Οι βασικοί πυλώνες για να επιτευχθεί ο στόχος της διατροφικής και επισιτιστικής ασφάλειας.
Στην επισιτιστική πρόκληση η ΕΕ καλείται να απαντήσει άμεσα.
Να διασφαλίσει τους ευρωπαίους πολίτες από την ενεργειακή και διατροφική φτωχοποίηση τους αλλά και την διατήρηση της αλληλεγγύης της έναντι των τρίτων, των αναπτυσσόμενων χωρών, πολιτική την οποία έχει κατοχυρώσει διαχρονικά ως ευρωπαϊκός οργανισμός. Ταυτόχρονα, οφείλει να αντιμετωπίσει τις διεργασίες των διεθνών ανταγωνιστών της, όπως χωρών της Ασίας και της ίδιας της Ρωσίας, οι οποίοι στα πλαίσια των γεωπολιτικών αλλαγών, προετοιμάζονται ώστε να κατοχυρώσουν ισχυρό πλεονέκτημα στον νέο καταμερισμό. Ένας καταμερισμός που μεταξύ των άλλων περιλαμβάνει και την ανακατανομή των πόρων και υποδομών της επισιτιστικής και ενεργειακής ασφάλειας, στενώς αλληλεξαρτώμενων τομέων.
Η ΕΕ φαίνεται άτολμη και αναποφάσιστη, θέτοντας τους πολίτες σε επισιτιστικό, ενεργειακό και πληθωριστικό κίνδυνο. Οι κεντρικές της παρεμβάσεις είναι γραφειοκρατικές και έχουν αδυναμίες εφαρμογής σε εθνικό επίπεδο, αποδεικνύοντας σε μια πολύ κρίσιμη φάση, τις πολλαπλές ταχύτητες οργάνωσης, διακυβέρνησης και ανάπτυξης των κρατών μελών. Αναμενόμενο δε αποτέλεσμα, των κρίσεων και της διαφοροποίησης τους μεταξύ των κρατών μελών, είναι οι πληθωριστικές πιέσεις που σταδιακά μπορεί να δημιουργήσουν μια νέα δημοσιονομική και νομισματική κρίση.
Σήμερα, σε επίπεδο Ευρωζώνης ο μέσος όρος των κρατών δείχνει αύξηση τιμών 8,6% από 8,1% τον Μάιο, από 7,4% τον Απρίλιο και το Μάρτιο. Είναι ενδεικτικό ακόμα ότι, η ετήσια αύξηση στην ενέργεια στην Ευρωζώνη ανέρχεται στο 42%, κάτι που εξηγεί τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις. Οι αυξήσεις στα καταναλωτικά προϊόντα διαφοροποιούνται μεταξύ των κρατών.
Επιπλέον, οι τιμές στα διατροφικά προϊόντα προβλέπεται ότι θα αυξηθούν κατά 30% το επόμενο διάστημα, μία αύξηση η οποία θα επιδεινωθεί σε χώρες που δεν έχουν ανταγωνισμό και ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Μια αδυναμία που χαρακτηρίζει διαχρονικά την Ελλάδα και που θα οδηγήσει σε επιπλέον αύξηση των καταναλωτικών τιμών. Ακόμη και σε μια περίοδο όπου η χώρα μας θα μπορούσε να ενεργοποιήσει τους ψηφιακούς μηχανισμούς και πολιτικές για τον ουσιαστικό έλεγχο των αγορών και των αθέμιτων πρακτικών, παραμένει θιασώτης της αυτορρύθμισης των αγορών και της επιλεκτικής αντιμετώπισης των ελέγχων.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το επίπεδο τιμών το 2021, οι τιμές καταναλωτή στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν στο 87,4% του μέσου όρου της Ε.Ε., υπολείπονταν δηλαδή αυτού κατά 12,6%. Σε περιβάλλον γενικευμένου πληθωρισμού, οι τιμές στην Ελλάδα αφενός ανεβαίνουν πολύ περισσότερο σε σύγκριση με άλλες χώρες, και ακόμη και αν υπάρξει αποκλιμάκωση δεν επιστρέφουν ή επιστρέφουν πολύ δύσκολα στα προ των ανατιμήσεων επίπεδα.
Για να αντιμετωπιστεί και στην Ελλάδα με τις δομικές της αδυναμίες, ο στόχος της διατροφικής και επισιτιστικής ασφάλειας, το «επιτελικό κράτος» δεν μπορεί να ανακυκλώνει παραδοσιακές πρακτικές λες και δεν έχει αλλάξει τίποτα το τελευταίο διάστημα. Να καθυστερεί εσκεμμένα τον δημόσιο διάλογο για την ανασυγκρότηση του διατροφικού τομέα και εν τέλει να περιμένει να κάνει «copypaste» τα αγροδιατροφικά μοντέλα άλλων χωρών - μελών αν και αυτά έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετική οργάνωση. Δεν συμβάλλει με το να δημιουργεί μηχανισμούς «ενδιάμεσων φορέων» με χρηματοπιστωτικά κριτήρια και να αποκόβει τον ομφάλιο λώρο ρόλο του κράτους με την ασφάλεια των πολιτών της. Δεν μπορεί αντί για μεταρρυθμίσεις νέας γενιάς, να επαίρεται για την επιδοματική της πολιτική, η οποία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε δημοσιονομική κρίση και ανισομερή καταμερισμό.
Είναι εθνικά αναγκαίο να γίνουν μεταρρυθμίσεις.
Να αποφασιστεί ο «νέος παραγωγικός και αναπτυξιακός χάρτης της χώρας μας» που θα συνοδεύεται από τη νέα γενιά πολυεπίπεδων μεταρρυθμίσεων, στην ίδια την κεντρική και περιφερειακή διακυβέρνηση της χώρας και κυρίως στον Αγροτικό Τομέα.
Τα χρηματοπιστωτικά Ταμεία «νέας γενιάς», το Ταμείο Ανάκαμψης, Αλληλεγγύης, Μετάβασης και Κλιματικών Αλλαγών, νέων Διαθρωτικών Ταμείων, Αναπτυξιακής Τράπεζας, Φυσικών Καταστροφών, Ταμείου Υποδομών, μπορούν με σωστό σχεδιασμό, συμπληρωματικότητα δράσεων, σαφούς προσδιορισμού των αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικού κράτους, Υπουργείων και Περιφερειών, να συνθέσουν νέα διάσταση της διατροφικής και επισιτιστικής ασφάλειας. Την απεξάρτησή της από τις εισαγωγές βασικών προϊόντων και εφοδίων.
Βασικοί πυλώνες προς την κατεύθυνση αυτή:
- Οι Ενεργειακές Κοινότητες «δεύτερης γενιάς» για τη στήριξη των παραγωγών μετά εκείνης του 2010
- Ο Μηχανισμός Διαχείρισης κινδύνων και στήριξης παραγωγών από τις διακυμάνσεις των αγορών και φυσικών κινδύνων ενεργοποιώντας θεσμούς, διαρθρωτικά ταμεία και χρηματοπιστωτικούς νέους πόρους.
- Το μοντέλο διαχείρισης του διοξειδίου του άνθρακα με την συμμετοχή του αγροδιατροφικού κλάδου στις νέες απαιτήσεις των κλιματικών αλλαγών και της κυκλικής οικονομίας.
- Το Σύστημα Διαχείρισης Αγροτικής γης σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, με τη σύσταση «κέντρου διαχείρισης αγροτικών γαιών και δικαιωμάτων»
- Η Διαχείριση των περιφερειακών συστημάτων αρδευτικών υδάτων με τον εκσυγχρονισμό των εγγειοβελτιωτικών έργων
Στόχος, ευρωπαϊκός και εθνικός, η προστασία των καταναλωτών, των νοικοκυριών, η αγοραστική ικανότητα των πολιτών, η συνοχή και η ανθεκτικότητα καθώς και η διασφάλιση της ανθρωπιστικής διάστασης της διατροφικής επάρκειας.