Κανένα φτυάρι δεν έθαψε την Άνοιξη
Ποιηση

Κανένα φτυάρι δεν έθαψε την Άνοιξη

  • Σελίδες: 80
  • Τιμή: €10,60
  • ISBN: 978-960-628-265-2
  • Διαστάσεις: 10x20

Ο υδαρής, μεταβαλλόμενος και με χαρακτηριστικά μη συμπαγή, γυναικείος λόγος, μέχρι πριν μερικές δεκαετίες προσδιοριζόταν από τη βιολογική διαφορά, σε σχέση ή σε αντιπαλότητα με τον άνδρα. Η πολυπλοκότητα της ταυτότητας, η πιθανή δυσφορία φύλου ή ρόλου, τα  υποκειμενικά της όρια παρέμεναν ψιλά γράμματα και η ευλογημένη μετατόπιση παρέμενε στα συρτάρια.

Η Ζαφειρία Μολ, η ποιήτρια που μας παρέδωσε το Κανένα φτυάρι δεν έθαψε την Άνοιξη, είναι παιδί της μετατόπισης. Ο τίτλος, οριστικός· βιβλικός σχεδόν, Πατερικός με τη μεταφορά και την κυριολεξία του όρου. Με Θεοπατρικό περίβλημα εκστομίζει το «εξοντωτικό νόημα», μετατοπίζοντας τη γλώσσα  πέρα από την αναμενόμενη νομοτέλεια. Η Ζαφειρία Μολ ενοχλεί με αβρότητα, χρησιμοποιεί τη γλώσσα που την πλήγωσε για να πληγώσει. Μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν  θα λάβεις. Γλώσσαν έδωσες, γλώσσαν θα λάβεις. Συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν έχει και πολύ σημασία. Το γλωσσικό της πεδίο, ο κήπος με τις λέξεις της, υπάρχει και θα υπάρχει και χωρίς αυτήν. Αυτόνομα, μοναχικά και μοναδικά.

Αν έπρεπε να ορίσουμε κάποιους βοηθητικούς άξονες κατανόησης της  ποιητικής της μικροϊστορίας και μακροϊστορίας, θα πρέπει να απαντήσουμε στα τρία  παρακάτω δομικά ερωτήματα:

  1. Ποια είναι η Ζαφειρία Μολ ;
  2. Tι θέλει η Ζαφειρία Μολ;
  3. Τι καταφέρνει και τι «μας φέρνει» η Ζαφειρία Μολ;

Ποια είναι η Ζαφειρία Μολ;
H Ζαφειρία Μολ ασχολείται με τον  σχεδιασμό ενδυμάτων, αντικειμένων και τόπων. Και ναι, όντως σχεδιάζει τόπους! Τόπους φυγής, διαφυγής, υπεκφυγής και εσχάτως τόπους για να ζει. Κατά τα άλλα, όταν της λες «φύγε», μένει και όταν της λες «μείνε», φεύγει. Μα πώς να γίνεις καλός φυγάς

Όταν σου αρέσει το μέρος που μένεις;
Γι’ αυτό μου τα ετοίμασε έτσι ο πατέρας.
«Μείνε» μου είπε κι έφυγα.
«Φύγε» μου είπε κι έμεινα. [Σπουδή στο Νεοσέτ.]

Επίσης, εκτιμά έως λατρείας την ιέρεια του Μαντείου των Δελφών Φημονόη, τον Δημήτρη Χορν, τον Τιμ Μπάρτον, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Ερίκ Ρομέρ, τη Μάτση Χατζηλαζάρου, τον Ζαν Ζενέ και τον Γιώργο Μαργαρίτη,ε νώ προτιμά το γουέτ λουκ με το κέρασμα από ένα κακό ποτό από το να σου πλέξουν τα μαλλάκια με μιγκέ.

Tι θέλει η Ζαφειρία Μολ;
Η Ζαφειρία Μολ θέλει να την αφήσουν στην ανησυχία της.

Ο σβέρκος μου γέμισε φοβισμένους
η καμπούρα μου έγινε λόφος λαού.
Δεν ζήτησα από κανέναν συντροφιά,
είχα μονώσει τον κήπο επιμελώς,
και ξάφνου ήρθαν εξωστρεφείς επιδρομείς. [Αντιπαροχή.]

Η Ζαφειρία Μολ θέλει να δει κάποιος με προσοχή την αίτησή της.

Έκανα αίτηση να επενδύσουμε στην γλυκύτητα/να αναβιώσουμε εκείνον τον αργαλειό που πλέκει εγκώμια [Ανυφάντρα.]

Η Ζαφειρία Μολ θέλει δικαιοσύνη εδώ και τώρα, γιατί

Κατηγορείται για απληστία
Τιμωρείται για εγκράτεια

Η Ζαφειρία Μολ θέλει να μπει ένα τέλος στις  ανούσιες συγκεντρώσεις

Κλήθηκε γενική συνέλευση μητρότητας
Μαζεύτηκαν μάνες, μητέρες, στείρες και μητριές [Εκκλησία της μήτρας.]

Μα πάνω και πέρα απ’ όλα, η Ζαφειρία Μολ θέλει να βελτιώσει την τεχνική της, μια που γνωρίζει πως

με κατάλληλα εφόδια μπορούμε να
διαλύσουμε πόλεις
Με ανεπαρκή τεχνική αρκούμαστε
στην καταστροφή δωματίου [Ομοιόσταση αργίας.]

Τι καταφέρνει και τι «μας φέρνει» η Ζαφειρία Μολ;

Δεν υπάρχει τίποτε το πρωτόλειο στη συλλογή της Ζαφειρίας Μολ. Ο αντίπαλος είναι πανίσχυρος γιατί έχει πάρει εργολαβία τον Κυρίαρχο Λόγο.

Η Ζαφειρία όμως, είναι πιο έξυπνη και πιο πονηρή. Χρησιμοποιεί τις σφαίρες του αντιπάλου, την ίδια του τη γλώσσα δηλαδή. Μέσα από μια πολυδαίδαλη λεκτική σάγκα «φτύνει στα μούτρα» όσα την πλήγωσαν, τη θύμωσαν, την έκαναν να πλήξει. Πλήττει την πλήξη με μια σαδιστική αβρότητα που μόνο όποιος κατέχει καλά τον αστικό πολιτισμό μπορεί.

Το υπερόπλο της είναι η ρίμα. Εκεί, πραγματικά μεγαλουργεί. Παίζοντας τάχα μου, ξεγελώντας με την  «ακινδυνότητα» της ρίμας, μπαίνει μέσα στην εχθρική γλωσσική περιοχή και τα κάνει όλα λαμπόγυαλο. Στον χωροχρόνο της, στην μικροϊστορία της, έχει ανάψει πόλεμος εδώ και καιρό. Κρατήθηκε μία, κρατήθηκε δύο, έφυγε, γύρισε, στριφογύρισε. Κατάπιε πολύ, παρά φύση φύση, «ποτοβάτησε», «τσίκνισε τον καημό», ώσπου δεν πήγαινε άλλο αυτή η κούνια μπέλα. Πήρε τις λέξεις της και δεν έμεινε κάργια για κάργια στη δική της Πρέβεζα.

Είναι σπουδαίο να τελειώνεις με τους κακούς, να σώζεις την Άνοιξη, να χώνεις τον Άιχμαν πιο βαθιά στην κόλαση, να γλιτώνεις και το κορίτσι και τη λέξη «κορίτσι».

Και όλα αυτά, μ’ ένα κουτσοφτυαράκι.