος ένοικος του σπιτιού και έμεινα κυριολεκτικά μόνο στο σκοτάδι για μέρες… Από την πολύχρονη ακινησία πίστεψα πια πως κι εγώ είχα πεθάνει αλλά δεν το ήξερα. Ώσπου ξαφνικά ένα πρωινό κάποιες άλλες φωνές ακούστηκαν στο σπίτι. Άνοιξαν τα παράθυρα και οι μπαλκονόπορτες διάπλατα και μπήκε φως, άπλετο φως! Ένιωσα ένα χέρι τρυφερό να χαϊδεύει το σώμα μου. Κάθισε μπροστά μου και άνοιξε το καπάκι που κάλυπτε τα πλήκτρα μου. Τράβηξε απαλά το κόκκινο βελούδινο κάλυμμά τους και ανάσανα… Τα ακροδάχτυλά των χεριών του χάιδεψαν τα ασπρόμαυρα πλήκτρα μου και άρχισαν να ταξιδεύουν πάνω τους άλλοτε δυνατά και άλλοτε απαλά. Επιτέλους! Ηχούσα ξανά! Μελωδικά! Τι όμορφα που ήταν τα χέρια του…
Είναι ξεκούρδιστο, αλλά το θέλω! Θα το κουρδίσω εγώ! Είναι τόσο όμορφο!
«Χάρισμά σου, παλικάρι μου!» άκουσα να του λένε κι η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που ευχήθηκα να γινόταν ένα θαύμα να του παίξω μόνο μου μελωδικά «ευχαριστώ»! Από τότε είμαστε μαζί και κάθε απόγευμα ταξιδεύουμε παρέα στον κόσμο της μουσικής και δίνουμε χαρά στο δικό του σπίτι και στους φίλους του.
Καμιά φορά… ο θάνατος ανοίγει τον δρόμο στη ζωή. Το τέλος σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Κι αυτό σας το λέει ένα πιάνο που για δεκαπέντε χρόνια πίστευε πως είχε νεκρωθεί…