Οι Ιστοριες σας

Η τελευταία Μεγάλη Παρασκευή στη Notre Dame

Η βεβαιότητα μιας αγκαλιάς... Κεφάλαιο Notre Dame

A.V. Guest
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Απέχω μόλις 5 στάσεις από την Παναγία των Παρισίων και μια κλήση μακριά από μια φίλη που επιθυμεί να με συνοδεύσει

Γράφει η Φιλαρέτη Πάκα

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018, ή αλλιώς Μεγάλη Παρασκευή της Καθολικής Εβδομάδας των Παθών. Έχω, μόλις τελειώσει το μάθημα στη σχολή και κατευθύνομαι προς το σταθμό του μετρό Montparnasse, της Γραμμής 4, στο 5ο Διαμέρισμα του Παρισιού. Αμφιταλαντεύομαι αν πρέπει να επιστρέψω στο σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα ή αν αξίζει να παρακολουθήσω τη Λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής σε κάποιον Καθολικό ναό.

Πάντα καρτερούσα το Πάσχα. Η μελαγχολία, η κατάνυξη και η μυρωδιά της πασχαλιάς, με έκανε να ξεφεύγω από το «Γολγοθά» του άγνωστου «αύριο», και με ωθούσε ένδοθεν να υμνώ το στιγμιαίο παρόν της ατομικότητάς μου. Ήταν η δεύτερη φορά που θα περνούσα τις ημέρες του Πάσχα μακριά από την Ελλάδα. Μακριά από τους συνήθεις ήχους των τακουνιών στα σκαλιά της εκκλησίας, των κεριών που στάζουν στο σκληρό χώμα που τα στηρίζει, της διαπεραστικής μυρωδιάς της βαφής των αυγών και της δήθεν σεμνότητος κι αυτοσυγκράτησης που επαναφέρει κάθε χρόνο η ιδέα της νηστείας στους ανθρώπους.

Απέχω μόλις 5 στάσεις από την Παναγία των Παρισίων και μια κλήση μακριά από μια φίλη που επιθυμεί να με συνοδεύσει. Παρακάμπτουμε την πολύωρη ουρά των τουριστών που προσπαθούν να απαθανατίσουν το μεγαλείο της έντεχνης αρχιτεκτονικής του ναού, με τις τόσες μικρές και ξεχωριστές λεπτομέρειες. Οι αστυνομικοί αποτρέπουν την είσοδο. «Είμαστε για τη Λειτουργία» τους λέω. Μας κοιτούν δύσπιστα, μας ζητούν τυπικά να ανοίξουμε τις τσάντες μας για έλεγχο και μας επιτρέπουν να περάσουμε στον κυρίως ναό. Έχουμε αργήσει... Η εκκλησία είναι κατάμεστη, μα το μόνο που ακούγεται είναι οι ανάσες των πιστών. Οι ταξιθέτες μάς οδηγούν στην δεύτερη σειρά. Μας δίνουν το φυλλάδιο των αποσπασμάτων που θα διαβαστούν κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας κι η κορύφωση του Θείου Δράματος ξεκινά. Το τελετουργικό μού μοιάζει άγνωστο. Δε θυμίζει πολύ τη Λειτουργία στο χωριό, τότε που με κρατούσε από το χέρι η γιαγιά ενώ βασανιζόμουν να αντέξω τα ολοκαίνουρια παπούτσια της νονάς που με χτυπούσαν.

Οι μελωδικές χροιές της χορωδίας και των πιστών παιχνιδίζουν μελαγχολικά με το εκκλησιαστικό όργανο και μπλέκονται στα πολύχρωμα βιτρό της «Δικής μας Κυρίας». «En tes mains, Seigneur, je remets mon esprit». Σε κάθε επανάληψη ο ιερέας σβήνει κι ένα από τα 9 κεριά που περιτριγυρίζουν τον χρυσό, υποβλητικό Σταυρό. «Christ mort pour nos péchés, Christ ressucité pour notre vie, nous te prions, prends pitié de nous!» σιγοτραγουδώ μαζί με τους υπόλοιπους πιστούς, προσπαθώντας να ακολουθήσω τη μελωδία διαβάζοντας τις νότες στο χαρτί μου. Τα κεριά σβήνουν... Τότε δεν γνώριζα πως η φλόγα μπορεί να κάψει στο πέρασμά της τα πάντα... Τις φωνές, τις ανάσες, τις προσευχές, την επιθυμία μου να επιστρέψω τέτοια μέρα φέτος για να ξανά βιώσω όσα δεν μπόρεσε να αφομοιώσει πέρυσι το μυαλό και η ψυχή μου. Κοινωνούμε άζυμο άρτο και το βλέμμα κάνει μια τελευταία περιήγηση στο χώρο πριν περάσουμε τις εντυπωσιακές πύλες. Βγαίνοντας, στέκομαι απέναντι από τη Νοτρ Νταμ. Ο ουρανός, καθαρός και γαλανός, έχει γυμνωθεί πριν ενδυθεί το νυχτερινό άμφιό του. Το φεγγάρι, μια μέρα πριν γίνει ολόκληρο, στέκει δίπλα της, μα πιο χαμηλά... Εκείνη, επιβλητική, πελώρια, φαντάζει πιο όμορφη και λαμπερή μπροστά του.

Έκτοτε ξαναγύρισα πολλές φορές στην αγκαλιά της... Ανέβηκα τα αμέτρητα στενά σκαλιά της μέχρι να φτάσω στην κορυφή για να αγναντέψω το Παρίσι «την ώρα τη χρυσή» μέχρι το τέλος του ορίζοντα... Ακούμπησα δειλά την καμπάνα της, με φόβο μη με δουν, μήπως και μάθω κάποιο μυστικό που ο Βίκτωρ Ουγκώ δίστασε να αφηγηθεί στην Παναγία του, κι έτσι ζωντανέψει και το δικό μου παραμύθι. Μπήκα διστακτικά και ευσεβώς στα άδυτά της, εκεί που συγκεντρώνονται οι ιερείς πριν από τη Λειτουργία, έζησα το συλλείτουργο Καθολικής κι Ορθόδοξης Εκκλησίας μέσα στα στασίδια που δεν είναι εύκολα προσβάσιμα στο κοινό, άκουσα τις καμπάνες της να ηχούν μέσα στην ψυχή μου κι είπα και φέτος το Πάσχα θα έρθω πάλι εδώ...

Σήμερα, κατάλαβα πως ακόμη κι όσα θεωρώ σίγουρα σε τούτη τη ζωή, δεν είναι δεδομένα, κι ότι ο Μέλλοντας αύριο μπορεί να έχει γίνει ανεπιστρεπτί Παρακείμενος. Μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας, ανάμεσα στα άγχη και την αβεβαιότητα του υλικού σου μέλλοντος, τρέφεις το πνεύμα σου με τη σιγουριά της στιγμής που θεωρείς πως θα ξαναδημιουργήσεις, είτε ζεις στο Παρίσι είτε στο χωριό της γιαγιάς σου. Αποφεύγεις να παρατηρείς τις λεπτομέρειες, να κάνεις μια παύση στον πολύτιμό σου χρόνο που χάνεται, να απαθανατίσεις τη στιγμή με τα βλέφαρά σου, να σφίξεις το χέρι όσων αγάπησες...

Κι ήταν πάνω που νόμιζα πως ήταν μόνο η γιαγιά που δεν θα με ξανά συνόδευε στον Επιτάφιο, κι όχι η εκκλησία που δεν θα μας υποδεχόταν...

Παρίσι 15.04.2019