- CITY GUIDE
- PODCAST
-
16°
Η διάσκεψη για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Ο ρόλος και η σημασία της κοινωνίας πολιτών
Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πανδημία του κορωνοϊού και η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης
Μια από τις πιο καθιερωμένες αντιλήψεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είναι εκείνη που την ορίζει ως μια διαδικασία επικοινωνίας μόνο μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών-μελών και των θεσμών της ΕΕ. Η χάραξη πολιτικής είναι ευθύνη των κυβερνήσεων και των θεσμών της ΕΕ. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι, ενώ οι φορείς της κοινωνίας πολιτών δεν έχουν το νομικό καθεστώς να εκπροσωπούν τα κράτη τους επίσημοι φορείς, διαθέτουν ωστόσο δυνατότητες και πηγές νόμιμης εκπροσώπησης που τις καθιστούν σημαντικούς δρώντες στην ΕΕ. Η δημόσια δράση και η προβολή των αξιών και των ιδεών των φορέων της κοινωνίας πολιτών, και ειδικότερα όταν προβαίνει σε διασυνοριακές δράσεις, είναι απαραίτητη για την επίτευξη συναίνεσης μεταξύ της κοινής γνώμης και την πίεση των κυβερνήσεων και των θεσμών της ΕΕ (βλ. διάσκεψη COP21 για την Κλιματική Αλλαγή που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι στα τέλη του 2015).
Οι ομάδες της κοινωνίας πολιτών λειτουργούν ως εκφραστές των πολιτών και αποτελούν δίαυλοι μεταφοράς των μηνυμάτων τους σε κράτη και διακυβερνητικούς θεσμούς, καθώς ακόμη και τους κινητήριους μοχλούς μιας πολιτικής συνεργασίας σε ζητήματα του σήμερα. Στις συνεργασίες αυτές, όπως έχουν αποδείξει οι ΜΚΟ, μπορούν να συμμετέχουν με ίσους όρους σε έναν πολύπλευρο συνασπισμό ομάδες επιστημόνων, κοινοβουλευτικών και κινημάτων, που ως στόχο έχουν την από κοινού συνεργασία για την επίλυση των προβλημάτων που ανακύπτουν στο σημερινό παγκόσμιο σύστημα. Συμπληρώνουν τον εξοπλισμό των κυβερνήσεων και των θεσμών της ΕΕ, που δεν έχουν όλες τις δυνατότητες να χειριστούν αποφασιστικά και αποτελεσματικά τα διάφορα και νέα προβλήματα. Η διακομματική στελέχωση των ομάδων της κοινωνίας πολιτών καθώς και η ανταλλαγή απόψεων για τα κρίσιμα ζητήματα που αναφέρονται στις σημερινές φιλελεύθερες δημοκρατίες, προλειάνουν το έδαφος για το σταδιακό ξεπέρασμα των επικίνδυνων εθνικών ή διακρατικών διαφοροποιήσεων, και αποτελούν προϋποθέσεις για τη δημιουργία κατάλληλων πολιτικών πλαισίων συναίνεσης και συνεργασίας.
Αυτό καθίσταται ακόμη πιο σημαντικό όταν κατανοήσουμε ότι η πανδημία έχει αυξήσει τις ευθύνες και τις πιέσεις όχι μόνο στις κυβερνήσεις και τους θεσμούς της ΕΕ, αλλά και στις κοινωνίες των κρατών-μελών. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης έχει επικεντρωθεί στις αντιδράσεις που προκάλεσαν τα μέτρα έκτακτης ανάγκης, σε βαθύτερο επίπεδο η πανδημική κρίση άλλαξε και αλλάζει τη σχέση μεταξύ κρατών και κοινωνιών. Η κοινωνία πολιτών θα βγει από την πανδημία πολύ διαφορετική - και η αλλαγή αυτή θα είναι καθοριστική σε έναν ρευστό και ταραχώδη κόσμο. Πρώτον, η πανδημία ώθησε αρκετούς φορείς της κοινωνίας πολιτών να στηρίξουν δράσεις έκτακτης ανάγκης για να βοηθήσουν στη διαχείριση των επιπτώσεων της πανδημίας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο οι φορείς της κοινωνίας πολιτών ενεργοποιήθηκαν για τους κινδύνους που εγκυμονούν τα περιοριστικά μέτρα για τη δημοκρατία και την ανοιχτή διακυβέρνηση, από την αποδυνάμωση της κοινοβουλευτικής εποπτείας και άλλων ζωτικών ασφαλιστικών δικλείδων, της επιθετική λογοκρισία και πίεσης στους/τις δημοσιογράφους καθώς και εισαγωγή πιθανόν μόνιμων καθεστώτων ψηφιακής παρακολούθησης. Σε ένα τρίτο επίπεδο, η κρίση οδήγησε την κοινωνία πολιτών να πιέσει σκληρότερα για ριζικές αλλαγές σε κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα. Μέσω διαβούλευσης, αυτοκινητοπομπών, χτύπημα κατσαρολών, συλλογικό τραγούδι διαμαρτυρίας από τα μπαλκόνια, δράσεις που μεταδίδονταν live, ψηφιακές συγκεντρώσεις, εικονικές πορείες, διακοπή εργασιών, οι ιδέες της κοινωνίας πολιτών αναπτύχθηκαν και στράφηκαν σε προσπάθειες δημιουργίας των απαραίτητων χώρων για προβληματισμό σχετικά με το μέλλον και την πορεία της ΕΕ μετά την πανδημία, μια ΕΕ που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή ως η συνέχεια της προ της πανδημίας ΕΕ.
Αυτές και πολλές άλλες αντιδράσεις υπογραμμίζουν όχι μόνο πόσο έχει προχωρήσει η συνεργασία των φορέων της κοινωνίας πολιτών, αλλά φωτίζουν επίσης και τις αδυναμίες της τρέχουσας ευρωπαϊκής κατασκευής. Οι δραστηριότητες της κοινωνίας πολιτών όχι μόνο υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα, αλλά υπερβαίνουν επίσης και την παραδοσιακή διάκριση μεταξύ του κράτους, της οικονομίας και της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών. Η κοινωνία πολιτών έχει αγκαλιάσει πολλά από τα επιτεύγματα της ΕΕ ωστόσο επιμένει, και καλά κάνει, ότι πρέπει να αντληθούν σοβαρά διδάγματα από τις αποτυχίες της ΕΕ τα τελευταία χρόνια, και ειδικότερα από την διστακτικότητα των θεσμών και κυβερνήσεων να επωφεληθούν από μεθόδους που επιτρέπουν στους πολίτες να συμμετέχουν πιο άμεσα στη χάραξη πολιτικής.
Επομένως, είναι απαραίτητο μετά την πανδημία η χάραξη πολιτικών να μην προκύψει μόνο από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και των κρατών-μελών, αλλά και από την κοινωνία πολιτών. Αυτό απαιτεί μεγαλύτερη επένδυση και έμφαση σε νέες μορφές συμμετοχικής και διαβουλευτικής επικοινωνίας, μέσα από τις οποίες η κοινωνία πολιτών θα μπορέσει όχι μόνο να συμμετέχει, αλλά να έχει και αυξημένη «φωνή» - επιρροή στη λήψη αποφάσεων. Χαρακτηριστικό και ενθαρρυντικό παράδειγμα προς αυτήν την κατεύθυνση οι αποτελούν οι πρόσφατες εμπειρίες των Συνελεύσεων των Πολιτών για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, και ειδικότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία. Ανέδειξαν ότι οι φορείς της κοινωνίας πολιτών καθώς αποτελούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της κοινωνίας, μπορούν να εκφράσουν τις ανάγκες όλων των κοινωνικών ομάδων, να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών θεμάτων και να εντοπίσουν νέους συμβιβασμούς. Οι εμπειρίες δείχνουν επίσης ότι οι Συνελεύσεις των Πολιτών μπορούν να διαχειριστούν την πολυπλοκότητα των σημερινών ζητημάτων με επαρκή υποστήριξη και πρόσβαση σε διάφορους πόρους. Αυτό που προσφέρουν οι Συνελεύσεις των Πολιτών είναι μια ευκαιρία να δημιουργηθούν καλά μελετημένες αποφάσεις που λαμβάνονται για το κοινό καλό από μια ομάδα ανθρώπων που είναι ανεξάρτητοι και που είχαν την ευκαιρία να μάθουν εις βάθος ένα θέμα και να συζητήσουν πιθανές λύσεις ο ένας με τον άλλο. Όλα αυτά τα στοιχεία συμβάλουν στην ποιότητα των αποφάσεων που λαμβάνονται από τις συνελεύσεις των πολιτών. Αυτό είναι το μεγάλο τους πλεονέκτημα και μπορούν, όπως αποδεικνύει η απόφαση της ΕΕ να προχωρήσει με μια Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης (2021-2022), να λειτουργήσουν ως βασικό στοιχείο με τον οποίο θα πρέπει να λειτουργούν οι θεσμοί και τα κράτη-μέλη της ΕΕ.
Η Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης αποτελεί μια ανοικτή άσκηση διαβούλευσης. Προσφέρει στους πολίτες τη δυνατότητα να εκφράσουν τις προσδοκίες τους από την ΕΕ, ώστε να συμβάλουν στη χάραξη της μελλοντικής κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μάλιστα, από τα μέσα Απριλίου του 2021 (και μέχρι το 2022) έχει δημιουργηθεί μια πολύγλωσση ψηφιακή πλατφόρμα, όπου πολίτες θα έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τις απόψεις τους για οποιοδήποτε θέμα θεωρούν σημαντικό για το μέλλον της ΕΕ. Αυτό προσφέρει τη δυνατότητα στους πολίτες (για πρώτη φορά σε επίπεδο ΕΕ) να προβάλλουν τις ιδέες τους, να σχολιάζουν ιδέες άλλων ανθρώπων, καθώς και να σχεδιάζουν και να συμμετέχουν σε δράσεις. Η πλατφόρμα λειτουργεί ως κεντρικός κόμβος της Διάσκεψης, ένας χώρος όπου συγκεντρώνονται και κοινοποιούνται όλες οι συνεισφορές των πολιτών για την Διάσκεψη, συμπεριλαμβανομένων των αποκεντρωμένων δράσεων, των Ομάδων Ευρωπαίων Πολιτών και των Συνόδων Ολομέλειας της Διάσκεψης. Επίσης, εξειδικευμένος μηχανισμός για την διαχείριση των συμβολών των πολιτών μέσω της πλατφόρμας θα συγκεντρώνει και θα αναλύει τα βασικά ζητήματα που τίθενται, ώστε τα δεδομένα αυτά να μπορούν επίσης να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διάρκεια των συζητήσεων των Ομάδων των Ευρωπαίων Πολιτών και στην Ολομέλεια της Διάσκεψης. Η πλατφόρμα θα παρέχει επίσης πληροφορίες σχετικά με τη δομή και το έργο της Διάσκεψης, καθώς και πόρους για τους διοργανωτές εκδηλώσεων, συμπεριλαμβανομένου ενός καταλόγου των πιο σημαντικών εκδηλώσεων, μέσω των οποίων θα μπορούν να προωθούν τις πρωτοβουλίες τους σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι πολίτες θα μπορούν εύκολα να αναζητήσουν δράσεις στις οποίες επιθυμούν να συμμετάσχουν χάρη στον διαδραστικό χάρτη. Η πλατφόρμα διαρθρώνεται γύρω από βασικά θέματα: κλιματική αλλαγή και περιβάλλον, υγεία, ισχυρότερη και δικαιότερη οικονομία, κοινωνική δικαιοσύνη και θέσεις εργασίας, η ΕΕ στον κόσμο, αξίες και δικαιώματα, κράτος δικαίου, ασφάλεια, ψηφιακός μετασχηματισμός, ευρωπαϊκή δημοκρατία, μετανάστευση, και εκπαίδευση, πολιτισμός, νεολαία και αθλητισμός.
Σε ποιο βαθμό όμως μπορεί η Διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης να λειτουργήσει με όρους «από κάτω προς τα πάνω», δηλαδή με βάση το τι θα εκφράσουν οι ίδιοι οι ευρωπαίοι πολίτες; Εάν κρίνουμε από την προετοιμασία της, η Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης, ενδέχεται να ασχοληθεί περισσότερο με τις ισορροπίες ανάμεσα στα διαφορετικά όργανα της ΕΕ παρά με το να ακουστεί η φωνή των πολιτών. Η αρχική πρόταση έγινε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο τέλος του 2019. Σκοπός ήταν να συζητηθεί το μέλλον της ΕΕ και οι μεταρρυθμίσεις των θεσμών για να αντιμετωπιστεί η κρίση εμπιστοσύνης εκ μέρους των πολιτών. Με στόχο όλο οι ενδιαφερόμενοι να τοποθετηθούν, να αναδείξουν θέματα και να κάνουν προτάσεις, ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε η διαδικασία να κρατήσει για 2 χρόνια (2020-2022). Η πρόταση, όμως, ανατράπηκε από την πανδημία και η περίοδος μέχρι και την έναρξη της Διάσκεψης την άνοιξη του 2021, δυστυχώς, σημαδεύτηκε από ανούσιες διαπραγματεύσεις με αποτέλεσμα να περιοριστεί και το εύρος της αρμοδιότητας της διάσκεψης. Παρότι το μέλλον της ΕΕ απαιτεί σημαντικές αλλαγές στις Συνθήκες της ΕΕ, η Επιτροπή υποβάθμισε το θέμα με αποτέλεσμα να απουσιάζει από τη διακήρυξη. Απογοητευτική ήταν και η διαφωνία για την προσωπικότητα που θα προεδρεύσει. Με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να προτείνει τον «φεντεραλιστή» Γκι Φερχόφσταντ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αντιπρότεινε το καλοκαίρι του 2020 την εκδοχή μιας «ευρωπαϊκής προσωπικότητας» που θα λειτουργεί ως «ανεξάρτητος» προεδρεύων.
Κατά συνέπεια, η πρόταση διακήρυξης που επεξεργάστηκε η πορτογαλική προεδρία του Συμβουλίου της Ευρώπης (α’ εξάμηνο του 2021) πρότεινε ένα περίπλοκο σχήμα, μια (α) «κοινή προεδρία» των τριών ευρωπαϊκών θεσμών (που θα συνεπικουρείται με ένα εκτελεστικό γραφείο με συμμετοχή αντιπροσώπων και παρατηρητών των τριών θεσμών), (β) ρόλο παρατηρητή σε άλλους ευρωπαϊκούς φορείς και θεσμούς, (γ) μια γραμματεία με συμμετοχή όλων των θεσμών και (δ) μια ολομέλεια όπου θα έρθουν οι προτάσεις του Ευρωκοινοβουλίου και των εθνικών πάνελ με συμμετοχή πολιτών, ολομέλεια στην οποία θα συμμετέχουν ευρωβουλευτές, εκπρόσωποι των πολιτών και των θεσμών.
Το πώς θα λειτουργήσει αυτό το περίπλοκο μοντέλο ισορροπιών είναι ανοιχτό ερώτημα. Θα μπορέσει να δώσει απαντήσεις στις ανασφάλειες των ευρωπαίων πολιτών, σε ζητήματα εργασίας, υγείας και ασφάλειας; Για την πλειοψηφία των πολιτών, οι βασικές πολιτικές της ΕΕ, όπως το ευρώ, η ανταλλαγή φοιτητών (Erasmus) και η ελεύθερη διακίνηση είναι θετικές, είναι καθημερινό βίωμα. Ωστόσο, εδώ και χρόνια, όπως αποδεικνύουν όλες οι μετρήσεις του Ευρωβαρόμετρου, οι πολίτες των κρατών-μελών αισθάνονται ότι δεν έχουν λόγο στους θεσμούς και συνήθως στέκονται με οργή και αγανάκτηση απέναντι στις εθνικές τους κυβερνήσεις. Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα της έρευνας (#500) του Ειδικού Ευρωβαρόμετρου με θέμα «Το μέλλον της Ευρώπης» (EB94.1), που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 22 Οκτωβρίου και 20 Νοεμβρίου 2020 στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ, και ζητήθηκε από κοινού από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Συγκεκριμένα (α) έξι στους δέκα Ευρωπαίους συμφωνούν ότι η κρίση του κορωνοϊού τούς έκανε να προβληματιστούν σχετικά με το μέλλον της ΕΕ για την υγεία και συγκρίσιμων εκπαιδευτικών προτύπων και (β) το 92% που πιστεύει ότι η φωνή των πολιτών της ΕΕ θα πρέπει να λαμβάνεται περισσότερο υπόψη (το 55% «συμφωνεί απόλυτα» και το 37% «μάλλον συμφωνεί»).
Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι το μέλλον της ΕΕ και η πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, απαιτεί διαφανείς και δομημένες συζητήσεις με τους θεσμούς και τα κράτη-μέλη σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν τους πολίτες και επηρεάζουν την καθημερινή τους ζωή, ιδίως μέσω της διαμεσολάβησηςτης κοινωνίας των πολιτών. Όπως αποδεικνύει πρόσφατη μελέτη των Dunin-Wąsowicz (et.al)1, η κοινωνία πολιτών στην Ευρώπη και η στάση της απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει αλλάξει δραματικά την τελευταία δεκαετία των πολλαπλών κρίσεων. Συγκεκριμένα, η μελέτη που χαρτογράφησε, παρακολούθησε και ανέλυσε τις εξελίξεις στην ευρωπαϊκή κοινωνία πολιτών για μια διετή περίοδο,2018-2020, καταλήγει στα εξής συμπεράσματα:
Πρώτον, παρατηρείται μια αναδυόμενη ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα, όπου το ζητούμενο δεν είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ομάδες της κοινωνίας πολιτών που είναι «υπέρ» ή «κατά» της ΕΕ, αλλά το είδος της Ευρώπης που πρέπει που πρέπει να οικοδομηθεί. Τα δεδομένα χαρτογράφησής των 167 φορέων της κοινωνίας πολιτών αναδεικνύουν ένα δυναμικό οικοσύστημα, που χαρακτηρίζεται από σημαντική διασταύρωση και συνεννόηση μεταξύ των οργανωμένων/επίσημων (που επικεντρώνονται στην επιρροή της πολιτικής και της διακυβέρνησης) και ανεπίσημων φορέων και κινημάτων (που δραστηριοποιούνται σε επίπεδο βάσης) της κοινωνίας πολιτών. Δεύτερον, ενώ τα θέματα της αλλαγής του κλίματος, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της καταπολέμησης της ανισότητας, της φυλετικής δικαιοσύνης και των μεταναστευτικών δικαιωμάτων είναι ζητήματα που απασχολούν έντονα την κοινωνία πολιτών, το σημαντικότερο ζήτημα που προκύπτει από τη μελέτη είναι η αυξημένη επιθυμία των φορέων της κοινωνίας πολιτών για συμμετοχή στην διακυβέρνηση της ΕΕ. Αυτή οφείλεται, πρώτον, στην αλλαγή εστίασης των ανεπίσημων φορέων της κοινωνίας πολιτών και των κινημάτων και συγκεκριμένα στην στροφή τους από την έμφαση στη «σύγκρουση» στη «συνεργασία» και την επιθυμία τους να συμμετάσχουν στην επίσημη πολιτική. Δεύτερον, στις πολλαπλές κρίσεις που βίωσε η ΕΕ τα τελευταία 15 χρόνια (της οικονομικής, της μεταναστευτικής, του Brexit και της πανδημίας) και της ανάγκης να δημιουργηθούν και να δραστηριοποιηθούν διευρωπαϊκά δίκτυα, και μάλιστα το 29% με παρουσία στις Βρυξέλες. Τα δίκτυα αυτά, όπως το We Europeans2, το Citizens Take Over Europe3 και το Europe Future Fringe4, έχουν σημαντικό αντίκτυπο και αναδεικνύουν πόσο πολύτιμη είναι η εγγύτητα με τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων.
Τόσο οι επίσημοι όσο και οι επίσημοι φορείς της κοινωνίας πολιτών τονίζουν τη σημασία των προοδευτικών αξιών για το μέλλον της Ευρώπης, επιδιώκουν πιο άμεση συμμετοχή στις ευρωπαϊκές υποθέσεις για τους ευρωπαίους πολίτες και επιθυμούν η ΕΕ να αναλάβει ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπιση των παγκόσμιων απειλών και κρίσεις. Συγκεκριμένα, η έρευνά αποκάλυψε τρία «οράματα της Ευρώπης» με ιδιαίτερη απήχηση στον ευρωπαϊκό πολιτικό χώρο. Αυτά τα οράματα δεν αποτελούν «εναλλακτικές», αλλά εντοπίζονται σε όλους τους φορείς της κοινωνίας πολιτών.
1. Το πρώτο όραμα, το «κανονιστικό», αντιστέκεται στην εθνικιστική λογική του ανταγωνισμού και των διαπραγματεύσεων στην ΕΕ και υπογραμμίζει τη σημασία που έχει η μείωση του «δημοκρατικού ελλείμματος».
2. Το δεύτερο όραμα, το «λαϊκό», τονίζει τη σημασία συμμετοχικών και διαβουλευτικών διαδικασιών. Οι ενημερωτικές διαδικασίες της ΕΕ οφείλουν κατά πρώτο και κύριο λόγο να ενισχύσουν την επικοινωνία της ΕΕ, χωρίς όμως οι παραλήπτες των μηνυμάτων της να αντιμετωπίζονται μόνο ως παθητικοί παραλήπτες, αλλά ως ενεργοί συμμετέχοντες μέσω ενός θεσμοθετημένου διαλόγου τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό της. Αυτό θα έχει τρία οφέλη για την ΔΔ της ΕΕ. Πρώτον, θα συμβάλλει στην αυξημένη κατανόηση των πολιτών για τα παγκόσμια ζητήματα και τις πολιτικές της ΕΕ, προετοιμάζοντας τους για την αντιμετώπιση μελλοντικών προκλήσεων και κρίσεων. Δεύτερον, θα παρέχει στην ΕΕ άμεση ανατροφοδότηση σχετικά με τις δραστηριότητές της, κάτι που μπορεί στη συνέχεια να χρησιμοποιήσει στην αξιολόγηση της απόδοσης και των καθορισμό νέων στόχων. Τρίτον, θα ενθαρρύνει τους πολίτες όχι μόνο να ενισχύσουν το ενδιαφέρον τους για την ΕΕ και την παγκόσμια πολιτική, αλλά θα διευκολύνει και των επαφή των πολιτών και των φορέων της κοινωνίας πολιτών με άλλους πολίτες και ομάδες εντός και εκτός της ΕΕ. Προς αυτήν την κατεύθυνση, οι φορείς της κοινωνίας πολιτών μπορούν να λειτουργήσουν όχι μόνο ως διαχειριστές έργων της ΕΕ, αλλά και ως δρώντες που μπορούν να επηρεάσουν τη διαδικασία διαμόρφωσης συγκεκριμένων στόχων. Η ΕΕ θα μπορούσε επίσης να υποστηρίξει ανεξάρτητες και ιδιωτικές δράσεις, που πραγματοποιούνται από φορείς της κοινωνίας πολιτών και ενθαρρύνουν την ευρωπαϊκή και διεθνή συνεργασία και τον διάλογο – ειδικότερα σε περιπτώσεις όπου η συνεργασία αφορά διακοινωνικά ζητήματα όπου η πολιτική παρέμβαση της ΕΕ μπορεί να μην είναι ευπρόσδεκτη από τους φορείς της κοινωνίας πολιτών. Υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για τους οποίους η ΕΕ οφείλει να στηρίξει τέτοιες πρωτοβουλίες. Το κοινωνικό κεφάλαιο και η εμπιστοσύνη δεν μπορούν να δημιουργηθούν μέσω ελέγχου της κατάστασης, αλλά πρέπει να βασίζονται στη συνεργασία των φορέων της κοινωνίας πολιτών με κοινές αξίες και συμφέροντα που διαμορφώνονται και ενισχύονται μέσα από ανεπίσημες διαδικασίες.
3. Το τρίτο όραμα, αυτό της «ανταπόκρισης», επιθυμεί την ετοιμότητα με επαρκείς λύσεις της ΕΕ σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Αυτό το όραμα προκύπτει από την εμπειρία των πρόσφατων κρίσεων, πολλές από τις οποίες έχουν παγκόσμιο και διακρατικό χαρακτήρα, καθώς και από μια πρόβλεψη αυτών που βρίσκονται μπροστά.
Αυτά τα «οράματα», τα «οράματα» για το μέλλον της ΕΕ, που προβάλλει η κοινωνία πολιτών θα μπορούσαν να περιγράφουν ως ένα σύνολο προτάσεων για τη δημοκρατία του 21ου αιώνα. Η δημοκρατία του 20ου αιώνα επικεντρώθηκε σε εθνικό επίπεδο και βασίστηκε σε παραδοσιακές κάθετες μορφές εκπροσώπησης. Εάν η δημοκρατία σημαίνει το σχεδιασμό διαδικασιών, κανόνων και θεσμών που επιτρέπουν στους πολίτες να επηρεάζουν και να συμμετέχουν στις αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή τους και να λογοδοτούν οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων, τότε αυτές οι διαδικασίες, κανόνες και θεσμοί πρέπει να αντικατοπτρίζουν τον περίπλοκο, διακρατικό χαρακτήρα της σύγχρονης ευρωπαϊκής και παγκόσμιας κοινωνίας. Η δημοκρατία του 21ου αιώνα πρέπει να περιλαμβάνει τη συμμετοχή των πολιτών παράλληλα με την επίσημη εκπροσώπηση, πρέπει να είναι πολυεπίπεδη (ευρωπαϊκή, εθνική, τοπική και περιφερειακή) και να περικλείει την πολυμορφία, τον κοσμοπολιτισμό και τον τοπικισμό των ευρωπαίων πολιτών.
Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ δεν μπορεί πλέον να εκλαμβάνεται ως χώρος όπου λειτουργούν μόνο τα κράτη. Σε συνθήκες πιεστικών παγκοσμίων προβλημάτων, οι φορείς της κοινωνίας πολιτών μπορούν να παράγουν και να διαχέουν πληροφορίες, λύσεις και αλλαγές. Αποσυνδεδεμένες από την έννοια της κυριαρχίας ή κυβερνητικών-κομματιών συμφερόντων, απευθύνονται σε ένα ευρύ ακροατήριο που ανησυχεί την προστασία του περιβάλλοντος, την ισότιμη και βιώσιμη ανάπτυξη, και άλλα παγκόσμια δημόσια αγαθά η διάθεση των οποίων δεν μπορεί πλέον να επαφίεται μόνο στους θεσμούς και τις κυβερνήσεις της ΕΕ. Το γεγονός ότι πολλά προβλήματα σήμερα εκτείνονται σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και έχουν τις ίδιες επιπτώσεις σε όλες τις χώρες, διευρύνει των κοινωνικό και πολιτικό χώρο δράση ο οποίος δεν ορίζεται πλέον μόνο με εδαφικές παραμέτρους. Αυτό δεν σημαίνει ότι η εδαφικότητα έχει χάσει όλη της τη σημασία. Εξακολουθεί να ασκεί ισχυρή επίδραση στη μετανάστευση, στην αίσθηση που έχουμε για την ταυτότητα και την κοινότητα. Ωστόσο, η φύση των ζητημάτων που εμπλέκονται ευνοεί τη δημιουργία μιας κατάστασης όπου οι κυβερνήσεις και οι θεσμοί της ΕΕ αντί να δρουν ως «φύλακες», με σκοπό τη διαφύλαξη του «εσωτερικού» από το «εξωτερικό», μοιράζονται τη διαχείριση των ευρωπαϊκών-παγκόσμιων ζητημάτων με φορείς της κοινωνίας πολιτών.
1. Roch Dunin-Wąsowicz (et.al) (2021) The Rise of Insurgent Europeanism LSE IDEAS