12904-29251.jpg
Μυθιστορημα

Πώς να κρυφτείς

Επιστρέφει στην Αθήνα –μετά από 7 χρόνια παραμονής στο Βερολίνο– και στη λογοτεχνία με ένα εσωτερικό ταξίδι στο καινούργιο της μυθιστόρημα «Πώς να κρυφτείς». Η Α.V. είχε περιέργεια να μάθει τους λόγους.

Eίναι ακόμη πολύχρωμη η ζωή εκεί έξω; Πολύχρωμη ναι – αλλά με πιο δραματικές αποχρώσεις. Σαν ηλιοβασίλεμα.

Πώς αποφάσισες να γυρίσεις στην Ελλάδα σε μια περίοδο που όλοι σκέφτονται να φύγουν; Μάλλον είμαι πνεύμα αντιλογίας! Κι επίσης πιστεύω ότι η καταβαράθρωση είναι δημιουργική, για τους καλλιτέχνες τουλάχιστον. Αλλά και για τους υπόλοιπους τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα – πρέπει να σκαρφιζόμαστε διαρκώς ιδέες επιβίωσης, να βάζουμε δηλαδή το μυαλό μας να δουλέψει.

Τι θυμάσαι πιο έντονα ή τι νομίζεις ότι θα νοσταλγήσεις περισσότερο από την επταετία στο Βερολίνο; Τις βόλτες στα πάρκα με την κόρη μου, τα πρωινά στο γραφείο μου με τη βροχή να πέφτει στα τζάμια, τα μεσημέρια στα φτηνά καφέ με φίλους, τα ήσυχα βράδια. Τη σιωπή. Και την αίσθηση ότι είμαι ξένη.

Ποια η σχέση σου με τη νοσταλγία; Είναι πολύ καλή δυστυχώς. Προσπαθώ απεγνωσμένα να διαρρήξω τις σχέσεις μας και να συγκεντρωθώ λίγο στο παρόν...

Πώς έβλεπες την ελληνική πραγματικότητα από την απόσταση που διέθετες κατά την παραμονή σου στο Βερολίνο; Ως καθαρή μυθοπλασία. Ήταν σαν να είχα βάλει ένα audio book να παίζει. Το πιο περιπετειώδες βιβλίο: διαφθορά, σκάνδαλα, ίντριγκα και συνεχείς ανατροπές.

Πώς είναι να είσαι τώρα μετανάστης στη Γερμανία και πώς βλέπεις το ελληνικό μεταναστευτικό ζήτημα; Εγώ ήμουν μετανάστης πολυτελείας, αλλά ίσως στο μέλλον ξαναζήσουμε την ελληνική μετανάστευση με τους όρους της δεκαετίας του ’60, όπως την περιγράφει ο  Δημήτρης Χατζής στο «Διπλό Βιβλίο». Ένα νέο κύμα ελληνικής μετανάστευσης θα βοηθούσε να καταλάβουμε καλύτερα κι εμείς τους μετανάστες εδώ. Και να αντιμετωπίσουμε τους ταξικούς μας φόβους που απλώς τους παραχώσαμε βαθιά, αλλά ποτέ δεν τους χάσαμε.

Μου άρεσε η επιλογή διαφορετικών αφηγητών που δίνουν μια πολυφωνική ερμηνεία της ιστορίας σου αλλά και της ίδιας της αντίληψης για τον κόσμο. Σε οδήγησε εκεί ο «στρυφνός» χαρακτήρας του Στέφανου, του κεντρικού σου ήρωα; Ναι, ένας εσωστρεφής ήρωας δεν μιλάει για τον εαυτό του. Είναι πιο αληθοφανές να μιλούν άλλοι γι’ αυτόν...

Πώς τα πας κάθε φορά με τους ήρωές σου; Εξαρτάται. Αυτή τη φορά με δυσκόλεψε πολύ ο Γερμανός απαγωγέας του Στέφανου, η κατανόηση των κινήτρων της απαγωγής ενός παιδιού. Έζησα τόσα χρόνια στο Βερολίνο αλλά δυσκολεύτηκα να καταλάβω πώς σκέφτονται οι Γερμανοί: δεν μιλάνε για το παρελθόν... Το αίνιγμα λύθηκε όταν συνάντησα έναν αιωνόβιο μαρξιστή ιερωμένο που δεν φοβόταν πια το θάνατο και συγκέρασε στο πρόσωπό του ένα αντιφατικό πορτρέτο του τελευταίου αιώνα στη Γερμανία.

Bερολίνο - Αθήνα; Πόσο κοντά; Πόσο μακριά; Τρεις ώρες με το αεροπλάνο, δύο μέρες με το αυτοκίνητο. Κι όμως απέχουν χιλιόμετρα φωτός στον τρόπο σκέψης.

Ποιο είναι το αγαπημένο σου ταξίδι; Το αμέσως επόμενο.

Ποιες άλλες μορφές τέχνης επιδρούν στο γράψιμό σου; Ο κινηματογράφος, οι εικαστικές τέχνες, το θέατρο, τα πάντα. Αυτή τη φορά και η αρχιτεκτονική. Στο «Πώς να κρυφτείς» το Βερολίνο και οι ακτές του Κορινθιακού είναι κατά κάποιον τρόπο ήρωες επίσης.

Ποιος είναι ο αγαπημένος σου λογοτεχνικός ήρωας; Η Ζαζί του Ρεϊμόντ Κενό και η Κασσάνδρα της Μαργαρίτας Καραπάνου – μικρά θεότρελα κορίτσια.Σε ποιον-α συγγραφέα θα ήθελες να πάρεις συνέντευξη και ποιο ήταν το πιο συναρπαστικό πρόσωπο με το οποίο έχεις, ήδη, μιλήσει;Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις συζητήσεις μου με τον Γονατά, τη Μάργκαρετ Άτγουντ, τον Άμος Οζ και τον Τζέρομ Τσάριν. Θα ήθελα να έχω προλάβει τον Μανσέτ, τη Χάισμιθ, το ζεύγος Μπόουλς και τον Ρομπέρτο Μπολάνιο.

Τι διαβάζεις αυτή τη στιγμή; Τα «Γράμματα σε μια νεαρή φίλη» του Κρισναμούρτι. Είναι καλό πριν κοιμηθείς να παύει να φλυαρεί το Εγώ.

Θεωρείς ότι η κρίση θα απομακρύνει ή όχι τον κόσμο από την ανάγνωση; Ελπίζω ότι η κρίση θα οδηγήσει ξανά τους ανθρώπους πίσω στην τέχνη, στη διατύπωση κρίσιμων ερωτήσεων.

Tι είναι για σένα τέχνη; Ακριβώς αυτό. Η αμηχανία και η ανακούφιση που νιώθουμε όταν κάποιος θέτει εκ μέρους μας μια ερώτηση που αμελούμε –αλλά κατά βάθος φοβόμαστε– να διατυπώσουμε.

Σελ. 368

Το βιβλίο κυκλοφορεί και σε ψηφιακή μορφή ebook (σελ. 368)