6936-15936.jpg
Μυθιστορημα

Σναφ

Γεννημένη στο Ρέθυμνο πριν 55 χρόνια, η Ελένη Γιαννακάκη έχει ήδη στο ενεργητικό της το «Περί ορέξεως και άλλων δεινών»(βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα περιοδικού «Διαβάζω», 2002) και βεβαίως «Τα χερουβείμ της μοκέτας», που εγγράφεται στα καλύτερα μυθιστορήματα της τελευταίας πενταετίας, ελληνικά ή ξένα. Το τρίτο της μυθιστόρημα δανείζεται τον τίτλο του από την κινηματογραφική υποκουλτούρα. Snuff: κινηματογραφική ταινία στη διάρκεια της οποίας ο θεατής παρακολουθεί καταγεγραμμένη απ’ το φακό μια πραγματική δολοφονία η οποία ενίοτε συνδυάζεται με σκληρό σεξ. Η παρακολούθησή της υποτίθεται ότι εξάπτει τη libido.

Ήρωας στο βιβλίο της είναι ο Μανούσος, γόνος εγγράμματης οικογένειας της (μεγαλο)αστικής τάξης. Τον πρωτοσυναντάμε άγουρο δεκατεσσάρων ετών. Εθισμένο στα videogames και ειδικότερα στα role playing games. Νεαρός ακόμα, ο Μανούσος γίνεται μάρτυρας ενός θανατηφόρου αυτοκινητιστικού δυστυχήματος. Παρατηρεί τα θύματα να καίγονται ζωντανά και ερεθίζεται με την εικόνα της καψαλισμένης σάρκας. Κινηματογραφεί με το κινητό του τους δύο ανθρώπους ενώ πεθαίνουν. Φτιάχνει το πρώτο του snuff.

Τον συναντάμε μετά σπουδαστή στο πανεπιστήμιο, στην Αθήνα του 2014, ένθερμο σινεφίλ και δόκιμο σκηνοθέτη με όρεξη για πειραματισμούς κάθε είδους. Στο μεταξύ, ο φυσικός του πατέρας έχει πεθάνει και η μητέρα του έχει παντρευτεί ένα μεγαλοεπιχειρηματία, τον οποίο ο Μανούσος δεν αποδέχεται. Τον αφήνουμε στο τέλος ώριμο στα τριανταπέντε του, λέκτορα φιλολογίας στην Οξφόρδη – οι πιο μεστές σελίδες του βιβλίου, η Γιαννακάκη αξιοποιεί τη δική της εμπειρία στο οξφορδιανό campus όπου και διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία. Στη διαδρομή μαθαίνουμε ότι ο Μανούσος στα νεανικά του χρόνια συμμετείχε ενεργά στο γύρισμα ενός snuff. Μαθαίνουμε επίσης τα dessous της σχέσης του με τον εφηβικό του έρωτα, τη Χρυσούλα, η οποία παλιότερα τα είχε με το φίλο του, Βαγγέλη. Βήμα-βήμα, καθώς ο ρυθμός της αφήγησης επιταχύνει, πληθαίνουν οι αποκαλύψεις σχετικά με το παρελθόν του ήρωα. Το ανοιχτό σε ερμηνείες φινάλε κορυφώνεται με τη σκηνή ενός θερμού απολογισμού, ενώπιος-ενωπίω με τη μητέρα του.

Η Γιαννακάκη στο βιβλίο της περιγράφει ουσιαστικά το πώς η σύγχρονη τηλεοπτική δημοκρατία, σε μια κοινωνία που έχει εκπέσει από το είναι στο έχειν κι από εκεί στο φαίνεσθαι, παράγει ένα τέρας. Θαρρώ, ωστόσο, ότι η σπουδαιότητα του πονήματός της δεν έχει να κάνει με το θέμα της καθαυτό, ούτε με την προκλητικότητά του. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με περιγραφές ακραίας ή συμβολικής βίας, για παράδειγμα με μυθιστορήματα όπως στο «Εργοστάσιο σφηκών» του Ίαν Μπανκς ή το “Crash” του Τζ. Γκ. Μπάλαρντ (στο οποίο παραπέμπει απευθείας η σκηνή του ατυχήματος), δεν πρόκειται να τσιτώσουν. Όπως και στο προαναφερθέν «Τα χερουβείμ της μοκέτας» (το ψυχογράφημα της σημερινής Ελληνίδας σε ένα και μόνο 24ωρο, α λα Τζόις), έτσι και εδώ η Γιαννακάκη σώζει και κερδίζει (πανηγυρικά) την παρτίδα με την καλειδοσκοπική αφήγησή της – αφήγηση που δεν εκφέρεται ως συμβατικός εσωτερικός μονόλογος που ρέπει σε ομφαλοσκόπηση, αλλά εκφέρεται ως μια ροή συνειρμών, όπου το συνειδησιακό μπερδεύεται με το αισθητηριακό. Κάποιος λιγότερο ικανός συγγραφέας θα είχε αρκεστεί στην τακτική του σοκ. Η Γιαννακάκη αντιπαραβάλλει τη ρωμαλέα τεχνική της.

Ελένη Γιαννακάκη, εκδ. Εστία, σελ. 361