Όλοι μαζί, τώρα!
Γνωριστήκαμε με τον Γιώργο πριν λίγο καιρό, με αφορμή το καινούργιο του βιβλίο, στο σπίτι του στα Ιλίσια. Πρόκειται για μια γοητευτική και πολυσχιδή προσωπικότητα, με πολλές κατά καιρούς και εν πολλοίς ταυτόχρονες ιδιότητες: παρά λίγο κτηνίατρος, γκαρσόνι σε μπουάτ, ηθοποιός, φτωχός μπογιατζής, μέλος του ΕΚΚΕ, κρατούμενος με βασανιστήρια επί χούντας, σκηνοθέτης, συγγραφέας, ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής, βιβλιοπώλης, σεναριογράφος, παρουσιαστής τηλεοπτικών εκπομπών, εκδότης, οικολόγος, βιβλιοφάγος και πολλά άλλα. Θα έλεγα –αν οι λέξεις δεν ήταν τόσο φθαρμένες– ένας διανοούμενος παλιού τύπου, απ’ αυτούς που είναι πλέον πολύ σπάνιοι γύρω μας, οι οποίοι μεγαλώνουν αλλά δεν γερνάνε, συνεχίζοντας να παράγουν πολιτισμό υψηλού επιπέδου σε πολλούς μάλιστα τομείς. Επίσης, ένας φινετσάτος, ευγενέστατος και μορφωμένος άνθρωπος.
Το βιβλίο ξεκινάει με την πρώτη θεατρική παράσταση του «Ελεύθερου Θεάτρου» το 1970 («Η όπερα του ζητιάνου») και τα τρομερά προβλήματα που αντιμετώπισε ο θίασος, τα τρακ, τους φόβους και τα συναφή. Μετά έχουμε φλασμπάκ, μέχρι να ξαναφτάσουμε στα 1970. Βλέπουμε τα νεανικά χρόνια του Κοτανίδη στη Θεσσαλονίκη. Τον Μάη του ’63, υποψήφιος για το πανεπιστήμιο, ψιλοαριστερίζων ήδη, την είχε κοπανήσει με την παρέα του από το φροντιστήριο και έτυχε να ζήσει από κοντά τη δολοφονία του Λαμπράκη. Ήταν μάλιστα ένας από όσους συνέβαλαν να μη διαφύγει ο δολοφόνος. Από κει και πέρα, ήταν πολύ φυσικό ο νεαρός να πολιτικοποιηθεί περαιτέρω σε αριστερή κατεύθυνση. Πέρασε στην Κτηνιατρική της πόλης του, αλλά ασχολήθηκε με το φοιτητικό θέατρο και τον κινηματογράφο. Ώσπου πήρε τη μεγάλη απόφαση, πλακώθηκε με την οικογένειά του και ήρθε στην Αθήνα να σπουδάσει ηθοποιός. Έζησε το ανεβασμένο πολιτιστικό κλίμα πριν το ’67 και τον βρήκε η δικτατορία της 21ης Απριλίου. Το βιβλίο δεν είναι πλήρης αυτοβογραφία μέχρι σήμερα, αφορά ιδίως αυτή την περίοδο, το ’67-74, τα χρόνια της χούντας, και φτάνει μέχρι την ανακήρυξη της δημοκρατίας. Τον ρωτάω γιατί το έγραψε.
«Για να βάλω σε μια τάξη το παρελθόν» απαντάει. «Πόλεμος εναντίον της χούντας, ένταξή μου στην επαναστατική Αριστερά, Ελεύθερο Θέατρο». Παράλληλες πορείες που διαμόρφωσαν μια προσωπικότητα, αποτύπωση ενός κλίματος απ’ όπου ξεπήδησε η σημερινή μας κοινωνία. Παρακολουθούμε τι θα πει σοβαρές θεατρικές σπουδές από έναν άνθρωπο που νοιαζόταν να γίνει άριστος ηθοποιός και δεν άφηνε τίποτα που να μην το ψάξει. Βλέπουμε, στη συνέχεια, πώς μια δράκα νεαρών ηθοποιών ανανέωσε, σε συλλογική βάση, με κρυπτο-επαναστατικό τρόπο και σε πολύ δύσκολα χρόνια, το ελληνικό θέατρο, ιδιαίτερα μετά την «Ιστορία του Αλή Ρέτζο» του Μάρκαρη. Η Μαλτέζου, ο Αρζόγλου, η Κυριαζάκη, ο Φασουλής, ο Σαμπάνης, η Τζιραλίδου, ο Καμπερίδης, ο Χατζησάββας, η Μιχαλιτσιάνου, ο Τότσικας, ο Αντωνίου, η Παναγιωτοπούλου είναι μερικοί μόνο απ’ αυτούς (το κείμενο αρχών του «Ελεύθερου Θεάτρου» παρατίθεται ολόκληρο – και δικαίως). Μαζί μ’ αυτούς ένα πλήθος παλιών και νεότερων καλλιτεχνών, πολιτικών, δημοσιογράφων και πολλών άλλων, που συνθέτουν ένα σχεδόν πλήρη προσωπογραφικό πίνακα των δημόσιων προσώπων του ’60 και του ’70.
Βλέπουμε βέβαια και τις προσωπικές πορείες, στοιχήματα που χάνονται και κερδίζονται, έρωτες, οικογενειακά προβλήματα, ισχυρές αντρικές φιλίες, πολιτικές διαφωνίες που φέρνουν προσωπικές διαφοροποιήσεις, μετακομίσεις, θανάτους φίλων. Αλλά αυτό που κυριαρχεί είναι το θέατρο ως επαναστατικό μέσο.
Κάποτε, όπως και για πολλούς άλλους αγωνιστές, ήρθε και για τον Κοτανίδη η ώρα των συλλήψεων, των βασανιστηρίων, της κράτησης. Αλλά ακόμα και τότε, κρατούμενος, ο συγγραφέας έχει συγκρατήσει ανθρώπινες στιγμές (με κάποιους από τους φύλακές του), μέχρι και χιουμοριστικά περιστατικά. Οι σκηνές του Πάσχα του ’74 στη φυλακή είναι από τις καλύτερες του βιβλίου.
«Φοβόσουν;» ρωτάω. «Φοβόμουν βέβαια, ήξερα ότι ήταν επικίνδυνο να πολεμήσουμε τη χούντα, αλλά έπρεπε να το κάνουμε». Και βγήκε αυτό το βιβλίο, σκέφτομαι, το τόσο καλογραμμένο, που ζωντανεύει πειστικά και με ενδιαφέρον την εποχή. «Πώς βλέπεις σήμερα τα πολιτικά πράγματα;» ρωτάω. Χαμογελάει κάπως πικρά και λέει: «Θα άξιζε να διαβάσουν το βιβλίο μου όσοι νέοι φωνάζουν πως δεν τελείωσε η χούντα, για να καταλάβουν τι θα πει πραγματικά δικτατορία. Τι θα πει να πολεμάς ένα στρατιωτικό καθεστώς και πόση διαφορά έχει από ένα διεφθαρμένο κοινοβουλευτικό καθεστώς». Κι ούτε φταίνε μόνο οι πολιτικοί για την κατάσταση, υπογραμμίζει, υπάρχουν και οι κακοί πολίτες. Εξάλλου το βιβλίο κλείνει τονίζοντας ότι η δικατορία δίδαξε ότι η ελευθερία είναι η αδιαπραγμάτευτη αρχή.
«Θα υπάρξει συνέχεια, θα γράψεις για την περίοδο από το 1974 και μετά, για την τηλεόραση, για το σινεμά, για τα χρόνια της πολιτικής αποστράτευσης»; Απαντάει ότι δεν ξέρει ακόμα. Ανταλλάξαμε μερικά από τα βιβλία μας και εκτίμησα ιδιαίτερα τους «Σαλτιμπάγκους», μυθιστόρημα εμπνευσμένο από τον αγώνα του Σκοντζόπουλου να φτιάξει το πρώτο αθηναϊκό θέατρο, στα χρόνια του Όθωνα. Σκέφτομαι ότι, αν δεν ήταν θεατράνθρωπος, ο Κοτανίδης θαυμάσια θα μπορούσε να είναι επαγγελματίας συγγραφέας.
Είδα και την παράσταση που παίζει, τον «Περικλή» του Σέξπιρ στο Εθνικό θέατρο (παρουσιάστηκε και στο Λονδίνο, στα προεόρτια της Ολυμπιάδας, μαζί με άλλες 36 παραστάσεις έργων του Σέξπιρ). Μου θύμισε κάτι από «Ελεύθερο Θέατρο», καθώς δεν είχε πρωταγωνιστή, αλλά «πρωταγωνιστούσε» η συλλογικότητα όλων των ηθοποιών. «Δεν έκανες λάθος», μου είπε ο Κοτανίδης, «ο Χουβαρδάς αγαπούσε πολύ το “Ελεύθερο Θέατρο”»