Οι Ιστοριες σας

Η Πεταλούδα και το Παγόβουνο

Ένα πρωί, και ενώ η πεταλούδα φτερούγιζε πάνω σε μια αστραφτερή πλαγιά του αγαπημένου της, ακούστηκε ένα δυνατό κρακ...

A.V. Guest
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

* Βιρβιδάκη Κ., Φεβρουάριος 2019


Ήταν μια φορά μια πεταλούδα ερωτευμένη μ’ ένα παγόβουνο. Το λάτρευε. Κάθε μέρα έκανε χίλιους γύρους γύρω του και δεν σταματούσε αν δεν έφτανε και τους χίλιους. Ακόμα και όταν ένιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, εκείνη έπρεπε (και ήθελε) να συνεχίσει. Μερικές φορές ένιωθε τόση κόπωση που λιποθυμούσε. Όταν έχανε τις αισθήσεις της, χτυπούσε πρώτα πάνω στις απόκρημνες πλαγιές του αγαπημένου της και μετά το σώμα της γλιστρούσε αναίσθητο στη θάλασσα. Επέπλεε εκεί για ώρες. Το παγόβουνο βέβαια δεν μπορούσε να φωνάξει για βοήθεια – τα παγόβουνα είναι πάντοτε βουβά – αλλά ούτε να κουνηθεί. Η λύπη του, η αγωνία του, έμεναν ανέκφραστες, αλλά που να πήγαιναν άραγε;

H πεταλούδα πάντως ξυπνούσε. Και ξαναξυπνούσε. Μια το αεράκι, μια κάποιο από τα πλάσματα της θάλασσας, την σκουντούσαν, και εκείνη ξαναξεκινούσε τους γύρους της. Φαίνεται ο ύπνος πάνω στα κύματα είχε έναν παράξενο τρόπο να την αναζωογονεί. ‘Ετσι εκείνη, όχι μόνο συνέχιζε σταθερά τους χίλιους της γύρους, αλλά άρχισε να φτερουγίζει και με ορμή προς την επιφάνεια της θάλασσας που αγκάλιαζε το παγόβουνο, για να το πιτσιλίσει πειραχτικά στις όχθες του. Μετά, αφηνόταν εκεί, να λικνίζεται στην επιφάνεια, και άνοιγε μακρόσυρτες συζητήσεις με το αεράκι ή καμιά φώκια. Συχνά προσπαθούσε μάλιστα να βάλει και τον αγαπημένο της στη συζήτηση. Μα εκείνος έμενε βέβαια βουβός. Την παρατηρούσε και απολάμβανε το κέφι της μάλλον, κανείς όμως δεν γνώριζε πώς αισθανόταν.

Ένα πρωί, και ενώ η πεταλούδα φτερούγιζε πάνω σε μια αστραφτερή πλαγιά του αγαπημένου της, ακούστηκε ένα δυνατό κρακ. Μια ρωγμή άρχισε να διατρέχει την πλαγιά και συνέχισε σαν κλωστή, να ξετυλίγεται και να τυλίγει ολόκληρο τον πάγο. Το κρακ δεν σταματούσε και η πεταλούδα ακολούθησε τη ρωγμή με το γρήγορο, ασκημένο πέταγμά της. Κάποια στιγμή, το κρακ σταμάτησε και ο πάγος έσπασε. Όγκοι θρυμματίστηκαν σε αργή κίνηση και σωριάστηκαν, απλώθηκαν στη θάλασσα, ενώ η πεταλούδα τους παρατηρούσε με τρομερή περιέργεια. Γιατί αυτό που συνέβαινε ήταν, παραδόξως, ιδιαίτερα απαλό.

Ο αγαπημένος της είχε πια σκορπιστεί, κι εκείνη προσπαθούσε να σκουπίσει από τα φτερά της την παγωμένη σκόνη. Το σύννεφο από τη σκόνη αυτή, την εμπόδιζε να πετάξει, μα εκείνη έπρεπε να παραμείνει ανάλαφρη. Εξάλλου, τώρα που ο αγαπημένος της είχε μεταμορφωθεί σε πολλά μικρά νησιά, εκείνη έπρεπε να φτερουγίζει γύρω απ’ όλα.

Πετώντας ανάμεσά τους, άρχισε να τα μετρά. Και βρήκε πως ήταν χίλια – όπως οι γύροι της. Η χαρά της ήταν τεράστια, σαν τους παγωμένους όγκους που έσπαγαν. Και σαν την πλαγιά, που άστραφτε πριν λίγο. Δεν ήταν απλά η συμμετρία, η συμμετρία των αριθμών, που την έκανε ευτυχισμένη. Ήταν και αυτή η αίσθηση της συνέχειας, της έκπληξης, της κρυφής συνομιλίας, και της σιωπής.