Our Europe

Η αντιευρωπαϊκή μανία και η διδακτική των ξένων γλωσσών

Στην αρχή της δεκαετίας του 1980, ακούγονταν πολλές παράλογες ανησυχίες και φοβίες γύρω από τον εξευρωπαϊσμό μας

Αναγνώστες
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Τάσος Φαράζας γράφει για την εξέλιξη της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών στην Ελλάδα και τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ένας λόγος που αγαπώ την Ενωμένη Ευρώπη είναι ότι δεν θέλω να βρίσκομαι στην ίδια πλευρά με τους στενοκέφαλους ανθρώπους που βλέπουν παντού εχθρούς. Τον καιρό που μπήκαμε στην ΕΟΚ ήμουν καθηγητής αγγλικών σε φροντιστήρια: θυμάμαι τότε ότι οι καθηγητές, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν πάρει ένα ψωρο-Proficiency -το οποίο, περιέργως, τους έδινε το δικαίωμα να διδάσκουν αγγλικά-φοβούνταν μήπως χάσουν τη δουλειά τους. Έλεγαν πως η ΕΟΚ είναι ανεπιθύμητη διότι θα έρθουν Άγγλοι στην Ελλάδα και θα μας εκτοπίσουν από τα φροντιστήρια, πως θα μείνουμε άνεργοι. Είναι λόγος αυτός για να αντιστέκεσαι στην ευρωπαϊκή ιδέα; Εννοείται ότι δεν ήρθε κανείς και κανείς δεν μας πήρε τις δουλειές, αν και είμαι σχεδόν σίγουρος ότι οι «Άγγλοι» θα ήταν πιο κατάλληλοι από μας: ιδιαίτερα όσοι είχαν εκπαιδευτεί στη διδακτική της αγγλικής ως ξένης γλώσσας. Εμείς δεν είχαμε εκπαιδευτεί σε τίποτα: ξέραμε τα κουτσοαγγλικά μας κι ο καθένας προσπαθούσε με τον τρόπο του να τα μεταδώσει στα παιδιά, έναντι ευτελούς ωρομισθίου.

Εκείνη την εποχή, στην αρχή της δεκαετίας του 1980, ακούγονταν πολλές παράλογες ανησυχίες και φοβίες γύρω από τον εξευρωπαϊσμό μας: οι περισσότερες είχαν τις ρίζες τους στον συντηρητισμό του ελληνικού λαού που βρισκόταν ακόμα στον αστερισμό της προίκας, των συνοικεσίων, της παρθενιάς και της βεντέτας. Δεν ήμασταν οι μόνοι: κάπως έτσι σκέφτονταν και οι Σικελοί και οι Κορσικανοί, όσοι δηλαδή θεωρούσαν τον εαυτό τους μη-Ευρωπαίο και ήταν καθηλωμένοι στον τοπικισμό, στα χωριά τους. Αλλά, ενώ δεν ήρθαν στην Ελλάδα οι ξένοι καθηγητές αγγλικών, ευτυχώς για όλους μας ήρθε ένα νομικό σύστημα που απομάκρυνε σιγά-σιγά τα υπολείμματα της καθυστέρησης: της θρησκοληψίας, της κακοήθους οικογενειοκρατίας, της αυτοδικίας, του μισογυνισμού, του αντι-διανοουμενισμού. Στην πραγματικότητα, τίποτα από όσα φοβούνταν οι Έλληνες δεν συνέβη και οι Ευρωπαίοι προτίμησαν, ευλόγως, να μείνουν στις πιο τακτοποιημένες χώρες τους. Γιατί να κουβαληθείς σε μια χώρα που δεν μπορεί να οργανωθεί σωστά και που διαμαρτύρεται συνεχώς παρά τη γενναιόδωρη βοήθεια που έχει λάβει; Για την καλοκαιρία; Για τα τοπία; Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν ομορφιές: δεν μπορούμε να υπερηφανευόμαστε για τη γεωγραφία και το κλίμα - δεν είναι επιτεύγματά μας, είναι ζήτημα καθαρής τύχης. Θα έλεγα μάλιστα ότι βάλαμε τα δυνατά μας να ασχημύνουμε τη χώρα μας και ότι το έχουμε καταφέρει. Απορώ μπροστά στη λογική των υπερπατριωτών τόσο στα δεξιά όσο και στα αριστερά: φαίνεται σαν να ζούμε σε διαφορετικούς κόσμους, σαν να έχουμε αντιδιαμετρικές αξίες. Με αυτούς τους ανθρώπους δεν θέλω να έχω καμία σχέση: το κλισέ «σέβομαι τη γνώμη σας» μού φαίνεται ένα από τα παράδοξα του δημόσιου διάλογου.

Αυτό που άλλαξε στον κλάδο μας είναι ότι εμείς οι καθηγητές των ξένων γλωσσών μάθαμε δυο-τρία πράγματα παραπάνω: ταξιδέψαμε περισσότερο, αξιοποιήσαμε πολιτιστικές ανταλλαγές - μας βοήθησε και το Διαδίκτυο που εμπλούτισε τις γνώσεις μας και γενικότερα η τεχνολογία που αναβάθμισε τις μεθόδους και το μάθημά μας. Η διδακτική των ξένων γλωσσών εξελίχθηκε στην Ελλάδα όπως όλα τα άλλα. Θα εξελισσόταν χωρίς την ΕΕ; Ίσως, σε κάποιο βαθμό. Όμως δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήμασταν να είχαμε συνάψει στενότερες σχέσεις με το Κίνημα των δήθεν Αδεσμεύτων ή, αλίμονο, με το κόμμα Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν - τέτοιες ήταν οι φιλοδοξίες των αντιευρωπαϊστών. Που ευτυχώς για όλους μας δεν υλοποιήθηκαν.