Αφού με ρωτάτε να θυμηθώ
Μανούλα και μπαμπάκα, Εύχομαι σύντομα να με δείτε και να σας δω, όχι σαν φωτογραφία. Σύμφωνοι; Με πολλή αγάπη, το Μαράκι σας. Οδησσός, Σεπτέμβριος 1959
Κυψέλη, Σεπτέμβριος 2010
Συναντώ τη Μαρία Μπέικου. Το σπίτι της οδού Κυκλάδων είναι γεμάτο αναμνήσεις, φίλοι τηλεφωνούν, παγωτό φιστίκι-σοκολάτα λιώνει στο μπολάκι. Στον τοίχο η κοκκινομάλλα με δίκοχο, πιασμένη χέρι χέρι με έναν όμορφο άντρα, χαμογελαστή στη χλόη, σοβαρή στο φωτογραφείο, έφιππη στην Αλβανία, ανάμεσα στους μαυροσκούφηδες του Άρη, με το νεαρό Αντρέι Ταρκόφκι σε κάποιο πλατό. Έχω ραντεβού με τη «μικρή» ιστορία, αυτή που γράφτηκε στο περιθώριο των μεγάλων συγκρούσεων, των μεγάλων αποφάσεων, των μεγάλων ακυρώσεων και προδοσιών. Στο Ατομικό Βιβλιάριο Αξιωματικού της, που φυλάει ακόμα άψογο, υπάρχει μια πολύχρωμη σελίδα: «Στη Μαρία, που πρόσφερε την ομορφιά της στους δρόμους του πολέμου…». Η ποιητική αφιέρωση του Πολ Ελιάρ σημαδεύει στην καρδιά. Προσπαθώ να φανταστώ το 22χρονο κορίτσι που κουβαλά σαν τραύμα τις μέρες της νιότης. Πώς είναι η ζωή σημαδεμένη από τον αγώνα για επιβίωση; Η εμπειρία της εξορίας και 27 χρόνια χωρίς ιθαγένεια; Πώς είναι να «ξαναγνωρίζεις» τον άντρα σου στα 40; Να είσαι κυνηγημένος, παράνομος, άρρωστος, διαψευσμένος; Πρώτη αφορμή στάθηκε η συγκλονιστική παράσταση «Μάουζερ» του Μίλερ που ανέβασε πέρυσι ο Θόδωρος Τερζόπουλος και πήρε μέρος. Έπαιξε την ουσία αυτού που έζησε. Θέλω να σηκώσει το πέπλο της μνήμης και να θυμηθεί γιατί έγιναν όλα αυτά και πώς κατρακύλησαν οι ελπίδες της. Την ευκαιρία μού δίνει η λιτή, συγκινητική βιογραφία της που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, όπως τη διηγήθηκε στην Τασούλα Βερβενιώτη. «Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ…», μου λέει.
Δεν ήθελα να τα θυμάμαι… επειδή ο Δημοκρατικός Στρατός τελείωσε έτσι, με την ήττα μας. Και βρεθήκαμε σε μια ξένη χώρα ξαφνικά. Κρατούσα ημερολόγιο σχεδόν καθημερινά, αλλά το είχα διαγράψει από τη μνήμη μου. Το ’96 αρρώστησα σοβαρά και πανικοβλήθηκα. Τότε μιλούσαμε με την Τασούλα και λέω: «Τασούλα μου, το μόνο που με νοιάζει είναι τι θα γίνει το αρχείο του άντρα μου, του Γεωργούλα, γιατί έχει πολύτιμα πράγματα». Ήταν μια βαλίτσα την οποία είχαν κάνει στη φυλακή, για να βγάλει παράνομα τα γραπτά του. Αυτή τη βαλίτσα την παρέδωσα στο ΑΣΚΙ και στον Φίλιππο Ηλιού... κι εκεί μέσα βρέθηκε και το δικό μου ημερολόγιο. Το πιο τραυματικό σημείο σε όλη μας την ιστορία ήταν η ήττα, και τέτοιου είδους ήττα, να φύγουμε από τη χώρα. Και να ελπίζουμε ότι θα ξαναγυρίσουμε σαν στρατός. Πιστεύαμε τόσο πολύ στην καθοδήγηση, κάναμε ό,τι μας έλεγαν. Έχει δίκιο η Έλλη (Παππά) που χαρακτηρίζει μεταφυσική αυτή την τυφλή πίστη στην ηγεσία.
Είκοσι δύο χρονών έφυγα για το Βουνό. Έφυγα για να γλιτώσω το θάνατο, την εξορία, τη φυλακή, για τίποτε άλλο. Μας κυνηγούσαν, ήμασταν τα μαύρα πρόβατα, οι κακοί, οι εχθροί. Εμένα με πρόδιδαν τα κόκκινα μαλλιά. Θυμάμαι μια σκηνή μέσα σε ένα τραμ, που μία γυναίκα από την άλλη άκρη φώναξε: «Αυτή, αυτή με τα κόκκινα μαλλιά…». Τρελάθηκα, κατέβηκα αμέσως, κατάλαβα ότι ήταν από αυτούς που έψαχναν να με πιάσουν. Είχα και τον άντρα μου και τον αδελφό μου να μου λένε συνέχεια: «Φύγε, φύγε, φύγε, για να γλιτώσεις». Δεν είχα άλλη διέξοδο...
Βγήκα στο Βουνό το ’47, με φυματίωση. 50-50, ή θα νικήσω την αρρώστια και θα ζήσω ή θα πεθάνω. Οι συνθήκες στον Δημοκρατικό Στρατό ήτανε, πώς να τις χαρακτηρίσεις… φοβερές. Το ’49, την Πρωτοχρονιά, έφυγα με μια ομάδα γυναικών για τη βόρειο Ελλάδα. Ένα μήνα κάναμε στο δρόμο. Το τι περάσαμε, δεν περιγράφεται. Πεινούσαμε. Πήραμε απόφαση να σφάξουμε το μουλαράκι το κουτσό, το αγαπημένο μου, που κουβαλούσε τα καζάνια. Βρίσκαμε αυτά που άφηνε ο Πεντεδέκας, ο φίλος μου –μια χούφτα αλεύρι, μια χούφτα πλιγούρι, λίγο τραχανά– ρίχναμε νερό στο καζάνι και αυτό ήταν το συσσίτιο μας. Μ’ αυτά ζήσαμε. Και επιπλέον δεν ξέραμε αν θα ζήσουμε. Τότε ξεκίνησα να κρατάω το ημερολόγιο. Τα συναισθήματα προσπαθούσα να τα αποφεύγω και δεν τα έγραφα. Θυμάμαι ένα περιστατικό, όταν ακούσαμε από την απέναντι σκοπιά το «Κάποια μάνα αναστενάζει» –εμείς πού να ξέρουμε ότι υπάρχει ο Τσιτσάνης– και ξεσπάσαμε σε κλάματα. Είχαμε βλέπεις απέναντι τον «αδελφό» μας, δεν ήταν ο Γερμανός. Έπρεπε όμως να ρίξω κι εγώ, και το λέω μεταφορικά το εγώ. Γιατί εφόσον σε πυροβολούν, πρέπει να αμυνθείς, δεν θα σταθείς έτσι να σε σκοτώσουνε. Τι να πω τώρα; Μπορεί να πω ότι φταίω που έζησα;
Όταν τον Αύγουστο του ’49 έγινε η κατάρρευση, όλοι μαζί περάσαμε στην Αλβανία. Μέχρι την τελευταία μέρα πιστεύαμε ότι θα επιστρέψουμε. Και ξαφνικά μας λένε «αύριο φεύγετε» και μπαίνουμε μέσα στα καράβια προς το άγνωστο. Φτάσαμε στην Τασκένδη κι ακόμα πιστεύαμε ότι θα μείνουμε λίγο καιρό. Έγώ έμεινα δύο χρόνια. Η προσαρμογή ήταν πολύ δύσκολη, αλλά πιστεύαμε ότι θα γυρίσουμε.
Το ’52 πήγα στη Μόσχα για το ραδιοφωνικό σταθμό. Έμεινα 25 χρόνια. Στη Μόσχα ήταν καλά. Κάποια στιγμή μας επετράπη η επαφή κι άρχισαν να έρχονται Έλληνες. Ήρθαν πολλοί. Ο Μίκης, ο Γιώργος ο Μαρινάκης, ο άντρας της Άννας Συνοδινού και άλλοι. Στο σπίτι μου γίνονταν όλες οι συναντήσεις. Στο Ινστιτούτο Κινηματογραφίας, πήγα τον Σεπτέμβριο του ’52, σπούδασα σκηνοθεσία και ηθοποιία. Εκεί γνώρισα τον Ταρκόφσκι. Ήμασταν κολλητοί, πώς το λένε τα παιδιά, κολλητάρια. Γυρίσαμε μάλιστα και μια ταινία μαζί, τους «Φονιάδες». Τι να πω, τώρα, για τον Αντρέι; Ήταν το άλλο μισό μου, που λέει ο λόγος. Και με την Ήρα –με την Ήρα, σήμερα μίλησα, κιόλας– την πρώτη του γυναίκα. Γιατί τη δεύτερη ούτε που την είδα, ούτε που ξέρω κιόλας πώς λέγεται. Ήθελε να με γνωρίσει ο Αντρέι και του λέω «όχι».
Το ’61 ήρθε ο Γεωργούλας. Τον έζησα πολύ λίγο. Θυμάμαι όταν τον πρωτογνώρισα. Είχα ένα σκίρτημα, αλλά δεν τολμούσα. Ότι του άρεσα το κατάλαβα μετά, όταν απελευθερωθήκαμε. Μια μέρα έβγαλε από το χέρι του το ρολόι του, μου το έδωσε και μου είπε: «Νομίζω ότι από εδώ και πέρα, πρέπει να ζήσουμε μαζί». Ήμουν 19 χρονών τότε.
Αν μπορούσατε να γυρίσετε πίσω το χρόνο... Αν είχα, ας πούμε, τη γνώση που έχω τώρα, μπορεί να απέφευγα ορισμένα πράγματα. Αλλά πάλι δεν θα περνούσα από την Αντίσταση; Ήταν αδιανόητο για εμένα. Έπειτα, η διαφυγή μου ήταν άμυνα. Το λέω με μεγάλα γράμματα αυτό, ότι έπρεπε να αμυνθούμε και η άμυνά μας ήταν ο Δ.Σ., δεν είχαμε άλλο τρόπο, αφού μας πιάνανε και μας σκοτώνανε. Μας σκοτώνανε, πώς το λένε, σαν ζώα. Δεν ξέρω, πάντως, αν θα ήθελα να τα ξαναζήσω. Ήταν πολλά τα κακά, πάρα πολλά για να ξεχαστούν. Δεν ξεχνιούνται.
Ποια θεωρείτε λάθη, που δε θα θέλατε ποτέ να τα επαναλάβετε; Εγώ, προσωπικώς, δεν είπα «α, οι επιλογές». Σαν καθοδήγηση δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Ήμουν στρατιώτης, οι στρατιώτες πειθαρχούν.
Τότε αυτή είναι η ερώτηση: Θα ξαναήσασταν στρατιώτης, τόσο πειθαρχημένος; Οπωσδήποτε. Αν ήταν έτσι, όπως τότε, και βέβαια. Επιλογή δεν υπάρχει. Όταν είσαι στρατιώτης πειθαρχείς.
Μπορείτε να το πείτε και πολιτικό βιβλίο και μάλιστα σε μία τόσο δύσκολη συγκυρία; Δεν ξέρω, ας το κρίνει ο αναγνώστης. Επειδή με ρωτούσαν συνέχεια και διηγιόμουνα διάφορα, επέμειναν οι δικοί μου να τα γράψω και περισσότερο απ’ όλους η Τασούλα, η οποία έκανε τη διατριβή της πάνω στις γυναίκες αντάρτισσες.
Το σημερινό ΚΚΕ πώς σας φαίνεται; Πανάρχαιο. Βρίσκονται στο ’17, έχουν όμως κάποια πέραση, ιδίως στην ηλικία μας, και δεν θέλουν να εκσυγχρονιστούν.
Γιατί; Γιατί θεωρούν ότι αυτός είναι ο δρόμος. Εγώ θεωρώ ότι θα ακουμπήσουμε πάλι στον Μαρξ και θα τον διαβάσουμε, όχι η δική μου η γενιά, αλλά η δική σας, οι νεότεροι, και θα τον μελετήσουν διαφορετικά. Και όταν μελετηθεί και θεωρηθεί οριστικά, σωστά προπαντός, τότε θα αλλάξουμε. Κάθε φορά που βρίσκομαι με νέα παιδιά, τους λέω ότι θα κάνετε το ίδιο που κάναμε και εμείς.
Τι πιστεύετε για τη νέα κίνηση του Φώτη Κουβέλη; Τηλεφώνησα στον Φώτη να του δώσω συγχαρητήρια και να του πω ότι ένιωσα όχι απλώς ικανοποίηση, μια ανάσα. Πήρα μια ανάσα βαθιά. Χάρηκε. Μετά μου τηλεφώνησε άλλος φίλος και μου ζήτησε να υπογράψω. Με χέρια και με πόδια, είπα, να υπογράψω γι’ αυτή την κίνηση, γιατί θεωρώ ότι αν ευοδώσει μπορεί να δούμε μια αχτίδα φωτός.
Τα ονειρεύεστε ποτέ αυτά που ζήσατε;
Πώς, αλλά αμέσως μου ξεφεύγανε. Δεν ξέρω γιατί, δεν βλέπω όνειρα τώρα, παίρνω και πολλά φάρμακα κι αυτά δημιουργούν διαλείψεις. Αλλά όταν ξυπνάω έχω την αίσθηση... ναι, ότι τρέχω στα βουνά.
Αφού με ρωτάτε να θυμηθώ
Μαρία Μπέικου, επιμέλεια Τασούλα Βερβενιώτη,
εκδ. Καστανιώτη, σελ. 236