Μυθιστορημα

Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες τους

Πριν ο Μπάροουζ, κυνηγημένος για το φόνο της γυναίκας του, χαθεί στα πρεζοκαταγώγια του Μεξικού γράφοντας το “Junkie”, πριν ο Γκίνσμπεργκ εκδώσει το «Ουρλιαχτό», πριν ο Κέρουακ καβαλήσει τρένα για να διασχίσει την Αμερική, πριν η μπιτ λογοτεχνία καταλάβει παγκόσμια και εξέχουσα θέση στη γραμματολογία (the only rebellion around), in the days before rock’n’roll, όπως θα έλεγε και ο Βαν Μόρισον: αυτός είναι ο χρόνος που γράφτηκε το βιβλίο «Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες του». Νέα Υόρκη, 1945. Ο Ουίλιαμ, ο Άλεν και ο Τζακ σπουδάζουν στο Κολούμπια, αλητεύουν στην πόλη, μπεκροπίνουν και προσπαθούν να σκαρφιστούν το μέλλον τους. Στον κύκλο τους συχνάζουν και οι Λυσιέν Καρ και Ντέιβιντ Ιμς Καμέρερ, φίλοι που αργότερα καταλαμβάνουν τα πρωτοσέλιδα του Τύπου, καθώς ο κατά πολύ μικρότερος Λυσιέν σκοτώνει και ρίχνει στον ποταμό Χάντσον τον Ντέιβιντ εξαιτίας της φορτικής πίεσης του θύματος να συνευρεθεί μαζί του σεξουαλικά. Ο Λυσιέν καταδικάζεται σε δεκαετή εγκλεισμό στο αναμορφωτήριο, οι κραιπάλες όμως συνεχίζονται, καθώς στην παρέα ολοένα και περισσότερα πρόσωπα μπαίνουν και βγαίνουν. Ο κύκλος αυτός λίγα χρόνια αργότερα θα μεγαλουργήσει ως beat generation.

Άσημοι, όμως, ακόμα, ο Μπάροουζ και ο Κέρουακ αποφασίζουν να καταγράψουν την ιστορία της παρέας τους σε ένα από κοινού μυθιστόρημα, όπου για ευνόητους λόγους αλλάζουν τα ονόματα των πρωταγωνιστών. Οι δύο μυθιστορηματικοί χαρακτήρες, Ουίλ Ντένισον και Μάικ Ράικο, εξιστορούν έργα και ημέρες. Επηρεασμένοι από τον γαλλικό υπαρξισμό, που πέρασε στην Αμερική σχετικά πιο αργά από ό,τι στην Ευρώπη, αυθάδεις, πλάνητες, πένητες και εμμονοληπτικοί με το παρόν, δίχως ίχνος έγνοιας για το μέλλον, οι ήρωες του «Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες τους» είναι οι πρώτοι μυθιστορηματικοί πρωταγωνιστές της beat generation. Η τζαζ πλημμυρίζει τη Νέα Υόρκη, μπάτσοι και περιθώριο ανταμώνουν στα μπαρ, η μορφίνη αναδεικνύεται σε καταπραϋντικό φετίχ και τα βιβλία του Μπαλζάκ χρησιμεύουν για υποστήριγμα σε τασάκια και κουτσούς καναπέδες. Διαμερίσματα με κατσαρίδες, ατελείωτες νύχτες μπεκρουλιάσματος με Ντιμπονέ, αλητεία στους δρόμους, παλιοκόριτσα αλλά και δεσποινίδες καλών οικογενειών που παραστρατούν, όνειρα φυγής με ναυτικά φυλλάδια για το Παρίσι.

Το βιβλίο «Και έβρασαν οι ιπποπόταμοι στις γούρνες τους» πήρε τον τίτλο του από ένα ρεπορτάζ που άκουσε ο Μπάροουζ στο ραδιόφωνο σχετικά με την πυρκαγιά ενός τσίρκο του Σεν Λιούς. Μια μικρή αρχικά φωτιά έκανε παρανάλωμα θεατές, εργαζομένους και ζώα, καθώς εξαπλώθηκε τάχιστα λόγω αλείμματος της τέντας από πλευράς των υπευθύνων με παραφίνη, για να δείχνει πιο γυαλιστερή. Όταν το μυθιστόρημα τελείωσε, οι Μπάροουζ και Κέρουακ το δειγμάτισαν στους εκδοτικούς οίκους της εποχής, εισπράττοντας μόνο καλά λόγια, αλλά καμία έκδοση, με αποτέλεσμα η δουλειά τους να καταχωνιαστεί και να έρθει στο φως το 2008, μετά το άνοιγμα δηλαδή της διαθήκης και των αρχείων του Μπάροουζ. Όλοι, ωστόσο, ήξεραν γι’ αυτό από τις συνεντεύξεις του Κέρουακ, από την αυτοβιογραφία της συζύγου του αλλά και διηγήσεις των Μπάροουζ και Γκίνσμπεργκ.

Το βιβλίο είναι το πρώτο δείγμα μπιτ γραφής. Η Λυδία λίθος της γενιάς των μπιτ; Αναμφισβήτητα, εφόσον ο αναγνώστης θα διακρίνει στις σελίδες του τόσο τη φιλοσοφία της ζωής στο δρόμο, την ιδεολογία της φυγής, τη χαοτική Αμερική της εξερεύνησης και της αυτοκαταστροφής, όσο και το λογοτεχνικό στίγμα των συγγραφέων του. Μια θριαμβική έκδοση για τη σειρά Cult Stories των εκδόσεων Τόπος, που μπορούν να υπερηφανεύονται πως εξασφάλισαν τις σελίδες από τις οποίες ξεκίνησε η εκρηκτική ανάφλεξη μιας ολόκληρης γενιάς, που συμπαρέσυρε ολόκληρη της Αμερική στο διάβα της.