Οι Ιστοριες σας

Τρεις μήνες σε πέντε λεπτά

Όλη αυτή η αίσθηση ήταν μάλλον ό,τι καλύτερο μπορούσα να έχω ως «καλοκαίρι μαζί της»

A.V. Guest
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διαγωνισμός μικρού διηγήματος της ATHENS VOICE: Ο Βασίλης Μαλαπάνης γράφει τη δική του ιστορία για το ιδιαίτερο καλοκαίρι του 2020

«Και να σου πω και κάτι;» της είπα κάνοντάς τη να κουνήσει το κεφάλι της, έχοντας ένα χαμόγελο απορίας. Η επόμενη φράση που ήθελα να ξεστομίσω ήταν «Μου έλειψες. Πολύ». Φυσικά δεν τόλμησα. Άλλωστε είχα να την δω αρκετό καιρό και τώρα βρισκόταν μπροστά μου τυχαία, σε έναν δρόμο της Αθήνας, στα στερνά του Αυγούστου. Εναλλακτικά θα της έλεγα «Μου έφυγε επιτέλους η επιθυμία να ζήσω ένα καλοκαίρι μαζί σου». Δεν υπήρχε λόγος όμως να της πω κάτι τέτοιο, σε μια τόσο σύντομη συνάντηση. Και δεν ήταν και πολύ αλήθεια. Της είπα κάτι που θα την έκανε να χαμογελάσει παραπάνω. Αυτό είχα περισσότερη ανάγκη, να δω λίγο ακόμα το χαμόγελό της πάνω από τη μάσκα μιας χρήσης που είχε κατεβάσει στο πηγούνι και κάτω από τα μάτια της που έλαμπαν, όπως τα θυμόμουν πάντα. «Και να σου πω και κάτι;» επανέλαβα «δεν σας καταλαβαίνω εσάς τους "χειμωνάκηδες"...Δηλαδή τι το ενδιαφέρον έχει το κρύο; Πόσο να προφυλαχτείς; Σε τρυπάει από παντού! Ενώ το καλοκαίρι... Ζεσταίνεσαι; Γδύνεσαι. Ζεσταίνεσαι; Κάνεις μπάνιο. Ζεσταίνεσαι; Πίνεις κάτι δροσερό!»

Τα κατάφερα. Χαμογέλασε. Δεν συμφώνησε βέβαια, αλλά εγώ το κέρδος μου το είχα. Συνεχίσαμε να μιλάμε ενώ στεκόμασταν στον πεζόδρομο της λεωφόρου Αλεξάνδρας, αλλά εμένα τα αυτοκίνητα που πέρναγαν μου ακούγονταν σαν κύμα που σκάει στην ακτή. Οι άνθρωποι που πηγαινοερχόταν πλάι μας, με την άκρη του ματιού, μου έμοιαζαν όλοι με τουρίστες. Θα ορκιζόμουν ότι κάποιοι φορούσαν και μαγιό! Τα πόδια μου βυθίζονταν στην άμμο, στην παραλία της εξόδου του Μετρό!

Ύστερα από λίγο, δυο τρία λεπτά όχι παραπάνω, ως συνήθως βιαστική με αποχαιρέτησε. Μάλλον θα έλιωνε ο πάγος από το ποτό που παρήγγειλε στο μπιτς μπαρ και θα χάλαγε η γεύση του. Και κάπως έτσι, με ένα χάδι στο μπράτσο, έφυγε με το ίδιο χαμόγελο που είχε όταν με είδε. Γύρισα και κατευθύνθηκα στις κυλιόμενες του Μετρό και όλα άρχισαν να επανέρχονται στα φυσιολογικά τους δεδομένα. Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη της βερμούδας μου να για να βγάλω το εισιτήριο αλλά ψηλάφισα κάτι που άφηνε στα δάχτυλά μια περίεργη αίσθηση. Έχωσα το χέρι πιο βαθιά, ως το βάθος της τσέπης μου. Όταν το έβγαλα κοίταξα τα χέρια μου και ήταν άμμος από μια παραλία στην οποία βρισκόμουν λίγες μέρες πριν. Όλη αυτή η αίσθηση ήταν μάλλον ό,τι καλύτερο μπορούσα να έχω ως «καλοκαίρι μαζί της».

Καθώς έμπαινα στο βαγόνι αναρωτήθηκα «Πώς μου ξέφυγε αυτή η βερμούδα και δεν την έβαλα στο πλυντήριο;» Και με αυτή τη σκέψη το μυαλό μου προσγειώθηκε πλήρως πάλι στα εφήμερα καθώς η πόρτα του βαγονιού πίσω μου έκλεινε και το τρένο αναχωρούσε.