5stavrakopoulou.jpg
Μυθιστορημα

Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου

  • Σελίδες: 928
  • Τιμή: €27,78
  • ISBN: 978-618-5141-66-0
  • Διαστάσεις: 17 x 24

Πρόκειται για μια σειρά συνομιλιών της συγγραφέως με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, ένα εξομολογητικό «μουχαμπέτι», όπως του άρεσε να το αποκαλεί, που βάστηξε για δέκα σχεδόν χρόνια. Και μέσα απ’ αυτό, ξεδιπλώνεται η χειμαρρώδης και «προκλητική» προσωπικότητα του ποιητή, που σπάει όλους τους φραγμούς του «καθωσπρεπισμού» του πνευματικού κόσμου της εποχής μας.

Απόσπασμα από τον Πρόλογο του βιβλίου
Γνωριστήκαμε το 1982, όταν ένας κοινός γνωστός μας, ο γλύπτης Κυριάκος Καμπαδάκης, με πήγε στο γραφείο του Χριστιανόπουλου, στη «Διαγώνιο», να του χαρίσω την πρώτη συλλογή μου με πεζογραφήματα – φιλοδοξούσα κι εγώ να μπω στο λογοτεχνικό μας σινάφι, να του αρέσουν και να μου ζητήσει συνεργασία για τη Διαγώνιο. Τον θεωρούσα, κατά κάποιον τρόπο, πατριάρχη των μεταπολεμικών γραμμάτων και επιζητούσα, ας πούμε, την ευλογία του. «Μη λες “πατριάρχης”», με διόρθωσε. «Λιγάκι φοβούμαι ότι πέφτεις έξω. Πες “πατριαρχίδας”». Και γελάσαμε οι παρευρισκόμενοι στο γραφείο του.

Τον Μάρτιο του 2003, ο Ντίνος παρουσίασε επαινετικά στον «Ιανό» το βιβλίο μου Οι δεξιώσεις, μαζί με τον πανεπιστημιακό καθηγητή Γιώργο Κεχαγιόγλου, προκαλώντας τον φθόνο των συναδέλφων μου. Στο τέλος του ίδιου χρόνου, λίγο πριν κάνει την επέμβαση καρδιάς, οργάνωσε μια παρουσίαση του λογοτεχνικού μου έργου στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών, το οποίο υπάγεται στο Πανεπιστήμιο. Είχαν έρθει οι σοβαροί κύριοι της γειτονιάς μας, δημόσιοι υπάλληλοι και μαγαζάτορες, με τις συμβίες τους –Τετάρτη απόγευμα, κλειστά τα εμπορικά καταστήματα– να ακούσουν τον περίφημο ποιητή Χριστιανόπουλο να μιλάει για τη γειτόνισσά τους, καθηγήτρια πανεπιστημίου και πεζογράφο, καθώς και ορισμένοι συνάδελφοί μου και κάποιοι λογοτέχνες της πόλης μας. Κι αυτός, επί δύο ώρες, δεν σταματούσε να ευτελίζει εμένα και το έργο μου, αναιρώντας όλα όσα είχε πει στον «Ιανό» πριν από λίγους μήνες• ερχόταν, έτσι, στα ίσα του. Θα έπρεπε να το περιμένω• όχι μόνο δεν του άρεσαν οι καλοσύνες και οι αγάπες, αλλά συνήθιζε και να προκαλεί στις δημόσιες εμφανίσεις του, ερεθίζοντας αρνητικά το κοινό. «Εγώ είμαι αντικομφορμιστής», απαντούσε στους διάφορους επικριτές του. «Δεν μιλώ με τα στερεότυπα του καθωσπρέπει κυρίου. Και αυτό κάνει κάποια  αίσθηση. Μεγάλη. Σαν μια ηλεκτρική εκκένωση».

Παρ’ όλ’ αυτά, δεν του κράτησα κακία• γοητευμένη από τα πρωτότυπα γραπτά και τα φιλολογικά του κείμενα, ήθελα να γράψω για το έργο του. Προς το τέλος του 2004, του έκανα την ίδια πρόταση. «Καλά», είπε, «αφού επιμένεις. Αλλά όχι μελέτες και βιογραφίες. Νισάφι. Άρχισα να τα σιχαίνομαι τα φιλολογικά». «Ε, τότε τι;» τον ρώτησα. «Εμείς αγαπιόμαστε. Θα το ρίξουμε στο μουχαμπέτι. Ξέρεις τι είναι το μουχαμπέτι, Σωτηρούλα; Κουβεντούλες, ελεύθερες όμως, χωρίς πρόγραμμα και σκοπιμότητες. Ναι, γιατί στην κοινωνική ζωή μας είμαστε λίγο κουμπωμένοι• δεν τα λέμε όπως τα σκεφτόμαστε. […] Λοιπόν, από αγάπη, θα αρχίσουμε μια κουβεντούλα, όπου όλα θα σου τα λέω ξεβράκωτος. Μη γελάς.

Όπως μου έρχονται στο μυαλό. Για τη ζωή μου, για το έργο μου, για τις γάτες μου, για λογοτέχνες, για φίλους, για ρεμπέτες, για γεγονότα […] Αχ, πολλά είπαμε απόψε. Γκουντ μπάι τώρα, πάω στο σπίτι να ταΐσω τα γατιά μου».