- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Εφηβικά όνειρα
«Θα τα ξαναδούμε τα εγγονάκια μας. Μαζί θα την περάσουμε και αυτή τη δυσκολία, μη μου στενοχωριέσαι»
Διαγωνισμός μικρού διηγήματος της ATHENS VOICE: Ο Γιάννης Κ. Παταργιάς γράφει τη δική του ιστορία για το ιδιαίτερο καλοκαίρι του 2020
«Το χαμομήλι σου, Νίκο μου».
«Σε ευχαριστώ, Σταυρούλα. Κάθισε και εσύ λίγο. Απ’ το πρωί δεν έχεις σταματήσει τις δουλειές».
«Εδώ που φτάσαμε, τι καλύτερο έχω να κάνω;»
Η ηλικιωμένη γυναίκα γύρισε και κατευθύνθηκε πίσω στην κουζίνα. Ύστερα από λίγο επέστρεψε στο σαλόνι κρατώντας στα χέρια της ένα πορσελάνινο φλιτζανάκι που άχνιζε, από εκείνα με τα περίτεχνα σχεδιασμένα λουλούδια στην επιφάνειά τους. Το ακούμπησε στο μικρό κομοδίνο και κάθισε στην κουνιστή, ξύλινη πολυθρόνα δίπλα στον σύντροφό της.
«Τι έχεις;» τον ρώτησε μόλις τον είδε να κουνά αποκαρδιωμένος το κεφάλι του, ακούγοντας τις ειδήσεις στην τηλεόραση. «Τι άλλο να έχω; Ακούς εκεί! Ούτε τα εγγόνια μας να μην μπορούμε να δούμε!» «Δίκιο έχεις, Νικόλα μου, μα τι να κάνουμε;» του απάντησε με γλυκιά φωνή, χαϊδεύοντας τρυφερά τα χιονισμένα του μαλλιά.
«Είμαστε απομονωμένοι απ’ όλους και κλεισμένοι μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους, σαν φυλακισμένοι εδώ και σχεδόν ένα χρόνο. Πρώτα η γρίπη, μετά αυτός ο ιός, που κακό χρόνο να 'χει, και τώρα μες το κατακαλόκαιρο μας βρήκαν πάλι τα ίδια. Όλο αυτό τον καιρό θυμάμαι συνέχεια τον πατέρα μου, που μας έλεγε για τον Μεγάλο Πόλεμο του '17. Τότε που για να μπορέσεις να πολεμήσεις τον κατακτητή, έπρεπε να έχεις παραμάσχαλα μια ασφυξιογόνο μάσκα, για να σωθείς από τα χημικά που έριχναν. Ξέρεις, από εκείνες που μοιάζουν με εφιαλτικές μουτσούνες. Και τώρα έχεις νέους, γεμάτους ζωή ανθρώπους που σου λένε δεν αντέχω μια υφασμάτινη μάσκα που χωράει στην τσέπη του παντελονιού σου, για να προστατέψουν όχι μόνο τον εαυτό τους αλλά και τους αγαπημένους τους. Αχ, κανείς δεν μας σκέφτεται πια, γυναίκα. Κανείς. Γερασμένοι και ξεχασμένοι είμαστε, σαν τα εφηβικά όνειρα. Και τώρα στη δύση της ζωής μας, τη μοναδική ηλιαχτίδα που μας είχε απομείνει, μας την έσβησαν και αυτή».
«Μην το λες αυτό. Θα τα ξαναδούμε τα εγγονάκια μας. Δεν λες πάλι καλά που υπάρχει και αυτό το βίπερ, βάπερ, πώς το λένε, που μας έβαλε η Ελισάβετ και μπορούμε πού και πού να τα βλέπουμε».
«Πόσο θα ήθελα να τα κρατήσω, να τα αγκαλιάσω σφικτά και να τα φιλήσω. Μέχρι και αυτό μας στέρησαν».
«Μαζί θα την περάσουμε και αυτή τη δυσκολία, μη μου στενοχωριέσαι».
«Αχ, ξέρεις τι σκεφτόμουν βρε γυναίκα; Ζήσαμε πείνα, φτώχια, κατοχή και παρ' όλα αυτά τα καταφέραμε. Αυτή η χώρα τα κατάφερε και τώρα κοντεύει να νικηθεί απ' το ξερό μας το κεφάλι».
«Για σώπα» ψιθύρισε η κυρία Σταυρούλα μόλις ακούστηκε μια γνώριμη μελωδία. «Χτυπάει, χτυπάει!»
«Γρήγορα, γρήγορα μην το κλείσουν!»
Η ηλικιωμένη γυναίκα πετάχτηκε από την πολυθρόνα της και έτρεξε στο τραπέζι του σαλονιού. Άρπαξε με λαχτάρα το τάμπλετ, που τους είχε πάρει η κόρη τους και το έκρυψε στην αγκαλιά της, σαν να κρατούσε κάτι πολύτιμο. Έπειτα με γοργά βήματα, όσα της επέτρεπαν τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη της, γύρισε πίσω στον κύριο Νίκο και κάθισε στη θέση της.
Φόρεσαν και οι δυο τα γυαλιά τους και πιασμένοι αγκαλιά κι έσπρωξαν με ανυπομονησία δεξιά το κουμπί, κάτω από την φωτογραφία των δύο αγαπημένων τους εγγονιών που είχε εμφανιστεί στην οθόνη.